«Αναμφίβολα, όλη η ιστορική εμπειρία επιβεβαιώνει την αλήθεια ότι ο άνθρωπος δε θα 'χε πετύχει το εφικτό αν δεν είχε ξανά και ξανά προσπαθήσει να φτάσει το ανέφικτο» ("Es ist ja durchaus richtig, und alle geschichtliche Erfahrung bestätigt es, daß man das Mögliche nicht erreichte, wenn nicht immer wieder in der Welt nach dem Unmöglichen gegriffen worden wäre").
«Πνευματικοί άνθρωποι δίχως κρίση, ηδονιστές χωρίς καρδιά: αυτά τα μηδενικά νομίζουν ότι είναι η πεμπτουσία της επιστήμης» ("Fachmenschen ohne Geist, Genußmenschen ohne Herz: dies Nichts bildet sich ein, eine nie vorher erreichte Stufe des Menschentums erstiegen zu haben").
O Μαξιμίλιαν Καρλ Έμιλ Βέμπερ (1864 – 1920) ήταν Γερμανός κοινωνιολόγος και πολιτικός οικονομολόγος, του οποίου οι ιδέες επηρέασαν την κοινωνική θεωρία, την κοινωνική έρευνα και το σύνολο της επιστήμης της κοινωνιολογίας.
H Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού
1904-1905: Ο γερμανός κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ αμφισβητεί την κυρίαρχη μαρξιστική θεώρηση για τις δομές της οικονομίας της αγοράς, αναδεικνύοντας το ρόλο της θρησκείας και της προτεσταντικής ηθικής ως γενεσιουργό αιτία της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Η βασική αρχή που διέπει το έργο του "Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού" έγκειται στην ύπαρξη ενός ισχυρού αστικού κώδικα στην εργασία, που δίνει έμφαση στη σκληρή δουλειά, στον ασκητικό βίο, στη συστηματική αποταμίευση και στη χωρίς εκκλησιαστικούς ενδιαμέσους σχέση του πιστού με τον Θεό, διευκολύνοντας έτσι τη συσσώρευση του πλούτου.
"Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού" αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα που σφράγισαν την επιστήμη της κοινωνιολογίας, ενώ η διαχρονικότητά του παραμένει αναλλοίωτη μέσα στο χρόνο.
Σε αυτό το έργο ο Weber, προσπαθει να κατανοήσει ένα κοινωνικό φαινόμενο όπως είναι η εμφάνιση του καπιταλισμού.
Η έφεση για εργασία και η τάση προς αποταμίευση, η οποία διακρίνει την οικονομική συμπεριφορά του τυπικού προτεστάντη πιστού τη συγκεκριμένη εποχή (17ος -18ος αιώνας), συνιστούν κατάλληλες έννοιες για την κατασκευή του ιδεατού τύπου του προτεστάντη επιχειρηματία. Αν και ο Weber δεν υποστήριξε μια αιτιώδη μονοσημία και ουδέποτε εξέλαβε την προτεσταντική θεολογία και πρακτική ως τη μοναδική και αποκλειστική αιτία της σύστασης καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, εντούτοις αποπειράθηκε συστηματικά να καταδείξει ότι οι μείζονες αξιακές και ηθικές αρχές του δυτικο-ευρωπαϊκού προτεσταντισμού διευκόλυναν και ευνόησαν σημαντικά την εδραίωση της οικονομίας της αγοράς.
Κατέστη, συνεπώς, ο πρώτος διανοητής που ανέλυσε διεξοδικά τη μετασχηματιστική συμβολή της προτεσταντικής ηθικής της εργασίας στην ανάπτυξη και εδραίωση σκόπιμα ορθολογικών οργανωσιακών μορφών (Dyck & Wiebe, 2012).
Ο Weber απέδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη δομή και το περιεχόμενο των καλβινιστικών θεολογικών και ηθικών προτύπων και συμπεριφορικών αρχών για τη δυναμική των εν λόγω οικονομικών διαδικασιών, την οποία εξήγησε μέσω του πνεύματος, δηλαδή της αξιακής λογικής του ανταγωνιστικού καπιταλισμού.
Αυτή η οπτική συνίσταται σε μια ειδικότερη ερμηνευτική θεώρηση της σωτηρίας κατά την οποία ο καλβινισμός προήγαγε μια ευρύτερη ατομική και κοινωνική ενδοκοσμική ηθικότητα, όχι μόνον μη-αντιβαίνουσα, αλλά και ενδεχομένως συνεπή προς ένα πλέγμα διαδικασιών αποταμίευσης και συσσώρευσης κεφαλαίου.
Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση, το καλβινιστικό δόγμα του προκαθορισμού δεν συνέβαλε στην επικράτηση της απραξίας (εφόσον η μεταθανάτια προοπτική μας έχει καθοριστεί εκ των προτέρων), αλλά ώθησε τους πιστούς να αναζητήσουν ενδείξεις σχετικές με το status τους ως εκλεκτών, μέσω της ενασχόλησης με εμπορικές δραστηριότητες και της συσσώρευσης πλούτου.
Αυτός ο ενδοκοσμικός ασκητισμός (Mudrack & Mason, 2010) δημιούργησε μια ηθική της εργασίας κατά την οποία η εργασία συνιστά αυτοσκοπό, δηλαδή ύψιστη επιδίωξη, αναιρώντας τις αριστοτελικές παραδοχές του μεσαιωνικού καθολικισμού• για τον τελευταίο, η συσσώρευση κεφαλαίου υπόκειτο στους δραστικούς περιορισμούς μιας οικονομικής ηθικής της αυτάρκειας και αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Με τον τρόπο αυτό, η ηθική συμπεριφορά των προτεσταντών πιστών υπερέβη τα όρια της τυπικής οικογένειας, γεγονός καθοριστικό για τη σύσταση ενός πλέον απρόσωπου συστήματος οικονομικής οργάνωσης, βασισμένου σε σχέσεις κοινωνικής εμπιστοσύνης (Arruñada 2010)
Ο Weber διατεινόταν ότι άλλες χριστιανικές παραδόσεις (π.χ. ο καθολικισμός) καθώς και άλλα περιεκτικά συστήματα ερμηνείας του κόσμου (ισλάμ, κομφουκιανισμός και ταοϊσμός, ινδουισμός και βουδισμός) δεν κατόρθωσαν να αναπτύξουν αυτό το «καπιταλιστικό πνεύμα», παρά την ενδεχόμενη παρουσία μιας ειδικής, συστηματικής και αξιολογικά ορθολογικής εργασιακής ηθικής.
Ο Weber διακατεχόταν από την πεποίθηση ότι ο καθολικισμός με την έμφαση που απέδιδε στις συλλογικότητες, καθώς και με την άκαμπτη οργανωτική εκκλησιολογική δομή του, συνιστούσε δυνητικό εμπόδιο για την εκδήλωση του φαινομένου του νεότερου θρησκευτικού ατομικισμού, επομένως, δυσχέραινε την εμφάνιση μιας ηθικής της ατομικής ευθύνης αλλά και τη γένεση των οργανωσιακών μορφών της νεότερης τυπικής καπιταλιστικής επιχείρησης.
Οι ισλαμικές κοινωνικές δομές, από την άλλη πλευρά, δεν ήταν σε θέση να διαμορφώσουν τυπικές σχέσεις οικονομιών της αγοράς βασισμένες στην προτεραιότητα της σκληρής εργασίας, λόγω της θεμελιωμένης στην πολεμική αναμέτρηση ηθικής τους, της υπεροχής του ανατολικού δεσποτισμού και της ιδιαιτερότητας της μουσουλμανικής μεταφυσικής κοσμοεικόνας (Zulficar, 2012).
Στις μελέτες του για τη θρησκεία της αρχαίας Κίνας (The religion of China: Confucianism and Taoism, αγγλ. Μτφρ 1951), ο Weber υποστήριξε ότι ο κομφουκιανισμός δημιούργησε ένα οικονομικό περιβάλλον μη-συμβατό προς την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Τούτο προσπάθησε να εξηγήσει με βάση τη διαπίστωση ότι ο κομφουκιανισμός, αν και ορθολογικό ηθικό σύστημα, απέδιδε ιδιαίτερη έμφαση στις σχέσεις συγγένειας ως πρωταρχική πηγή κοινωνικής εγγύτητας και, ως εκ τούτου, καλλιέργησε οικονομικά αναποτελεσματικές μορφές κοινωνικών σχέσεων θεμελιωμένες στον νεποτισμό, την οικογενειοκρατία.
Ωστόσο, οι μεταπολεμικές εκπληκτικές οικονομικές επιδόσεις ασιατικών χωρών (όπως η Ιαπωνία και η Κίνα) αποκαλύπτουν ότι τα εμπόδια στην καπιταλιστική ανάπτυξη αυτών των περιοχών προέρχονταν κυρίως από τη δομή των πολιτικών σχέσεων και του θεσμικού πλαισίου, δηλαδή από τυπικούς και άτυπους κανόνες που συνέβαλαν στην αύξηση του συναλλακτικού κόστους και τη μείωση της οικονομικής αποτελεσματικότητας.
Ο Weber κατέδειξε ορθώς την εστίαση του κινεζικού πολιτισμού σε σχέσεις συγγένειας, εστιασμένες στον ιδεατό τύπο της διευρυμένης οικογένειας, (γεγονός που άλλωστε διαφαίνεται και σε σύγχρονες κινεζικές οικογενειακές επιχειρήσεις), αλλά σαφώς υπερεκτίμησε την επίδραση αυτού του πολιτισμικού παράγοντα στη συνολική οικονομική επίδοση
Οι απόψεις αυτές, παρά τη σημαντική ευρετική τους αξία (Kalberg, 1996), έχουν υποστεί σοβαρή κριτική (Van Hoorn & Maseland, 2013; Rosenthal et al., 2011 ): η αποδοχή της βεμπεριανής θέσης αποτέλεσε έναυσμα ευρύτερης συζήτησης από διανοητές όπως οι R.H. Tawney, Ernst Troeltsch και Talcott Parsons.
Ο Werner Sombart (The Jews and modern capitalism, 1911), είχε παρατηρήσει ότι εβραϊκές κοινότητες ανέπτυξαν τα ίδια ακριβώς πολιτισμικά χαρακτηριστικά που οδήγησαν στην καπιταλιστική ανάπτυξη, όπως ο ασκητικός προτεσταντισμός, ενώ ο Robert Bellah ισχυρίστηκε ότι ορισμένες βουδιστικές σέκτες κατά τον 16ο αιώνα προσέφεραν ένα λειτουργικό ισοδύναμο της οικονομικής ηθικής του ιδεατού προτεσοτάντη πιστού.
Σε συνηγορία των βεμπεριανών θέσεων, ο McClelland κατέδειξε ότι λιγότερο ανεπτυγμένες, μη-δυτικές κοινωνίες στερούνταν εκείνες τις μορφές παρακίνησης (ανάγκη για επίτευξη, προσανατολισμό στα επιτεύγματα) που ήταν απαραίτητες για την ανάληψη καινοτόμου επιχειρηματικής δράσης (Norris & Inglehart, 2009)
Η ατομική - κοινωνική δράση
Η ατομική-κοινωνική δράση είναι έννοια που την βρίσκουμε στην ορολογία της βεμπεριανής επιστημολογίας και αποτελεί τον άξονα της ανάλυσης του κοινωνικού αντικειμένου που κατά τον Γερμανό κοινωνιολόγο Maximilian Weber δεν είναι άλλο από την δράση του υποκειμένου μέσα στο όλον της κοινωνίας.
Ο Weber ξεφεύγοντας από τον θετικιστικό αναγωγισμό του Κοντ και του Ντυρκάϊμ αλλά και από τον οικονομικό αναγωγισμό του Μarx, χρησιμοποιεί την μέθοδο του ατομισμού ψάχνοντας τα υποκειμενικά κριτήρια που οδήγησαν τον εκάστοτε δρώντα σε μία πράξη. Ο βεμπεριανός ορισμός της πράξης απαιτεί η τελευταία να έχει νόημα αποδομένο από τον δράστη της,ενώ ο ορισμός της ατομικοκοινωνικής δράσης, απαιτεί από το υποκείμενο πέραν της νοηματοδοτημένης ανακατασκευής, την εποπτεία της δράσης άλλων κοινωνικών υποκειμένων από το δρώντα.
➤ Louis Dumont - Καλβινος - Σχετικά με τη σύγχρονη ιδεολογία: Από το εξωκόσμιο στο ενδοκόσμιο άτομο. Διαβαστε περισσοτερα εδω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου