Τα όρια μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας είναι δύσκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια ‒ από φιλελεύθερο σε φιλελεύθερο μπορεί να είναι διαφορετικά. Το γενικό πνεύμα είναι πάντως ότι, όσο λιγότερο παρεισφρέει η πολιτική εξουσία στην ιδιωτική σφαίρα και όσο μεγαλύτερη είναι η τελευταία, τόσο το καλύτερο.
Εδώ παρατηρούμε την αντιστροφή, σχεδόν, της αντίληψης περί ελευθερίας σε σχέση με την αρχαία ελληνική δημοκρατία.
Εκεί, η ενεργητική/ενεργός συμμετοχή του πολίτη στα κοινά της πόλης –όπου η πόλη συνιστά έναν ενιαίο χώρο, χωρίς να υπάρχει ευκρινής διάκριση κράτους και κοινωνίας– είναι όρος της απόλαυσης της ελευθερίας, η οποία νοείται με συλλογικούς όρους. Αντίθετα, όποιος ιδιωτεύει αδιαφορώντας για τα κοινά περιφρονείται και θεωρείται ότι διάγει βίο υπολειμματικό.
Κατά τη φιλελεύθερη αντίληψη, όμως, οι χαρές του ιδιωτικού βίου είναι που κατεξοχήν βοηθούν κάποιον να καταστεί ελεύθερος, ενώ η πολιτική συμμετοχή δεν είναι προϋπόθεση της ελευθερίας, ίσα ίσα μπορεί να θεωρηθεί και βάρος (Constant, 2000).
Ο φιλελευθερισμός περιλαμβάνει στις ελευθερίες που υπερασπίζεται, ως διακεκριμένη και σημαντική, την οικονομική ελευθερία. Αυτή εκφράζεται τόσο ως εναντίωση στην ύπαρξη μονοπωλίων και στην κρατική διεύθυνση της οικονομίας, όσο και ως στήριξη του ελεύθερου εμπορίου, της ελεύθερης αγοράς και της ατομικής ιδιοκτησίας.
Έχουν διατυπωθεί ποικίλα φιλελεύθερα επιχειρήματα υπέρ της οικονομικής ελευθερίας, πότε εναλλακτικά και πότε συνδυαστικά. Κατά πρώτον, θεωρείται ότι η ελεύθερη οικονομία είναι πολύ περισσότερο αποδοτική και παράγει μεγαλύτερο πλούτο προς όφελος των ατόμων, αλλά και της κοινωνίας συνολικά. Μπορεί το κάθε άτομο, ως ορθολογικό υποκείμενο, να προσέρχεται στην αγορά με σκοπό την ικανοποίηση του προσωπικού συμφέροντός του, αλλά η αλληλεπίδραση των ατόμων στην αγορά θα παραγάγει την καλύτερη δυνατή διευθέτηση.
Ο φιλελευθερισμός περιλαμβάνει στις ελευθερίες που υπερασπίζεται, ως διακεκριμένη και σημαντική, την οικονομική ελευθερία. Αυτή εκφράζεται τόσο ως εναντίωση στην ύπαρξη μονοπωλίων και στην κρατική διεύθυνση της οικονομίας, όσο και ως στήριξη του ελεύθερου εμπορίου, της ελεύθερης αγοράς και της ατομικής ιδιοκτησίας.
Έχουν διατυπωθεί ποικίλα φιλελεύθερα επιχειρήματα υπέρ της οικονομικής ελευθερίας, πότε εναλλακτικά και πότε συνδυαστικά. Κατά πρώτον, θεωρείται ότι η ελεύθερη οικονομία είναι πολύ περισσότερο αποδοτική και παράγει μεγαλύτερο πλούτο προς όφελος των ατόμων, αλλά και της κοινωνίας συνολικά. Μπορεί το κάθε άτομο, ως ορθολογικό υποκείμενο, να προσέρχεται στην αγορά με σκοπό την ικανοποίηση του προσωπικού συμφέροντός του, αλλά η αλληλεπίδραση των ατόμων στην αγορά θα παραγάγει την καλύτερη δυνατή διευθέτηση.
Εφόσον δεν υπάρχουν μονοπώλια, ούτε εμπόδια εισόδου στην αγορά, ο ανταγωνισμός μεταξύ των παραγωγών για καλύτερα και φθηνότερα προϊόντα, σε συνδυασμό με τη ζήτηση, θα δώσει το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα.
Το κράτος δεν διαθέτει κάποιον καλύτερο μηχανισμό σε σχέση με την ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών των αγαθών ο οποίος λειτουργεί σε μια ελεύθερη αγορά προκειμένου να οργανώσει την παραγωγή, πόσω μάλλον να γίνει το ίδιο παραγωγός αγαθών με αποτελεσματικότερο τρόπο. Ακόμη και αν δεν έχει πρόθεση μεροληπτικής υποστήριξης συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων, θα αποδειχθεί κοστοβόρο, γραφειοκρατικό και καθόλου αποδοτικό.
Κατά δεύτερον, και αυτό ενίοτε παραβλέπεται, η ελεύθερη οικονομία υποστηρίζεται και για ηθικούς
λόγους, ανεξάρτητα από τα οικονομικά αποτελέσματά της. Θεωρείται δηλαδή ότι λειτουργεί κατευναστικά προς τα πάθη, καλλιεργεί αστικές αρετές, καθώς και την ατομική υπευθυνότητα και την αξιοκρατία.
Αυτό που είναι περισσότερο προβεβλημένο, και υπήρξε προσδοκία ήδη των πρώτων φιλελεύθερων, είναι η ευεργετική επίδραση του διεθνούς εμπορίου στην ειρήνη. Δηλαδή, διατυπώθηκε η εκτίμηση ότι αφενός η συνεχής και επιτεινόμενη εμπορική δραστηριότητα αφενός θα αποδειχθεί επωφελής για όλα τα κράτη –για παράδειγμα, θα τους επιτρέψει να εστιάσουν την παραγωγή τους στον τομέα στον οποίο διαθέτουν συγκριτικό πλεονέκτημα και ταυτόχρονα να καλύψουν τις ελλείψεις τους σε άλλα αγαθά με εισαγωγές–, αφετέρου τα κράτη θα αναπτύξουν μεταξύ τους δεσμούς και θα υποστηρίξουν αμοιβαία συμφέροντα, που θα αποτρέπουν ή, απλώς, θα καθιστούν τους πολέμους περιττούς. Βεβαίως, αυτό προϋποθέτει τη μείωση ‒μέχρι σχεδόν εξαλείψεως‒ φόρων και δασμών και, γενικότερα, οποιουδήποτε τεχνικού ή νομικού εμποδίου παρεισφρέει αχρείαστα στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και στην οικονομική δραστηριότητα.
Αυτό που είναι περισσότερο προβεβλημένο, και υπήρξε προσδοκία ήδη των πρώτων φιλελεύθερων, είναι η ευεργετική επίδραση του διεθνούς εμπορίου στην ειρήνη. Δηλαδή, διατυπώθηκε η εκτίμηση ότι αφενός η συνεχής και επιτεινόμενη εμπορική δραστηριότητα αφενός θα αποδειχθεί επωφελής για όλα τα κράτη –για παράδειγμα, θα τους επιτρέψει να εστιάσουν την παραγωγή τους στον τομέα στον οποίο διαθέτουν συγκριτικό πλεονέκτημα και ταυτόχρονα να καλύψουν τις ελλείψεις τους σε άλλα αγαθά με εισαγωγές–, αφετέρου τα κράτη θα αναπτύξουν μεταξύ τους δεσμούς και θα υποστηρίξουν αμοιβαία συμφέροντα, που θα αποτρέπουν ή, απλώς, θα καθιστούν τους πολέμους περιττούς. Βεβαίως, αυτό προϋποθέτει τη μείωση ‒μέχρι σχεδόν εξαλείψεως‒ φόρων και δασμών και, γενικότερα, οποιουδήποτε τεχνικού ή νομικού εμποδίου παρεισφρέει αχρείαστα στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και στην οικονομική δραστηριότητα.
Επομένως, δεν πρέπει το ίδιο το κράτος να αναπτύσσει οικονομική δραστηριότητα, αλλά με τις αρχές
και τις υπηρεσίες του να αναλαμβάνει κατεξοχήν εποπτικό και ρυθμιστικό ρόλο, δηλαδή να εγγυάται την ασφάλεια και τη νομιμότητα των συναλλαγών, και να διασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία του
ανταγωνισμού. Επιβάλλεται δε να είναι πολύ συγκρατημένο ως προς την επιβολή φόρων, η οποία πρέπει να είναι προσανατολισμένη κυρίως στα εισοδήματα από προσόδους και, γενικότερα, στις μη παραγωγικές δραστηριότητες. Μόνο κατ’ εξαίρεση αναλαμβάνει πιο ενεργό δραστηριότητα, όπως στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες η φύση του αγαθού είναι τέτοια ώστε δεν μπορεί να προσφερθεί με όρους ελεύθερης αγοράς (π.χ. φυσικά μονοπώλια, αμιγώς δημόσια αγαθά).
Εφόσον λοιπόν διασφαλίζονται οι γενικές προϋποθέσεις ομαλής λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς, κατά την κλασική φιλελεύθερη αντίληψη, το αποτέλεσμα που θα προκύψει για κάθε άτομο πρέπει να θεωρηθεί εύλογο και θεμιτό. Δηλαδή, εφόσον υπάρχει ισότητα ευκαιριών –όρος που, πάντως, μένει συχνά μετέωρος στις σχετικές θεωρητικές επεξεργασίες–, θα ανταμειφθεί εκείνος ο οποίος, εκ του αποτελέσματος, τεκμαίρεται ότι υπήρξε περισσότερο εργατικός, επιμελής, επινοητικός κ.ο.κ., και επομένως είναι αξιοκρατικό να απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων του. Εν ολίγοις, η οικονομική
Εφόσον λοιπόν διασφαλίζονται οι γενικές προϋποθέσεις ομαλής λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς, κατά την κλασική φιλελεύθερη αντίληψη, το αποτέλεσμα που θα προκύψει για κάθε άτομο πρέπει να θεωρηθεί εύλογο και θεμιτό. Δηλαδή, εφόσον υπάρχει ισότητα ευκαιριών –όρος που, πάντως, μένει συχνά μετέωρος στις σχετικές θεωρητικές επεξεργασίες–, θα ανταμειφθεί εκείνος ο οποίος, εκ του αποτελέσματος, τεκμαίρεται ότι υπήρξε περισσότερο εργατικός, επιμελής, επινοητικός κ.ο.κ., και επομένως είναι αξιοκρατικό να απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων του. Εν ολίγοις, η οικονομική
ανισότητα που παράγει η αγορά είναι δίκαιη.
Σημαντική έκφραση της οικονομικής ελευθερίας είναι για τους φιλελεύθερους το δικαίωμα στην
ατομική ιδιοκτησία, το οποίο για πολλούς από αυτούς, ακολουθώντας τον πρωτοφιλελεύθερο στοχαστή John Locke, θεωρείται αναπαλλοτρίωτο, φυσικό δικαίωμα. Πράγματι, στο έργο του Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως (1690), που θεωρείται θεμελιώδης αναφορά για τον κλασικό φιλελευθερισμό, αναπτύσσεται για πρώτη φορά αυτό που θα ονομαστεί αργότερα «εργασιακή θεωρία της αξίας» (Locke, 2010, σσ. 107-126).
Στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής θεωρίας του, ο Locke κατασκευάζει τους ανθρώπους ως δρώντες σε μια υποθετική «φυσική κατάσταση», η οποία προκύπτει νοητά από την αφαίρεση του πολιτικού στοιχείου. Σε αυτή την προπολιτική συνθήκη ‒ισχυρίζεται ο Locke, αντίθετα προς τον Hobbes‒ οι άνθρωποι, ως ορθολογικά αλλά και ηθικά όντα, αναπτύσσουν κοινωνικές σχέσεις, ιδίως συναλλακτικού χαρακτήρα.
Πώς όμως ρυθμίζεται το ζήτημα της κατανομής των πόρων και των αγαθών σε μια τέτοια κατάσταση;
Κάθε άνθρωπος είναι ιδιοκτήτης του εαυτού του και του μόχθου του. «Κατέχω τον εαυτό μου» σημαίνει είμαι ελεύθερος και ταυτόχρονα αναλαμβάνω την ηθική ευθύνη των πράξεών μου. Το δικαίωμα ιδιοποίησης εδράζεται στην πρόσμειξη του μόχθου στο αντικείμενο. Δηλαδή, η εργασία πάνω στη φύση δημιουργεί αξία, και αυτή η αξία ανήκει σε αυτόν που εργάστηκε προκειμένου να παραχθεί το προϊόν – για παράδειγμα, κάποιος που καλλιεργεί πατάτες δικαιούται να τις κάνει δικές του.
Και, μολονότι αρχικά ο Locke βάζει ορισμένους περιορισμούς –να υπάρχει επάρκεια αγαθών και για τους άλλους, όπως και να μη φθείρονται τααγαθά υπό την κατοχή του παραγωγού–, αυτοί οι περιορισμοί παρακάμπτονται με τη χρήση του χρήματος (ή πολύτιμων μετάλλων), η ανταλλακτική αξία του οποίου επιτρέπει στον παραγωγό να ανταλλάξει με χρήματα το πλεόνασμα αγαθών που τυχόν έχει συσσωρεύσει.
Στο πιο διαμφισβητούμενο σημείο της θεωρίας του ο Locke υποστηρίζει –και εδώ το επιχείρημα από υποθετικό μεταστρέφεται σε εμπειρικό– ότι έχει υπάρξει ευρεία συναίνεση για τις εγχρήματες συναλλαγές μεταξύ των ανθρώπων και, κατά προέκταση, για τα αποτελέσματα που παράγουν, δηλαδή την άνιση ατομική ιδιοκτησία.
Μολονότι στη φυσική κατάσταση, ελλείψει οποιασδήποτε αρχής η οποία μπορεί να εγγυηθεί την
τάξη και την ασφάλεια, λειτουργώντας επιδιαιτητικά όταν προκύπτουν διαφορές, παρουσιάζεται εγγενής αστάθεια, δεν επικρατεί κατάσταση πολέμου, αλλά οι άνθρωποι κατά βάση αναπτύσσουν αγαθές μεταξύ τους σχέσεις.
Ωστόσο, ιδίως σε περίπτωση σπάνης αγαθών, ο ανταγωνισμός και η σύγκρουση πιθανόν να
Ωστόσο, ιδίως σε περίπτωση σπάνης αγαθών, ο ανταγωνισμός και η σύγκρουση πιθανόν να
κλιμακωθούν. Προς αποτροπή αυτού του δυσμενούς ενδεχομένου, τα ορθολογικά άτομα έρχονται σε
συμφωνία, αποδεχόμενα την εγκαθίδρυση της πολιτικής κοινωνίας.
Όμως, έτσι, συμπεραίνει ο Locke, όχι μόνο νομιμοποιούνται η ατομική ιδιοκτησία και η άνιση κατανομή της, όχι μόνον το κράτος οφείλει να προστατεύσει τα άτομα, αλλά αυτή η απαίτηση προστασίας τοποθετείται στον πυρήνα της ίδιας της σκοπιμότητας του κράτους.
Όμως, έτσι, συμπεραίνει ο Locke, όχι μόνο νομιμοποιούνται η ατομική ιδιοκτησία και η άνιση κατανομή της, όχι μόνον το κράτος οφείλει να προστατεύσει τα άτομα, αλλά αυτή η απαίτηση προστασίας τοποθετείται στον πυρήνα της ίδιας της σκοπιμότητας του κράτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου