Οι βιογραφικές πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του Καμόες είναι σε μεγάλο βαθμό αβέβαιες. Πιθανολογείται ότι γεννήθηκε το 1524 ή 1525 στη Λισαβόνα, καταγόμενος από αριστοκρατική οικογένεια. Στην Κοΐμπρα απέκτησε ευρεία μόρφωση, στην οποία βασίζεται το μετέπειτα λογοτεχνικό έργό του.
Ο Καμόες έζησε μια μυθιστορηματική και περιπετειώδη ζωή. Μπήκε στην Αυλή του βασιλιά της Πορτογαλίας Ιωάννη Γ΄, απ’ όπου απομακρύνθηκε λόγω της εμπλοκής του σε αυλικούς έρωτες και εξορίστηκε στο Μαρόκο, όπου έχασε το δεξί του μάτι σε μια μάχη στη Θεούτα (Ceuta) στις ακτές του Μαρόκου.
Το 1553 συνελήφθη για συμμετοχή του σε ανταρσία στη Λισαβόνα και φυλακίστηκε, αλλά αμνηστεύτηκε με βασιλική χάρη που του δόθηκε από το βασιλιά Ιωάννη Γ΄ και στάλθηκε για βασιλική υπηρεσία στην Ινδία, ναυάγησε στο Δέλτα του ποταμού Μεκόνγκ, περιπλανήθηκε στη Μοζαμβίκη (1567), από όπου τον βοήθησε τελικά ο Ντιόγκο ντε Κούτο να επιστρέψει σην πατρίδα του.
Μετά την επιστροφή του στη Λισαβόνα, το 1570, του παρασχέθηκε μια πενιχρή βασιλική σύνταξη για τις υπηρεσίες του, που τον συντηρούσε για το υπόλοιπο της ζωής του. Το 1572 δημοσίευσε το διάσημο έπος του «Λουσιάδες», που το είχε γράψει ενώ βρισκόταν ακόμη στην Ανατολή.
Ο Καμόες πέθανε στη Λισαβόνα, σε ηλικία 55 ετών, στις 10 Ιουνίου 1580, λόγω της κλονισμένης υγείας του από τις κακουχίες.
Λογοτεχνικό έργο
Ο Λουίς δε Καμόες είναι ο δημιουργός του εθνικού έπους της Πορτογαλίας «Λουσιάδες» ή Λουζιτανοί (Os Lusiadas, 1572). Στο επικό αυτό ποίημά του, ο Καμόες εξαίρει τα γεγονότα της πορτογαλικής ιστορίας και τα κατορθώματα των υιών του Λούζου, των Λουσιάδων, όπως ονομάζονταν οι Πορτογάλοι από τους Ρωμαίους από την αρχαία ρωμαϊκή ονομασία «Λουζιτάνια» (Lusitania) της Πορτογαλίας.
Οι «Λουσιάδες» είναι ένα έμμετρο έπος, που εκτείνεται σε 10 κάντος και 1.102 οκτάστιχες ομοιπκαταληκτικές στροφές (ottava rima). Το θέμα του αφηγείται το ιστορικό ταξίδι του Πορτογάλου θαλασσοπόρου Βάσκο ντα Γκάμα προς την Ινδία με τον περίπλου του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας στα τέλη του 15ου αιώνα (1498).
Το επικό αυτό ποίημα του Καμόες έχει γραφτεί κατά το πρότυπο της «Αινειάδας» του Βιργιλίου και του «Μαινόμενου Ορλάνδου» του Αριόστο και ήταν αφιερωμένο στο βασιλιά Σεβαστιανό της Πορτογαλίας (Sebastiao, 1554 – 1578), ο οποίος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια αντιμουσουλμανικής σταυροφορίας στο Μαρόκο.
Η φήμη και το λογοτεχνικό έργο του Καμόες έγινε γνωστό πέρα από τα σύνορα της πατρίδας του, όσο ακόμη ζούσε. Απέκτησε θαυμαστές σε όλη την Ευρώπη, ανάμεσα στους οποίους ήταν μεγάλα ονόματα της λογοτεχνίας, όπως ο Τορκοάτο Τάσο, ο Λόπε δε Βέγκα, ο Μίλτον, ο Γκαίτε, ο Μπάυρον και στα νεότερα χρόνια ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος Χέρμαν Μέλβιλ. Ένα αντίτυπο από την πρώτη έκδοση των «Λουσιάδων» (1572) βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Παλάσιου ντε Μάφρα.
Εκτός από τους «Λουσιάδες», ο Καμόες άφησε και σημαντικό λυρικό έργο: ωδές, σονάτα, ελεγείες και τραγούδια, από τα οποία ξεχωρίζουν τα λυρικά ποιήματά του σε ενδεκασύλλαβους (Rimas, 1595), όπου απομιμείται τους αρχαίους κλασικούς συγγραφείς.
Ο Καμόες έγραψε επίσης και τρία θεατρικά έργα: «Οι Αμφιτρύονες», βασισμένο στο γνωστό θέμα του Πλούτου, «Ο βασιλιάς Σέλευκος», εμπνευσμένο από τον Πλούταρχο, και ο «Φιλόδημος», που δημοσιέτηκε ματά το θάνατο του Καμόες, μαζί με τους «Αμφιτρύονες» (1587), αλλά είχε γραφτεί πολύ νωρίτερα.
Μνημεία του Καμόες
Στο Μνημείο των Ανακαλύψεων, που βρίσκεται στην αποβάθρα του ποταμού Τάγου στην περιοχή Μπελέμ της Λισαβόνας και απεικονίζονται σ’ αυτό τα πέτρινα αγάλματα των Πορτογάλων ηρώων που συνδέονται με την Εποχή των Ανακαλύψεων, υπάρχει και το άγαλμα του ποιητή Λουίς δε Καμόες, που κρατά στα χέρια του ένα αντίγραφο των «Λουσιάδων».
Ένας περίτεχνος ανδριάντας του Λουίς δε Καμόες δεσπόζει στην καλλιτεχνική περιοχή Σιάντου της Λισαβόνας, ενώ στην Εκκλησία Σάντα Ενγκράσια της Λισαβόνας στεγάζεται το κενοτάφιό του.
ΛΟΥΙΣΙΑΔΕΣ
ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ
Ευγενών ηρώων, οι οποίοι από την Δύση
Και την πορτογαλική ακτή
Σε θάλασσες που ακόμα δεν είχαν διασχιστεί
Πέρασαν πέρα από την Ταπρομπάνα
Kαι σε κινδύνους και πολέμους,
Περισσότερο θαρραλέοι
Από ότι υποσχόταν η ανθρώπινη δύναμη
Ανάμεσα σε λαούς απομονωμένους,
Ίδρυσαν ένδοξο νέο Βασίλειο,
Θα εξυμνήσω τις ηρωικές αρετές
Eκείνων των αρχόντων
Που κυριάρχησαν σε άπιστες χώρες
Tης Ασίας και της Αφρικής
Kαι σε ακάθαρτα ερείπια
Έστησαν βασίλεια της πίστης.
Θα εξυμνήσω τους πολεμιστές εκείνους
Που η τόλμη τους έκανε αθάνατους.
Εάν δε η τέχνη και το πνεύμα με βοηθήσουν
Η φήμη τους θα κυριεύσει τον κόσμο.
Ας μην γίνεται πλέον λόγος
Για τις περίφημες περιπλανήσεις
Του πολυμήχανου Οδυσσέα
Και του ευσεβή Αινεία.
Ας παύσει η εκατοντάστομη Θεά
Να διαφημίζει τις νίκες του Αλεξάνδρου
Και του Τραιανού.
Εγώ ψάλλω τα τέκνα του Λούσου,
Μόνο ο Άρης και ο Ποσειδώνας
Υπερτερούσαν αυτών.
Ήρωες του Βιργιλίου και του Ομήρου,
Ακούσετε τους άθλους τους,
Υπερβαίνουν των δικών σας ηρώων.
Κaι εσείς που έχετε εξάψει
την φαντασία μου με νέο ζήλο,
Νύμφες του Τάγου,
Εaν υπήρξατε οι πρώτοι μου έρωτες,
Εάν έψαλα στις μαγευτικές σας όχθες,
Χαρίστε στην φωνή μου υψηλότερο τόνο,
Δώστε στους στίχους μου αρμονία,
τόσο λαμπρή και τόσο καθαρή,
Ώστε ο Θεός της Πίνδου
Ν’ αφήσει για χάρη των δικών μας ναμάτων,
Τα κύματα της Ιπποκρήνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου