Κατά τον μαρξισμό η σχέση αστού-προλετάριου είναι εκμεταλλευτική και άδικη. - Μαρξική «εργασιακή θεωρία της αξίας» και έννοια της «υπεραξίας». - Η διαδικασία παραγωγής των εμπορευμάτων,
Τα εμπορευματα δεν παράγονται για την «αξία χρήσης» τους ‒το ρούχο για να μας ζεστάνει, οι πατάτες για να μας θρέψουν κ.ο.κ.‒ αλλά για την «ανταλλακτική αξία» τους. Με άλλα λόγια, το κάθε εμπόρευμα θεωρείται ως μέσο ανταλλαγής, δηλαδή ενδιαφέρει ως ισοδύναμο για την ανταλλαγή του με ένα άλλο αγαθό (ή χρήματα). Ας πούμε, πόσα καρβέλια ψωμί παίρνω, αν δώσω ένα λίτρο μπίρα;
Προκειμένου ακριβώς να προσδιοριστεί η αξία του κάθε εμπορεύματος, ο Μαρξ αξιοποιεί την εργασιακή θεωρία της αξίας, που είναι επινόηση της κλασικής πολιτικής οικονομίας, αλλά τη μετασχηματίζει ριζικά, εντάσσοντάς την ουσιωδώς στο σχήμα του ιστορικού υλισμού.
Η θεμελιώδης ιδέα της θεωρίας είναι ότι η αξία ενός εμπορεύματος πρέπει να προσδιοριστεί με βάση
την ποσότητα της εργασίας που έχει χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή του. «Η αξία της εργασίας αποτελεί το γενικό μέτρο της αξίας» (Marx, 1998, σ. 32). Εάν, υπό τις ίδιες συνθήκες, ο χρόνος που χρειάστηκε για να παραχθεί π.χ. ένας καναπές είναι διπλάσιος από αυτόν που χρειάστηκε για μια καρέκλα, τότε η αξία του καναπέ είναι διπλάσια από αυτήν της καρέκλας. Ακριβώς επειδή οι συνθήκες είναι μεταβλητές ‒για παράδειγμα, όσον αφορά την ικανότητα και την αντοχή κάθε εργάτη, τα διαθέσιμα μέσα παραγωγής κ.ο.κ. ‒, ο Μαρξ αναφέρεται στον «κοινωνικά αναγκαίο εργασιακό χρόνο», που προσδιορίζεται από τις μέσες συνθήκες που επικρατούν στην παραγωγή τη δεδομένη στιγμή. Και θέτει το ερώτημα: εάν τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται σύμφωνα με την αξία της ποσότητας της εργασίας που χρειάστηκε για την παραγωγή τους, τότε πώς προκύπτει το κέρδος;
Διαφορετικά διατυπωμένο: εάν όλα τα εμπορεύματα πωλούνται σε τιμή σύμφωνη με την αξία τους, τότε πώς προκύπτει το κέρδος;
Διαφορετικά διατυπωμένο: εάν όλα τα εμπορεύματα πωλούνται σε τιμή σύμφωνη με την αξία τους, τότε πώς προκύπτει το κέρδος;
Είναι η «εκμετάλλευση» της εργατικής δύναμης, που δίνει τη δυνατότητα στον καπιταλιστή να εξάγει «υπεραξία» και τελικά να καρπώνεται το κέρδος (Marx, 1998, σσ. 46-56). Η ανάλυση αυτής της διαδικασίας θεωρείται από τον Μαρξ αποκαλυπτική, εφόσον στον καπιταλισμό το εμπόρευμα εμφανίζεται ‒από την κυρίαρχη ιδεολογία‒ ως ένα αντικείμενο με τη δική του, υποτίθεται, φυσική, εγγενή αξία (εξ ου και κάνει λόγο για φετιχισμό των εμπορευμάτων, ότι δηλαδή τα εμπορεύματα παρουσιάζονται κατ’ αναλογία προς τα ανάλογα θρησκευτικά φετίχ).
Πώς προκύπτει η υπεραξία.
Ο προλετάριος δεν διαθέτει παρά την εργατική δύναμή του, την ικανότητά του προς εργασία. Είναι η εργατική δύναμη που πουλά ως εμπόρευμα στον καπιταλιστή· και, ως εμπόρευμα, η εργατική δύναμη έχει ανταλλακτική αξία ίση προς την εργασία που απαιτείται για να παραχθεί αυτή η ίδια (η εργατική δύναμη). Η αξία αυτή περιλαμβάνει όλα όσα απαιτούνται για να διατηρηθεί στη ζωή ο εργάτης και να είναι ικανός να εργαστεί (επομένως τα μέσα συντήρησής του και καλλιέργειας των όποιων δεξιοτήτων, εάν πρόκειται για ειδικευμένη εργασία).
Η υπεραξία είναι η διαφορά ανάμεσα στην αξία της εργατικής δύναμης του εργάτη και στην αξία που
δημιουργεί ο ίδιος με τη χρήση της εργατικής δύναμής του κατά τη διαδικασία της παραγωγής. Φέρ’ ειπείν, ο εργάτης μπορεί στις τέσσερις πρώτες ώρες εργασίας του να παράγει την αξία της ίδιας της εργατικής δύναμής του, αλλά να εργάζεται συνολικά δέκα ώρες. Σε αυτές τις πρόσθετες έξι ώρες παράγεται η επιπλέον αξία, η υπεραξία, την οποία ο καπιταλιστής μετατρέπει σε κέρδος για τον εαυτό του. Αυτήν ακριβώς την απόσπαση ή ιδιοποίηση της υπεραξίας αποκαλεί ο Μαρξ εκμετάλλευση.
Η εργασιακή θεωρία της αξίας, πάντα κατά τον Μαρξ, σε συνδυασμό με άλλες αναλύσεις, συνηγορεί
στο συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός θα βρει το τέλος του από τους ίδιους τους όρους λειτουργίας και
επέκτασής του. Αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό με αναφορά στο «κεφάλαιο». Με την έννοια του
«κεφαλαίου» ο Μαρξ δίνει έμφαση στο γεγονός ότι πρόκειται περισσότερο για την κοινωνική σχέση την οποία ενσωματώνουν οι πόροι που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή –δηλαδή η σχέση εκμετάλλευσης μεταξύ καπιταλιστή και προλετάριου– και όχι οι υποδομές, τα μηχανήματα, οι πρώτες ύλες κ.ο.κ., ως αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή.
Διακρίνει ανάμεσα σε «σταθερό» κεφάλαιο, το οποίο είναι ακριβώς αυτά, και σε «μεταβλητό», που είναι η εργατική δύναμη. Η εργατική δύναμη θεωρείται μεταβλητό κεφάλαιο, διότι μόνον αυτή δημιουργεί αξία κατά τη διαδικασία της παραγωγής (όχι το σταθερό κεφάλαιο), και η αξία αυτή μπορεί να κυμαίνεται.
Κρίσιμο μέγεθος καθίσταται έτσι η λεγόμενη «οργανική σύνθεση του κεφαλαίου», δηλαδή η αναλογία σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου. Όσο μεγαλύτερο είναι το σταθερό έναντι του μεταβλητού κεφαλαίου, τόσο μειωμένο είναι το περιθώριο κέρδους του καπιταλιστή, ακριβώς επειδή το κέρδος μπορεί να παραχθεί μέσω της υπεραξίας, που βασίζεται στο μεταβλητό κεφάλαιο.
Διακρίνει ανάμεσα σε «σταθερό» κεφάλαιο, το οποίο είναι ακριβώς αυτά, και σε «μεταβλητό», που είναι η εργατική δύναμη. Η εργατική δύναμη θεωρείται μεταβλητό κεφάλαιο, διότι μόνον αυτή δημιουργεί αξία κατά τη διαδικασία της παραγωγής (όχι το σταθερό κεφάλαιο), και η αξία αυτή μπορεί να κυμαίνεται.
Κρίσιμο μέγεθος καθίσταται έτσι η λεγόμενη «οργανική σύνθεση του κεφαλαίου», δηλαδή η αναλογία σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου. Όσο μεγαλύτερο είναι το σταθερό έναντι του μεταβλητού κεφαλαίου, τόσο μειωμένο είναι το περιθώριο κέρδους του καπιταλιστή, ακριβώς επειδή το κέρδος μπορεί να παραχθεί μέσω της υπεραξίας, που βασίζεται στο μεταβλητό κεφάλαιο.
Ο Μαρξ προβλέπει ότι αυτή η αναλογία όλο και θα αυξάνεται υπέρ του σταθερού κεφαλαίου, και επομένως θα οδηγήσει σε σταδιακή πτώση του ποσοστού κέρδους και τελικά στην ίδια την κατάρρευση του καπιταλισμού.
Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844 (Marx, 1975).
Η αλλοτρίωση είναι μια κατάσταση που βιώνει ο προλετάριος στον καπιταλισμό και έχει επιμέρους, αλληλοσυμπληρωματικές διαστάσεις. Η πρώτη και προφανής συνέπεια της μισθωτής εργασίας είναι ότι, παρ’ όλο που ο εργάτης είναι ‒με τον μόχθο του‒ ο δημιουργός του προϊόντος της εργασίας, αυτό δεν του ανήκει. Αυτή η αποξένωση λαμβάνει χώρα ήδη προηγουμένως, κατά τη διαδικασία της παραγωγής, κατά την οποία ο προλετάριος δεν ασκεί έλεγχο, παρά αποτελεί μικρό τμήμα της, εκτελώντας κατά κανόνα μια ρουτίνα. Επομένως, δεν αντλεί ευχαρίστηση από την εργασία του, ούτε αισθάνεται ότι αξιοποιεί τη δημιουργικότητά του, ούτε καλλιεργεί τις κλίσεις του. Επιπλέον, αποξενώνεται και από τους άλλους προλετάριους, εφόσον αναγκάζεται να τους αντιμετωπίζει ως ανταγωνιστές για τη θέση εργασίας και τον μισθό του.
Εντέλει, αποξενώνεται από την ίδια του τη φύση:
Η αποξενωμένη εργασία όχι μόνο, πρώτον, αποξενώνει τον άνθρωπο από τη φύση και, δεύτερον, αποξενώνει τον άνθρωπο από τον εαυτό του, από τη δική του δραστήρια λειτουργία, από τη δική του ζωτική δραστηριότητα, αλλά εξαιτίας αυτού αποξενώνει επίσης τον άνθρωπο από το είδος του (Marx, 1975, σ. 97).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου