Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Jeanne d'Arc

Η Ιωάννα της Λωρραίνης ή Ζαν ντ'Αρκ (Jeanne d'Arc, γνωστή και ως Παρθένος της Ορλεάνης , 1412 - 1431) ήταν Γαλλίδα η οποία τέθηκε επικεφαλής των γαλλικών στρατευμάτων στον Εκατονταετή Πόλεμο κατά των Άγγλων στη Γαλλία. Κατηγορήθηκε ως αιρετική αλλά εκτελέσθηκε με την κατηγορία ότι φορούσε αντρικά ρούχα σε ηλικία μόλις 19 ετών. 24 χρόνια μετά τον θάνατό της αθωώθηκε και αγιοποιήθηκε από την Καθολική Εκκλησία. Η μνήμη της τιμάται στις 30 Μαΐου και θεωρείται προστάτιδα της Γαλλίας όπως επίσης και των αιχμαλώτων, των στρατιωτικών και όσων χλευάζονται για την πίστη τους.

Η Ιωάννα έχει καταστεί θρυλική φυσιογνωμία τόσο για τη Γαλλία όσο και για πολλές χώρες ανά την υφήλιο. Πληθώρα από λογοτεχνικά, ιστορικά, μουσικά, θεατρικά και κινηματογραφικά έργα έχουν ως πηγή έμπνευσης την προσωπικότητά της. Μερικοί και μερικές από τους/τις δημιουργούς αυτών των έργων είναι η Κριστίν ντε Πιζάν, ο Σαίξπηρ, ο Βολταίρος, ο Σίλερ, ο Βέρντι, ο Τσαϊκόφσκι, ο Τουαίην, ο Σω, ο Μπρεχτ, ο Άντερσον, ο Χόνεγκερ, ο Κοέν και ο Ανούιγ. Απεικονίζεται συνεχώς σε διάφορες ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, τραγούδια, ακόμα και βιντεοπαιχνίδια.

Ο Εκατονταετής Πόλεμος ξέσπασε το 1337 

Αιτία ηταν μία κληρονομική διαμάχη για τον Γαλλικό θρόνο που περιλάμβανε και σποραδικές περιόδους σχετικής ειρήνης. Σχεδόν όλες οι μάχες έλαβαν χώρα στη Γαλλία και οι καταστροφικές τακτικές του Αγγλικού στρατού (chevauchée) είχαν καταστρέψει την οικονομία της χώρας. Ο γαλλικός πληθυσμός δεν είχε προλάβει να ανακάμψει από την επιδημία της πανούκλας στα μέσα του 14ου αιώνα και το γαλλικό εμπόριο ήταν αποκομμένο από τις διεθνείς αγορές. Πριν να εμφανιστεί η Ιωάννα της Λωραίνης οι Άγγλοι είχαν σχεδόν καταφέρει να εγκαθιδρύσουν μία διπλή μοναρχία στη Γαλλία και ο γαλλικός στρατός δεν είχε καταφέρει καμία σημαντική νίκη για μια γενιά.

Την εποχή που γεννιούνταν η Ιωάννα της Λωρραίνης βασιλιάς ήταν ο Κάρολος ΣΤ΄ ο οποίος έπασχε από ψυχολογική ασθένεια και συχνά δεν ήταν σε θέση να κυβερνά. Ο αδερφός του βασιλιά, Δούκας της Ορλεάνης Λουδοβίκος, και ο ξάδερφος του βασιλιά, Δούκας της Βουργουνδίας Ιωάννης ο Ατρόμητος, έριζαν για την κατάληψη της βασιλείας και την προστασία των βασιλικών τέκνων. Η διαμάχη αυτή περιλάμβανε κατηγορίες ότι ο Λουδοβίκος είχε παράνομη ερωτική σχέση με την βασίλισσα Ιζαμπώ της Βαυαρίας και ότι ο Ιωάννης είχε απαγάγει τα βασιλικά τέκνα. Η διαμάχη κλιμακώθηκε με την δολοφονία του Λουδοβίκου κατόπιν εντολών του Ιωάννη.

Ο γιός του Λουδοβίκου, Κάρολος της Ορλεάνης, διαδέχθηκε τον πατέρα του ως Δούκας και τέθηκε υπό την επιτήρηση του πεθερού του Κόμη του Αρμανιάκ δημιουργώντας αυτό που αργότερα αποκαλέσθηκε «Φράξια του Αρμανιάκ». Η αντίπαλη συμμαχία που ηγούνταν ο Ιωάννης ονομάστηκε «Φράξια της Βουργουνδίας».

Ο βασιλιάς της Αγγλίας, Ερρίκος Ε΄, εκμεταλλεύθηκε τις έριδες και εισέβαλε στη Γαλλία το 1415 κερδίζοντας κατακερματική νίκη στο Αζανκούρ στις 25 Οκτωβρίου και ακολούθησε η κατάληψη πολλών πόλεων της βόρειας Γαλλίας. Το 1418 οι Βουργουνδοί κατέλαβαν το Παρίσι και κατέσφαξαν τον Κόμη του Αρμανιάκ και περίπου 2.500 από τους άντρες του. Ο Κάρολος Ζ΄ ορίστηκε διάδοχος σε ηλικία 14 ετών καθώς όλα τα μεγαλύτερα αδέρφια του είχαν αποβιώσει. Το πρώτο πράγμα που έκανε ως διάδοχος ήταν να υπογράψει ειρηνευτική διακήρυξη με τον Δούκα της Βουργουνδίας Ιωάννη το 1419 αλλά η «Φράξια του Αρμανιάκ» δολοφόνησε τον Ιωάννη ως αντίποινα την ίδια χρονιά. Νέος Δούκας της Βουργουνδίας ορίστηκε ο Φίλιππος Γ΄ ο Καλός ο οποίος κατηγόρησε τον διάδοχο του θρόνου για την δολοφονία, σύναψε συμμαχία με τους Άγγλους και με τη βοήθειά τους κατέλαβε μεγάλα τμήματα της Γαλλίας.

Το 1420 η βασίλισσα της Γαλλίας, Ιζαμπώ της Βαυαρίας, υπέγραψε της Συνθήκη του Τρουά που έδινε την διαδοχή στον Ερρίκο Ε΄ και στους διαδόχους του παρκάμπτωντας το κληρονομικό δικαίωμα του γιου της Κάρολου. Αυτή η πράξη αναθέρμανε τις υποψίες ότι ο Κάρολος μπορεί να ήταν νόθος γιος της Ιζαμπώ με τον Δούκα της Ορλεάνης όμως υπάρχει και η θεωρία πως η συνθήκη του Τρουά προέκυψε μετά από φόβους ότι ο Κάρολος Ζ΄μπορεί να είχε κληρονομήσει την ψυχική νόσο του πατέρα του. Ο Ερρίκος Ε΄ και ο Κάρολος ΣΤ’ πέθαναν και οι δύο το 1422 με δύο μόλις μήνες διαφορά ο ένας από τον άλλον αφήνοντας ως νόμιμο διάδοχο και των δύο βασιλείων το βρέφος Ερρίκο ΣΤ’ της Αγγλίας με προσωρινά βασιλεύοντα στη θέση του τον αδερφό του αποθανώντα Ερρίκου Ε, Ιωάννη του Λάνκαστερ, πρώτο Δούκα του Μπέντφορντ.

Μέχρι το 1492, οπότε η Ιωάννα της Λωρραίνης άρχισε να επηρεάζει τα πράγματα, σχεδόν όλη η βόρεια Γαλλία και ένα τμημα στα νοτιοδυτικά βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Άγγλων και των Βουργουνδών. Οι Άγγλοι ήλεγχαν το Παρίσι και τη Ρουέν ενώ οι Βουργουνδοί ήλεγχαν τη Ρενς που αποτελούσε τον τόπο όπου παραδοσιακά στέφονταν οι Γάλλοι βασιλείς από το 816. Αυτό είχε σημασία γιατί κανένας από τους διεκδικητές του γαλλικού θρόνου δεν είχε ακόμα στεφθεί επίσημα. Το 1428 οι Άγγλοι ξεκίνησαν να πολιορκούν την Ορλεάνη, μία απο τις ελάχιστες πόλεις που είχαν παραμείνει πιστές στον Κάρολο Ζ΄ και σημαντικό στόχο καθώς βρισκόταν σε σημαντική στρατηγική θέση στον ποταμό Λίγηρα και αποτελούσε το τελυταίο εμπόδιο για μία τελειωτική επίθεση στο εναπομείναν βασίλειο του Καρόλου Ζ΄.

Οι προοπτικές για την Ορλεάνη ήταν δυσοίωνες αλλά επί γενιές κυκλοφορούσαν κάποιες προφητείες σύμφωνα με τις οποίες η Γαλλία θα σώζονταν από μία κοπέλα από «τα σύνορα της Λωρραίνης» «που θα έκανε θαύματα» και ότι «η Γαλλία θα απωλεσθεί από μία γυναίκα και στη συνέχεια θα διασωθεί από μία παρθένο». Το τελευταίο κομμάτι θεωρήθηκε ότι αναφέρονταν στην Ιζαμπώ της Βαυαρίας και στην υπογραφή της Συνθήκης του Τρουά.

Η Ιωάννα της Λωρραίνης 

Γεννήθηκε περίπου το 1412 στο χωριό Ντομρεμύ της Γαλλίας, ένα από τα ελάχιστα μέρη που παρέμενε πιστό στον Γάλλο βασιλιά παρά το γεγονός ότι περιστοιχίζονταν από Βουργουνδικές κατακτήσεις. Η οικογένειά της ήταν γεωργική με καταγωγή από τη Λωρραίνη και πατέρας της ήταν ο Ζακ Νταρκ ενώ μητέρα της ήταν η Ιζαμπέλ Ρομέ. Κατά τα παιδικά της χρόνια η Ιωάννα υπήρξε μάρτυρας διάφορων επιδρομών στο χωριό της το οποίο κάποια στιγμή μάλιστα κάηκε. Από μικρή ήταν πολύ πιστή και φιλάνθρωπη και συχνά έδινε το κρεβάτι της σε άστεγους ενώ εκείνη κοιμόταν στο τζάκι. Ήταν αναλφάβητη και κάθε γράμμα που συνέγραψε στη ζωή της το έκανε υπαγορεύοντάς το σε κάποιον άλλον.

Σε ηλικία 13 ετών είδε στον κήπο του πατρικού σπιτιού της το πρώτο από τα οράματά της, όπου παρουσιαζόταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, η Αγία Μαργαρίτα και η Αγία Αικατερίνη και την καλούσαν να δράσει προκειμένου να απαλλάξει τη Γαλλία από την ταπείνωση που της είχαν επιβάλει οι Άγγλοι με τη Συνθήκη του Τρουά στην πιο κρίσιμη φάση του Εκατονταετούς πολέμου, και να βοηθήσει τον διάδοχο του γαλλικού θρόνου Κάρολο Z΄ να επανακτήσει το στέμμα.

Όταν έγινε 16 ετών ζήτησε από έναν συγγενή της να την πάει στην κοντινή πόλη Βοκουλέρ όπου ζήτησε από τον τοπικό στρατιωτικό διοικητή Ρομπέρ ντε Μποντρικούρ να της δώσει ένοπλη συνοδεία για να επισκεφθεί το παλάτι στη Σινόν και να ζητήσει ακρόαση από τον βασιλιά. Εκείνος αρνήθηκε και της απάντησε κοροϊδευτικά αλλά εκείνη δεν πτοήθηκε.

Επέστρεψε τον επόμενο Ιανουάριο και τελικά κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη δύο στρατιωτών, τον Ζαν ντε Μετζ και τον Μπερτράν ντε Πουλενζί που κατάφεραν να πείσουν τον Μποντρικούρ να την ακούσει. Σε αυτή τη συνάντηση μάλιστα έκανε και μία πρόβλεψη που βγήκε αληθινή. Προέβλεψε την ατυχή έκβαση της μάχης του Ρουβρέ κοντά στην Ορλεάνη αρκετές ημέρες πριν να φτάσει ο αγγελιοφόρος με το σχετικό μήνυμα.

Μόλις μαθεύτηκαν τα νέα για την ήττα στο Ρουβρέ ο Μποντρικούρ, ο Μετζ και ο Πουλενζί πείστηκαν να την συνοδεύσουν στο παλάτι και την έπεισαν να ντυθεί με αντρικά ρούχα για να είναι περισσότερο ασφαλής σε αυτό το επικίνδυνο ταξίδι που απαιτούσε να διασχίσουν εχθρικές περιοχές υπό τον έλεγχο των Άγγλων και των Βουργουνδών.

Έτσι το 1429 η Ιωάννα σε ηλικία 17 ετών κατόρθωσε να γίνει δεκτή από τον 26χρονο τότε Κάρολο Ζ΄ και να του μιλήσει για το όραμά της και την θεϊκή της αποστολή. Η εμφάνιση της Ιωάννας, μίας νεαρής κοπέλας που ισχυρίζονταν ότι έβλεπε θεϊκά οράματα, άκουγε φωνές και έκανε προβλέψεις έδωσε την δυνατότητα στους Γάλλους να δώσουν μια θρησκευτική διάσταση στον πόλεμο, κάτι που έδειχνε να είναι η τελευταία τους ελπίδα σε μία πολυετή καταστροφική πορεία.

Όμως αυτή η στρατηγική ήταν δίκοπο μαχαίρι. Αν οι Γάλλοι δεν κατάφερναν να βεβαιώσουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η Ιωάννα ήταν όντως όργανο του Θεού όπως ισχυρίζονταν και όχι αιρετική ή μάγισσα τότε οι Άγγλοι θα μπορούσαν να ισχυρισθούν ότι η διεκδίκηση του γαλλικού θρόνου από τον Κάρολο ήταν ωθούμενη από τον διάβολο. 

Έτσι, για παν ενδεχόμενο, ο Κάρολος διέταξε να περάσει η Ιωάννα θεολογική εξέταση στο Πουατιέ και να ελεγχθεί το παρελθόν της. Η πεθερά του Κάρολου, Γιολάνδη της Αραγωνίας, διαβεβαίωσε για την παρθενία της Ιωάννας. Τον Απρίλιο του 1429 η επίσημη απόφαση ήταν ότι επρόκειτο για μία κοπέλα «με άμεμπτο βίο, καλή Χριστιανή που εμφορείται από τις αρετές της ταπεινότητας, ειλικρίνιας και απλότητας». 

Αν και οι θεολόγοι απέφυγαν να βεβαιώσουν σχετικά με την θεϊκή προέλευση των οραμάτων της Ιωάννας και αρκέστηκαν στο να διατυπώσουν απλά μια «θετική πρώτη εντύπωση», αυτό ήταν αρκετό για να πεισθεί ο Κάρολος. Όμως οι θεολόγοι επέμεναν να περάσει η Ιωάννα από δοκιμασία και πρότειναν στον Κάρολο να της ζητήσει να κάνει πραγματικότητα το όραμα που είχε δεχτεί στα 13 της και να άρει μόνη της την πολιορκία στην Ορλεάνη όπως είχε προβλέψει.

Έτσι η Ιωάννα πήρε την άδεια να συμμετάσχει σε μία ενισχυτική αποστολή προς την Ορλεάνη (μία από τις λίγες πόλεις που είχαν μείνει πιστές στον διάδοχο, την οποία πολιορκούσαν οι Άγγλοι) που διοργάνωσε η Γιολάνδη της Αραγωνίας. Για την προστασία της στο ταξίδι το παλάτι δώρισε στην Ιωάννα πανοπλία, άλογο, λάβαρο και άλλα αντικείμενα που μετέφερε η συνοδεία της.

Η Ιωάννα έφτασε στην Ορλεάνη στις 29 Απριλίου του 1429 αποφασισμένη να εμπλακεί στον πόλεμο αλλά εκεί, αντί να συναντήσει τον Κάρολο της Ορλεάνης, συνάντησε τον ετεροθαλή αδερφό του, Ιωάννη του Ντυνουά, το νόθο γιο του Λουδοβίκου της Ορλεάνης, ο οποίος είχε αναλάβει την ηγεσία μετά την αιχμαλώτιση του αδερφού του. Αρχικά ο Ιωάννης αρνήθηκε να της επιτρέψει την είσοδο στα στρατιωτικά συμβούλια και δεν την ενημέρωνε για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις αλλά η Ιωάννα απαίτησε και επέβαλλε την παρουσία της στα συμβούλια και τις μάχες.

Ο πραγματικός βαθμός συμμετοχής της Ιωάννας της Λωρραίνης στη μάχη είναι κάτι που έχει απασχολήσει πολύ τους ιστορικούς. Από τη μία μεριά η ίδια ισχυρίζονταν πως απλώς κρατούσε το λάβαρό της στη μάχη και πως δεν σκότωσε ποτέ κανέναν καθώς προτιμούσε το λάβαρο από το σπαθί «σαράντα φορές περισσότερο» και ούτως ή άλλως το σύνηθες ήταν να ηγείται του στρατού κάποιος ευγενής. 

Από την άλλη πολλοί από τους ευγενείς που συμμετείχαν στη μάχη παραδέχτηκαν πως δέχτηκαν μεγάλη επιρροή από την Ιωάννα καθώς συχνά ακολουθούσαν τις συμβουλές της θεωρώντας πως ήταν θεϊκά ορμώμενες. Όπως και να 'χει όμως, το σύντομο αυτό χρονικό διάστημα που ήταν παρούσα η Ιωάννα, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των Γάλλων αποδείχθηκαν εξαιρετικά επιτυχημένες.

Τους πέντε μήνες που ήταν παρούσα η Ιωάννα στην Ορλεάνη ο Γαλλικός στρατός κατάφερε να ανατρέψει το ιστορικό των συνεχών ηττών και να καταλλάβει τα κοντινά φρούρια του Σεντ Λουπ και του Σεντ Ζαν λε Μπλανκ που βρέθηκαν εγκαταλελειμένα. Όταν ο αγγλικός στρατός επιχείρησε να προβάλλει αντίσταση, μία αστραπιαία επίθεση του ιππικού τον απώθησε μάλλον χωρίς μάχη. Έπειτα οι Γάλλοι επιτέθηκαν και κατέλαβαν ένα αγγλικό φρούριο στο μοναστήρι Λες Ογκουστίν και το επόμενο πρωί, στις 7 Μαΐου 1429 έκαναν επίθεση στο κύριο αγγλικό φρούριο Λε Τουρέλ. 

Εκεί η Ιωάννα τραυματίστηκε από βέλος ενώ κρατούσε το λάβαρό της και απομακρύνθηκε για λίγο από τη μάχη αλλά σύντομα επέστρεψε για να εμψυχώσει τους στρατιώτες πριν από την τελική επίθεση που σήμανε και την κατάληψη του φρουρίου. Η Ιωάννα χαιρετίσθηκε από τους σύγχρονούς της ως η ηρωίδα της μάχης. Την επόμενη ημέρα οι Άγγλοι σταμάτησαν την πολιορκία της Ορλεάνης. 

Η άρση της πολιορκίας θεωρήθηκε σημάδι για την θεϊκή υποστήριξη της Ιωάννας και σημαντικοί Γάλλοι ιεράρχες άρχισαν να την υποστηρίζουν. Αντίθετα, για τους Άγγλους οι νίκες της Ιωάννας ήταν απόδειξη ότι είχε καταληφθεί από τον διάβολο.

Μετά την απελευθέρωση της Ορλεάνης, η Ιωάννα πρότεινε στον Κάρολο Ζ΄ ένα παράτολμο σχέδιο. Του πρότεινε να συνεχίσει την επιθετική στρατηγική και να επιχειρήσει να φτάσει μέχρι τη Ρενς, με την συνοδεία του στρατού υπό την διοίκηση του Ιωάννη του Αλανσόν και της ίδιας, όπου θα στέφονταν βασιλιάς με τον παραδοσιακό τρόπο. Το σχέδιο ήταν παράτολμο γιατί η Ρενς βρισκόταν στην διπλάσια απόσταση από το Παρίσι και εν μέσω εχθρικού εδάφους. Οι Άγγλοι περίμεναν ότι ο Κάρολος θα επιχειρούσε να επανακαταλάβει το Παρίσι ή θα έκανε επίθεση στη Νορμανδία.

Ο Ιωάννης του Αλανσόν επικρότησε το σχέδιό της όπως και άλλοι στρατιωτικοί διοικητές και την υποστήριξαν. Ανάμεσά τους ήταν και ο Ιωάννης του Ντυνουά που βλέποντας την επίδοσή της στην Ορλεάνη είχε γίνει υποστηρικτής της. Λίγο αργότερα στην πολιορκία του Ζαρζώ η Ιωάννα θα κέρδιζε ακόμα μεγαλύτερη υποστήριξη από τον Ιωάννη του Αλανσό καθώς του έσωσε τη ζωή προειδοποιώντας τον ότι ένα κανόνι ήταν έτοιμο να τον χτυπήσει. Στην ίδια πολιορκία δέχτηκε κι εκείνη στο κράνος της μία πέτρα από το τείχος που είχε πεταχτεί μετά από έκρηξη. Οι Γάλλοι κατέλαβαν το Ζαρζώ στις 11 Ιουνίου, το Μαν-σουρ-Λουάρ στις 15 Ιουνίου και το Μποζανσί στις 17 Ιουνίου.

Την επόμενη μέρα οι Άγγλοι υποχώρησαν από την κοιλάδα του Λίγηρα και κατευθύνθηκαν βόρεια όπου συναντήθηκαν με ενισχυτικό σώμα υπό την διοίκηση του Τζον Φάστοφ. Η Ιωάννα οδήγησε τον γαλλικό στρατό ενάντια στους Άγγλους στη Μάχη του Πατέ και τους κατατρόπωσε ενώ οι περισσότεροι Άγγλοι αξιωματικοί σκοτώθηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ο Φάστοφ κατάφερε να ξεφύγει με μία μικρή ομάδα στρατιωτών και επιστρέφοντας στην Αγγλία μετατράπησε σε αποδιοπομπαίο τράγο της καταστροφής. Οι Γάλλοι αντίθετα υπέστησαν ελάχιστες απώλειες. 

Στις 29 Ιουνίου οι Γάλλοι επανακατέλαβαν το Ζιάν και στις 3 Ιουλίου την Οσέρ. Άλλες πόλεις αποφάσισαν να υποστηρίξουν τον Γάλλο δελφίνο χωρίς μάχη και μόνο το Τρουά, το μέρος όπου υπογράφηκε η συνθήκη του Τρουά, που αποσκοπούσε στο να στερήσει τον Κάρολο από το κληρονομικό του δικαίωμα στον γαλλικό θρόνο, έφερε μικρή αντίσταση και έπεσε μετά από πολιορκία μόλις τεσσάρων ημερών. Ο Κάρολος μπήκε νικηφόρος στη Ρενς στις 17 Ιουλίου 1429 και στέφθηκε επίσημα βασιλιάς της Γαλλίας.

Μετά την στέψη του Καρόλου όμως ακολούθησε μία σειρά από στρατιωτικές γκάφες τις οποίες οι περισσότεροι ιστορικοί αποδίδουν στον Μέγα Τσαμπερλάνο Ζορζ ντε λα Τρεμουάλ. Η Ιωάννα και ο Ιωάννης του Αλανσόν προέτρεψαν τον νεοεστεμμένο βασιλιά να βιαστεί να επιστρέψει ωστέ να καταλάβει το Παρίσι πριν να προλάβουν να οργανωθούν οι Άγγλοι αλλά οι βασιλικοί σύμβουλοι τον έπεισαν να διαπραγματευθεί ανακωχή με τον Φίλιππο Γ΄ δούκα της Βουργουνδίας με αποτέλεσμα να χαθεί χρόνος και να οργανωθεί η άμυνα του Παρισιού. Ο στρατός του Καρόλου βάδισε προς το Παρίσι δεχόμενος την παράδοση διάφορων πολεων χωρίς μάχη αλλά οι Άγγλοι προέβαλλαν αντίσταση στις 15 Ιουλίου στη μάχη του Μοντεπιλουά που έληξε αμφίρροπη.

Στις 8 Σεπτεμβρίου οι Γάλλοι επιτέθηκαν στο Παρίσι. Η Ιωάννα τραυματίστηκε στο πόδι από βαλλίστρα αλλά παρέμεινε στο πλευρό των στρατιωτών μέσα στην τάφρο μέχρις ότου την απομάκρυνε ένας από τους διοικητές. Το επόμενο πρωί ο γαλλικός στρατός έλαβε εντολή να υποχωρήσει καθώς η κατάλληψη του Παρισιού κρίθηκε αδύνατη. Τον Οκτώβριο η Ιωάννα και ο βασιλικός στρατός της Γαλλίας κατέλαβαν το Σεντ-Πιέρ-λε-Μουτιέ ενώ τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο επιχείρησαν χωρίς αποτέλεσμα να καταλάβουν το Λα-Σαριτέ-σουρ-Λουάρ.

Στις 29 Δεκεμβρίου ο βασιλιάς Κάρολος Ζ΄ απένειμε τίτλο ευγενείας στην Ιωάννα και την οικογένειά της και της απέδωσε οικόσημο.

Αιχμαλωσία

Τους επόμενους μήνες η Ιωάννα της Λωρραίνης παρέμεινε ανενεργή καθώς βρισκόταν σε ισχύ ανακωχή ανάμεσα στους Γάλλους και τους Άγγλους. Στις 23 Μαρτίου 1430 απέστειλε απειλητική επιστολή στους Χουσίτες που προσέβαλλαν την αυστηρή Καθολική της πίστη ενώ αργότερα έστειλε επιστολή στους Άγγλους με την προτροπή να εγκαταλείψουν τη Γαλλία και να την ακολουθήσουν στην Βοημία για να καταπολεμήσουν τους Χουσίτες.Oι επιστολές της δεν έλαβαν απάντηση.

Όταν τον Μάιο έληξε η ανακωχή με τους Άγγλους η Ιωάννα πήγε στην Κομπιέν που βρισκόταν υπό πολιορκία για να βοηθήσει. Στις 23 Μαΐου 1430 πιάστηκε αιχμάλωτη από Βουργουνδούς μετά από ενέδρα ενώ βρισκόταν σε μία αποστολή κατάληψης του αγγλικού στρατοπέδου στο Μαρνί βόρεια της Κομπιέν. Μετά από αιφνιδιαστική επίθεση ενισχυτικού σώματος Βουργουνδών 6.000 αντρών οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν αλλά η Ιωάννα παρέμεινε με την οπισθοφυλακή. Ένας Βουργουνδός τοξότης την έριξε από το άλογό της και την αιχμαλώτισε. 

Οι Βουργουνδοί τη φυλάκισαν στο κάστρο Μπορεβουάρ υπό την επίβλεψη της Ιωάννας του Λουξεμβούργου, που ήταν θεία του Κόμη του Λουξεμβούργου, η οποία προσπάθησε όσο μπορούσε να βελτιώσει τις συνθήκες κράτησής της Ιωάννας.Ανεξάρτητα από αυτό όμως η Ιωάννα έκανε πολλαπλές προσπάθειες απόδρασης(μία από τις οποίες περιλάμβανε άλμα από πυργίσκο που βρίσκονταν 21 μέτρα ψηλά) με αποτέλεσμα να μεταφερθεί στο Αράς. Παρά τις αντιρρήσεις της Ιωάννας του Λουξεμβούργου, οι Βουργουνδοί τελικά δέχτηκαν να την παραδώσουν στους Άγγλους αφού έλαβαν αμοιβή 10.000 λιβρών.

Οι Άγγλοι μετέφεραν την Ιωάννα στη Ρουέν που αποτελούσε το ορμητήριό τους στη Γαλλία. Τους επόμενους μήνες οι Γάλλοι έκαναν διάφορες απόπειρες να την φυγαδεύσουν ενώ ο Κάρολος Ζ΄ απειλούσε πως θα εκδικηθεί τους Βουργουνδούς και τους Άγγλους «και τις γυναίκες της Αγγλίας», αλλά όλες οι προσπάθειες απέτυχαν.

Δίκη

Στη Ρουέν η Ιωάννα δικάστηκε από εκκλησιαστικό δικαστήριο με πολιτικά κίνητρα καθώς αποτελούνταν από Βουργουνδούς και αγγλόφιλους κληρικούς που βρίσκονταν υπό την επίβλεψη Άγγλων διοικητών όπως ο Δούκας του Μπέντφορντ και ο Κόμης του Γουόργουικ. Αν και η σύζυγος του Δούκα του Μπεντφορντ, Άννα της Βουργουνδίας, προσπάθησε να βοηθήσει την Ιωάννα διαβεβαιώνοντας για την παρθενία της, ήταν ξεκάθαρο πως η δίκη αποσκοπούσε στο να βγάλει εκτός μάχης την Ιωάννα προκαλώντας τον μεγαλύτερο δυνατό εξευτελισμό στους Γάλλους. 

Η διαδικασία έπασχε σε πολλά σημεία, κάτι που αργότερα θα προκαλούσε την κριτική του ιεροεξεταστή που χρόνια αργότερα ερεύνησε την υπόθεση. Σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό νόμο ο επίσκοπος Κοσόν, που είχε ορισθεί να προεδρεύσει στη δίκη από τους Άγγλους, δεν είχε τέτοια δικαιοδοσία. Επίσης η έλλειψη επαρκών στοιχείων παραβίαζε τους ιεροεξεταστικούς κανόνες. Ο ιερατικός γραμματέας Νίκολας Μπέιλι που είχε ορισθεί να συγκεντρώσει μαρτυρίες σε βάρος της Ιωάννας δεν κατάφερε να βρει επαρκή στοιχεία.

 Όλα αυτά συνεπάγονταν ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί λόγος ύπαρξης της δίκης αυτής, η έναρξη της οποίας έτσι κι αλλιώς παραβίαζε τον εκκλησιαστικό νόμο γιατί στερούσε το δικαίωμα από την Ιωάννα να παραστεί συνήγορός της. Επίσης, το εξολοκλήρου αποτελούμενο από αγγλόφιλους ιερείς δικαστήριο παραβίαζε τις προϋποθέσεις για τις δίκες αιρέσεων που απαιτούσε την σύγκλιση αμερόληπτου ή εξίσου εκπροσωπούμενου δικαστηρίου.

Η δίκη ξεκίνησε στις 9 Ιανουαρίου 1431 και η Ιωάννα αμέσως αιτήθηκε να προσκληθούν στην δίκη και Γάλλοι ιερωμένοι προκειμένου να ενισχυθεί η αντικειμενικότητα του δικαστηρίου, αλλά το αίτημά της απορρίφθηκε. Ο αρχιεροεξεταστής της Βόρειας Γαλλίας Ζαν Λεμέτρ άσκησε ένσταση από την πρώτη στιγμή αλλά διάφοροι αυτόπτες μάρτυρες αργότερα είπαν πως αναγκάστηκε να αποσύρει την ένστασή του κατόπιν απειλών κατά της ζωής του. Αυτές οι απειλές αλλά και η επιρροή του δικαστηρίου από μία κοσμική κυβέρνηση παραβίαζαν τους εκκλησιαστικούς κανόνες σχετικά με τις δίκες αιρέσεων.

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του ακροατηρίου της δίκης η Ιωάννα προκάλεσε τον θαυμασμό του δικαστηρίου γιατί ενώ ήταν αναλφάβητη αποδείχθηκε εξαιρετικά ικανή στο να αποφεύγει τις θεολογικές παγίδες που της είχαν στήσει οι κατήγοροί της. 

Χαρακτηριστική είναι η απάντησή της στο ερώτημα αν θεωρεί πως διαθέτει τη θεία χάρη στο οποίο εκείνη απάντησε: «Αν δεν την διαθέτω, είθε ο Θεός να μου τη δώσει. Αν πάλι την έχω, είθε ο Θεός να συνεχίσει να μου την παρέχει». 

Το ερώτημα ήταν θεολογική παγίδα γιατί σύμφωνα με την Εκκλησία κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος πως διαθέτει τη θεία χάρη. Αν είχε απαντήσει ναι θα είχε κατηγορηθεί για αίρεση. Αν πάλι είχε απαντήσει όχι θα είχε μόνη της ομολογήσει την ενοχή της. Ο αυλικός γραμματέας Μπουαγκιγιόμ αργότερα κατέθεσε πως, ακούγοντας την απάντησή της, το δικαστήριο έμεινε έκπληκτο. 

Σχεδόν τέσσερις αιώνες αργότερα ο συγγραφέας Τζορτζ Μπέρναρντ Σω θα εντυπωσιαζόταν τόσο πολύ από αυτή την απάντηση της Ιωάννας που θα την περιλάμβανε αυτούσια στο θεατρικό του έργο «Η Αγία Ιωάννα». Οι έξυπνες απαντήσεις της εξανάγκασαν το δικαστήριο να συνεχίσει την διαδικασία κεκλεισμένων των θυρών ενώ αργότερα πολλά άτομα που συμμετείχαν στη δίκη κατέθεσαν ότι διάφορα σημαντικά τμήματα των πρακτικών της δίκης παραποιήθηκαν εις βάρος της.

Σύμφωνα με τους ιεροεξεταστικούς κανόνες κατά την διάρκεια της δίκης η Ιωάννα έπρεπε να κρατείται σε εκκλησιαστική φυλακή υπό την επίβλεψη γυναικών μοναχών, όμως οι Άγγλοι την κρατούσαν σε κοσμική φυλακή με δεσμοφύλακες άντρες. Αν και η Ιωάννα επιχείρησε να αιτηθεί σχετικά στο Συμβούλιο τη Βασιλείας και στον Πάπα, ο επίσκοπος Κοσόν παρεμπόδισε την αίτησή της. Τα δώδεκα άρθρα της δίκης που συνόψιζαν τις κατηγορίες εναντίον της έρχονταν σε αντίθεση με τα πρακτικά της δίκης που είχαν ήδη παραποιηθεί από τους δικαστές. Υπό τις απειλές άμεσης εκτέλεσης η αναλφάβητη κατηγορούμενη είχε εξαναγκαστεί σε έγγραφη ανάκληση των απόψεών της υπογράφοντας ένα έγγραφο που δεν γνώριζε τι περιείχε. Το δικαστήριο, και σε αυτή την περίπτωση, παραποίησε τα πρακτικά της δίκης.

Η κατηγορία ότι ντύνονταν με αντρικά ρούχα

Η αίρεση αποτελούσε σοβαρότατο αδίκημα (τιμωρούμενο με θάνατο), μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποια θρησκευτική παράβαση (άποψη ή συμπεριφορά) τελούνταν κατ΄εξακολούθηση. Ετσι λοιπόν, το δικαστήριο επεδίωξε να στοιχειοθετήσει το αδίκημα της αίρεσης με βάση μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων ότι η Ιωάννα ντύνονταν κατ΄εξακολούθηση με αντρικά ρούχα. 

Όμως η Ιωάννα δεν αρνήθηκε να φορέσει γυναικεία ρούχα και αποκήρυξε την έως τότε ανδρική ενδυμασία της, γεγονός το οποίο δυσχέρανε το έργο των κατηγόρων της, αν και αρχικά έθεσε σε δεύτερη μοίρα το αίτημα των κατηγόρων της να φορέσει γυναικεία ρούχα, δίνοντας προτεραιότητα στις επιθυμίες των δύο γυναικών που την είχαν βοηθήσει: την Ιωάννα του Λουξεμβούργου και την Γιολάνδη της Αραγωνίας. 

Είπε πως θα φορούσε γυναικεία ρούχα μόνο αν της το ζητούσαν αυτές οι δύο γυναίκες. Σύμφωνα με μεταγενέστερες μαρτυρίες είχε αναγκαστεί να φορά αντρικά ρούχα (δηλαδή στρατιωτικά) όσο βρίσκονταν στη φυλακή γιατί της έδιναν τη δυνατότητα να δένει μεταξύ τους το παντελόνι της, τις μπότες της και το πανοφώρι της καθιστώντας έτσι πολύ πιο δύσκολο να επιτύχει μία πιθανή απόπειρα βιασμού εναντίον της.

Για την ακρίβεια φοβόταν να εγκαταλείψει έστω και προσωρινά αυτή της την αμφίεση φοβούμενη πως θα κατασχεθεί από το διαστήριο και θα αναγκαστεί να παραμείνει χωρίς προστασία. Λίγες μέρες μετά από την υπογραφή της αποκήρυξης και από την ημέρα που είχε αρχίσει να φορά γυναικεία ρούχα, είπε σε κάποιο μέλος του δικαστηρίου ότι «κάποιος σημαντικός Άγγλος λόρδος μπήκε στο κελί της και επιχείρησε να της επιβληθεί με τη βία». Τελικά αναγκάστηκε να ξαναφορέσει αντρικά ρούχα, είτε ως προστασία σε κάποια πιθανή κακοποίηση, είτε γιατί, σύμφωνα με κατάθεση του Ζαν Μασιέ, οι δεσμοφύλακες της πήραν το φόρεμα και δεν είχε τι άλλο να φορέσει.

Αυτό θεωρήθηκε ότι ήταν απόδειξη ότι είχε υποπέσει ξανά στο αδίκημα της αίρεσης να ντύνεται με αντρικά ρούχα, αν και αυτό θα το αμφισβητούσε αργότερα ο ιεροεξεταστής που προήδρευσε στη δίκη έφεσης που πραγματοποιήθηκε κάποια στιγμή αργότερα μετά τον πόλεμο. 

Το μεσαιωνικό καθολικό δόγμα προέβλεπε, σύμφωνα με τη Summa Theologica του Θωμά Ακινάτη, ότι η ενδυμασία με ρούχα του άλλου φύλου έπρεπε να κρίνεται εντός πλαισίου καθώς η ανάγκη θεωρούνταν επαρκής λόγος για κάτι τέτοιο. Αυτό περιλάμβανε και την χρήση αντρικών ρούχων ως προστασία ενάντια στον βιασμό. 

Σύμφωνα με το δόγμα ήταν δικαιολογημένη που μεταμφιέστηκε σε αγόρι κατά την διάρκεια των μετακινήσεών της σε εχθρικό έδαφος όπως και όταν φορούσε πανοπλία στη μάχη και στρατιωτικά ρούχα στο στρατόπεδο και αργότερα στη φυλακή. Λέγεται πως όταν βρίσκονταν σε εκστρατεία, όταν δεν απαιτούνταν τα στρατιωτικά ρούχα, εκείνη φορούσε φόρεμα. Αργότερα ιερείς που κατέθεσαν στην δίκη έφεσης επιβεβαίωσαν πως φορούσε αντρικά ρούχα στη φυλακή για να αποφύγει την κακοποίηση και τον βιασμό.

Η Ιωάννα, σχετικά με το ζήτημα του ντυσίματος με αντρικά ρούχα, παρέπεμψε το δικαστήριο στην εκκλησιαστική έρευνα του Πουατιέ που είχε γίνει το 1429. Αν και τα πρακτικά της έρευνας στο Πουατιέ δεν έχουν διασωθεί, διαφαίνεται πως ο κλήρος εκεί είχε εγκρίνει το θέμα. Επίσης διατηρούσε τα μαλλιά της κοντά όσο βρίσκονταν σε εκστρατεία και στην φυλακή. Ο θεολόγος Ζαν Γκαρσόν υποστήριξε την επιλογή της αυτή για πρακτικούς λογους, όπως και ο ιεροεξεταστής Μπρεάλ αργότερα κατά την δίκη έφεσής της.

Μετά τον θάνατό της, τα λατινικά πρακτικά της αρχικής δίκης μεταγράφτηκαν με τέτοιον τρόπο ώστε να αποκρύπτουν την συντροφικότητα που ένιωθε η Ιωάννα με τις γυναίκες που την βοήθησαν. Την εμφάνισαν σαν να βρίσκονταν σε ανταγωνισμό με το υπόλοιπο γυναικείο φύλο. Για παράδειγμα, ενώ η Ιωάννα είχε δηλώσει πως η μητέρα της τής είχε μάθει να ράβει και ότι δεν πίστευε πως μπορούσε οποιαδήποτε άλλη γυναίκα στη Ρουέν να της μάθει περισσότερα για το ράψιμο, η δήλωσή της παρουσιάστηκε σαν να είχε πει πως «ναι, ήξερε να ράβει και να μπαλώνει και δεν φοβόταν καμμία γυναίκα στη Ρουέν στον τομέα αυτόν».

Επίσης διαγράφηκε από τα πρακτικά η κατάθεσή της πως η Ιωάννα του Λουξεμβούργου είχε προσπαθήσει να εμποδίσει τη πώλησή της στου Άγγλους όπως επίσης και ότι η Ιωάννα είχε ζητήσει μετά από την αποκήρυξη του αντρικού ντυσίματος να της δοθεί μία υπηρέτρια.

Αυτές οι αλλοιώσεις έγιναν με σκοπό να στηριχθεί η κατηγορία ότι η επιθυμία της Ιωάννας να ντύνεται με αντρικά ρούχα ταυτίζονταν με την γενικότερη άρνηση του γυναικείου της φύλου.

Ένα από τα τελευταία άρθρα της δίκης που επεξηγεί το κατηγορητήριο γράφει πως η Ιωάννα διατηρούσε τα μαλλιά της κοντά και φορούσε αντρικά ρούχα «χωρίς να αφήνει τίποτα στο σώμα της που να αποκαλύπτει το γυναικείο της φύλο... εκτός από όσα της είχε δώσει η φύση για να ξεχωρίζει το γυναικείο φύλο».

Αυτή η υπέρβαση της γυναικείας ταυτότητας ήταν εκείνο που ενόχλησε περισσότερο από κάθε άλλο τους κατήγορούς της μέχρι του σημείου που ο Ζαν ντ΄Εστιβέ, ένας από τους κύριους κατήγορούς της, να την αποκαλέσει «πόρνη» και «κοινή» παρά το γεγονός ότι η παρθενία της είχε επιβεβαιωθεί επανειλημμένως.

Έτσι η Ιωάννα το 1431 καταδικάστηκε στην ποινή του θανάτου, με την κατηγορία της αίρεσης επειδή φορούσε κατ'εξακολούθηση αντρικά ρούχα. Ομως η συγκεκριμένη συμπεριφορά (ανδρική ενδυμασία), εφ'όσον υπαγορεύονταν από λόγους ανάγκης, δεν συνιστά θρησκευτική παράβαση και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της αίρεσης.

Η υπέρτατη πράξη επιβολής εξουσίας του δικαστηρίου πάνω στην Ιωάννα ήταν το να την εξαναγκάσει να πάει στην πυρά ντυμένη με φόρεμα. Η δίκη χαρακτηρίσθηκε τόσο άδικη που τα πρακτικά της χρησιμοποιήθηκαν κατά τον 20ο αιώνα ως αποδεικτικό στοιχείο για την αγιοποίησή της

Εκτέλεση

Αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν την σκηνή της εκτέλεσής της δια της πυράς (auto da fe) στις 30 Μαΐου 1431 στη Ρουέν. Δεμένη σε έναν ψηλό στύλο ζήτησε από δύο ιερείς, τον Μαρτάν Λαντβενού και τον Ιζαμπάρ ντε λα Πιερ, να κρατούν έναν σταυρό μπροστά της. Ένα Άγγλος στρατιώτης επίσης έφτιαξε έναν μικρό σταυρό και τον έβαλε μπροστά από το φόρεμά της. Κατά την εκτέλεσή της μόνο ένας Άγγλος στρατιώτης τόλμησε να φωνάξει «Είμαστε χαμένοι, κάψαμε μια αγία». 

Μετά τον θάνατό της οι Άγγλοι ξέθαψαν από τα κάρβουνα το απανθρακωμένο σώμα της έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να ισχυρισθεί πως είχε δραπετεύσει. Μετά ξαναέκαψαν άλλες δύο φορές το σώμα μέχρι να μετατραπεί σε στάχτες ώστε να αποτρέψουν την συλλογή κειμηλίων και έριξαν ότι είχε απομείνει στον ποταμό Σηκουάνα. Ο εκτελεστής της, Ζοφρό Τεράζ, αργότερα κατέθεσε ότι εκείνη «φοβόταν πάρα πολύ μήπως καταδικαστεί από τον Θεό»

Ο Εκατονταετής Πόλεμος κράτησε άλλα 22 χρόνια μετά τον θάνατό της. Η επιθετική χρήση του πυροβολικού και οι ευθείες επιθέσεις που χαρακτήρισαν τον τρόπο μάχης της Ιωάννας της Λωρραίνης επηρέασαν την τακτική των Γάλλων για το υπόλοιπο του πολέμου. 

Ο Κάρολος Ζ΄ αναγνωρίσθηκε επίσημα βασιλιάς της Γαλλίας παρά το γεγονός ότι στις 16 Δεκεμβρίου 1431 ο δεκάχρονος τότε Ερρίκος ΣΤ΄ στέφθηκε κι αυτός βασιλιάς της Γαλλίας στην Παναγία των Παρισίων στο Παρίσι. Όμως το 1435 η Αγγλία έχασε την συμμαχία με τη Βουργουνδία με την Συνθήκη του Αράς. Ο Δούκας του Μπέντφορντ, που βασίλευε για λογαριασμό του Ερρίκου ΣΤ΄, πέθανε την ίδια χρονιά και ο νεαρός Ερρίκος έγινε ο νεότερος βασιλιάς της Αγγλίας που κυβέρνησε μόνος του. Ο πιο σημαντικός λόγος τερματισμού των εχθροπραξιών με τους Γάλλους ήταν κατά πάσα πιθανότητα η αδύναμη ηγεσία του.

Το 1452 πραγματοποιήθηκε μεταθανάτια έρευνα σχετικά με τις συνθήκες της εκτέλεσης της Ιωάννας και η Εκκλησία δήλωσε πως όσοι πιστοί παρακολουθούσαν ένα θρησκευτικό έργο προς τιμήν της στην Ορλεάνη θα έπαιρναν προσωρινή άφεση αμαρτιών.

Επανάληψη της δίκης

Μετά το πέρας του πολέμου ο Πάπας Κάλλιστος Γ΄, μετά από αίτημα του ιεροεξεταστή στρατηγού Ζαν Μπρεάλ και της μητέρας της Ιωάννας, Ιζαμπέλ Ρομέ, διέταξε να επαναληφθεί η δίκη της Ιωάννας της Λωρραίνης, κάτι που έμεινε γωστό ως «ακυρωτική δίκη». Σκοπός της δίκης αυτής ήταν να ερευνήσει αν η πρώτη δίκη της Ιωάννας και η καταδίκη της ήταν δίκαιες και σύμφωνες με τον εκκλησιαστικό νόμο. Μία ομάδα θεολόγων ανέλυσε μαρτυρίες από 115 μάρτυρες.

Ο Μπρεάλ ξεκίνησε έρευνα το 1452 και η διαδικασία ξεκίνησε με την ανάκριση του Γκιγιόμ Μπουγιέ, θεολόγου και πρώην πρύτανη του πανεπιστημίου του Παρισιού. Το Νοέμβριο του 1455 έγινε επίσημη έφεση από ιερωμένους από όλη την Ευρώπη και ακολούθησε η προβλεπόμενη νομική διαδικασία. Τον Ιούνιο του 1456 ο Μπρεάλ παρέδωσε το τελικό του συμπέρασμα στο οποίο περιέγραφε την Ιωάννα ως μάρτυρα και κατηγορούσε τον αποθανόντα Πιερ Κοσόν για αίρεση επειδή είχε καταδικάσει μία αθώα γυναίκα εξαιτίας μίας κοσμικής διαμάχης με αφορμή έναν βιβλικό κανόνα ενδυμασίας. Η ακυρωτική δίκη αναίρεσε την καταδίκη εν μέρει γιατί η διαδικασία δεν είχε λάβει υπόψην τις εξαιρέσεις του δόγματος σχετικά με το θέμα. Το δικαστήριο την ανακήρυξε αθώα στις 7 Ιουλίου 1456.

Αγιοποίηση

Κατά τον 16ο αιώνα η Ιωάννα της Λωρραίνης έγινε σύμβολο της Καθολικής Λίγκας, ένα καθολικό κόμα που αποσκοπούσε στην καταπολέμηση των Προτεσταντών κατά την διάρκεια του Γαλλικού Θρησκευτικού Πολέμου. Όταν το 1849 ο Φελίξ Ντουπανλού έγινε επίσκοπος της Ορλεάνης, ανακήρυξε μεγάλη γιορτή προς τιμήν της Ιωάννας που τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας τόσο στη Γαλλία όσο και στην Αγγλία και οδήγησε στην μακαριωνυμία της το 1909.

Στις 16 Μαΐου 1920 ανακηρύχθηκε αγία από την Καθολική Εκκλησία, ενώ ανακηρύχθηκε Αγία και προστάτιδα της Γαλλίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου