Υπάρχει ένας πίνακας του Εζέν Λαμί, φιλοτεχνημένος το 1840, με τίτλο «Ακούγοντας μια συμφωνία του Μπετόβεν», που απεικονίζει το εξής ενδιαφέρον: επτά ανθρώπους, τη στιγμή που απολαμβάνουν κάποιο έργο του Γερμανού συνθέτη κι ενώ οι εκφράσεις τους φανερώνουν εντελώς διαφορετικές προσλήψεις της μουσικής που ακούν την ίδια στιγμή, συλλογικά.
Στον σύγχρονο ακροατή, η αντίδρασή τους δεν προκαλεί εντύπωση. Σύμφωνα, ωστόσο, με μουσικολόγους όπως ο Νίκολας Κουκ, μία από τις καινοτομίες του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν ήταν αυτή ακριβώς η στροφή στην προσωπική έκφραση. Πλέον, η μουσική δεν αντανακλούσε κυρίως τον εξωτερικό κόσμο, των ανθρώπων ή των θεών, αλλά τον εσωτερικό, της ψυχής και του συναισθήματος.
Ο ίδιος ο Μπετόβεν, αρνούμενος να δημιουργήσει από έμμισθες θέσεις, που θα απαιτούσαν να συνθέτει κατά παραγγελία, έγραφε τη μουσική που ήθελε, όποτε ήθελε. Ισως γι’ αυτό τα έργα του έμοιαζαν να απευθύνονται σε κάθε ακροατή ξεχωριστά, ακόμη και αν βρισκόταν σε μια κατάμεστη αίθουσα.
«Πιστεύω στο Θεό και τον Μπετόβεν», έλεγε γεμάτος θαυμασμό ο συνθέτης Ρίχαρντ Βάγκνερ για τον κορυφαίο γερμανό μουσουργό. Ο Βάγκνερ έγραψε μάλιστα τη νουβέλα «Ένα προσκύνημα στον Μπετόβεν» αφιερωμένη στο ίνδαλμά του.
9η Συμφωνία
Οι γερμανοί κομμουνιστές, θεωρούσαν ότι η 9η εξέφραζε, τουλάχιστον σε ένα βαθμό, την ιδεολογία τους. Το 1927 σε άρθρο στην εφημερίδα του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος «Κόκκινη Σημαία» ο αριστερός συνθέτης Χανς Άισλερ χαρακτήριζε την 9η «υπόσχεση για τη νίκη του εργατικού κινήματος». Αρκετές δεκαετίες αργότερα όταν ο Άισλερ συνέθετε τον εθνικό ύμνο της Ανατολικής Γερμανίας (DDR) συμπεριέλαβε εμφανείς μουσικές αναφορές στην «Ωδή στη Χαρά». Αρκετά χρόνια αργότερα η μουσική της 9ης, στην ορχηστρική της μορφή έγινε ο ύμνος της Ενωμένης Ευρώπης.
Το πρωτότυπο χειρόγραφο της 9ης Συμφωνίας, περιλαμβάνεται στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Η Κάρλιν Ουνγκερ, η οποία τραγούδησε στο 4ο μέρος της Συμφωνίας, και λέγεται ότι αυτή ήταν που έστρεψε τον Μπετόβεν, προς το κοινό, όταν αυτό χειροκροτούσε μετά το τέλος της παράστασης, καθώς εκείνος δεν άκουγε τι συνέβαινε.
Οταν ο Μπετόβεν πέθανε στη Βιέννη το Μάρτιο του 1827, σε ηλικία μόλις 56 ετών, συμμετείχαν στη κηδεία του περισσότεροι από 20.000 άνθρωποι παρά το γεγονός ότι εκείνη τη μέρα επικρατούσε πολικό ψύχος. Τότε ο συγγραφέας Φραντς Γκριλπάντσερ προφήτεψε ότι «από σήμερα ο Μπετόβεν είναι ένας από τους μεγαλύτερους όλων των εποχών».
Λούντβιχ βαν Μπετόβεν
Οι άνθρωποι είναι αυτοί που διαμορφώνουν τόσο την κοινωνία στην οποία ζουν, όσο και την Ιστορία, την οποία φυσικά και καταγράφουν. Καθώς η Ευρώπη έμπαινε στον 18 αιώνα – έχοντας ήδη απορρίψει πεποιθήσεις αιώνων λόγω και της έκρηξης τεχνολογίας και επιστημών – όλα έδειχναν ότι οι συνθήκες ήταν πλέον ώριμες για ριζικές αλλαγές σε όλους τους τομείς.
Έτσι, το κίνημα του Διαφωτισμού που αρχικά αναπτύχθηκε σε Αγγλία και Γαλλία, ήρθε να αξιώσει μεταβολές σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ξεκινώντας από τους πολιτικοκοινωνικούς θεσμούς και προχωρώντας στην οικονομία, την εκπαίδευση και τη θρησκεία. Και βέβαια, η τέχνη, ως η πιο πηγαία έκφραση και αναπαράσταση κάθε σημαντικής κοινωνικής αλλαγής, δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη.
Σε αυτό το περιβάλλον, έδρασε και τελικά μεγαλούργησε ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν,
H άρια «Komm' o Hoffnung»
από την όπερα Φιντέλιο
Ο Μπετόβεν υπήρξε τραγική μορφή, καθώς από πολύ μικρός βίωσε την κακοποίηση από τον μέθυσο πατέρα του, ενώ έχασε νωρίς και την αγαπημένη του μητέρα. Και σαν να μην έφταναν αυτά, στα 26 χρόνια του, ξεκίνησε η σταδιακή απώλεια της ακοής του. Οδυνηρή – και με λειτουργικές επιπτώσεις ασθένεια – που όμως δεν στάθηκε ικανή να τον εμποδίσει να γράψει έργα ρηξικέλευθα και ανατρεπτικά, εμπνευσμένος από την ανάδειξη της αστικής τάξης και των μεγάλων επαναστάσεων εκείνης της περιόδου.
Υπήρξε ένας φάρος, πρωτίστως για τους συνθέτες του 19 αιώνα που τον διαδέχθηκαν, όντας ο συνδετικός κρίκος αλλά και το σημείο τομής κλασικισμού και ρομαντισμού. Στο πνεύμα της εποχής του, εισήγαγε την έννοια του ελεύθερου καλλιτέχνη που ανεξαρτητοποιείται από τις συμβάσεις και τις παραγγελίες ευγενών και κληρικών. Μια εξέλιξη που είχε μεν αρχίσει να διαφαίνεται ήδη με τον Μότσαρτ και τον Χάυντν, αλλά ο Μπετόβεν την κορύφωσε, ίσως λόγω και του ασυμβίβαστου χαρακτήρα του.
5η Συμφωνία - Μέρος 1ο: Allegro con brio
5η Συμφωνία - Μέρος 1ο: Allegro con brio
Γεννήθηκε το 1770 στη Βόννη, που τότε ανήκε στο Εκλεκτοράτο της Κολωνίας, τμήμα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους. Η ακριβής ημερομηνία της γέννησής του δεν είναι γνωστή, αλλά βαπτίστηκε στις 17 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου.
Το 1787 πήγε στη Βιέννη, στην πόλη της μουσικής, όπου έλαμπαν με τη φήμη τους μεγάλες μουσικές προσωπικότητες. Εκεί γνωρίστηκε και πήρε μαθήματα από τον Μότσαρτ, τον Χάιντν και άλλους μουσικούς. Σε ηλικία 25 χρονών διηύθυνε συναυλίες στη Βιέννη και συνέθετε ο ίδιος μουσικά κομμάτια. Η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα προκάλεσε το γενικό θαυμασμό και πολλοί αριστοκράτες τον ενίσχυαν οικονομικά ώστε να μπορεί να ζει μία άνετη ζωή.
Piano Sonata No. 32 in C minor,
Op. 111 (1st movement)
Άρχισε να χάνει την ακοή του σταδιακά από την ηλικία των 26 ετών το 1796 (κατά άλλους άρχισε λίγα χρόνια αργότερα) και περίπου το 1820 θεωρείται πως ήταν ολοκληρωτικά κωφός. Το γεγονός αυτό προκαλούσε μεγάλη θλίψη στον Μπετόβεν, η οποία αποτυπώνεται και σε γράμμα του προς τους αδελφούς του, το 1802, με την παράκληση να διαβαστεί μετά το θάνατό του, γνωστό και ως Διαθήκη του Heiligenstadt. Παρά την απώλεια της ακοής του έγραψε μουσική μέχρι το τέλος της ζωής του. Η υγεία του Μπετόβεν ήταν γενικά κακή και το 1826 επιδεινώθηκε δραστικά, γεγονός που οδήγησε και στο θάνατό του τον επόμενο χρόνο.
Στην κηδεία του Μπετόβεν, που έγινε στις 29 Μαρτίου του 1826, ο Φραντς Σούμπερτ ήταν ένας από τους 36 λαμπαδηφόρους.
Δεν είναι υπερβολή να πει κάποιος ότι ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν αποτελεί μοναδικότητα στην ιστορία της τέχνης. Ένα φαινόμενο εκθαμβωτικής, σαρωτικής δύναμης. Γιατί η μεγαλοφυία του εκτείνεται πέρα και πάνω από την ίδια τη μουσική που έγραψε, καθιστώντας τον μία από τις πλέον επιδραστικές μορφές στην παγκόσμια καλλιτεχνική ιστορία. Για του λόγου το αληθές, ο Μπετόβεν κατάφερε όχι μόνο να αφήσει το σημάδι του σε όλους τους μεταγενέστερους συνθέτες, αλλά να δημιουργήσει επί της ουσίας νέους θεσμούς στη μουσική.
Η ίδια η επαγγελματική ορχήστρα προέκυψε, σε μεγάλο βαθμό, ως όχημα για την απρόσκοπτη απόδοση των συμφωνιών του, όπως και η τέχνη της διεύθυνσης (ορχήστρας). Αλλά και το σύγχρονο πιάνο, όπως το ξέρουμε σήμερα, φέρει το αποτύπωμα του αιτήματός του για ένα πιο ανθεκτικό και ευέλικτο μουσικό όργανο.
Ενώ η τεχνολογία της ηχογράφησης αναπτύχθηκε, σχεδόν έναν αιώνα μετά τον θάνατό του, με την εργογραφία του να βρίσκεται στον πυρήνα της: Το πρώτο εμπορικό LP το 1931, περιείχε την Πέμπτη Συμφωνία ενώ η διάρκεια των CDs πρώτης γενιάς καθορίστηκε στα εβδομήντα πέντε λεπτά, με κριτήριο την ακρόαση της Ενάτης χωρίς να απαιτείται διακοπή.
Μετά τον «σεισμό» που προκάλεσε, οι αίθουσες συναυλιών δεν ήταν πια ένας χώρος για ποικίλες ψυχαγωγικές δραστηριότητες, αλλά ένας προορισμός, στον οποίο τιμάται η υψηλή καλλιτεχνική αξία. Ως εκ τούτου, και η έννοια της ακρόασης μίας συναυλίας υπέστη θεμελιώδη αλλαγή. Για να παρακολουθήσει κάποιος τις πυκνές, ορμητικές αφηγήσεις του Μπετόβεν, έπρεπε να εστιάσει, να αφιερώσει το σύνολο της προσοχής του, να ξεχάσει ό,τι άλλο μπορεί να τον απασχολεί. Η σκηνή είχε πλέον μετατραπεί στον χώρο όπου εκτυλίσσεται μία αόρατη αλλά τόσο έντονη δράση, σε ναό μίας ηχητικής αποκάλυψης.
Το έργο του μεγάλου μουσουργού των αιώνων είναι ογκώδες. Συνέθεσε εννέα συμφωνίες (1η, 2η, 3η ή «Ηρωική», 4η, 5η, 6η ή «Ποιμενική», 7η, 8η και την περίφημη 9η με το χορωδιακό «Ύμνο της Χαράς» του Σίλερ), το μπαλέτο «Προμηθεύς», την όπερα «Φιντέλιο», εισαγωγές και δραματική μουσική («Κοριολανός», «Έγκμοντ», «Τα Ερείπια των Αθηνών»), την περίφημη «Μεγάλη Λειτουργία» («Μίσα Σολέμνις»), το ορατόριο «Ο Χριστός στο όρος των Ελαιών», ένα κοντσέρτο για βιολί, 5 κονσέρτα για πιάνο, το τριπλό κονσέρτο γιά βιολί, πιάνο και ορχήστρα, εμβατήρια, χορούς, σονάτες, κουαρτέτα και πλήθος άλλα μουσικά έργα.
Bιολονίστας
Μαζί του υπάρχει πάντα κάτι παρακάτω
Η πρώτη επαφή με το έργο του ήταν όταν ο δάσκαλός μου στο ωδείο, ο Στέλιος Καφαντάρης, μου είχε πει ότι πρέπει να μελετήσουμε το Κοντσέρτο για βιολί. «Οχι για να το παίξουμε τώρα, καθώς απαιτεί μια άλλου είδους ωριμότητα, αλλά για να το μάθεις, ώστε να μπορέσεις να μεγαλώσεις μαζί του».
Τότε δεν αντιλαμβανόμουν τι εννοούσε. Hξερα ότι ο Μπετόβεν είναι πολύ δύσκολος. Οχι τεχνικά, όπως ο Παγκανίνι, αλλά γιατί το βάθος της μουσικής του απαιτεί μια άλλη προσέγγιση, την οποία ακόμα αγνοούσα. Βέβαια, από τότε που έπαιξα το Κοντσέρτο σε κοινό, αλλά και μελετώντας τις σονάτες και τις συμφωνίες του, κατάλαβα ότι το ταλέντο του προκαλεί δέος. Το ίδιο και η μελέτη, η προσπάθεια που κατέβαλε για να συνθέσει και να αποδώσει τα έργα που σήμερα ξέρουμε και απολαμβάνουμε.
Συμβαίνει δε το εξής με τον Μπετόβεν: παρόλο που ένας μουσικός εμπλουτίζεται με εμπειρίες, με γνώσεις, υπάρχει πάντα κάτι περαιτέρω, το οποίο μόνο εκ των υστέρων μπορείς να διακρίνεις και να καταλάβεις ότι ανέμενε έναν καλλιτέχνη για να το αγγίξει. Σαν να σχηματίζεις μια διαδρομή σε ένα χάρτη, αλλά αντί η πορεία να κατευθύνεται από την αφετηρία στον προορισμό, εδώ, χωρίς να ξέρεις τον προορισμό, να διαγράφεις μια πορεία προς τα πίσω, από καινούργιο σημείο κάθε φορά, το οποίο δεν προσδιορίζεται πριν το φτάσεις.
Η μουσική του Μπετόβεν έχει τέτοιο πλούτο, πνευματικό, ψυχικό, μαθηματικό, που δεν συλλαμβάνεται προτού βιωθεί. Κι επειδή το έργο του σε αφήνει να βιώσεις μία διάστασή του κάθε φορά, όχι την ολότητά του, μέχρι το τέλος της ζωής του, μπορεί κανείς, όσα πετυχαίνει με αυτό το έργο, να τα προχωράει λίγο παρακάτω.
Με τον Μπετόβεν, υπάρχει πάντα κάτι παρακάτω. Και για κάποιον που έχει αφιερώσει πολλά χρόνια στη μελέτη της μουσικής του, δεν υπάρχει άλλη σχέση μαζί του, παρά μόνον η «προσωπική».
Αρχιμουσικός
Εγραφε θέλοντας να πάει κάπου και έφτανε στα όρια
Ως μουσικός ήρθα σε επαφή με τον Μπετόβεν κυρίως μέσα από τις σπουδές μου στο πιάνο. Ο πατέρας μου, βέβαια, είχε ήδη πολλούς δίσκους με συμφωνίες του, παιγμένες από ορχήστρες που διηύθυνε ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν· ήταν τα πρώτα μου ακούσματα. Ομως η πρώτη, πιο προσωπική εμπειρία, ήρθε με τη Σονάτα του Αποχαιρετισμού, γνωστή και ως «Les Adieux».
Χωρίς να έχω ακούσει πολλά σχετικά, την ερμήνευα και μου γεννούσε μια ιστορία. Πίσω από τις νότες υπήρχε τόση πολλή ζωή, ένα τόσο έντονο μήνυμα, που δεν επρόκειτο απλά για μια μουσική. Και θυμάμαι, ακόμα και σήμερα, ότι εκείνη την περίοδο προσπαθούσα να βρω και τη δική μου ιστορία.
Τα χρόνια πέρασαν και η ενασχόλησή μου με τον Μπετόβεν εντατικοποιήθηκε, μέσα από σπουδές στο εξωτερικό. Δεν θα ξεχάσω τη μέρα που, ενώ σπούδαζα στη Ζυρίχη, άκουσα έργα του από τον πιανίστα Γκριγκόρι Σόκολοφ. Ηταν από τις πιο δυνατές μουσικές εμπειρίες: στεκόμουν πίσω από τη σκηνή, αρκετά κοντά στο πιάνο του, μέχρι που εκείνη η εμφάνιση έμεινε χαραγμένη μέσα μου.
Ακολούθησε η ενασχόλησή μου με το ορχηστρικό ρεπερτόριο και με τη μουσική δωματίου του Μπετόβεν, ενώ κρατώ ως ανάμνηση και την πρώτη μου εμφάνιση ως φοιτήτρια μουσικής, όταν ερμήνευσα την εισαγωγή «Κοριολανός».
Ηταν μια μουσική δυνατή, με μια δραματουργία που αποκάλυπτε μεγάλο βάθος. Δεν μπορούσες, ωστόσο, να αντιληφθείς το σύνολό του μέσα σε μια στιγμή. Ενιωθες ότι θα σε οδηγήσει κάπου, σαν μια γραμμή που την ακολουθείς για καιρό. Αυτό το στοιχείο κράτησα και κρατώ ακόμα όταν διευθύνω έργα του Μπετόβεν: το στοιχείο της μετάβασης. Εγραφε θέλοντας να πάει κάπου και έφτανε στα όρια. Αυτό το «κάπου» ήταν πάντα ένα υψηλό ιδανικό, μια ιδέα.
Πιανίστας
Συνεχής πηγή έμπνευσης
«Αν κατά τη διάρκεια της εξέτασης σε ρωτήσουμε κάτι (οτιδήποτε) το οποίο ίσως να μην ξέρεις, απλά απάντησέ μας με τη λέξη Μπετόβεν και αμέσως εξασφαλίζεις το 50% της βαθμολογίας του θέματος». Αυτή ήταν η τελευταία συμβουλή του προέδρου της επιτροπής των τελικών προφορικών εξετάσεων του διδακτορικού μου, λίγο πριν ξεκινήσει η εξέταση.
Αυτή η φράση, που έχει έκτοτε μείνει χαραγμένη στο μυαλό μου, αναδεικνύει ίσως περίτρανα τη μοναδικής σημασίας θέση που κατέχει ο μεγάλος Γερμανός συνθέτης στον κόσμο της κλασικής μουσικής (και, πιο γενικά, των τεχνών) και τον τρόπο με τον οποίο δεσπόζει στη συνείδηση όλων των μουσικών δημιουργών και εκτελεστών που τον ακολούθησαν.
Για εμένα ο Μπετόβεν αποτελεί μια συνεχή και ανεξάντλητη πηγή μουσικής και ανθρώπινης έμπνευσης. Πιο συγκεκριμένα, αισθάνομαι πως μου είναι αδύνατο να απεξαρτηθώ για μεγάλο χρονικό διάστημα από την εκθαμβωτική ακτινοβολία της πολύπλοκης προσωπικότητάς του, όπως αυτή αναδύεται αυτούσια και άμεση μέσα από τα έργα του (εκπληκτικής ευφυΐας και δημιουργικότητας, καθώς και απύθμενου συναισθηματικού βάθους) αλλά και από τις πανανθρώπινες αξίες που με σθένος πάντα αντιπροσώπευε. Και είναι ίσως αυτός ο συνδυασμός του ανεπανάληπτου ταλέντου του με την ικανότητά του να εκφράζει ιδανικά κάθε ανθρώπινο συναίσθημα, που συνεχίζει να συγκινεί κάθε νέα γενιά και να εμπλουτίζει όλη την ανθρωπότητα.
Αρχιμουσικός
Είναι κάτι μαγικό
Για κάποιον περίεργο λόγο, η μουσική του Μπετόβεν έχει την ίδια επίδραση στους ειδικούς, στους μυημένους, όσο και στους αμύητους – ακόμη και σε ανθρώπους άλλης κουλτούρας, που δεν γνωρίζουν την ευρωπαϊκή μουσική. Είναι μια οικουμενική παρακαταθήκη. Και ο λόγος είναι μεταφυσικός.
Αν αναλύσει κανείς το έργο του Μπετόβεν, θα δει κατ’ αρχήν ότι είναι άνισο. Είναι από τους συνθέτες που ταλαιπωρήθηκαν πολύ για να συνθέσουν, λόγω του προβλήματος ακοής, αλλά κυρίως γιατί η μουσική του έβγαινε δύσκολα, σε αντίθεση με τον Μότσαρτ, τον Χάιντν ή τον Μπαχ.
Εκείνος κρατούσε σημειώσεις, έκανε σχέδια, τα έσβηνε, θύμωνε. Κάθε μεγάλη κορυφή του έργου του ήταν μια μεγάλη κατάκτηση, ύστερα από πολλή προσπάθεια, αλλά και οργή, αυτομαστίγωμα. Κι έπειτα γύριζε πίσω, ώστε να αρχίσει μια νέα άνοδο.
Αλλά οι κορυφές του έργου του, κατακτημένες με μεγάλο κόπο, είναι στιγμές μοναδικής πνευματικής ανθρώπινης δημιουργίας. Είναι μια παγκόσμια παρακαταθήκη, που αγγίζει τον Θεό. Με στοιχεία σχεδόν απλοϊκά. Γιατί δεν ήταν μελωδός, δεν είχε καθόλου ευκολία στη μελωδία όπως ο Σούμπερτ, ο Μότσαρτ, ο Χέντελ. Και όμως, κάθε τι που ακούς, ακόμη και για πρώτη φορά, νομίζεις ότι το έχεις βιώσει ή σε αυτήν τη ζωή ή σε κάποια άλλη. Νομίζεις ότι είτε βγαίνει από μέσα σου είτε θα μπορούσες να το είχες γράψει εσύ αν έγραφες. Ή ταυτίζεσαι μαζί του. Είναι κάτι μαγικό.
Συνθέτης
Συνθέτης αυθύπαρκτος
Δικός του ήταν ο πρώτος σκοπός που έπαιξα όταν ήμουν πέντε ετών. «Εβγαλα» την περίφημη μελωδία της 9ης σε μια μελόντικα, έχοντας την ακουστική μνήμη της, ίσως από την τηλεόραση. Χωρίς λοιπόν να έχω ιδέα για τον συνθέτη, εκείνη η μελωδία αποδείχτηκε μια κοινή ευρωπαϊκή παρακαταθήκη. Ωστόσο, το βασικότερο που μπορεί να πει κάποιος συνάδελφος γι’ αυτόν –γιατί ως συνάδελφος θα μιλάς, δεν υπάρχουν μεγάλοι ή μικροί συνθέτες, αλλά συνθέτες με τους οποίους σχετίζεσαι, τους μνημονεύεις σαν δασκάλους– είναι ότι το έργο, η ζωή του, έχουν πολλές σημασίες. Η πολιτική σημασία είναι ότι δεν διέθετε αυλή.
Είχε χορηγούς, ήταν όμως ένας συνθέτης αυθύπαρκτος, που χειραφετήθηκε από τις στυλιστικές επιταγές της εποχής. Εγραψε τη μουσική που ήθελε, ανταποκρινόμενος στην ανάγκη να εργαστεί, να πειραματιστεί, να φέρει ένα αποτέλεσμα που θεωρούσε ενδιαφέρον, χρήσιμο, καλό.
Τα έργα του είναι έργα ενός ανθρώπου βαθύτατα χειραφετημένου, πνευματικά και ιδεολογικά. Ο τρόπος με τον οποίο κυλούν είναι απότοκο σκέψης. Για να τα εξελίξει, δεν επικαλούνταν τη μούσα του· ερχόταν σε διάλογο με τα υλικά που διέθετε, ώστε να ολοκληρώσει τις δομές τους, που είναι θρυμματισμένες, με σπασίματα, με ρωγμές, απότομες διακοπές και επανενάρξεις, μακριά από την κοινοτοπία που προσεγγίζει τη μουσική ως μια απαράμιλλη ροή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου