Ο Ντίκενς χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους αλλά και σπουδαιότερους κοινωνικούς σχολιαστές, που με τη φαντασία κατόρθωνε να κατακρίνει τα οικονομικά, κοινωνικά και ηθικά σφάλματα της Βικτωριανής εποχής.
Είχε αναγκαστεί να δουλέψει σε εργοστάσιο βερνικιών. Αυτή η εμπειρία του έμεινε ανεξίτηλη όπως και τα βιώματα του από την χρεοκοπία και τη φυλάκιση του πατέρα του αλλά και η ιδιότητα του ως ανταποκριτή εφημερίδας, με όσα κατέγραψε ύστερα από επαφή με τραγικά συμβάντα, έδωσαν την έμπνευση για τον Όλιβερ Τουίστ.
Είδε πολλά παιδιά πληγωμένα θανάσιμα ή νεκρά. Το έργο του Όλιβερ Τουίστ αποδεικνύει το κοινωνικό του ενδιαφέρον. Σε αυτό το έργο διαφαίνονται όλων των ειδών οι ταραχοποιές και εγκληματικές μορφές των φτωχών ανθρώπων, η δυστυχία όσων δεν είχαν εγκληματική ροπή καθώς και η αστεακή σκληρή πραγματικότητα.
Ο Όλιβερ είναι ένα παιδί που γεννήθηκε σε Πτωχοκομείο από ανύπαντρη μητέρα κάτι που για την εποχή ήταν σχεδόν βλάσφημο. Τα ορφανά αναγκάζονταν να τρώνε πολύ μικρές ποσότητες χυλού ενώ όταν ο Όλιβερ ζητά περισσότερο φαγητό, τιμωρείται.
Σημαντική παρατήρηση είναι η εμπλοκή της Ενορίας στη φροντίδα των πασχόντων και των ορφανών, τα οποία μάθαιναν να κάνουν χειρωνακτικές εργασίες ώστε να διατηρούν σε καλή κατάσταση το Πτωχοκομείο αλλά και με την ελπίδα πως η τέχνη που μάθαιναν θα τους χρησίμευε ώστε να βρουν δουλειά και να φύγουν από το Πτωχοκομείο.
Μάλιστα, τα μικρόσωμα παιδιά ήταν προτιμητέα για τη δουλειά του καπνοδοχοκαθαριστή λόγω της σκελετωμένης μορφής τους, με τον κίνδυνο όμως να καούν ζωντανά. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα ο Όλιβερ ήταν πολύ τυχερός για τα δεδομένα της εποχής που δούλεψε ως βοηθός εργολάβου κηδειών.
Το μυθιστόρημα αυτό μπορεί να διαβαστεί ως εγχειρίδιο παιδικής κακοποίησης για τα παιδιά στις πτωχογειτονιές της βικτωριανής εποχής, όπως παρατηρούμε και όταν ο Όλιβερ ακολουθεί το αφεντικό του στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου για τον διακανονισμό της κηδείας μιας γυναίκας, την οποία ο συγγραφέας παρουσιάζει σαν σκελετό.
Επιπλέον, η εγκληματική φιγούρα δε μπορούσε να λείπει. Μέσω του χαρακτήρα, ονόματι Σάικς, αποκτούμε μια εικόνα για τον εγκληματία της εποχής, που είναι φτωχός, αγράμματος, χρησιμοποιεί ύβρεις στο λεξιλόγιο του και ασκεί βία στα όρια της δολοφονίας. Σε περίπτωση βέβαια που οι εγκληματίες συλλαμβάνονταν η ποινή συνήθως ήταν η κρεμάλα.
Επιπρόσθετα, στο έργο σκιαγραφείται και μια ακόμη μορφή, της Νάνσυ. Ενός φτωχού κοριτσιού που από μικρή επιδόθηκε σε κλοπές και πορνεία για να μπορέσει να επιβιώσει.
Ο Ντίκενς κατάφερε να κάνει γνωστές τις συνθήκες ζωής των φτωχών. Στα κείμενα του ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με την ανθρώπινη δυστυχία, την έλλειψη της τάξης, την αθλιότητα, τη στάχτη και την παρακμή της αστικής βιομηχανικής πόλης.
Το έργο του Όλιβερ Τουίστ είναι ένα μανιφέστο κατά κυρίαρχων συντηρητικών ιδεών της βικτωριανής περιόδου.
Ο Ντίκενς δίνει την εικόνα του Λονδίνου όπως την βλέπουμε στα έργα του. Μετά την επίσκεψη του στο Newgate έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις φυλακές και τις τιμωρίες. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι ο Ντίκενς απορρίπτει τις συνθήκες ζωής των φτωχών και καταγγέλλει μέσα από τα έργα του όλα αυτά που αναγκάζονται να ζουν.
Από πολλούς θεωρείται σοσιαλιστής, κάτι που υποστηρίζεται από την επιρροή που είχε πάνω στον μετέπειτα σοσιαλιστή Όργουελ.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι ριζοσπάστες, οι μεταρρυθμιστές και οι σοσιαλιστές (π.χ. Χαρτιστές) χρησιμοποίησαν τις περιγραφές του Ντίκενς για τα εργοκάτεργα, την παιδική βία, τις φυλακές, την ανικανότητα της γραφειοκρατίας, την απανθρωπιά των εργοστασιαρχών για να στηρίξουν τον αγώνα τους για μια καλύτερη κοινωνία.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι ριζοσπάστες, οι μεταρρυθμιστές και οι σοσιαλιστές (π.χ. Χαρτιστές) χρησιμοποίησαν τις περιγραφές του Ντίκενς για τα εργοκάτεργα, την παιδική βία, τις φυλακές, την ανικανότητα της γραφειοκρατίας, την απανθρωπιά των εργοστασιαρχών για να στηρίξουν τον αγώνα τους για μια καλύτερη κοινωνία.
Ο Ντίκενς αν και έζησε 20 χρόνια ταυτόχρονα με τον Μάρξ και θεωρείται σύγχρονος του, ποτέ δε χαρακτήρισε τον εαυτό του σοσιαλιστή. Αντίθετα, αυτός και η οικογένεια του ανήκαν στη μεσαία τάξη, η οποία είναι ανώτερη της εργατικής, και κατέβαλε πολλές προσπάθειες ώστε να παραμείνει σε αυτή τη θέση.
Ο Καρλ Μάρξ ανέφερε ότι οι βικτωριανοί συγγραφείς, όπως ο Ντίκενς, κατάφεραν να αναδείξουν τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής καλύτερα από τους πολιτικούς.
Η υπόθεση
Ο Όλιβερ Τουίστ ήταν ένα παιδί που γεννήθηκε μια νύχτα σε άσυλο. Η μητέρα του ερχόταν από μακριά, κανένας δεν ήξερε από πού. Η φτωχή γυναίκα ξεψύχησε αφού ζήτησε να της δώσουν να φιλήσει το νεογέννητο. Ο μικρός Όλιβερ δεν είχε ούτε καν επίθετο. Του το έδωσε ο παιδονόμος, ο επιστάτης του φτωχοκομείου, ο άκαρδος κ. Μπαμπλ. Στα ορφανά που δεν είχαν όνομα τους έδινε επίθετα με αλφαβητική σειρά.
Τους πρώτους μήνες της ζωής του, ο Όλιβερ τούς πέρασε στο άσυλο των απόρων. Αργότερα τον έστειλαν στο σπίτι της κυρίας Μαν που έπαιρνε από τον Δήμο χρήματα για να μεγαλώνει τα ορφανά. Η ζωή στο σπίτι εκείνο ήταν φοβερή για τα παιδάκια. Το περίεργο δεν ήταν που πέθαιναν -και πέθαιναν αρκετά- αλλά που κατάφερναν να ζήσουν και να μεγαλώσουν με τα φαγητά που έτρωγαν και με τα κουρέλια που φορούσαν.
Στο σπίτι της κυρίας Μαν ο Όλιβερ έκλεισε τα 9 χρόνια του. Ήταν ένα παιδάκι χλωμό, αδύνατο, δειλό και πάντα τρομαγμένο. Στα 9 του χρόνια πήγε και το παρέλαβε από το ορφανοτροφείο της κας Μαν, ο επιστάτης του ασύλου, ο κ. Μπαμπλ. Οι Σύμβουλοι είχαν αποφασίσει ότι ο Όλιβερ έπρεπε ν' αρχίσει να εργάζεται.
Εκεί στο άσυλο των απόρων του Δήμου, ο Όλιβερ Τουίστ διέπραξε το πρώτο μεγάλο αμάρτημα της ζωής του. Ένα βράδυ, ο δυστυχής Όλιβερ Τουίστ είχε την κακή ιδέα να ζητήσει λίγο φαγητό από το μάγειρα. Ήταν κάτι το ανήκουστο, να ζητήσει κι άλλο φαγητό ένα ορφανό. Το Συμβούλιο αποφάσισε να απομακρύνει τον μικρό "αντάρτη" και "ταραχοποιό" από το άσυλο, αφού πρώτα διέταξε να τον κλείσουν στην απομόνωση.
Έτσι ο Όλιβερ δόθηκε μαθητευόμενος σ' έναν εργολάβο κηδειών, τον κ. Σάουερμπέρρυ (Sowerberry). Μα και στο σπίτι αυτό η ζωή του μικρού Όλιβερ ήταν μαρτυρική και ανυπόφορη.
Ώσπου, μια μέρα, ο Τουίστ ξεκίνησε με τα πόδια για το Λονδίνο. Παντού ήταν μόνος, παντού ήταν αποδιωγμένος και αβοήθητος.
Ώσπου, μια μέρα, ο Τουίστ ξεκίνησε με τα πόδια για το Λονδίνο. Παντού ήταν μόνος, παντού ήταν αποδιωγμένος και αβοήθητος.
Ύστερα από πολλές μέρες ταξίδι με τα πόδια, έφτασε στα προάστια του Λονδίνου. Εκεί συναντήθηκε τυχαία μ' ένα νεαρό αλήτη, τον Τζακ Ντώουκις.
Αυτός πρότεινε στον Όλιβερ να τον πάει στο Λονδίνο και να τον συστήσει σ' ένα "καλό γέρο" που... βοηθούσε τ' απροστάτευτα παιδάκια.
Ο γέρος αυτός ήταν ο Φέιγκιν. Δουλειά του ήταν να μαζεύει αλητάκια και να τα εκπαιδεύει στην κλεψιά και την λωποδυσία.
Αυτός πρότεινε στον Όλιβερ να τον πάει στο Λονδίνο και να τον συστήσει σ' ένα "καλό γέρο" που... βοηθούσε τ' απροστάτευτα παιδάκια.
Ο γέρος αυτός ήταν ο Φέιγκιν. Δουλειά του ήταν να μαζεύει αλητάκια και να τα εκπαιδεύει στην κλεψιά και την λωποδυσία.
Ο δρόμος που θα οδηγούσε στην καταστροφή ήταν πια ορθάνοιχτος μπροστά στο δυστυχισμένο ορφανό. Όμως ο Όλιβερ Τουίστ είχε μέσα του τα στοιχεία που κάνουν έναν καλόν και τίμιο άνθρωπο, γι' αυτό και μετά από πολλές περιπέτειες ο αγώνας του τελικά αμείφθηκε. Στο τέλος βρήκε την οικογένειά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου