Ο Τ.Σ. Ελιοτ είχε γράψει «Οι ανώριμοι ποιητές αντιγράφουν. Οι ώριμοι ποιητές κλέβουν.» (Και αυτός βέβαια το είχε γράψει αυτό το 1920 χωρίς αναφορά στην πηγή, που ήταν ένα άρθρο τού 1892.)
Η παραπάνω ρήση είδε πολλές παραλλαγές ανά τις δεκαετίες, και για διαφορετικές τέχνες, ώσπου σε ένα ντοκυμαντέρ ο Στήβ Τζόμπς της εταιρείας Apple, μιλώντας για τις δικές του ‘κλοπές’ τεχνολογικών ιδεών, που τελικά μας έδωσαν τις γνωστές επαναστατικές ηλεκτρονικές συσκευές, ανέφερε ότι ο Πικασό είχε πεί πως « ο καλός καλλιτέχνης αντιγράφει, ενώ ο σπουδαίος καλλιτέχνης κλέβει».
Δεν είναι σίγουρο ότι ο Πικασό είχε πεί κάτι τέτοιο. Εκείνο όμως που είναι σίγουρο είναι αυτό που είχε πεί ο Νίκολας Κάλας που είχε ζήσει στο Παρίσι και είχε γνωρίσει τον Πικασό και άλλους ομοτέχνους του εκείνη την εποχή: ότι, όλων αυτών, είχε φοβηθεί το μάτι τους τις επισκέψεις, στα ατελιέ τους, του Πάμπλο Πικασό γιατί ήταν γνωστό αναμεσά τους πως έκλεβε τις ιδέες άλλων σωρηδόν!
Ο Εζρα Πάουντ, στο τεράστιο ποιητικό του έργο “Cantos”, παρέθεσε εκατοντάδες αυτούσιων αποσπασμάτων από την παγκόσμια λογοτεχνία (και όχι μόνο), στις αρχικές τους γλώσσες (αρχαία ελληνικά, κινέζικα, ιταλικά, γαλλικά, λατινικά), χωρίς σημειώσεις, με πλήρη (και παιχνιδιάρικη) επίγνωση ότι κάνοντας αυτό δημιουργούσε μιαν ολόκληρη ακαδημαϊκή βιομηχανία των «επεξηγητών». Κι έτσι δημιουργούσε γρίφους…
Μια ρήση του σύγχρονου Αμερικανού σκηνοθέτη Τζίμ Τζάρμους:
«Τίποτα δεν είναι πρωτότυπο. Κλέψε απ’ οπουδήποτε
υπάρχει παλμός έμπνευσης ή που σου ανάβει τη φαντασία.
Να καταβροχθίζεις παλιά φιλμ, νέα φίλμ, μουσική, βιβλία,
πίνακες, φωτογραφίες, ποιήματα,όνειρα, τυχαίες συζητήσεις,
αρχιτεκτονική, γέφυρες, ταμπέλες δρόμων, δέντρα, σύννεφα,
εκτάσεις νερού, φώς και σκιές. Διάλεξε μόνο πράγματα
που μιλούν απευθείας στην ψυχή σου να κλέψεις. Αν το κάνεις
αυτό, το έργο σου (και η κλοπή) θα έχουν αυθεντικότητα.
Η αυθεντικότης είναι ανεκτίμητη. Η πρωτοτυπία είναι ανύπαρκτη.
Και μην σε μέλλει να κρύβεις την κλοπή σου – Να την γιορτάζεις
αν σου κάνει κέφι. Οπως και νάχει, πάντα να θυμάσαι εκείνο
που είχε πεί ο Jean–Luc Godard: «Δεν έχει σημασία από πού παίρνεις
διάφορα πράγματα – εκείνο που έχει σημασία είναι πού τα πηγαίνεις.»
Ήταν ο Μπέρτολτ Μπρεχτ λογοκλόπος; Ή μήπως απλώς «δανείστηκε» κάποιους ξένους στίχους που «του είχαν αρέσει»;
Για το θεατρόφιλο Βερολίνο του 1929, το μεγάλο γεγονός της χρονιάς ήταν δίχως άλλο Η όπερα της πεντάρας. Το παρθενικό ανέβασμα του έργου του τριαντάχρονου τότε Μπρεχτ στο Theater am Schiffbauerdamm θα αποτελέσει έναν από τους μεγαλύτερους σκηνικούς θριάμβους της ολιγόζωης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Ωστόσο, η ενθουσιώδης υποδοχή του κοινού δεν θα βρει σύμφωνους όλους τους κριτικούς. Ένας από αυτούς που είχαν αντιρρήσεις ήταν ο Άλφρεντ Κερρ. «Μεταξύ των Γερμανών κριτικών του καιρού του», σημειώνει ένας σημερινός μελετητής, «ο Κερρ ήταν η πλέον θαυμαζόμενη και η πλέον μισούμενη φυσιογνωμία. Ιδιότροπος, με ζωηρό ταμπεραμέντο, δραστήριος, ματαιόδοξος (με μια ματαιοδοξία ωστόσο απ' όπου αντλούσε συνειδητά η δημιουργικότητά του), γεμάτος ειρωνεία και σαρκασμό (ακόμη και κατά του εαυτού του), κράτησε για τριάντα χρόνια τον ρόλο του "σταρ" ανάμεσα στους κριτικούς».
Μπορεί να φανταστεί λοιπόν κανείς τον σάλο που θα προκλήθηκε, όταν ένας τέτοιος άνθρωπος θα πάρει τον λόγο και θα κατηγορήσει τον Μπρεχτ για λογοκλοπή. Επρόκειτο για μερικές από τις περίφημες μπαλάντες της παράστασης, που μετά την μελοποίησή τους από τον Κουρτ Βάιλλ είχαν γίνει κοσμαγάπητες. Τα ποιήματα είχαν μόλις κυκλοφορηθεί και αυτοτελώς, και στο βιβλίο ο Μπρεχτ δήλωνε ως πηγή προελεύσεως τον Φρανσουά Βιγιόν.
«Όμως ο Μπρεχτ», θα τον καρφώσει ο Κερρ, «ούτε που αντίκρισε ποτέ του τα ίδια τα κείμενα του Βιγιόν. Στα γερμανικά διαθέτουμε τους στίχους του Βιγιόν όπως μας τους μετέφερε ο πιστός μεταφραστής του, Κ. Λ. Άμμερ. Τα περίφημα ρεφραίν της Όπερας της πεντάρας, που τα τραγουδάει σήμερα όλος ο κόσμος, έχουν γραφτεί από αυτόν ακριβώς τον Κ. Λ. Άμμερ, που το όνομά του μάταια θα αναζητήσει κανείς στο βιβλίο. Και με δέος διαπιστώνει κανείς ότι ο Άμμερ, του οποίου η μετάφραση έχει εξαντληθεί από καιρό, προαισθάνθηκε ήδη το 1907 τι θα στιχουργούσε στους καιρούς μας ο Μπερτ Μπρεχτ».
Η μομφή ήταν πολύ βαριά για να μείνει αναπάντητη. Και η απάντηση του Μπρεχτ θα έρθει: «Μια βερολινέζικη εφημερίδα επεσήμανε, καθυστερημένα βέβαια αλλά τέλος πάντως το έκανε, ότι στην έκδοση των τραγουδιών της Όπερας της πεντάρας δίπλα στο όνομα του Βιγιόν απουσιάζει εκείνο του Γερμανού μεταφραστή του, μολονότι από τους 625 στίχους μου, οι 25 είναι πράγματι όμοιοι με εκείνους της εξαίρετης μετάφρασης του Άμμερ. Μου ζητείται μια εξήγηση. Εν πνεύματι αληθείας δηλώνω λοιπόν ότι δεν μνημόνευσα το όνομα του Άμμερ διότι δυστυχώς το λησμόνησα. Αυτήν δε την παράλειψή μου την αποδίδω στην παντελή αδιαφορία με την οποία έχω ως αρχή μου να αντιμετωπίζω τα ζητήματα τα σχετιζόμενα με την πνευματική ιδιοκτησία».
Παρ' όλ' αυτά, ο θόρυβος γύρω από την υπόθεση άργησε αρκετά να κοπάσει. Η ρετσινιά ήταν βαριά. Ειδάλλως δεν θα έσπευδε ο Μπρεχτ να επανεκδώσει ιδία φροντίδι την εξαντλημένη μετάφραση του Άμμερ για να διαλύσει τις κακές εντυπώσεις. Μάλιστα θα προλογίσει την νέα έκδοση με ένα σονέτο όπου χαριέντως –αλλά με άκρως… πρωτότυπο τρόπο αυτή τη φορά– παρακινεί τους αναγνώστες του να τον μιμηθούν στο παραστράτημά του:
Πού θα το βρείτε αλλού τέτοιο πεσκέσι;
Ας πάρει ο καθείς ό,τι έχει ανάγκη!
Κι ο ίδιος πήρα αυτό που μου ’χε αρέσει…
Ήταν ο Μπέρτολτ Μπρεχτ λογοκλόπος; Ή μήπως απλώς «δανείστηκε» κάποιους ξένους στίχους που «του είχαν αρέσει»;
Για το θεατρόφιλο Βερολίνο του 1929, το μεγάλο γεγονός της χρονιάς ήταν δίχως άλλο Η όπερα της πεντάρας. Το παρθενικό ανέβασμα του έργου του τριαντάχρονου τότε Μπρεχτ στο Theater am Schiffbauerdamm θα αποτελέσει έναν από τους μεγαλύτερους σκηνικούς θριάμβους της ολιγόζωης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Ωστόσο, η ενθουσιώδης υποδοχή του κοινού δεν θα βρει σύμφωνους όλους τους κριτικούς. Ένας από αυτούς που είχαν αντιρρήσεις ήταν ο Άλφρεντ Κερρ. «Μεταξύ των Γερμανών κριτικών του καιρού του», σημειώνει ένας σημερινός μελετητής, «ο Κερρ ήταν η πλέον θαυμαζόμενη και η πλέον μισούμενη φυσιογνωμία. Ιδιότροπος, με ζωηρό ταμπεραμέντο, δραστήριος, ματαιόδοξος (με μια ματαιοδοξία ωστόσο απ' όπου αντλούσε συνειδητά η δημιουργικότητά του), γεμάτος ειρωνεία και σαρκασμό (ακόμη και κατά του εαυτού του), κράτησε για τριάντα χρόνια τον ρόλο του "σταρ" ανάμεσα στους κριτικούς».
Μπορεί να φανταστεί λοιπόν κανείς τον σάλο που θα προκλήθηκε, όταν ένας τέτοιος άνθρωπος θα πάρει τον λόγο και θα κατηγορήσει τον Μπρεχτ για λογοκλοπή. Επρόκειτο για μερικές από τις περίφημες μπαλάντες της παράστασης, που μετά την μελοποίησή τους από τον Κουρτ Βάιλλ είχαν γίνει κοσμαγάπητες. Τα ποιήματα είχαν μόλις κυκλοφορηθεί και αυτοτελώς, και στο βιβλίο ο Μπρεχτ δήλωνε ως πηγή προελεύσεως τον Φρανσουά Βιγιόν.
«Όμως ο Μπρεχτ», θα τον καρφώσει ο Κερρ, «ούτε που αντίκρισε ποτέ του τα ίδια τα κείμενα του Βιγιόν. Στα γερμανικά διαθέτουμε τους στίχους του Βιγιόν όπως μας τους μετέφερε ο πιστός μεταφραστής του, Κ. Λ. Άμμερ. Τα περίφημα ρεφραίν της Όπερας της πεντάρας, που τα τραγουδάει σήμερα όλος ο κόσμος, έχουν γραφτεί από αυτόν ακριβώς τον Κ. Λ. Άμμερ, που το όνομά του μάταια θα αναζητήσει κανείς στο βιβλίο. Και με δέος διαπιστώνει κανείς ότι ο Άμμερ, του οποίου η μετάφραση έχει εξαντληθεί από καιρό, προαισθάνθηκε ήδη το 1907 τι θα στιχουργούσε στους καιρούς μας ο Μπερτ Μπρεχτ».
Η μομφή ήταν πολύ βαριά για να μείνει αναπάντητη. Και η απάντηση του Μπρεχτ θα έρθει: «Μια βερολινέζικη εφημερίδα επεσήμανε, καθυστερημένα βέβαια αλλά τέλος πάντως το έκανε, ότι στην έκδοση των τραγουδιών της Όπερας της πεντάρας δίπλα στο όνομα του Βιγιόν απουσιάζει εκείνο του Γερμανού μεταφραστή του, μολονότι από τους 625 στίχους μου, οι 25 είναι πράγματι όμοιοι με εκείνους της εξαίρετης μετάφρασης του Άμμερ. Μου ζητείται μια εξήγηση. Εν πνεύματι αληθείας δηλώνω λοιπόν ότι δεν μνημόνευσα το όνομα του Άμμερ διότι δυστυχώς το λησμόνησα. Αυτήν δε την παράλειψή μου την αποδίδω στην παντελή αδιαφορία με την οποία έχω ως αρχή μου να αντιμετωπίζω τα ζητήματα τα σχετιζόμενα με την πνευματική ιδιοκτησία».
Παρ' όλ' αυτά, ο θόρυβος γύρω από την υπόθεση άργησε αρκετά να κοπάσει. Η ρετσινιά ήταν βαριά. Ειδάλλως δεν θα έσπευδε ο Μπρεχτ να επανεκδώσει ιδία φροντίδι την εξαντλημένη μετάφραση του Άμμερ για να διαλύσει τις κακές εντυπώσεις. Μάλιστα θα προλογίσει την νέα έκδοση με ένα σονέτο όπου χαριέντως –αλλά με άκρως… πρωτότυπο τρόπο αυτή τη φορά– παρακινεί τους αναγνώστες του να τον μιμηθούν στο παραστράτημά του:
Πού θα το βρείτε αλλού τέτοιο πεσκέσι;
Ας πάρει ο καθείς ό,τι έχει ανάγκη!
Κι ο ίδιος πήρα αυτό που μου ’χε αρέσει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου