(Johann Wolfgang von Goethe, 1749-1832)
Ο Γκαίτε θεωρείται ηγετική πνευματική μορφή της Γερμανίας, ένας “homo universalis”. Έγραψε ποίηση, διηγήματα, κριτικά άρθρα, επιστημονικές μελέτες και υπήρξε επίσης πολιτικό πρόσωπο παράλληλα με την ενασχόλησή του με το θέατρο, ως θεατρικός συγγραφέας και διευθυντής του αυλικού θεάτρου της Βαϊμάρης.
Σε συνεργασία με τον Σίλλερ, που εγκαταστάθηκε στην Βαϊμάρη το 1799, δημιούργησαν ένα ιδιαίτερο ύφος που είναι γνωστό με την ονομασία «Kλασικισμός της Βαϊμάρης», το οποίο επηρέασε το γερμανικό θέατρο κυρίως κατά τον 19ο αιώνα.
Στην ανάπτυξη του γερμανικού δράματος συνέβαλε με δύο κυρίως έργα του, το Γκαιτς φον Μπερλίχινγκεν, έργο με μεσαιωνικό θέμα και επιρροές από τον Σαίξπηρ, και τον Φάουστ (Faust), που είναι το κορυφαίο επίτευγμα του ποιητή, φιλοσόφου και δραματουργού Γκαίτε.
Και τα δύο έργα, λόγω της δομής τους, ήταν ακατάλληλα για σκηνική παρουσίαση την εποχή που γράφτηκαν. Μια πρώτη μορφή του Φάουστ εκδόθηκε το 1790, και ακολούθησαν η έκδοση του Α΄ μέρους του Φάουστ το 1808 και η ολοκλήρωση του Β΄ μέρους το 1831.
Το Α΄ μέρος παραστάθηκε ολοκληρωμένο το 1829 στο Εθνικό Θέατρο του Braunschweig και το Β΄ μέρος δύο χρόνια μετά, το 1831, στο Αμβούργο, ενώ και τα δύο μέρη μαζί παραστάθηκαν μετά το θάνατο του Γκαίτε, το 1876, στο Grossherzoegliches Hoftheater.
Εξίσου εμβληματικό έργο του Γκαίτε για την «Θύελλα και Ορμή» υπήρξε το έργο Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου (Die Leiden des jungen Werthers, 1774), που εκδίδεται στη Λειψία ένα χρόνο μετά το Γκαιτς φον Μπερλίχινγκεν, και αποτέλεσε το πρώτο έργο με το οποίο η γερμανική γλώσσα καθιερώθηκε ως φιλολογική γλώσσα. Πρόκειται για ένα επιστολικό μυθιστόρημα με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, που εκφράζει τη δύναμη της νεότητας και το ξέσπασμα του πάθους ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις.
Το ταξίδι του στην Ιταλία (1786-1788) τον έκανε να αναθεωρήσει τις απόψεις του σχετικά με την κλασική αρχαιότητα, να απορρίψει τις αρχές της «Θύελλας και Ορμής» και να στραφεί στα κλασικά πρότυπα. Τις εμπειρίες του καταγράφει στο τρίτομο έργο του Το ταξίδι στην Ιταλία (Italienische Reise, 1786), ενώ απόρροια του ταξιδιού αποτέλεσαν τα έργα Ρωμαϊκές ελεγείες (Römische Elegien, 1786-1790) και το ποιητικό δράμα Τορκουάτο Τάσο (Torquato Tasso, 1789). Τόσο η Ιφιγένεια εν Ταύροις (Ifigenie auf Tauris: γράφτηκε το 1779 και ολοκληρώθηκε το 1798), όσο και ο Τορκουάτο Τάσο, είναι έργα που προσεγγίζουν περισσότερο τη νεοκλασική δομή και ήταν πολύ πιο εύκολο να παρασταθούν.
Η Ιφιγένεια εν Ταύροις θεωρείται από πολλούς μελετητές το κορυφαίο έργο του Γκαίτε. Γράφτηκε σε πεζό λόγο αρχικά, αλλά στη συνέχεια ο Γκαίτε το μετέγραψε σε ιαμβικό στίχο. Περιγράφει το δίλημμα της ηρωίδας να υποταγεί στο ανίερο πάθος του Θόα ή να θυσιάσει στους θεούς τον Ορέστη. Η Ιφιγένεια επιδεικνύει ακεραιότητα και ειρηνικό πνεύμα. Στο τέλος υπερισχύει η έννοια του ανθρωπισμού.
Άλλα σημαντικά θεατρικά έργα του Γκαίτε ήταν η Στέλλα (Stella, 1876), με θέμα την αγάπη δύο γυναικών για τον ίδιο άντρα, το Κλαβίγκο (Clavigo, 1779), οικογενειακή τραγωδία που εκτυλίσσεται στην Ισπανία και βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα της ζωής του Μπωμαρσαί, και ο Έγκμοντ (Egmont, 1787), με θέμα την εξέγερση των Κάτω Χωρών ενάντια στην Ισπανία το 1567.
Το 1809 δημοσιεύει τις Εκλεκτικές Συγγένειες, μυθιστόρημα στο οποίο περικλείει το σύνολο των ιδεολογικών καλλιτεχνικών επιδράσεων που έχει δεχθεί.
Σημαντικότερη όμως ήταν η συμβολή του στην ανάπτυξη του γερμανικού θεάτρου ως διευθυντής του Θεάτρου της Βαϊμάρης (1791), στην οποία εγκαθίσταται από το 1775 και μετατρέπει σε πολιτιστικό κέντρο της Γερμανίας.
Γκαίτε και Σίλλερ συμφωνούσαν στο ότι το δράμα θα πρέπει να μεταφέρει την εικόνα της καθημερινότητας, κι όχι να δημιουργεί στον θεατή ψευδαίσθηση της πραγματικότητας. Οι κλασικές συμβάσεις της αρχαίας τραγωδίας αποτελούσαν γι’ αυτούς εργαλεία που κρατούσαν τον θεατή σε απόσταση, ώστε να μπορεί να προσλαμβάνει καλύτερα την ουσία της καθημερινής ζωής. Επομένως υιοθέτησαν το πεντάμετρο ιαμβικό μέτρο, προσάρμοσαν τις δομές, με απλά και αρμονικά σκηνικά και κοστούμια, και ακολούθησαν ένα ρυθμικό λόγο σε μια προσπάθεια να οδηγήσουν τον θεατή να προσεγγίσει τη σφαίρα της ιδανικής αλήθειας.
Αυτές οι απόψεις αποτέλεσαν τη βάση του «Κλασικισμού της Βαϊμάρης».
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο ίδιος ο Γκαίτε προόριζε τα έργα του για ανάγνωση παρά για θεατρική παράσταση, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι λίγες φορές ανέβηκαν στο θέατρο που διεύθυνε, ενώ αντίθετα επέλεγε έργα πολύ πιο δημοφιλή στο ευρύ κοινό συγγραφέων, όπως ήταν ο Ίφλαντ ή ο Κοτζέμπουε (August von Kotzebue).
Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη διεύθυνση του θιάσου και την προετοιμασία των ηθοποιών. Δούλευε προσωπικά με κάθε ηθοποιό χωριστά, πολλές φορές για ολόκληρους μήνες, πριν την ομαδική πρόβα. Η προγύμναση του θιάσου ξεκινούσε με πρόβες ανάγνωσης του κειμένου, στη διάρκεια των οποίων ο Γκαίτε αναλάμβανε να διορθώνει λάθη απόδοσης των στίχων ή ερμηνείας του κειμένου, δίνοντας έμφαση πάντα στη σωστή εκφορά και τον ρυθμό. Στη συνέχεια φρόντιζε οι ηθοποιοί του να νιώσουν άνετα με το κείμενο πάνω στη σκηνή, ώστε να φαίνονται πιο φυσικοί στους θεατές. Οι σκηνικές πρόβες ήταν ελάχιστες και γίνονταν μόνο όταν οι ηθοποιοί γνώριζαν πολύ καλά το μέρος τους.
Στόχος του Γκαίτε ήταν να δημιουργήσει επί σκηνής μια αρμονική και όμορφη εικόνα, που σε συνδυασμό με την εύηχη ανάγνωση, θα οδηγούσε τον θεατή στο ιδανικά ωραίο. Για τον λόγο αυτό διεύρυνε τις γνώσεις του στη ζωγραφική για να επιτύχει ωραίες εικαστικές συνθέσεις επί σκηνής. Με τη μέθοδό του δημιούργησε το πιο ολοκληρωμένο σύνολο της εποχής του και θεωρήθηκε ένα από τους πρώτους σύγχρονους “σκηνοθέτες”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου