Ο Τζάκομο Πουτσίνι θεωρείται κατά πολλούς ο διασημότερος συνθέτης όπερας στον κόσμο, οι μελωδίες του οποίου χρησιμοποιούνται συχνά σε ταινίες, διαφημίσεις και αθλητικές διοργανώσεις .
Οι όπερές του, από τη σπαρακτική Μποέμ μέχρι τη Μαντάμα Μπατερφλάι και την Τόσκα προσελκύουν μέχρι σήμερα πλήθη φιλόμουσων στις αίθουσες συναυλιών ανά την υφήλιο.
Όταν πέθανε ο Πουτσίνι το 1924, η περιουσία του αποτιμάτο σε σημερινή αξία στα περίπου 200 εκατ. ευρώ. Λάτρευε το κυνήγι, τα γρήγορα αυτοκίνητα, τα γιοτ και τις όμορφες γυναίκες. «Είμαι δεινός κυνηγός άγριων θηραμάτων κι ελκυστικών γυναικών», κόμπαζε συχνά.
Η γυναίκα του ήταν πολύ ζηλιάρα κι ο Πουτσίνι της έδινε συχνά αφορμές γι’ αυτό. Χρόνια ολόκληρα η Ελβίρα Μποντούρι Τζερμινιάνι, όπως την έλεγαν κατάπινε τις απιστίες του, αλλά η ζήλια της έφθασε στο αποκορύφωμα το 1909 όταν ένα νεαρό κορίτσι από το χωριό της περιοχής, το Τόρρε ντι Λάγκο της Τοσκάνης, εμφανίστηκε στο κατώφλι της βίλας τους για να αναλάβει καθήκοντα καμαριέρας.
Από την πρώτη στιγμή που είδε μπροστά της τη 19χρονη Ντόρια Μανφρέντι η Ελβίρα τη μίσησε και βάλθηκε μέσα στους επόμενους μήνες να την καταστρέψει. Κι αυτό που ακολούθησε δεν ήταν μόνον μια τρομερή τραγωδία, αλλά κι ένα σκάνδαλο που συντάραξε την Ιταλία με την Ελβίρα να καταδικάζεται σε φυλάκιση και τον Πουτσίνι υπό το βάρος της ενοχής για τον τραγικό θάνατο της Ντόρια να γίνεται ράκος, σε βαθμό που λίγο έλειψε να καταστραφεί η ικανότητά του να συνθέτει μουσική – και να τον εμπνέει τελικά να γράψει την τελευταία του όπερα, την Τουραντότ και τη δημοφιλέστερη ίσως άρια στον κόσμο, το Nessun Dorma.
Από την πρώτη στιγμή που είδε μπροστά της τη 19χρονη Ντόρια Μανφρέντι η Ελβίρα τη μίσησε και βάλθηκε μέσα στους επόμενους μήνες να την καταστρέψει. Κι αυτό που ακολούθησε δεν ήταν μόνον μια τρομερή τραγωδία, αλλά κι ένα σκάνδαλο που συντάραξε την Ιταλία με την Ελβίρα να καταδικάζεται σε φυλάκιση και τον Πουτσίνι υπό το βάρος της ενοχής για τον τραγικό θάνατο της Ντόρια να γίνεται ράκος, σε βαθμό που λίγο έλειψε να καταστραφεί η ικανότητά του να συνθέτει μουσική – και να τον εμπνέει τελικά να γράψει την τελευταία του όπερα, την Τουραντότ και τη δημοφιλέστερη ίσως άρια στον κόσμο, το Nessun Dorma.
O Πουτσίνι γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου του 1858 από οικογένεια μουσικών στη γραφική πόλη Λούκα της Τοσκάνης. Ήταν μόλις έξι ετών όταν έμεινε ορφανός από πατέρα κι η ικανότατη μητέρα του επωμίστηκε όλα τα οικογενειακά βάρη. Σε ηλικία μόλις 17 ετών παρέα με φίλους περπάτησε κάπου 20 χλμ. από την Λούκα μέχρι την Πίζα για να δει την Αϊντα του Τζουζέπε Βέρντι κι ο νεαρός Πουτσίνι εντυπωσιάστηκε σε τέτοιο βαθμό που αμέσως δήλωσε ότι θα γίνει διάσημος συνθέτης όπερας.
Συμμετείχε για πρώτη φορά σε διαγωνισμό όπερας, αλλά απορρίφθηκε αφού οι κριτές δεν έβγαζαν τα δυσανάγνωστα γράμματά του. Αποφασισμένος, ωστόσο, να μην τα παρατήσει ο Πουτσίνι έστησε μόνος του μια παράσταση των Le Villi, που αποδείχθηκε αρκετή επιτυχημένη ώστε να προσελκύσει το ενδιαφέρον του φημισμένου εκδοτικού οίκου Ricordi του Μιλάνου, που έκλεισε συμβόλαιο μαζί του, αφού ο Πουτσίνι έγραψε στη συνέχεια τρεις όπερες με τεράστια επιτυχία («Λα Μποέμ», «Τόσκα» και «Μαντάμα Μπατερφλάι», που απέφεραν τεράστια κέρδη στον εκδοτικό οίκο για πολλά χρόνια μετά τον θάνατο του συνθέτη.
Την εποχή που ζούσε ακόμη στη Λούκα ο Πουτσίνι ερωτεύτηκε μια νεαρή γυναίκα, που της παρέδιδε μαθήματα πιάνου και την οποία έμελλε αργότερα να παντρευτεί.
Αν και η Ελβίρα Τζεμινιάνι ήταν ήδη παντρεμένη – και μάλιστα μ’ έναν παλιό συμμαθητή του Πουτσίνι - , οι δυο τους τα έφτιαξαν και σύντομα εκείνη έμεινε έγκυος. Απηυδισμένοι από τα κουτσομπολιά μετακόμισαν στο Μιλάνι, όπου ο Πουτσίνι σημείωσε την πρώτη του μεγάλη επιτυχία με την Μανόν Λεσκώ – την ηρωίδα που εμπνεύστηκε από την Ελβίρα. Απέκτησαν ένα γιο, τον Αντόνιο και με τη φήμη και τα χρήματα που απέκτησε ο συνθέτης έφυγαν από το Μιλάνο αποζητώντας μια ήρεμη ζωή στην εξοχή.
Αρχικά ο Πουτσίνι νοίκιασε ένα παλιό σπίτι κοντά στο Τόρρε ντι Λάγκο, αλλά γύρω στο 1900 με τα χρήματα που κέρδισε από την επιτυχία της Λα Μπέμ αγόρασε ένα μεγάλο κομμάτι γης με θέα στη λίμνη Μασατσιούκολι, όπου έχτισε μια έπαυλη, γνωστή στην περιοχή ως Βίλα Πουτσίνι -που λειτουργεί σήμερα ως μουσείο, κάτω από το μαρμάρινο δάπεδο του οποίου είναι θαμμένοι ο μουσουργός, η Ελβίρα κι ο καρπός του έρωτά τους.
Μόνον που η οικογενειακή τους ευτυχία λίγο έλειψε να θρυμματιστεί τρία χρόνια αργότερα, στις 25 Φεβουαρίου του 1903 όταν ο κατά την επιστροφή του Πουτσίνι, της γυναίκας του και του γιους από τη Λούκα στο Τόρρε ντι Λάγκο, το αμάξι τους γλίστρησε απ’ το δρόμο και κατέληξε σε χωράφι. Η γυναίκα του κι ο γιος τους εκτινάχθηκαν έξω, αλλά το αυτοκίνητο τούμπαρε στο πλάι πέφτοντας πάνω στο δεξί πόδι του Πουτσίνι και μέχρι να φθάσει βοήθεια λίγο έλειψε να πεθάνει από τις αναθυμιάσεις. Όταν τελικά επέστρεψε στη βίλα του μετά από οκτώ μήνες νοσηλείας σε νοσοκομείο, κούτσαινε σε βαθμό που να χρειάζεται μπαστούνι για το υπόλοιπο της ζωής του.
Το παρ’ ολίγον μοιραίο τροχαίο τον σημάδεψε. Ακόμη κι ο γάμος του με την Ελβίρα τον επόμενο χρόνο δεν του άλλαξε ιδιαίτερα τη διάθεση, καθώς κλεινόταν επί ώρες στο δωμάτιό του για να γράφει μουσική.
Το 1909 η Ντόρια Μανφρέντι προσελήφθη ως οικιακή βοηθός στη Βίλλα Πουτσίνι. Αν και δεν είχε αποδείξεις η Ελβίρα άρχισε να υποψιάζεται ότι άντρας της είχε σχέσεις με τη νεαρή, όμορφη καμαριέρα. Ένα απόγευμα ξέσπασε εναντίον της δημόσια αποκαλώντας την «τσούλα». «Κάνει τα γλυκά μάτια στον άντρα μου μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Κάποια μέρα θα την πνίξω στη λίμνη» ούρλιαξε, κι η κοπέλα έφυγε κλαίγοντας από τη βίλα. Η Ντόρια εξαφανίστηκε για μια εβδομάδα κι όταν ρώτησαν από το σπίτι του Πουτσίνι τους συγγενείς της πότε θα γυρίσει, τους απάντησαν ότι η κοπέλα ντροπιασμένη από τις άδικες κατηγορίες για μοιχεία είχε καταπιεί διαβρωτικό απολυμαντικό και χαροπάλευε. «Μην κατηγορείτε τον μαέστρο γι’ αυτό που έκανα», φέρεται να είπε ξεψυχώντας.
Λίγες εβδομάδες μετά τον θάνατό της η νεκροψία στη σορό της απέδειξε ότι η Ντόρια ήταν παρθένα. Οι κατηγορίες εναντίον της αποδείχθηκαν ψεύτικες και η οικογένειά της έσυρε την γυναίκα του Πουτσίνι στα δικαστήρια για συκοφαντική δυσφήμηση. Η Ελβίρα καταδικάστηκε σε πεντάμηνη φυλάκιση, αλλά την απέφυγε, αφού ο άντρας της πλήρωσε ένα σημαντικό ποσό ως αποζημίωση στην οικογένεια των εναγόντων. Η φήμη του Πουτσίνι, ωστόσο, αμαυρώθηκε κι ο γάμος τους λίγο έλειψε να διαλυθεί. Η Ελβίρα έφυγε για το Μιλάνο παίρνοντας μαζί της το γιο τους κι αφήνοντας τον Πουτσίνι μόνο του να ταλανίζεται από τις τύψεις για την αυτοκτονία της Ντόρια και ανίκανο να συνθέσει μουσική. Μετά από κάποιο διάστημα η γυναίκα του κι ο Αντόνιο επέστρεψαν και προσπάθησαν να τα ξαναβρούν.
Ο Πουτσίνι πέθανε τελικά σε ηλικία 65 ετών το 1924 στις Βρυξέλλες από καρδιακή ανακοπή, συνεπεία επιπλοκών θεραπείας για την αντιμετώπιση καρκίνου του λάρυγγα. Το κύκνειο άσμα του, η «Τουραντό» έμεινε ημιτελής. Ωστόσο, πρόλαβε να απελευθερωθεί από το φάντασμα που τον στοίχειωνε όλα αυτά τα χρόνια, φροντίζοντας να μη σβήσει η μνήμη της αδικοχαμένης Ντόρια.
Ο Πουτσίνι αντλούσε συχνά έμπνευση για τις ηρωίδες των έργων του από γυναίκες που πρωταγωνίστησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη ζωή του. Όταν συνέθετε την Τουραντό επινόησε μια νέα ηρωίδα, ονόματι Λιου που δεν αποτελούσε μέρος της αρχικής ιστορίας: στην κορύφωση της άριας Nessun Dorma η νεαρή σκλάβα βάζει τέλος στη ζωή της, όπως έκανε κι η Ντόρια το 1909…
LE VILLI - EDGAR - MANON LESCAUT - LA BOHÈME - TOSCA - MADAMA BUTTERFLY - LA FANCIULLA DEL WEST - TURANDOT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου