Το «Τζέιν Έιρ» είναι έργο της Βρετανίδας συγγραφέως Σαρλότ Μπροντέ (1816-1855). Ήταν το πρώτο μυθιστόρημά της και εκδόθηκε το 1847, ίδια χρονιά με την έκδοση του «Ανεμοδαρμένα Υψη» της αδερφής της Έμιλι Μπροντέ.
Και τα δύο βιβλία θεωρούνται αριστουργήματα της κλασικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο επικεντρώνεται στην ιστορία ενός ορφανού κοριτσιού που ηλικία δέκα χρόνων μπαίνει σε ορφανοτροφείο με εντολή της θείας της.
Όταν μεγαλώνει γίνεται δασκάλα και πηγαίνει σε ένα πύργο να αναλάβει την ανατροφή της κόρης του άντρα που τελικά ερωτεύεται.
Όμως η μοίρα τη χτυπάει για ακόμα μία φορά καθώς τη μέρα του γάμου της, και ενώ βρίσκεται στην εκκλησία, αποκαλύπτεται ένα μυστικό που τελικά ακυρώνει το γάμο…
Και τα δύο βιβλία θεωρούνται αριστουργήματα της κλασικής λογοτεχνίας. Το βιβλίο επικεντρώνεται στην ιστορία ενός ορφανού κοριτσιού που ηλικία δέκα χρόνων μπαίνει σε ορφανοτροφείο με εντολή της θείας της.
Όταν μεγαλώνει γίνεται δασκάλα και πηγαίνει σε ένα πύργο να αναλάβει την ανατροφή της κόρης του άντρα που τελικά ερωτεύεται.
Όμως η μοίρα τη χτυπάει για ακόμα μία φορά καθώς τη μέρα του γάμου της, και ενώ βρίσκεται στην εκκλησία, αποκαλύπτεται ένα μυστικό που τελικά ακυρώνει το γάμο…
«Καλύτερα να είσαι χωρίς λογική παρά χωρίς αισθήματα»
«Είναι αδυναμία κι ανοησία να λες ότι δεν μπορείς ν’ αντέξεις κάτι που ορίζει η μοίρα σου ν’ αντέξεις»
«Η ζωή είναι πολύ μικρή για να διατηρείς εχθρότητες ή να καταχωρείς λάθη»
«Η ανθρώπινη καρδιά έχει κρυμμένους θησαυρούς, με τη σιωπή σφραγισμένους. Οι σκέψεις, οι ελπίδες, τα όνειρα, οι απολαύσεις, των οποίων η γοητεία θα χαθεί, αν αποκαλυφθούν»
«Ένα αναστατωμένο μυαλό δημιουργεί ανήσυχο μαξιλάρι»
«Νιώθω την μονοτονία και το θάνατο να είναι σχεδόν το ίδιο»
H Σάρλοτ Μπροντέ γεννήθηκε στο Θόρντον, 21 Απρίλη 1816, δύο χρόνια μεγαλύτερη από την Έμιλι, και πέθανε κι αυτή στο Χάουγουορθ σε μικρή ηλικία, στα 39 της, από φυματίωση. Πέρασε κακουχίες, -κακομεταχείριση από τη θεία της και στο ιδιωτικό σχολείο κλπ-, κατάφερε ωστόσο να σπουδάσει και πέτυχε θέση δασκάλας σε διάφορα σχολεία της περιοχής. Δέχτηκε μια θέση δασκάλας μαζί με την Έμιλι, στις Βρυξέλλες κι ερωτεύτηκε τον καθηγητή Εζέ εκεί. Τελικά επέστρεψαν ένα χρόνο μετά, λόγω θανάτου της θείας που τους στήριζε οικονομικά. Την επόμενη χρονιά επέστρεψε και παρέμεινε εκεί για κάμποσο.
Με τη 1η έκδοση της Τζέιν Έιρ, το 1847, δεν βρήκε ανταπόκριση αμέσως, με τη 2η κι αργότερα με τη 3η που εκδόθηκαν όχι με το μέχρι τότε ψευδώνυμο (Κάρερ Μπελ) αλλά με το όνομά της, το κοινό τη λάτρεψε. Το 1847 επίσης συμμετείχε στην ποιητική συλλογή που εξέδωσαν με ψευδώνυμο κι οι τρεις αδελφές Μπροντέ. Το έργο Τζέιν Έιρ, (όπως της Έμιλι τα Ανεμοδαρμένα Ύψη) είναι αυτοβιογραφικό κυρίως, αφηγείται τη ζωή μιας φτωχής ορφανής, που πέφτει σε πολλές κακές καταστάσεις και σε κακούς ανθρώπους, αλλά όντας δυνατή κι αποφασισμένη καταφέρνει να ανθίσει όσο μπορεί και να σπουδάσει -όπως η ίδια- κι έτσι να κερδίσει μια θέση σε κάποιο αρχοντικό ώστε να διδάξει τη προστατευόμενη του αφεντικού της. Στην αρχή της είναι αδιάφορος, αλλά έτσι όπως της φέρεται και την αντιμετωπίζει, τον ερωτεύεται, αλλά συγκρατημένα.
Εδώ διαπιστώνεται μια συνάφεια και μάλιστα σοβαρή, με το έργο του Φιτζέραλντ, Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ, αλλά από την ακριβώς ανάποδη όψη. Στη Τζέην, ο άνθρωπος, παρ’ όλες τις αναποδιές, πιστεύει στον άνθρωπο και σε τελικά καλή έκβαση, καθώς δρα και φέρεται σωστά και πιστεύει πως δεν μπορεί, αυτό θα συνεκτιμηθεί στο τέλος και θα καταφέρει να δρέψει τις δάφνες της ευτυχίας του κι όντως έστω κι αργά θα τα καταφέρει, γιατί σίγουρα δεν είναι όλοι οι άνθρωποι κακοί, όπως πολλάκις γνώρισε. Στον Γκάτσμπυ ωστόσο δεν επιτυγχάνεται αυτό το αποτέλεσμα, ο ήρωας πιστεύει όντως πως τελικά κάτι θα καταφέρει αν φέρεται σωστά, αν χαρίζει και χαρίζεται, αλλά εδώ, δεν υπάρχει αυτή σταγόνα μακρινής ελπίδας και τελικά αποτυγχάνει. Άρα εύκολα συνάγεται πως η Σάρλοτ έγραψε το έργο αυτό για να εμπνεύσει, μέσω της δικής της ζωής, προσωποποιημένης με την ηρωίδα της, ενώ ο Σκοτ, το αντίθετο: ήθελε να δείξει ακριβώς πως δεν θα τα καταφέρει κανείς, στηριζόμενος στην καλή πίστη κι ανάλογη αντιμετώπιση των άλλων. Μια άλλη πολύ δυνατή συγγένεια υπάρχει με το διήγημα του Μαξίμ Γκόρκυ: Το Πουλί Της Καταιγίδας, οπού εκεί περιγράφεται το πουλί που κόντρα στη φύση του, δε φοβάται τα στοιχεία της φύσης, αλλ’ αντίθετα βγαίνει θαρρετά και τα παλεύει με χαρά -όπως η ηρωίδα.
Περίληψη-Υπόθεση του βιβλίου
Η Τζέιν Έιρ είναι ένα ορφανό κορίτσι που έχασε και τους δύο της γονείς από μεταδοτική ασθένεια της εποχής. Ο θείος της ανέλαβε την ανατροφή της και αφού πεθάνει και ο ίδιος την αναλαμβάνει η γυναίκα του, κυρία Ρηντ. Εκείνη είχε και δικά της παιδιά και δε φερόταν καλά στην Τζέιν. Σε ηλικία δέκα χρονών μπαίνει σε ορφανοτροφείο με εντολή της θείας της όμως και εκεί στερείται αγάπης. Η μικρή εκεί έκανε την πρώτη της φίλη, την Έλεν Μπερνς. Έμαθε τα πάντα για τους κανόνες, τα ωράρια, τους χώρους, το φαγητό και τις δασκάλες του ιδρύματος. Γνώρισε την κυρία Τεμπλ, διευθύντριά, την οποία συμπάθησε πολύ. Μετά το τέλος του χειμώνα, ωστόσο, ξέσπασε επιδημία με αποτέλεσμα πολλές μαθήτριες ν’ αρρωστήσουν και να πεθάνουν. Ανάμεσά τους η φίλη της Έλεν. Τα χρόνια πέρασαν κι έγινε δασκάλα στο ίδιο το ίδρυμα και αργότερα βρίσκει δουλειά σε ένα σπίτι στο Θόρνφιλντ αναλαμβάνοντας την ανατροφή ενός κοριτσιού. Εκεί γνωρίζει τον κύριο Ρότσεστερ, ιδιοκτήτη του σπιτιού τον συμπάθησε, τον ερωτεύτηκε και η μέρα του γάμου δεν άργησε να φτάσει. Η χαρά της ημέρας διακόπηκε στην εκκλησία, όταν κάποιος βεβαίωσε πως ο κύριος Ρότσεστερ ήταν ήδη παντρεμένος. Εκείνος αποκάλυψε το μυστικό του: Η γυναίκα του, Μπέρθα, άρρωστη στο μυαλό, ζούσε κλειδωμένη στο τρίτο πάτωμα του σπιτιού και τη φρόντιζε μια υπηρέτρια. Η Τζέιν αποφασίζει να φύγει κρυφά τη νύχτα για να ξεχάσει τα βάσανα και τον πόνο της. Μετά από χρόνια επέστρεψε και πληροφορήθηκε πως, η γυναίκα του κυρίου Ρότσεστερ έβαλε φωτιά στο σπίτι και εκείνος, πλακώθηκε από τη στέγη και κατάφερε να επιζήσει μένοντας όμως τυφλός. Ενώ η γυναίκα του σκοτώθηκε. Χωρίς να χάσει χρόνο, η Τζέιν έμαθε τη νέα κατοικία του κυρίου Ρότσεστερ και τον επισκέφτηκε. Λίγες μέρες αργότερα παντρεύτηκαν. Μέσα στη χαρά και τον ενθουσιασμό του, ο κύριος Ρότσεστερ βρίσκει ξανά την όρασή του και έζησαν μαζί ευτυχισμένοι.
Η ιστορία τη Τζέιν Έιρ λοιπόν ξεφεύγει κι αυτό επίσης, από την απλή ρομάντσα με χάπι-εντ της Βικτωριανής εποχής, που το κοινό ήταν συνηθισμένο να διαβάζει. Ωστόσο τυγχάνει εξαιρετικής αποδοχής, ειδικά μετά την επανέκδοσή του κι ίσως το ότι έχει χάπι-εντ στο τέλος το βοήθησε τότε. Αλλά επειδή ακριβώς δεν είναι μια απλή ρομάντσα, κι αυτό το καλό τέλος κερδήθηκε με αγώνες τεράστιους, δυσανάλογους για το μικρό και φαινομενικά αδύναμο πλάσμα, κατάφερε να ανδρωθεί και να προχωρήσει περήφανα με τα χρόνια και να φτάσει στις μέρες μας να λογαριάζεται σαν ένα μεγάλο κλασσικό αριστούργημα κι όχι άδικα.
Το βιβλίο Τζέιν Έιρ πέρασε πολλάκις στη μεγάλη οθόνη και με κορυφαία καστς. Γραφτήκανε δοκίμια και μελέτες, θεατρικά, ραδιοφωνικές παραστάσεις κι η ηρωίδα πλέον είναι ένα όνομα-παράδειγμα, σ’ ένα κόσμο που σαφώς έχει αλλάξει κι όχι απαραίτητα προς το καλλίτερο. Η δε Σαρλότ Μπροντέ, είχε ήδη καταξιωθεί πριν το θάνατό της, αλλά αργότερα έγινε κι ένα από τα κορυφαία σύμβολα παγκοσμίως.
Η Σάρλοτ Μπροντέ εξέδωσε εκτός της Τζέιν Έιρ, το «Σίρλεϋ» (1849), το «Βιλέτ» (1853) και το «Ο Καθηγητής», που ήταν το πρώτο βιβλίο της αλλά εκδόθηκε μετά το θάνατό της το 1957, που επίσης ήταν βιογραφικό, για τον έρωτα που έτρεφε για τον καθηγητή Εζέ, όταν ήταν δασκάλα στις Βρυξέλλες.
Η Σάρλοτ Μπροντέ πέθανε από φυματίωση 31 Μάρτη του 1855, μόλις στα 39 της, ένα χρόνο περίπου μετά το γάμο της με τον έρωτα της ζωής της, Άρθουρ Μπελ Νίκολς και μάλιστα σε κατάσταση εγκυμοσύνης.
Πρόλογος της ίδιας Στην 2η Έκδοση του βιβλίου
Θεώρησα περιττό να προλογίσω την 1η έκδοση της Jane Eyre κι έτσι δεν έγραψα τίποτα. Σ’ αυτή όμως τη 2η έκδοση εκτιμώ πως πρέπει να γράψω λίγα λόγια τόσο για την ευρεία αναγνώριση που έτυχε, όσο και για τις αξιοπρόσεκτες κριτικές και τις διάφορες επισημάνσεις, που δέχθηκε.
Θέλω να εκφράσω τις ευχαριστίες μου σε τρία μέρη: Για το κοινό που δέχτηκε με ανοιχτά αυτιά την απλή με λίγες προεκτάσεις, ιστορία μου, για τον Τύπο που με δίκαιη κι ειλικρινή αντιμετώπιση, έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης σ’ έναν άγνωστο καλλιτέχνη, και τέλος για τους εκδότες μου που με βοήθησαν πολύ, για το τακτ που με αντιμετώπισαν και που με πρακτικό ανοιχτό νου στηρίξανε με μιαν ελευθεριότητα, έναν άγνωστο και μη προτεινόμενο συγγραφέα.
Το κοινό κι ο Τύπος είναι μεν ευχαριστίες εκπεφρασμένες αλλά είναι κι απρόσωπες κι έτσι κι εγώ πρέπει να τους ευχαριστήσω απρόσωπα, αλλά οι εκδότες μου είναι πραγματικά και συγκεκριμένα πρόσωπα κι έτσι τους ευχαριστώ προσωπικά, που υπήρξανε κι επικριτικοί όπου έπρεπε, ενθαρρυντικοί επίσης όπου χρειάστηκα στήριξη, έτσι όπως οι μεγάλοι άνδρες ξέρουν να ενθαρρύνουν έναν άγνωστο αγωνιστή καλλιτέχνη. Σ’ αυτούς λοιπόν, στους εκδότες μου δηλαδή αλλά και στους επιμελητές και διορθωτές, λέω ένα θερμότατο: Κύριοι σας ευχαριστώ μέσα από τη καρδιά μου.
Έχοντας έτσι αναγνωρίσει πλέον αυτό που χρωστώ σε κείνους που με βοήθησαν και με ενέκριναν, θεωρώ πως ανέβηκα πλέον επίπεδο, ίσως όχι πολύ ψηλό απ’ όσο ξέρω, αλλ’ αξιοπρόσεκτο. Θέλω να πω πως η γνώμη των λίγων φοβισμένων ή παραπονιάρηδων που αμφιβάλλουν για βιβλία όπως η Τζέιν Έιρ, που στα μάτια τους τα πάντα είναι ασυνήθιστα, είναι λάθος. Όποιων τα αυτιά ανιχνεύουν στην κάθε διαμαρτυρία ενάντια στη φανατισμό -σαν αιτία εγκλήματος- μια προσβολή στην ευσέβεια, στη βασιλεία του Θεού στη γη. Θα πρότεινα στους αντιρρησίες ορισμένες προφανείς διακρίσεις. Θα τους υπενθυμίσω ορισμένες απλές αλήθειες. Η συμβατικότητα δεν είναι ηθική. Η αυτοπεποίθηση δεν είναι θρησκεία. Η επίθεση προς το πρώτο δεν είναι χτύπημα προς το τελευταίο. Το να αφαιρέσετε τη μάσκα από το πρόσωπο του Φαρισαίου, δεν σημαίνει ότι θα σηκώσει το ασεβές χέρι προς το Αγκάθινο Στεφάνι. Αυτά τα πράγματα κι οι πράξεις είναι διαμετρικά αντίθετα: είναι τόσο διακριτά όσο η βία από την αρετή. Οι άνδρες συχνά τα συγχέουν και δεν πρέπει να συγχέονται: η εμφάνιση δεν πρέπει να συγχέεται με την αλήθεια. Τα στενά ανθρώπινα δόγματα, τα οποία τείνουν μόνο να ενθουσιάζουν και να μεγεθύνουν μερικές καταστάσεις, δεν πρέπει να αντικαταστήσουν την παγκόσμια θρησκευτική πεποίθηση για το Χριστό. Υπάρχει -το επαναλαμβάνω- μια διαφορά. Κι είναι καλή, κι όχι κακή δράση να σηματοδοτηθεί ευρέως και σαφώς η γραμμή διαχωρισμού μεταξύ τους.
Ο κόσμος ίσως δεν θέλει να δει αυτές τις ιδέες να αναστρέφονται, γιατί είναι σύνηθες να τα συνδυάζουν, θεωρώντας ότι είναι βολικό να κάνουν την εξωτερική προσωπική προβολή να περάσει για σταθερή αξία -να επιτρέψουν στους λευκούς τοίχους να εγγυηθούν για την αγνότητα των ιερών. Μπορεί να μισηθεί αυτός που θα τολμήσει να εξετάσει και να εκθέσει -να διαρρήξει το επιχρύσωμα και να δείξει το φτηνό μέταλλο κάτω από αυτό- να διεισδύσει στο μνήμα, και να αποκαλύψει τα λείψανα του φλοιού: αλλά το μίσος όμως θα είναι χρεωμένο σε αυτόν.
Ο Αχαάβ δεν συμπαθούσε το Μιχαία, γιατί ποτέ δεν προφήτευσε το καλό γι αυτόν, αλλά το κακό. Πιθανότατα του άρεσε περισσότερο ο συκοφάντης γιος της Chenaannah αν κι ο Αχάβ είχε δραπετεύσει από έναν αιματηρό θάνατο, έχοντας κλείσει τα αυτιά του στην κολακεία, κι ανοίγοντάς τα στη συμβουλευτική της πίστης. Υπάρχει ένας άνθρωπος στις μέρες μας, που τα λόγια του δεν προορίζονται για ευαίσθητα αυτιά: που κατά τη γνώμη μου, βγαίνει μπροστά στους σπουδαίους της κοινωνίας, όπως ο γιος της Imlah ήρθε μπροστά στους βασιλιάδες της Ιουδαίας και του Ισραήλ και που λέει την αλήθεια τόσο βαθιά, δυναμικά, σαν προφήτης και σαν να είναι ζωτικής σημασίας -ένα παρουσιαστικό τόσο άκαμπτο και τολμηρό. Είναι αυτός που σατιρίζει το Ματαιόδοξο Δίκαιο εκτιμώμενο από τις υψηλές θέσεις; Δεν μπορώ να πω. αλλά νομίζω ότι αν μερικοί από αυτούς που εκτοξεύει την ελληνική φωτιά του σαρκασμού του και που πάνω τους πετά κεραυνούς με τις καταγγελίες του, έπρεπε να ακούσουν τις προειδοποιήσεις του εγκαίρως -αυτοί ή οι απόγονοί τους θα μπορούσαν ίσως να ξεφύγουν από ένα θανατηφόρο Ραμόθ-Γιλαάδη.
Γιατί μίλησα γι’ αυτό τον άνθρωπο; Έχω μιλήσει γι’ αυτόν, αναγνώστη, γιατί νομίζω ότι βλέπω μέσα του ένα βαθύτερο μυαλό και το πιο μοναδικό που έχουν αναγνωρίσει οι σύγχρονοί του, γιατί τον θεωρώ ως τον πρώτο κοινωνικό αναγεννητή της ημέρας -ως τον κύριο του εργατικού σώματος που θα αποκαταστήσει την αλήθεια στο στρεβλωμένο σύστημα των πραγμάτων. Επειδή νομίζω ότι κανένας σχολιαστής στα γραπτά του δεν έχει βρει ακόμα τη σύγκριση που του ταιριάζει, τους όρους που δικαιολογημένα χαρακτηρίζουν το ταλέντο του. Λένε ότι είναι όπως ο Fielding: μιλούν για το πνεύμα, το χιούμορ, τις κωμικές ικανότητες του. Του μοιάζει όπως ο αετός με ένα όρνιο: ο Fielding θα μπορούσε να σκύψει πάνω από το κουφάρι, αλλά ο Thackeray δεν το κάνει ποτέ. Το πνεύμα του είναι λαμπρό, το χιούμορ του ελκυστικό, αλλά και τα δυο έχουν την ίδια σχέση με τη σοβαρή του ιδιοφυΐα του όπως το απλό λαμπρό φως που παίζει κάτω από την άκρη της θερινής συννεφιάς και κάνει τη θανατηφόρα ηλεκτρική σπίθα να κρυφτεί στη μήτρα του. Τέλος, μίλησα για τον κο Thackeray, γιατί σε αυτόν -αν θα δεχτεί το αφιέρωμα ενός εντελώς ξένου- έχω αφιερώσει αυτή τη 2η έκδοση του Τζέιν Έιρ.
Κάρερ Μπελ
21 Δεκέμβρη 1847
Σημείωση της ίδιας Στην 3η έκδοση
Δράττομαι της ευκαιρίας με τούτη τη 3η έκδοση της Τζέιν Έιρ, για ν’ απευθυνθώ πάλι στο κοινό, εξηγώντας ότι ο ισχυρισμός μου για τον τίτλο του μυθιστοριογράφου στηρίζεται σ’ αυτό και μόνο το έργο. Άρα αν μου χρεωθεί η συγγραφή άλλων έργων μυθοπλασίας, θα ‘ναι μεν τιμή που ωστόσο δεν θα μου αξίζει, συνεπώς την απεμπολώ και δικαίως. Αυτή η εξήγηση θα χρησιμεύσει για επανόρθωση λαθών που μπορεί να ‘χουν ήδη γίνει, αλλά και για πρόληψη μελλοντικών.
Κάρερ Μπελ
13 Απρίλη 1848
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου