Το έργο αυτό συντάχθηκε από δύο Δομινικανούς μοναχούς-ιεροεξεταστές, τον Χάινριχ Κράμερ (ή Ερρίκο Κραίμερς, Heinrich Kramer) και τον Γιάκομπ Σπρένγκερ (ή Ιάκωβος Σπρέγκερ, Jacob Sprenger), οι οποίοι ισχυρίζονταν μέσα στο βιβλίο ότι είχαν εξουσιοδοτηθεί από τον Πάπα Ιννοκέντιο Η΄ να ασκήσουν διώξεις κατά των μαγισσών σε όλη τη Γερμανία μέσω ενός παπικού διατάγματος της 5ης Δεκεμβρίου 1484· αυτό όμως το διάταγμα είχε εκδοθεί πριν τη συγγραφή του βιβλίου και πριν γίνουν γνωστές οι σχεδιαζόμενες μέθοδοι τους.
Οι Κράμερ και Σπρένγκερ υπέβαλλαν το Malleus Maleficarum στην Σχολή Θεολογίας του Πανεπιστημίου της Κολωνίας στις 9 Μαΐου 1487, ελπίζοντας ότι θα εγκριθεί. Αντ' αυτού, ο κλήρος και το Πανεπιστήμιο το καταδίκασαν ως παράνομο και αντιδεοντολογικό. Ο Κράμερ παρ' όλα αυτά εισήγαγε ένα πλαστογραφημένο ισχυρισμό υποστήριξης από το Πανεπιστήμιο σε μεταγενέστερες τυπωμένες εκδόσεις του βιβλίου. Το 1487 είναι γενικώς αποδεκτό ως η ημερομηνία δημοσίευσης, μολονότι πρώιμες εκδόσεις μπορεί να είχαν παραχθεί το 1485 ή το 1486. Η Καθολική Εκκλησία απαγόρευσε το βιβλίο λίγο αργότερα, τοποθετώντας το στο Index Librorum Prohibitorum. Μολαταύτα, μεταξύ των ετών 1487 και 1520, το έργο δημοσιεύθηκε δεκατρείς φορές. Μετά από πενήντα χρόνια, αναδημοσιεύτηκε δεκαέξι φορές κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ του 1574 και της έκδοσης της Λυών του 1669. Ο ψευδής ισχυρισμός ότι είχε λάβει έγκριση ο οποίος εμφανιζόταν στην αρχή του βιβλίου συνέβαλλαν στη δημοτικότητά του.
Το κείμενο ήταν τόσο δημοφιλές ώστε πούλησε περισσότερα αντίτυπα από οποιοδήποτε άλλο έργο, εκτός της Βίβλου, μέχρι την έκδοση του The Pilgrim's Progress του Τζον Μπάνιγιαν (John Bunyan) το 1678.
Οι επιδράσεις του Malleus Maleficarum εξαπλώθηκαν πολύ πέρα από τη Γερμανία, επηρεάζοντας πολύ την Γαλλία και την Ιταλία και, σε μικρότερο βαθμό, την Αγγλία.
Παρ' όλη την δημοφιλή αντίληψη ότι το Malleus Maleficarum ήταν το κλασσικό Ρωμαιοκαθολικό κείμενο για τη μαγεία, δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ επίσημα από την Καθολική Εκκλησία και μάλιστα καταδικάστηκε από την Ιερά Εξέταση το 1490. Επιπρόσθετα, χρησιμοποιήθηκε και από τους Προτεστάντες σε κάποιες από τις δίκες τους κατά των μαγισσών.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες, καθεμιά από τις οποίες εγείρει ερωτήματα και φέρεται να τα απαντάει μέσω αντεπιχειρημάτων. Υπάρχει ελάχιστο πρωτότυπο υλικό στο βιβλίο· αποτελεί βασικά μια κωδικοποίηση υπαρχόντων πεποιθήσεων και πρακτικών. Σημαντικά μέρη του βιβλίου λήφθηκαν από προγενέστερα έργα, όπως το Directorium Inquisitorum (1376) του Νικολάου Άιμεριχ (Nicolau Aymerich) ή το Formicarius (1435) του Γιοχάνες Νίντερ (Johannes Nider).
Το πρώτο μέρος αποσκοπεί στο να αποδείξει ότι υφίσταται η μαγική τέχνη ή η μαγγανεία. Περιγράφει με λεπτομέρεια πως ο Διάβολος και οι ακόλουθοί του, οι μάγισσες, διαπράττουν μια ποικιλία ανομιών με «την άδεια του Παντοδύναμου Θεού». Αντί να ερμηνευθεί αυτό ως τιμωρία, όπως έκαναν πολλές εκκλησιαστικές αρχές της εποχής, οι συγγραφείς του βιβλίου αξιώνουν ότι ο Θεός επιτρέπει αυτές τις πράξεις ώστε ο Διάβολος να μην αποκτήσει απεριόριστη εξουσία και καταστρέψει τον κόσμο.
Ένα μέρος αυτής της ενότητας εξηγεί γιατί οι γυναίκες, λόγω της πιο αδύναμης φύσης και της κατώτερης νοημοσύνης τους, υποτίθεται ότι είναι από τη φύση τους πιο επιρρεπείς στις παγίδες του Σατανά απ' ό,τι οι άνδρες. Ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου περιέχει το ουσιαστικό maleficarum στο θηλυκό γένος και οι συγγραφείς διατείνονται (λανθασμένα) ότι η λέξη femina (γυναίκα) ετυμολογείται από το fe+minus, δηλαδή «άπιστος».
Το δεύτερο μέρος του Malleus Maleficarum περιγράφει τις μορφές της μαγικής τέχνης καθαυτές. Αυτή η ενότητα εκθέτει λεπτομερώς πώς οι μάγισσες δένουν με μάγια και τους τρόπους με τους οποίους αυτές οι πράξεις μπορούν να προληφθούν ή να θεραπευθούν. Σημαντική έμφαση δίνεται στη Συμφωνία με το Διάβολο, ενώ η ύπαρξη των μαγισσών παρουσιάζεται ως γεγονός. Πολλές από τις αναφορές του βιβλίου σε ξόρκια, συμφωνίες, θυσίες και συνουσία με το Διάβολο αποκτήθηκαν από ιεροεξεταστικές ανακρίσεις εκτελεσμένες από τους Σπρένγκερ και Κράμερ.
Το τρίτο μέρος περιγράφει με λεπτομέρεια τις μεθόδους για τον εντοπισμό, τις δοκιμασίες και την καταδίκη ή την εξόντωση μαγισσών. Τα βασανιστήρια για τον εντοπισμό των μαγισσών θεωρούνται αυτονόητα· αν η κατηγορούμενη μάγισσα δεν ομολογούσε με τη θέλησή της την ενοχή της, θα έπρεπε να βασανιστεί ώστε τελικά να ομολογήσει. Δίνεται στους δικαστές η οδηγία να παροδηγούν την κατηγορούμενη αν είναι απαραίτητο, υποσχόμενοι έλεος σε αν το θύμα ομολογούσε.
Αυτή η ενότητα καλύπτει επίσης το πόσο έγκυρες θα πρέπει να θεωρούνται οι καταθέσεις μαρτύρων και την ανάγκη για την εξαφάνιση των κακόβουλων κατηγοριών. Δηλώνει, όμως ταυτόχρονα, ότι οι φήμες αρκούν για να οδηγήσουν ένα άτομο σε δίκη και ότι αν ο κατηγορούμενο υπεράσπιζε σθεναρά τον εαυτό του αυτό θα αποτελούσε ένδειξη ότι βρισκόταν κάτω από μαγική επιρροή. Αναφέρονται κανόνες για να αποτρέπεται η μαγική επιρροή των αρχών και δίνεται η διαβεβαίωση ότι, ως αντιπρόσωποι του Θεού, οι ιεροεξεταστές είναι θωρακισμένοι από όλες τις μαγικές δυνάμεις.
«Καμία μάγισσα (γυναίκα που κάνει μαγγανείες,) δεν πρέπει να αφήνεις να ζει»
«Καμία μάγισσα (γυναίκα που κάνει μαγγανείες,) δεν πρέπει να αφήνεις να ζει»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου