Αυτός είναι 30 ετών. Αυτή, 21. Απόγευμα, 16 Μαρτίου 1944, σ’ ένα πλατύ σαλόνι μεγαλοαστικού διαμερίσματος στο Παρίσι. Είναι το διαμέρισμα του ανθρωπολόγου Μισέλ Λεϊρίς και της γυναίκας του Ζετ (Λουίζ), πάνω στην αποβάθρα των Γκραντς-Ογκιστέν, στον Σηκουάνα. Γερμανική κατοχή. Στο σαλόνι ετοιμάζεται ν’ αρχίσει η παράσταση-ανάγνωση του σουρεαλιστικού έργου του Πάμπλο Πικάσο «Ο πόθος πιασμένος από την ουρά». Τους ρόλους παίζουν πρόσωπα γνωστά στους κύκλους των γάλλων διανοουμένων: ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, η Σιμόν ντε Μποβουάρ, ο Ρεμόν Κενό.
Αυτός είναι ο σκηνοθέτης και ο καλλιτεχνικός διευθυντής. Δεν είναι άλλος από τον Αλμπέρ Καμύ, κιόλας μια λογοτεχνική δόξα, χάρη στον Ξένο και στον Μύθο του Σίσυφου, που έχουν εκδοθεί μέσα στην Κατοχή. Αυτή κάθεται ανάμεσα στο κοινό, μαζί με τον Ζαν-Λουί Μπαρό, τον Ζορζ Μπρακ, τον Ζακ Λακάν, τον Ανρί Μισό ή τον φωτογράφο Μπρασάι, που τραβάει φωτογραφίες. Δεν είναι άλλη από τη νεαρή ηθοποιό Μαρία Καζαρές, που στα είκοσι χρόνια της έχει κιόλας αποκτήσει τη φήμη της τραγωδού. Τα βλέμματά τους διασταυρώνονται. Ο Αλμπέρ είναι γοητευτικός. Φωνή καθαρή. Αγέρωχος και ταυτόχρονα κουρασμένος (ίσως η φυματίωση). Η Μαρία, κλασική ομορφιά. Λοξά μάτια, πεισματάρικο πιγούνι, βραχνή φωνή. Σαν να μοιάζουν. Η Μαρία είναι Ισπανίδα. Κόρη υπουργού της ισπανικής Δεύτερης Δημοκρατίας, ζει εξόριστη στο Παρίσι από το 1936, όπως και τόσοι άλλοι ισπανοί δημοκρατικοί. Αλλά και ο Αλμπέρ έχει ισπανική καταγωγή, από τη μητέρα του.
Τρεις μέρες μετά, στις 19 Μαρτίου 1944, ο Αλμπέρ προτείνει στη Μαρία να παίξει τον ρόλο της Μάρθα στο θεατρικό έργο του «Η παρεξήγηση». Ο Καμύ είναι μόνος του στο Παρίσι, καθώς η γυναίκα του Φρανσίν είναι αποκλεισμένη στην Αλγερία λόγω της Κατοχής. Καμύ και Μαρία κυκλοφορούν στη γαλλική πρωτεύουσα. Σε όποιο κέντρο μπαίνουν, οι ορχήστρες παίζουν, γι’ αυτούς, πάσο ντόμπλε. Το βράδυ της 6ης Ιουνίου 1944, την ημέρα της απόβασης των Συμμάχων στη Νορμανδία, επιστρέφοντας, με ποδήλατο, από μια βραδιά στο σπίτι του σκηνοθέτη Σαρλ Ντιλέν, ο Αλμπέρ και η Μαρία γίνονται εραστές.
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς η Φρανσίν έρχεται τελικά στη Γαλλία. Το 1945 γεννιούνται τα δίδυμά τους, η Κατρίν και ο Ζαν. Αλμπέρ και Μαρία χωρίζουν. Αλλά τον Ιούνιο του 1948 ο Καμύ συναντά τυχαία την Καζαρές στη λεωφόρο Σεν Ζερμέν ντε Πρε. Πλέον, μόνο ο βίαιος θάνατος του Αλμπέρ, τον Ιανουάριο του 1960, θα τους χωρίσει. Η σχέση τους και οι ποικίλες όψεις της (έρωτας, σάρκα, πνεύμα, τέχνη, έμπνευση) αποτυπώνονται στην αλληλογραφία τους, μια μοναδική ανταλλαγή λέξεων, ιστοριών, αισθημάτων και απίστευτων επιθέτων έρωτα, αγάπης, αφοσίωσης, λατρείας, τρυφερότητας – 865 επιστολές σε διάστημα 15 ετών (1944-1959).
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς η Φρανσίν έρχεται τελικά στη Γαλλία. Το 1945 γεννιούνται τα δίδυμά τους, η Κατρίν και ο Ζαν. Αλμπέρ και Μαρία χωρίζουν. Αλλά τον Ιούνιο του 1948 ο Καμύ συναντά τυχαία την Καζαρές στη λεωφόρο Σεν Ζερμέν ντε Πρε. Πλέον, μόνο ο βίαιος θάνατος του Αλμπέρ, τον Ιανουάριο του 1960, θα τους χωρίσει. Η σχέση τους και οι ποικίλες όψεις της (έρωτας, σάρκα, πνεύμα, τέχνη, έμπνευση) αποτυπώνονται στην αλληλογραφία τους, μια μοναδική ανταλλαγή λέξεων, ιστοριών, αισθημάτων και απίστευτων επιθέτων έρωτα, αγάπης, αφοσίωσης, λατρείας, τρυφερότητας – 865 επιστολές σε διάστημα 15 ετών (1944-1959).
Ο Καμύ είχε μια πολύ δυνατή πλευρά Δον Ζουάν. Οι ερωτικές κατακτήσεις του είναι, με τη σειρά τους, μυθιστορηματικές: εκτός από τη Μαρία Καζαρές, τουλάχιστον ακόμη μία γνωστή ηθοποιός, η Κατρίν Σελέρς, αλλά και η κατά είκοσι χρόνια νεότερή του Μετ Ιβέρς, Γαλλοδανέζα, ζωγράφος και μοντέλο στον οίκο Ζακ Φατ, που τη γνώρισε σε καφέ του Σεν Ζερμέν. Η Ιβέρς ήταν μέχρι τώρα «ανώνυμη», αφού και στη βιογραφία του Καμύ από τον Ολιβιέ Τοντ, που κυκλοφόρησε το 1996 (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη), η Μετ αναφέρεται απλά ως Μ. Η ταυτότητά της αποκαλύφθηκε μόλις το 2019, όταν η Μετ Ιβέρς μίλησε στο εκπληκτικό ντοκιμαντέρ του Ζορζ-Μαρκ Μπεναμού «Les vies d’ Albert Camus» («Οι ζωές του Αλμπέρ Καμύ»).
Μυθικό χαρακτήρα είχε όμως μόνο η σχέση του με την Καζαρές, γεγονός που ενισχύθηκε το 2017, όταν κυκλοφόρησε η αλληλογραφία τους, με πρόλογο της Κατρίν Καμύ, κόρης του συγγραφέα και διαχειρίστριας των πνευματικών του δικαιωμάτων.
«Βιάζομαι, γιατί ο ταχυδρόμος περιμένει από κάτω» της γράφει στις 5 Αυγούστου 1948 από την Προβηγκία. «Αλλά σου στέλνω ένα φορτίο ευγνωμοσύνης, γέλιων, τρυφερότητας, εξυπνάδας, κραυγών, κυμάτων, φλογών και όλον τον έρωτα που μπορείς να αντέξεις. Σε λίγο, μονάκριβή μου, σε φιλώ, σε φιλώ, σε φιλώ…».
Σ’ ένα γράμμα από τη Θεσσαλονίκη, με ημερομηνία 5 Μαΐου 1955, της γράφει: «Εκανα πολύ καλά που ήρθα εδώ, είχες δίκιο. Βρήκα το θάρρος και λίγη ελπίδα. Ακόμη και χωρίς ελπίδα η Ελλάδα σε μαθαίνει να ζεις (…) Μπορούμε να μιλάμε σαν τον Οιδίποδα, «όλα είναι καλά». Oχι, δεν είναι όλα, αλλά έχω τις πατρίδες μου, το φως και εσένα, που με βοηθούν να ξεπεράσω ό,τι είναι κακό». Αυτή κλείνει ένα γράμμα της στις 6 Αυγούστου 1948 με μια ποιητική έξαρση απελπισίας: «Και κυρίως δεν υπάρχω, περιμένω να υπάρξω, δεν είμαι παρά υπόσχεση».
Στο τελευταίο γράμμα που της στέλνει στις 30 Δεκεμβρίου 1959 από το χωριό Λουρμαρέν της Προβηγκίας της γράφει: «Δεν έχω πια λόγο να στερούμαι το γέλιο, τις βραδιές μας, ούτε την πατρίδα μου. Σε φιλώ, σε σφίγγω πάνω μου μέχρι την Τρίτη, όπου θα ξαναρχίσω».
Μυθικό χαρακτήρα είχε όμως μόνο η σχέση του με την Καζαρές, γεγονός που ενισχύθηκε το 2017, όταν κυκλοφόρησε η αλληλογραφία τους, με πρόλογο της Κατρίν Καμύ, κόρης του συγγραφέα και διαχειρίστριας των πνευματικών του δικαιωμάτων.
«Βιάζομαι, γιατί ο ταχυδρόμος περιμένει από κάτω» της γράφει στις 5 Αυγούστου 1948 από την Προβηγκία. «Αλλά σου στέλνω ένα φορτίο ευγνωμοσύνης, γέλιων, τρυφερότητας, εξυπνάδας, κραυγών, κυμάτων, φλογών και όλον τον έρωτα που μπορείς να αντέξεις. Σε λίγο, μονάκριβή μου, σε φιλώ, σε φιλώ, σε φιλώ…».
Σ’ ένα γράμμα από τη Θεσσαλονίκη, με ημερομηνία 5 Μαΐου 1955, της γράφει: «Εκανα πολύ καλά που ήρθα εδώ, είχες δίκιο. Βρήκα το θάρρος και λίγη ελπίδα. Ακόμη και χωρίς ελπίδα η Ελλάδα σε μαθαίνει να ζεις (…) Μπορούμε να μιλάμε σαν τον Οιδίποδα, «όλα είναι καλά». Oχι, δεν είναι όλα, αλλά έχω τις πατρίδες μου, το φως και εσένα, που με βοηθούν να ξεπεράσω ό,τι είναι κακό». Αυτή κλείνει ένα γράμμα της στις 6 Αυγούστου 1948 με μια ποιητική έξαρση απελπισίας: «Και κυρίως δεν υπάρχω, περιμένω να υπάρξω, δεν είμαι παρά υπόσχεση».
Στο τελευταίο γράμμα που της στέλνει στις 30 Δεκεμβρίου 1959 από το χωριό Λουρμαρέν της Προβηγκίας της γράφει: «Δεν έχω πια λόγο να στερούμαι το γέλιο, τις βραδιές μας, ούτε την πατρίδα μου. Σε φιλώ, σε σφίγγω πάνω μου μέχρι την Τρίτη, όπου θα ξαναρχίσω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου