Η βασική θέση του ολισμού είναι ότι, σε αντίθεση με τις φυσικές επιστήμες, οι κοινωνικές επιστήμες έχουν
ως αντικείμενο ολότητες που δεν είναι αναγώγιμες στα ατομικά στοιχεία τους.
Αυτός ο ορισμός υποδηλώνει:
• διαχωρισμό φυσικών και κοινωνικών επιστημών και
• απόρριψη του αναγωγισμού.
Για τους ολιστές, έννοιες όπως «κοινωνικοί θεσμοί», «τάξεις», «κεφάλαιο», «εθνικό εισόδημα», δεν
είναι δυνατόν να αναχθούν σε πιο απλά στοιχεία, διότι χάνουν την σημασία τους. Θεωρούνται αδιάσπαστες
ενότητες μπροστά στις οποίες οι αναλυτικές μέθοδοι των φυσικών επιστημών είναι ακατάλληλες.
Επίσης, ο
ολισμός στηρίζεται στην άτυπη παραδοχή ότι το όλον είναι περισσότερο από το απλό άθροισμα των
επιμέρους στοιχείων.
Επίσης, επικαλούνται και το «σφάλμα της σύνδεσης» ως ένα ενισχυτικό στοιχείο για
την ιδιαιτερότητα της ολότητας: δεν μπορούμε, στην προοπτική αυτή, να μεταβούμε από τα μέρη στο όλον,
διότι το όλον διαθέτει ιδιότητες που υπερβαίνουν αυτές των συστατικών μερών του. Πράγματι, το όλον
περιλαμβάνει τουλάχιστον το άθροισμα των μερών του, αλλά και τις σχέσεις αλληλεπίδρασης μεταξύ αυτών
των μερών.
Επειδή δίδεται βαρύτητα στην έννοια της ολότητας, πρέπει να δούμε καλύτερα τι ακριβώς εννοούν οι
ολιστές με την έννοια της ολότητας. Η έννοια αυτή μπορεί να σημαίνει:
• το σύνολο των ιδιοτήτων και σχέσεων ενός αντικειμένου,
• ορισμένες πλευρές ή βασικές ιδιότητες ενός αντικειμένου ή ενός πράγματος, που το κάνουν
να διαφέρει από έναν απλό σωρό, ένα μη-διαρθρωμένο συνονθύλευμα γνωρισμάτων (από ένα
απλό άθροισμα).
Με βάση την πρώτη έννοια, δηλαδή το σύνολο των ιδιοτήτων και σχέσεων ενός αντικειμένου, είναι
πολύ δύσκολο να καταστεί αντικείμενο διεξοδικής επιστημονικής έρευνας. Αυτό, σε τελική ανάλυση, θα
σήμαινε περιγραφή όλου του Σύμπαντος. Για να περιγραφεί οτιδήποτε ανήκει σε μια ολότητα –όλα ανήκουν
σε μια ολότητα– θα έπρεπε να περιγραφεί όλο το Σύμπαν. Άρα, από την καθαρά επιστημονική πλευρά, η
πρώτη έννοια δεν έχει πρακτική εφαρμογή.
Με βάση τη δεύτερη έννοια, δηλαδή ότι κάποιες πλευρές ή
ιδιότητες του αντικειμένου το κάνουν να διαφέρει από το απλό άθροισμα, είναι δυνατό να γίνει επιστημονική
έρευνα. Με άλλα λόγια, είναι δυνατό να οικοδομηθεί ένα ολιστικό μεθοδολογικό σύστημα το οποίο
ονομάζεται μεθοδολογικός ολισμός (Mitrović, 2007).
Ο ολισμός, ως μια συνολική προσέγγιση και ως ρεύμα επιστημολογικής σκέψης, έχει νόημα μόνο ως
μεθοδολογικός ολισμός στο πλαίσιο της επιστήμης (Limetal., 2011; Verschuren,2001). Παραδείγματα
εφαρμογής μεθοδολογικού ολισμού έχουμε άφθονα στις κοινωνικές επιστήμες (Carlopio, 1994; Harkin, 2010;
List & Spiekermann, 2013;Verdon, 2006).
Ένα παράδειγμα εφαρμογής αυτής της θεώρησης είναι η θεωρία
συστημάτων ή συστημική θεώρηση, η οποία είναι θεωρία των συνόλων των στοιχείων μεταξύ συστημάτων
αλλά και αλληλεπιδράσεων του συστήματος με το περιβάλλον («ανοικτά» συστήματα).
Το σύστημα δεν
αποτελεί, συνεπώς, μια απρόσιτη μεταφυσική ολότητα αλλά ένα σαφώς προσδιορισμένο και δομημένο
σύνολο στοιχείων, που αλληλεπιδρούν τόσο μεταξύ τους όσο και με το ευρύτερο περιβάλλον, στο πλαίσιο
μιας διακριτής ιεραρχικής οργάνωσης (επιμέρους υποσυστήματα συνθέτουν ένα σύστημα, περισσότερα
συστήματα σχηματίζουν ένα υπερκείμενο σύστημα).
Το σύστημα ενσωματώνει διατάξεις στοιχείων που μπορούν να ιεραρχηθούν, ως φαινόμενο
οργανωμένης πολυπλοκότητας, σε αντίθεση με την οργανωμένη απλότητα του κλασικού νευτώνειου
κοσμοειδώλου του 17ου αιώνα.
Φαινόμενα οργανωμένης συνθετότητας περιορίζουν την αταξία που ενυπάρχει
στο χάος, και ως ανοικτά συστήματα θέτουν τις βάσεις μείωσης των εντροπικών διαδικασιών που
παρατηρούνται σε κλειστά φυσικά συστήματα. Ένα νέο οικονομικό σύστημα, για παράδειγμα, καθώς
αναδύεται, περιορίζει εντροπικά φαινόμενα μέσω της δημιουργίας νέων οικονομικών δομών και λειτουργιών, αλλά τελικώς υπόκειται, με την πάροδο του χρόνου, στην αναπόφευκτη επίδραση εντροπικών
αποσταθεροποιητικών διαδικασιών.
Κεντρική έννοια της συστημικής θεώρησης είναι το φυσικό (όχι το τεχνητό) σύστημα, ως φαινόμενο
οργανωμένης συνθετότητας. Συγκεκριμένο παράδειγμα συστημικής θεώρησης είναι η «Κυβερνητική»
(Cybernetics) με κύριο εκπρόσωπο των I. Ashby (αυτοκυβερνόμενα συστήματα μέσω μηχανισμών
ανάδρασης -feedback). Για παράδειγμα, κατά τους υποστηρικτές των συστημικών προσεγγίσεων στις
επιστήμες της ζωής, το κύτταρο μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αυτοκυβερνόμενο σύστημα μέσω ανάλογων
μηχανισμών ανάδρασης.
Ανάλογα αυτορυθμιζόμενα συστήματα παρατηρούνται σε όλες τις κοινωνικές
επιστήμες (π.χ. στην Οικονομική, η οικονομία της αγοράς, κατά τον Smith, είναι δυνατό να εκληφθεί ως
αυτορρυθμιζόμενο σύστημα στη βάση invisible hand explanations, γεγονός που αποκλείει εξωγενή
διορθωτική, κρατική παρέμβαση.
Φαινόμενα οργανωμένης πολυπλοκότητας τίθενται στο επίκεντρο της ανάλυσης συστημικών
θεωρήσεων. Στην Οικονομική υπάρχουν πεδία τα οποία επιδέχονται συστημική θεώρηση, και μερικοί
οικονομολόγοι έχουν αποπειραθεί να εφαρμόσουν τέτοιες προσεγγίσεις, ειδικά σε μακροοικονομικά θέματα.
Το αντικείμενο της μακροοικονομικής μας επιτρέπει να θεωρήσουμε την οικονομία ως μια σύνθετη δομημένη
ολότητα η οποία συνιστά κάτι διαφορετικό από το σύνολο όλων των επιμέρους «οικονομούντων» ατόμων.
Συνεπώς, και σε αντίθεση με τον μεθοδολογικό ατομισμό (Steel, 2006), οι ολιστικές προσεγγίσεις
στην Οικονομική αντιλαμβάνονται τα οικονομικά φαινόμενα ως σύνθετες ολότητες, με ιδιότητες μη αναγώγιμες στις ιδιότητες των δρώντων υποκειμένων: το άθροισμα των ατομικών οικονομικών
συμπεριφορών δεν επαρκεί για να εξηγήσει, στην κατεύθυνση αυτή, τις ιδιότητες των οικονομικών και
κοινωνικών ολοτήτων.
Για τον λόγο αυτό, η ευρετική κατασκευή του ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου
προσιδιάζει στην εξήγηση μικρο-οικονομικών και όχι μακρο-οικονομικών φαινομένων (Zwirn, 2007).
Η
κεϋνσιανή θεωρία της συνολικής ζήτησης και ο προσδιορισμός του επιπέδου ισορροπίας του εθνικού
εισοδήματος, δεν μπορεί να δομηθεί στη βάση μιας τυπικής υπόθεσης homo economicus, εστιασμένης στη
μεγιστοποίηση της αθροιστικής χρησιμότητας του συνόλου των εξατομικευμένων καταναλωτών και του
προσδοκώμενου κέρδους των επιχειρηματιών (Drakopoulos, 1992b).
Αντιθέτως, ο μεθοδολογικός ατομισμός, σύμφωνα με τον οποίο η εξήγηση κοινωνικών φαινομένων
προϋποθέτει τη διατύπωση υποθέσεων ατομικής συμπεριφοράς, βρίσκει εφαρμογή στη μικρο-οικονομική,
ιδίως στη θεωρία της συμπεριφοράς του καταναλωτή και τη θεωρία της επιχείρησης (Heertje, 2004; Hodgson,
2007; Kjosavik, 2003; Papanikos, 1998).
Οι υποθέσεις ατομικής συμπεριφοράς συνίστανται στο ορθολογικό
αξίωμα της μεγιστοποίησης, σύμφωνα με το οποίο οι ορθολογικώς δρώντες προβαίνουν σε μεγιστοποίηση της
ωφελιμότητάς τους, στη βάση εκτιμήσεων αναμενόμενου κόστους-προσδοκώμενου οφέλους.
Αποτελεί,
συνεπώς, βασική μεθοδολογική επιλογή της δεσπόζουσας νεοκλασικής Οικονομικής, σε αντίθεση με τις
ολιστικές προσεγγίσεις διάφορων ρευμάτων οικονομικής ετεροδοξίας, όπως η γερμανική ιστορική και η
αμερικανική θεσμική σχολή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου