Ο Ζαν Πιαζέ αποτελεί αναμφισβήτητα μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες στον χώρο της Εξελικτικής Ψυχολογίας και της σύγχρονης Παιδαγωγικής. Ο «Φρόιντ της σχολικής τάξης», όπως τον αποκαλούν οπαδοί αλλά και επικριτές του.
Η ενεργός καριέρα του στην έρευνα της Εξελικτικής Ψυχολογίας διήρκεσε σχεδόν 60 χρόνια και το αποτέλεσμα των εργασιών και εμπειρικών μελετών που παρήγε ήταν εκπληκτικό. Ήταν ο πρώτος ερευνητής που σκέφτηκε να ρωτήσει τα παιδιά απλά αλλά εξαιρετικά σημαντικά πράγματα. Για παράδειγμα, εάν δύο σειρές αυγών εμπεριέχουν τον ίδιο αριθμό αυγών ακόμη και αν η μια σειρά επεκταθεί προς μια κατεύθυνση. Ή, πόσοι τρόποι υπάρχουν για να πάει κανείς από τη μία άκρη ενός δωματίου στην άλλη… Ερωτήματα απλά αλλά τόσο σημαντικά που άνοιξαν νέους δρόμους στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο σκέφτονται και αντιλαμβάνονται τον κόσμο γύρω τους τα παιδιά.
Ο Ελβετός ψυχολόγος και φιλόσοφος αφιέρωσε πολλές ώρες της επαγγελματικής του ζωής ακούγοντας τα παιδιά, τον τρόπο με τον οποίο μιλούν και σκέφτονται, παρακολουθώντας συστηματικά τη σκέψη και τη μελέτη τους και διαβάζοντας προσεκτικά τις καταγραφές και άλλων ερευνητών ανά τον κόσμο που ασχολούντο με το ίδιο θέμα. Ανακάλυψε τελικά κάτι πολύ σημαντικό: ότι τα παιδιά δεν σκέφτονται όπως οι μεγάλοι! Μετά από χιλιάδες επαφές και αλληλεπιδράσεις μαζί τους άρχισε να υποψιάζεται ότι πίσω από τις χαριτωμένες και φαινομενικά μη λογικές εκφράσεις τους υπήρχαν διαδικασίες σκέψης που είχαν το δικό τους είδος τάξης και τη δική τους ειδική λογική. Ο Αϊνστάιν αποκάλεσε την αποκάλυψη αυτή «τόσο απλή, που μόνο μια ιδιοφυϊα θα μπορούσε να την έχει συλλάβει»!
Οι παρατηρήσεις και οι θεωρίες του Πιαζέ άνοιξαν νέους δρόμους στην κατανόηση των εσωτερικών διεργασιών και λειτουργιών του ανθρώπινου νου. Στο τέλος της εκτεταμένης και εξαιρετικής καριέρας του στον τομέα της έρευνας, που διήρκεσε σχεδόν 75 χρόνια -από την ηλικία των 10 ετών που δημοσίευσε την πρώτη(!) επιστημονική του μελέτη μέχρι την ηλικία των 84 που ακόμα εργαζόταν συστηματικά- ο Πιαζέ είχε συμβάλει στην ανακάλυψη και ανάπτυξη αρκετών νέων κλάδων της επιστήμης της Ψυχολογίας: της Εξελικτικής Ψυχολογίας, της Γνωστικής Ψυχολογίας αλλά και του κλάδου που έμελλε ο ίδιος να ονομάσει Γενετική Επιστημολογία.
Ο Ζαν Πιαζέ δεν ήταν ένας μεταρρυθμιστής της Εκπαίδευσης, εισήγαγε όμως και υποστήριξε έναν νέο τρόπο σκέψης και αντίληψης για τα παιδιά που έθετε σημαντικές βάσεις για μετέπειτα μεταρρυθμιστικές κινήσεις στο χώρο της Εκπαίδευσης. Ουσιαστικά ήταν ο πρώτος που πήρε στα σοβαρά τον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται τα παιδιά! Και άλλες σημαντικές προσωπικότητες στον χώρο της Εκπαίδευσης είχαν τον ίδιο σεβασμό και αγάπη για τα παιδιά, όπως ο Τζων Ντιούι (John Dewey) στις ΗΠΑ, η Μαρία Μοντεσσόρι στην Ιταλία, ο Πάουλο Φρέιρε (Paulo Freire) στη Βραζιλία, και πολέμησαν σκληρά για άμεσες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η επίδραση όμως του Πιαζέ στο χώρο της Εκπαίδευσης ήταν βαθύτερη και πιο διεισδυτική. Ένας από τους σκοπούς της ζωής του ήταν να μπορέσει να εξηγήσει την εξέλιξη της ανθρώπινης νοημοσύνης με έναν τρόπο που θα απέφευγε το «προκαθορισμένο», το δόγμα των προδιαγεγραμμένων ιδεών και αξιών όπως το αποκαλούσε. Η πεποίθησή του ότι τα παιδιά δεν είναι απλά «άδεια δοχεία» που γεμίζουν με γνώσεις -όπως διατεινόταν η παραδοσιακή παιδαγωγική θεωρία- αλλά ενεργοί δημιουργοί της γνώσης που αποκομίζουν, μικροί επιστήμονες που ασταμάτητα δημιουργούν και εξετάζουν τις θεωρίες τους περί του κόσμου, ενέπνευσε γενιές ολόκληρες δασκάλων!
Οι θεωρίες του όμως δεν ήταν εξαρχής κατανοητές και αποδεκτές. Για τριάντα περίπου χρόνια θεωρούντο αβάσιμες σε μια Αμερική όπου οι άνθρωποι του πνεύματος, των επιστημών και των γραμμάτων είχαν εντελώς επηρεαστεί από τη θεωρία του συμπεριφορισμού. Μεταξύ 1932 και 1950 κανένα βιβλίο του δεν είχε ακόμη μεταφραστεί στα αγγλικά. Τελικά όμως οι θεωρίες του Ζαν Πιαζέ ξεπέρασαν και τη φήμη του συμπεριφορισμού και από το 1960 και μετά ανακαλύφθηκαν με ενθουσιασμό από τους Αμερικανούς ψυχολόγους αλλά και όλο τον κόσμο.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ
Ο Ζαν Πιαζέ γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου 1896 στη μικρή πανεπιστημιακή πόλη της Ελβετίας, τη Νεσατέλ (Neuchatel). Ο πατέρας του, ο Αρτύρ Πιαζέ (Arthur Piaget), ήταν ιστορικός με ειδίκευση στη Μεσαιωνική Φιλολογία και είχε αφιερώσει σημαντικό μέρος της μελέτης του στην ιστορία της πόλης της Νεσατέλ. Όπως ο ίδιος ο Ζαν Πιαζέ αναφέρει, ο πατέρας του πάντα τον ενθάρρυνε να ρωτά ερωτήσεις και να έχει κριτικό και διερευνητικό πνεύμα. Του άρεσε η συστηματική εργασία ακόμα και στα πιο απλά ζητήματα και αντιπαθούσε απίστευτα τις κοινότυπες γενικεύσεις. Δεν φοβόταν να ξεκινήσει ακόμη και μια επώδυνη αντιπαράθεση όταν έβλεπε ότι διαστρεβλωνόταν η ιστορική αλήθεια προς χάριν κοινότυπων και συντηρητικών παραδόσεων. Η μητέρα του, Ρεβέκα, ήταν μια γυναίκα ιδιαίτερα ευφυής, ενεργητική και εξαιρετικά ευγενική. Αντιμετώπιζε όμως διάφορα προβλήματα ψυχικής υγείας που δημιουργούσαν σημαντικές εντάσεις στην οικογενειακή ζωή. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον ίδιο, όπως αναφέρει, σε ένα είδος απόσυρσης στη μελέτη προς χάριν του παιχνιδιού και της ψυχαγωγίας που ταίριαζαν καλύτερα στην ηλικία του. Ήθελε με αυτό τον τρόπο να μιμηθεί την ευρύτητα πνεύματος του πατέρα του αλλά και να βρει ένα καταφύγιο από τις εντάσεις της οικογένειας σε έναν δικό του προσωπικό κόσμο. Η κατάσταση της ψυχικής υγείας της μητέρας του επηρέασε και τη μετέπειτα στροφή του προς την επιστήμη της Ψυχολογίας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ψυχοπαθολογία και την Ψυχανάλυση. Παρόλα αυτά, δεν εμβάθυνε ποτέ και δεν ενεπλάκη βαθύτερα στους τομείς αυτούς προτιμώντας πάντα περισσότερο τη μελέτη του «φυσιολογικού» και της λειτουργίας της νόησης από τα παράξενα και ανεξερεύνητα μονοπάτια του ασυνειδήτου.
Τα ιδιαίτερα νοητικά του χαρίσματα και η ευφυϊα του έγιναν εμφανή από πολύ νωρίς στη σχολική του ζωή. Στη σχολική τάξη συχνά έπληττε και ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος και πολλές φορές αναφερόταν αργότερα στα γραπτά του με ειρωνικά σχόλια για το σύστημα εκπαίδευσης και τις μεθόδους διδασκαλίας στην τάξη. Ο Ζαν Πιαζέ ήταν μάλλον και ο νεώτερος «επιστήμονας» που δημοσίευσε άρθρο του σε ηλικία μόλις 10 ετών! Έχοντας παρατηρήσει επί πολλή ώρα σε ένα δημόσιο πάρκο της πόλης του ένα σπουργίτι «αλμπίνο», έστειλε ένα άρθρο με τις παρατηρήσεις του (μιας σελίδας) σε ένα Περιοδικό Φυσικής Ιστορίας της Νεσατέλ. Προς έκπληξη όλων το άρθρο δημοσιεύτηκε και ο ίδιος έμεινε φυσικά κατάπληκτος!
Ενθαρρυμένος από αυτή τη μικρή επιτυχία, επικοινώνησε με τον διευθυντή του Musee d’ Histoire Naturelle και ζήτησε άδεια να δει αλλά και να μελετήσει τις συλλογές πτηνών, απολιθωμάτων και οστράκων που υπήρχαν στο συγκεκριμένο μουσείο. Ο διευθυντής του Μουσείου, ο Πωλ Γκοντέ (Paul Godet), ήταν ένας πολύ ευγενικός άνθρωπος, ειδικός επίσης στη μελέτη των μαλακίων. Τον προσκάλεσε αμέσως να τον επισκεφτεί και του πρότεινε να τον βοηθά δύο φορές την εβδομάδα κολλώντας ετικέτες στις συλλογές του Μουσείου. Ο νεαρός Ζαν εργάστηκε στο Musee d’ Histoire Naturelle επί τέσσερα συναπτά έτη λαμβάνοντας ως αμοιβή στο τέλος κάθε συνάντησης έναν σημαντικό αριθμό σπάνιων ειδών για τη συλλογή του. Οι εβδομαδιαίες συναντήσεις με τον Πωλ Γκοντέ διέγειραν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον του νεαρού Ζαν που ξόδευε όλο τον ελεύθερο χρόνο του συλλέγοντας μαλάκια. Κάθε Κυριακή απόγευμα, στη συνάντηση με το «δάσκαλό» του όπως τον αποκαλούσε, συνήθιζε να περιμένει και μισή ώρα νωρίτερα στο ραντεβού τους!
Η πρόωρη γνωριμία με τον τρόπο διαβίωσης και μελέτης των μαλακίων είχε ιδιαίτερη επίδραση στην επιστημονική του εξέλιξη. Το 1911 ο Πωλ Γκοντέ απεβίωσε και ο ίδιος γνώριζε τότε ήδη πολλά σχετικά με τον τομέα αυτό ώστε να αρχίσει να δημοσιεύει μόνος του, χωρίς βοήθεια από κανέναν, σε διάφορα περιοδικά της χώρας, μια σειρά άρθρων σχετικά με τα είδη μαλακίων που διαβιούν σε διάφορες περιοχές της Ελβετίας. Η πρόωρη δημοσιογραφική δράση του πρόσφερε πράγματι αρκετές διασκεδαστικές εμπειρίες στον ίδιο αλλά και στους συγγενείς του! Πολλοί ξένοι «συνάδελφοί» του επιθυμούσαν να τον συναντήσουν για να συζητήσουν τα κοινά ενδιαφέροντά τους και σημεία μελέτης των άρθρων του. Ο ίδιος βέβαια δεν «τολμούσε» να εμφανιστεί σε καμία από αυτές τις συναντήσεις μιας και ακόμη ήταν μαθητής σχολείου! Ο διευθυντής του Musee d’ Histoire Naturelle της Γενεύης, που εξέδιδε πολλά άρθρα του σε ένα ειδικό περιοδικό, του προσέφερε μάλιστα μια σημαντική θέση εργασίας εκεί! Ο ίδιος φυσικά αρνήθηκε αφού έπρεπε πρώτα να αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο προκειμένου να εργαστεί! Ένας άλλος εκδότης αρνήθηκε δογματικά να δημοσιεύσει ένα άρθρο του όταν έμαθε την πραγματική του ηλικία. Ο Ζαν Πιαζέ θυμόταν πάντα αργότερα με χιούμορ και νοσταλγία αυτά τα πρώτα χρόνια της συγγραφικής του δραστηριότητας! Ο ίδιος όμως δεν θεώρησε ποτέ τα άρθρα εκείνης της περιόδου κάτι σημαντικό ή ιδιαίτερο. Κατά τον ίδιο, πολύ αργότερα, από το 1929 και μετά, θα ήταν ικανός να καταφέρει κάτι πιο σημαντικό στον τομέα αυτό.
Η ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Η εντατική ενασχόληση με τη μελέτη της βιολογίας ήταν πρόωρη για την ηλικία του, έθεσε όμως καλές βάσεις για την επιστημονική του εξέλιξη και παράλληλα χρησίμευσε και ως εργαλείο προστασίας έναντι του «δαίμονα της φιλοσοφίας» και της «κρίσης της εφηβείας» που αντιμετώπιζε τότε! Δύο σημαντικά γεγονότα όμως τον έφεραν τελικά κοντά στη μελέτη της φιλοσοφίας και τη μαγεία της συλλογιστικής της. Το πρώτο αφορούσε σημαντικά ερωτήματα που γεννήθηκαν στη σκέψη του σχετικά με τη θρησκεία. Μετά από επιμονή της μητέρας του αναγκάστηκε να παρακολουθήσει μαθήματα θεολογικής διαπαιδαγώγησης. Κατά τη διάρκεια αυτών των μαθημάτων έμεινε έκπληκτος από δύο πράγματα: τη δυσκολία συμβιβασμού και συμπόρευσης πολλών θρησκευτικών δογμάτων με τις αρχές της βιολογίας αλλά και την αδυναμία πολλών αποδείξεων σχετικά με την ύπαρξη του Θεού. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ευσταθούν στην κοινή αντίληψη τόσο αυθαίρετα δόγματα! Στο κρίσιμο αυτό σημείο η μελέτη της φιλοσοφίας μπορούσε να του δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις. Το νέο πάθος του, η φιλοσοφία, είχε πια εισέλθει στη ζωή του!
Η δεύτερη σημαντική εμπειρία που τον έφερε σε επαφή με τη φιλοσοφία ήταν η επαφή με τον παππού του, τον Samuel Cornut, έναν άνθρωπο των γραμμάτων. Ο παππούς θεωρούσε τον εγγονό του πολύ μονόπλευρο και «εξειδικευμένο» για την ηλικία του. Ήθελε να του διδάξει μια νέα προσέγγιση σκέψης και αντίληψης των πραγμάτων, να του διδάξει φιλοσοφία. Ξεκίνησε τη διδασκαλία του με τη μελέτη του «Creative evolution» του Μπερξόν (Bergson). Για το νεαρό Ζαν η εμπειρία αυτή ήταν πρωτόγνωρη και μοναδική! Ήταν εξάλλου η πρώτη φορά που άκουγε διδασκαλία φιλοσοφικών ζητημάτων από κάποιον που δεν ήταν θεολόγος. Η έκπληξή του, συναισθηματική και νοητική, ήταν απερίγραπτη. Η ταύτιση του Θεού με την ίδια τη ζωή ήταν μια ιδέα μοναδική καθώς τώρα μπορούσε να δει στην επιστήμη της βιολογίας την επεξήγηση όλων των ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένων και των λειτουργιών της νόησης. Για πρώτη φορά άρχισε να τον απασχολεί και το ζήτημα «της γένεσης της γνώσης» -κοινώς αποκαλούμενο ως επιστημολογικό πρόβλημα- ως το πιο σημαντικό ζήτημα στο οποίο θα επικέντρωνε τη μελέτη του καθ’ όλη τη μετέπειτα πορεία του. Ενδιαφέρθηκε έντονα για θέματα επιστημολογίας: Τι είναι η νόηση; Πώς αποκτιέται; Πώς έχει κανείς μια αντικειμενική άποψη της εξωτερικής πραγματικότητας; Στα ερωτήματα αυτά όμως διέβλεπε και ο ίδιος ότι ούτε η βιολογία ούτε η φιλοσοφία μπορούσαν να του προσφέρουν ικανοποιητικές απαντήσεις. Η πρώτη ασχολείτο μόνο με δεδομένα γεγονότα, η άλλη ήταν εξαιρετικά θεωρητική και υποθετική. Υπήρχε άμεσα η ανάγκη διασύνδεσης, μια γέφυρα ανάμεσα στις δύο αυτές προσεγγίσεις. Αυτή έμελλε λίγο αργότερα να είναι η γνωριμία και η ενασχόλησή του με την επιστήμη της Ψυχολογίας.
Η τυπική του εκπαίδευση παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια όλων αυτών των πολύτιμων αναζητήσεων, είχε ήδη επικεντρωθεί περισσότερο στη μελέτη της βιολογίας. Το 1916 ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές σπουδές του στις Φυσικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Νεσατέλ και δύο χρόνια αργότερα, στην ηλικία των 21 ετών, κατέθεσε τη διδακτορική του διατριβή σχετικά με τη μελέτη των μαλακίων λαμβάνοντας το διδακτορικό του τίτλο.
Η ΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Είναι γεγονός ότι κανένα από τα πρώτα άρθρα ή δημοσιεύσεις του Ζαν Πιαζέ δεν θα είχε αποκτήσει τόση σημασία αν δεν έμελλε αργότερα να εξελιχθεί σε έναν τόσο σημαντικό εξελικτικό ψυχολόγο. Πώς όμως άλλαξε κατεύθυνση και στράφηκε προς την Ψυχολογία;
Το φθινόπωρο του 1918 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης προκειμένου να παρακολουθήσει μαθήματα Πειραματικής Ψυχολογίας. Εργάστηκε επίσης σε δύο εργαστήρια Ψυχολογίας και στην Ψυχιατρική Κλινική του Bleuler. Εκεί ανακάλυψε για πρώτη φορά την Ψυχανάλυση και τις θεωρίες των Φρόιντ και Γιούνγκ. Μάλιστα, δημοσίευσε και ένα άρθρο του για τη σχέση μεταξύ Ψυχανάλυσης και Παιδοψυχολογίας. Τον επόμενο χρόνο πήγε στο Παρίσι προκειμένου να παρακολουθήσει στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης μαθήματα Ψυχοπαθολογίας, καθώς επίσης και Λογικής, Επιστημολογίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης.
Κατά την παραμονή του στο Παρίσι όμως παρουσιάστηκε η ευκαιρία που έμελλε να διαγράψει και να καθορίσει την κατεύθυνση της μελλοντικής επιστημονικής του εξέλιξης. Το 1920 αποδέχθηκε μια θέση συνεργασίας με το Δρα Τεοφίλ Σιμόν (Theophile Simon) στο Εργαστήριο Binet στο Παρίσι (ο Σιμόν και ο Αλφρέ Μπινέ (Alfred Binet) είχαν τότε δημιουργήσει το πρώτο επιτυχές τεστ ευφυϊας). Η εργασία του εκεί αφορούσε την ανάπτυξη μιας σταθμισμένης γαλλικής έκδοσης συγκεκριμένων αγγλικών τεστ ευφυϊας. Σε ένα σταθμισμένο τεστ η έκφραση των ερωτήσεων και η σειρά παρουσίασής τους είναι επακριβώς καθορισμένα και ο εξεταστής δεν πρέπει να παρεκκλίνει καθόλου από την προκαθορισμένη αυτή τακτική. Ο σκοπός ενός σταθμισμένου τεστ είναι να παρουσιάζει σε όλους τους εξεταζόμενους ακριβώς τα ίδια προβλήματα και τις ίδιες ερωτήσεις έτσι ώστε οι επερχόμενες διαφορές στην απόδοσή τους να μπορούν να αποδοθούν όχι σε διαφοροποιήσεις των ερωτήσεων αλλά σε διαφοροποιήσεις της ευφυϊας τους.
Αρχικά ο Πιαζέ δεν ήταν καθόλου ενθουσιασμένος με αυτή την εργασία. Του φαινόταν εξαιρετικά μηχανική και πρακτική. Πολλά όμως γεγονότα άλλαξαν την οπτική του και χάραξαν σταδιακά ένα νέο σημαντικό αντικείμενο μελέτης. Καταρχήν, σε ένα τέτοιο τεστ η σημασία και η προσοχή αποδίδονται αποκλειστικά στην ικανότητα του παιδιού να δίνει «σωστές» απαντήσεις. Ο ίδιος όμως άρχισε να παρατηρεί ότι, αντιθέτως, οι λανθασμένες απαντήσεις των παιδιών ήταν οι πιο ενδιαφέρουσες. Επίσης άρχισε να παρατηρεί ότι παιδιά της ίδιας ηλικίας έτειναν να δίνουν τις ίδιες λανθασμένες απαντήσεις στο τεστ καθώς επίσης ότι υπήρχαν και διαφορετικά είδη κοινών λανθασμένων απαντήσεων που δίδονταν σε διαφορετικές ηλικίες. Ο Πιαζέ άρχισε να προβληματίζεται σχετικά με τη σημασία αυτών των «λαθών». Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μεγαλύτερα παιδιά δεν ήταν «πιο έξυπνα» από τα μικρότερα παιδιά, αλλά ότι απλά η σκέψη των μικρότερων παιδιών ήταν «ποιοτικά διαφορετική» από εκείνη των μεγαλύτερων. Με άλλα λόγια, κατέληξε στην απόρριψη μιας «ποσοτικής» καταμέτρησης της ευφυϊας, που βασιζόταν αποκλειστικά στον αριθμό των σωστών απαντήσεων που δίδονταν στο τεστ. Το πραγματικό πρόβλημα σχετικά με την ευφυϊα ήταν, κατά τον Πιαζέ, η ανακάλυψη του διαφορετικού τρόπου με τον οποίο σκέφτονται τα παιδιά διαφορετικών ηλικιών.
Ο Πιαζέ απέκλεισε εξαρχής από τη μέθοδό του τον τυποποιημένο τρόπο ερωτήσεων προς χάριν μιας λιγότερο δομημένης μεθόδου συνεντεύξεως που του έδινε περισσότερη ελευθερία συνομιλίας με τα παιδιά. Τη μέθοδο αυτή την γνώριζε ήδη από την κλινική του εμπειρία στην Ψυχοπαθολογία. Με τον τρόπο αυτό άφηνε τις απαντήσεις των παιδιών να οδηγούν ουσιαστικά τη σειρά των ερωτήσεων καθώς σκοπός του ήταν να ακολουθεί τη γραμμή σκέψης του παιδιού, χωρίς ο ίδιος να επιβάλλει τον οποιοδήποτε έλεγχο ή κατεύθυνση σε αυτόν.
Σε μια καταγεγραμμένη γνωστή συνομιλία του με ένα πεντάχρονο κοριτσάκι θέτει το ερώτημα «τι είναι αυτό που δημιουργεί τον αέρα;», και αρχίζει να περισυλλέγει απαντήσεις. Όταν το παιδί τού απαντά «τα δένδρα», εκείνος συνεχίζει τον διάλογο με ένα ακόμη ανοιχτό ερώτημα: «πώς το ξέρεις;». «Τα είδα να κουνούν τα χέρια τους». «Και πώς αυτό δημιουργεί τον αέρα;». Εδώ η μικρή αρχίζει να κουνά το χέρι της μπροστά από το πρόσωπό της αποφαινόμενη με άκρως σοβαρό ύφος: «Να έτσι. Μόνο που είναι μεγαλύτερα. Και υπάρχουν πολλά δένδρα».
Ο παιδικός υπερρεαλισμός είχε βρει επιτέλους έναν καλών προθέσεων ενήλικο συνομιλητή. Που δεν προσπαθεί να τον διορθώσει, προτιμά να τον επεξεργαστεί και να τον ερμηνεύσει. «Τα παιδιά» λέει ο Πιαζέ «κατανοούν μόνο αυτά που επινοούν τα ίδια, γι’ αυτό κάθε φορά που προσπαθούμε να τα διδάξουμε κάτι υπερβολικά γρήγορα, τα εμποδίζουμε να επανεφεύρουν τον εαυτό τους».
Η εμπειρία του Πιαζέ στο εργαστήριο Binet ήταν εξαιρετικά παραγωγική τόσο για τα αποτελέσματά της όσο και γιατί υπέδειξε στον ίδιο ότι το ζητούμενο των ερευνών του ήταν πλέον ο τρόπος με τον οποίο σκέφτονται τα παιδιά. Παράλληλα υπέδειξε και το δρόμο με τον οποίο η αρχική επιστήμη του και ο τρόπος με τον οποίο μελέτησε αρχικά τον κόσμο, η βιολογία, μπορούσαν πλέον να συνενωθούν με τα επιστημολογικά του ενδιαφέροντα. Όπως ο ίδιος κατέληξε, το πρώτο βασικό βήμα της μελέτης του θα έπρεπε να είναι η εξερεύνηση της «ψυχολογίας της ανθρώπινης νοημοσύνης». Έτσι και η Ψυχολογία θα μπορούσε πλέον να αποδοθεί με όρους βιολογίας.
Αποτέλεσμα των αρχικών αυτών ερευνών ήταν και η δημοσίευση μιας σειράς σημαντικών άρθρων και, από το 1923 μέχρι το 1932, των πρώτων πέντε βιβλίων του: «Η ομιλία και η σκέψη του παιδιού» (The language and thought of the child), 1924, «Η αντίληψη του κόσμου για το παιδί» (The child’ s conception of the world), 1926, «Η αντίληψη της αιτιότητας για το παιδί» (The child’ s conception of causality), 1927, «Λογική και κριτική ικανότητα στο παιδί» (Judgment and reasoning in the child), 1928 & «Η ηθική κρίση του παιδιού» (The moral judgment of the child), 1932.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Το 1921, ο διευθυντής του Jean Jacques Rousseau Institute στη Γενεύη, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί από τα πρώτα άρθρα του Πιαζέ, του πρόσφερε τη θέση του διευθυντή ερευνητικών μελετών στο Ινστιτούτο. Ο Πιαζέ αποδέχθηκε την πρόταση που ήταν και μια μοναδική ευκαιρία για να συνεχίσει και να επεκτείνει τις ερευνητικές μελέτες που είχε ήδη ξεκινήσει. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αλλαγή της προσωπικής του ζωής, συντέλεσαν στην ευρεία εκπόρευση των ερευνητικών του μελετών, ιδιαίτερα όσον αφορά τη μελέτη της βρεφικής ηλικίας και τον τρόπο σκέψης των παιδιών αυτής της ηλικίας.
Το 1922 ο Ζαν Πιαζέ παντρεύτηκε μία μαθήτρια και συνεργάτιδά του στο Jean Jacques Rousseau Institute, τη Βαλεντίν Σατενέ (Valentine Chatenay). Το 1925 απέκτησαν την πρώτη κόρη τους, τη Ζακλίν, και το 1927 τη δεύτερη, τη Λυσιέν. Ένα αγόρι ακολούθησε το 1931, o Λωράν. Με τη βοήθεια της γυναίκας του αφιέρωσαν πολύ χρόνο παρατηρώντας τις αντιδράσεις των παιδιών τους, ιδιαίτερα των δύο θυγατέρων τους, κατά τη βρεφική κυρίως ηλικία, έχοντας για πρώτη φορά την ευκαιρία να μελετήσουν αυτό το στάδιο ανάπτυξης και να καταγράψουν τις παρατηρήσεις τους. Τα αποτελέσματα αυτής της νέας ερευνητικής μελέτης δημοσιεύτηκαν σε τρεις τόμους που ασχολούντο κυρίως με τη γένεση και την ανάπτυξη των νοητικών λειτουργιών παιδιών αυτής της ηλικίας (το ζήτημα της αιτιότητας και της διατήρησης «σταθερού αντικειμένου», το ζήτημα της διατήρησης συγκεκριμένων φυσικών ιδιοτήτων όπως το βάρος, η μάζα κλπ., η αρχή δημιουργίας συμβόλων (μίμηση και παιχνίδι)): 1937, «The origins of intelligence in the child», 1937, «La construction du reel chez l’ enfant», 1945, «La formation du symbole chez l’ enfant».
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα αυτών των μελετών οι νοητικές διεργασίες και οι γνωστικές δομές κατά τη βρεφική ηλικία προετοιμάζονται και ενεργοποιούνται από αισθησιο-κινητική δράση, ακόμη και πριν από την ανάπτυξη της ικανότητας της ομιλίας. Βάσει αυτών η μέθοδος του Πιαζέ μπορούσε τώρα να τροποποιηθεί και προς μια νέα κατεύθυνση καθοδηγώντας τις συζητήσεις με τα παιδιά σε μια νέα τακτική: τη χρήση αντικειμένων. Ο ίδιος θεωρούσε ότι σε πολλές ηλικίες η λεκτική ικανότητα των παιδιών δεν εκφράζει πάντα αυτό που σκέφτονται ή είναι ικανά να κάνουν, για αυτό και τα παιδιά μπορούν να εκφραστούν πιο ολοκληρωμένα όχι μόνο με απαντήσεις σε ερωτήσεις αλλά και με χειρισμό διαφόρων αντικειμένων.
Την περίοδο αυτή ξεκινά να περιγράφει και τα στάδια της γνωστικής ανάπτυξης του παιδιού:
α. το στάδιο της αισθησιοκινητικής ανάπτυξης που διαρκεί έως την ηλικία των 2 ετών και χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή κατάκτηση του κινητικού συντονισμού και της σταθερότητας των αντικειμένων,
Συγκεκριμένα:
Το αισθησιοκινητικό στάδιο διακρίνεται σε έξι υποστάδια:
• Τροποποίηση των αντανακλαστικών (διαρκεί από τη γέννηση μέχρι τον 1ο μήνα):
Στο υποστάδιο αυτό τα βρέφη μαθαίνουν να ελέγχουν και να συντονίζουν τα αντανακλαστικά τους (π.χ πιπιλάνε όταν τοποθετούνται αντικείμενα στο στόμα τους). Τα αντανακλαστικά αυτά παρέχουν την ώθηση για την ίδια τους την αλλαγή καθώς παράγουν επιπλέον ερεθίσματα. Ο Πιαζέ πίστευε ότι αυτά τα αντανακλαστικά αποτελούν δομικά υλικά της ευφυΐας.
• Πρωτογενείς κυκλικές αντιδράσεις (διαρκεί από τον 1ο έως τον 4ο μήνα):
Στο υποστάδιο αυτό τα βρέφη επαναλαμβάνουν ευχάριστες πράξεις μόνο και μόνο για την ευχαρίστηση που τους προκαλούν. Οι πράξεις αυτές ονομάζονται πρωτογενείς γιατί τα αντικείμενα στα οποία απευθύνονται αποτελούν τμήμα του σώματος του ίδιου του βρέφους. Ο Πιαζέ πίστευε ότι οι πρωτογενείς κυκλικές αντιδράσεις παρέχουν τις πρώτες ενδείξεις της γνωστικής ανάπτυξης.
• Δευτερογενείς κυκλικές αντιδράσεις (διαρκεί από τον 4ο έως τον 8ο μήνα):
Στο υποστάδιο αυτό τα βρέφη ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για αποτελέσματα που συμβαίνουν πέρα από το σώμα τους. Το βρέφος αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι υπάρχει σχέση μεταξύ των πράξεών του και του περιβάλλοντος.
• Συντονισμός δευτερογενών αντιδράσεων (διαρκεί από τον 8ο μήνα έως τον 12ο):
Στο υποστάδιο αυτό τα βρέφη είναι ικανά να συντονίσουν δύο η περισσότερες δευτερογενείς κυκλικές αντιδράσεις. Συνδυάζουν σχήματα για την επίτευξη ενός επιθυμητού αποτελέσματος. Παρατηρείται μια πρώιμη μορφή επίλυσης προβλημάτων.
• Τριτογενείς κυκλικές αντιδράσεις (διαρκεί από τον 12ο έως τον 18ο μήνα):
Με την εμφάνιση των τριτογενών κυκλικών αντιδράσεων τα βρέφη ψάχνουν ενεργά για καινούργιους τρόπους αλληλεπίδρασης με τα αντικείμενα και εξερευνούν τις πιθανές χρήσεις τους.
• Αρχές αναπαραστατικής σκέψης (διαρκεί από τον 18ο μήνα έως τον 24ο):
Στο υποστάδιο αυτό εικόνες και λέξεις αντιπροσωπεύουν οικεία αντικείμενα. Τα βρέφη επινοούν νέους τρόπους επίλυσης προβλημάτων μέσω των συμβολικών συνδυασμών. Αποτελεί το μεταβατικό σημείο στο οποίο παράγονται για πρώτη φορά εσωτερικευμένες αναπαραστάσεις.
β. την προσυλλογιστική περίοδο (2 έως 7 ετών), κατά την οποία αναπτύσσεται η συμβολική λειτουργία και η προεννοιολογική σκέψη,
γ. το στάδιο των συγκεκριμένων συλλογισμών (7 έως 11 ετών), κατά το οποίο το παιδί αποκτά την ικανότητα των νοητικών πράξεων σε συγκεκριμένα όμως αντικείμενα και στο άμεσο παρόν.
Αργότερα θα προσθέσει και το τέταρτο στάδιο
Αργότερα θα προσθέσει και το τέταρτο στάδιο
(δ), των Μορφοποιημένων λειτουργιών (12 ετών έως την ενηλικίωση), κατά το οποίο το παιδί αποκτά πλέον την ικανότητα σκέψης και αντίληψης του ενήλικου ανθρώπου. Αυτό αφορά περισσότερο λογικούς συλλογισμούς και λειτουργίες σε αφηρημένο παρά συγκεκριμένο επίπεδο και αποκαλείται ικανότητα για υποθετική σκέψη και συλλογισμούς.
ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΠΟΡΕΙΑ
Από το 1929 ο Πιαζέ εργάζεται ως διευθυντής του International Bureau of Education, θέση στην οποία θα παραμείνει έως το 1967. Επίσης ξεκινά τη συνεργασία του με τους ειδικούς ερευνητές A. Szeminska, E. Meyer και Barbel Inhelder με τους οποίους θα συνεργαστεί επί πολλά χρόνια. Τα αποτελέσματα της εκτεταμένης εργασίας του όμως δεν θα μπορέσουν ακόμη να φτάσουν έξω από τα σύνορα της Ελβετίας μέχρι το τέλος του Β’ ΠΠ.
Το 1940 εκλέγεται καθηγητής Πειραματικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, διευθυντής του εργαστηρίου Ψυχολογίας και πρόεδρος της Ελβετικής Ψυχολογικής Εταιρίας. Το 1942 δίνει μια σειρά διαλέξεων στο College de France κατά τη διάρκεια της κατοχής της Γαλλίας από τους Ναζί. Οι διαλέξεις αυτές θα αποτελέσουν αργότερα, το 1947, την πρώτη συστηματική μελέτη και δημοσίευση του εξαιρετικά γνωστού συγγράμματός του «The Psychology of Intelligence». Στο τέλος του πολέμου θα λάβει τον τίτλο του προέδρου της Ελβετικής Αντιπροσωπείας στην Unesco καθώς και άλλους τιμητικούς τίτλους (Πανεπιστήμιο Σορβόννης, 1946, Πανεπιστήμιο Βρυξελλών, 1949, Πανεπιστήμιο Βραζιλίας, 1949, Χάρβαρντ, 1936). Το 1950 δημοσιεύει την εξαιρετικά γνωστή σύνθεση και επιτομή πολλών έργων του με τίτλο «Εισαγωγή στη Γενετική Επιστημολογία». Γίνεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και το 1955 ιδρύει το International Center for Genetic Epistemology για το οποίο θα εργαστεί σκληρά και θα υπηρετήσει πιστά ως διευθυντής μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Ζαν Πιαζέ εργάστηκε συστηματικά στη διερεύνηση των γνωστικών δομών και τη μελέτη της ανθρώπινης νοημοσύνης επιδιώκοντας διαρκώς τη συνένωση των συμπερασμάτων του περί ψυχολογικών ζητημάτων με τις αρχές της βιολογίας. Μέχρι το πέρας της καριέρας του θα ολοκληρώσει τη συγγραφή περισσότερων από 60 βιβλίων και πολλών εκατοντάδων άρθρων. Οι θεωρίες του θα γίνουν γνωστές σε παγκόσμιο επίπεδο και θα προσκαλεστεί σε πολλές χώρες για να παρουσιάσει τις ιδέες του και να συζητήσει με άλλους συναδέλφους και εκπαιδευτικούς σχετικά ζητήματα. Παρόλα αυτά, εκτός από την αναγκαιότητα των επαγγελματικών του μετακινήσεων ο ίδιος θα παραμείνει στη Γενεύη για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και σε πολλές συνεντεύξεις του θα αναφέρει επίσης χαρακτηριστικά ότι «αρχικά σχεδίαζε να ξοδέψει το πολύ δέκα χρόνια στη μελέτη της Παιδοψυχολογίας, τελικά όμως κατέστη η προσπάθεια και ο σκοπός ολόκληρης της ζωής του».
Μέχρι το τέλος της ζωής του, η γνωστή «πατρική» φιγούρα του «Αϊνστάιν της Ψυχολογίας», με τον αγαπημένο μπερέ στο κεφάλι και την πίπα που συχνά κάπνιζε, θα συνεχίσει να απομονώνεται στη μοναχική αλλά δημιουργική ακαταστασία του γραφείου του μελετώντας ή περιβαλλόμενος από συνεργάτες που τον θαύμαζαν και επιστήμονες γνωστούς σε όλο τον κόσμο. Θα συνεχίσει να διερευνά τη φύση της ανθρώπινης νοημοσύνης, να παίρνει συνεντεύξεις από παιδιά ή να κάνει βόλτες με το ποδήλατό του στους δρόμους της Γενεύης, όπως συχνά συνήθιζε. Θα παραμείνει ενεργός μέχρι λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, το 1980, αφήνοντας πίσω του αρκετές πλήρεις ή σχεδόν πλήρεις εργασίες οι οποίες βρήκαν άμεσα το δρόμο τους προς έκδοση μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Ο Ζαν Πιαζέ έφυγε από τη ζωή στις 16 Σεπτεμβρίου 1980, στη Γενεύη, γνωστός πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο ως ένας από τους σημαντικότερους ψυχολόγους του 20ού αιώνα.
Η συνεισφορά του σε όλους τους επιστημονικούς τομείς ήταν εξαιρετικά σημαντική. Οι θεωρίες του περί της ποιοτικής εξέλιξης και ανάπτυξης του παιδιού είχαν τεράστια επιρροή και αντίκτυπο στην παιδαγωγική μεθοδολογία και τον τρόπο που έκτοτε γονείς, δάσκαλοι κλπ. αντιλαμβάνονταν αυτά τα «τέλεια ημιτελή πλάσματα», τα παιδιά, που όλοι υπήρξαν κάποτε. Πολλά εκπαιδευτικά προγράμματα βασίστηκαν στις θεωρίες του, κυρίως στη σημαντική θεώρηση του Πιαζέ ότι τα παιδιά πρέπει να διδάσκονται στο επίπεδο για το οποίο είναι κάθε φορά εξελικτικά και νοητικά προετοιμασμένα. Παράλληλα πολλές τεχνικές διδασκαλίας βασίστηκαν στις θεωρίες του, π.χ. τη δημιουργία ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος διδασκαλίας, τη χρησιμοποίηση κοινωνικών αλληλεπιδράσεων σε μεθόδους διδασκαλίας κλπ.
Οι θεωρίες του επικρίθηκαν επίσης σε ορισμένα σημεία κυρίως όσον αφορά τον υπερτονισμό του ρόλου της γνωστικής ανάπτυξης σε βάρος της συναισθηματικής και της κοινωνικής ανάπτυξης. Σημαντική κριτική επιδέχθηκαν επίσης πολλές από τις ερευνητικές μεθόδους και τεχνικές που χρησιμοποίησε καθώς σημαντική πηγή «έμπνευσης» και μελέτης για τον ίδιο απετέλεσε η παρατήρηση των τριών παιδιών του. Παράλληλα, τα παιδιά που συμμετείχαν σε άλλα δείγματα πειραμάτων και μελετών του προέρχονταν ανεξαιρέτως από οικογένειες υψηλού μορφωτικού και κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου καθιστώντας τα μη αντιπροσωπευτικά και τις θεωρίες του και τα αποτελέσματά του δύσκολα γενικεύσιμα στο γενικότερο πληθυσμό. Τέλος, νεώτερες θεωρίες υπέδειξαν και την επίδραση πολλών περιβαλλοντολογικών παραγόντων στη μετάβαση του παιδιού από το ένα στάδιο γνωστικής ανάπτυξης στο άλλο, κυρίως δε στο τελευταίο στάδιο των Μορφοποιημένων λειτουργιών. Παρόλα αυτά, η πλειονότητα της επιστημονικής κοινότητας αποδέχθηκε και εκτιμά αναμφισβήτητα την επιρροή και την προσφορά του Ζαν Πιαζέ στην Εξελικτική Ψυχολογία και την Παιδαγωγική θεωρία. Οι μελέτες του καλλιέργησαν το ενδιαφέρον για την ανάπτυξη και εξέλιξη των παιδιών και είχαν εκπληκτική επίδραση στο μέλλον της Εκπαίδευσης και της Εξελικτικής Ψυχολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου