«Ο Πολίτης Κέιν» άλλαξε το σινεμά. Διεύρυνε την αφήγηση. Έκανε το φλας μπακ μείζον κομμάτι της. Έδωσε πρωταρχική θέση στο μοντάζ. Έδειξε πως μπορείς από την διαδοχή των εικόνων να παράγεις αφήγηση αλλά και σκέψη επί της αφήγησης αυτής.
Η βιογράφηση ενός προσώπου δεν ήταν πια μόνο επί των σεναριογραφικώς λεχθέντων, ήταν ο ίδιος ο τρόπος της αφήγησής του. Έτσι η ανθρώπινη ζωή και το μυστήριό της ήταν το ψηφιδωτό της ίδιας της δομής! Άλλαξε τους φακούς, τα πλάνα, το είδος της φωτογραφίας, την όψη, το θέμα και την φιλοδοξία ενός φιλμ.
Έκανε ένα έργο που ο κόσμος δεν καταλάβαινε ακόμα γιατί δεν είχε μάθει πως μια ταινία μπορεί να πηγαίνει μπρος και πίσω κατά τον τρόπο αυτό. Έβαζε μέσα στο πλάνο χίλια δύο «κόλπα» που όρισαν το mise en scene από εκεί κι έπειτα κι έμαθε στους μεταγενέστερους πως νόημα και συμβολιστική συνυπάρχουν και οφείλονται από τον κινηματογραφικό σκηνοθέτη. Και όλ' αυτά στο πρώτο του έργου. Στα 25 του.
Ο Όρσον Γουέλς γεννήθηκε στις 6 Μαΐου του 1915 στην πόλη Κενόσα (Kenosha) του Ουισκόνσιν. Τέσσερα χρόνια αργότερα, μετακόμισε στο Σικάγο (Chicago), μετά το διαζύγιο των γονιών του. Δευτερότοκος γιος ενός μικροβιομήχανου - εφευρέτη και μιας καλλιεργημένης και γνωστής πιανίστριας της εποχής, ο Γουέλς θα μείνει ορφανός, σε ηλικία μόλις 15 χρονών. Σκηνές από τα χρόνια της παιδικής του ηλικίας έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στις πρώιμες ταινίες του και ιδιαίτερα στους «The Magnificent Ambersons» (Υπέροχους Άμπερσονς) του 1942.
Την άνοιξη του 1939 ο Γουέλς έχει τις πρώτες του επαφές με τα μεγάλα στούντιο του Χόλιγουντ. Οι συνομιλίες αυτές του αποφέρουν ένα συμβόλαιο με την εταιρεία RKO ((Radio-Keith-Orpheum Pictures), για τρεις ταινίες. Ένα συμβόλαιο, το οποίο του εξασφαλίζει τη δυνατότητα να δουλεύει ο ίδιος σ' αυτές ως σεναριογράφος, σκηνοθέτης ή ηθοποιός. Η πρώτη από αυτές τις ταινίες ακούει στο όνομα "Citizen Kane" (Πολίτης Κέιν - 1941).
Η RKO θέλοντας να εκμεταλλευθεί τη φήμη αυτού του παιδιού - θαύματος, όπως είχε τότε χαρακτηριστεί, που έγινε τόσο σύντομα διάσημο από τις θεατρικές του παραστάσεις αλλά κυρίως από τη σκανδαλώδη επιτυχία της ραδιοφωνικής του εκπομπής, του παραχώρησε μέσα από ένα συμβόλαιο εξήντα σελίδων, την απόλυτη ουσιαστικά ελευθερία, χωρίς ίσως ούτε οι ίδιοι να περιμένουν ότι θα τα καταφέρει.
Ο Πολίτης Κέιν ήταν μια οπτική επανάσταση στον “ομιλούντα” κινηματογράφο. Ο Γουέλς προσέλαβε ως οπερατέρ τον συνεργάτη πολλών Γερμανών εξπρεσιονιστών σκηνοθετών, Gregg Toland. Στον οποίο κάποιοι αποδίδουν το κλειστοφοβικό φως και το βάθος πεδίου (depth of focus) στα πλάνα της ταινίας. Ο Toland εκείνη την εποχή δούλευε και σε άλλα δύο σχέδια. Στο “The Grapes of Wrath” (Τα Σταφύλια της Οργής - 1940) και στο “The Long Voyage Home” (1940), δύο ταινίες του John Ford, τον οποίο ο Όρσον Γουέλς ανέφερε συχνά πυκνά ως δάσκαλό του.
Αν ο "Πολίτης Κέιν" είναι το κατ' εξοχήν ιδιοφυές έργο του Όρσον Γουέλς, αριστούργημα υπήρξε το φιλμ “The Magnificent Ambersons” (Οι Υπέροχοι Άμπερσονς) του 1942. Όπως έχει χαρακτηριστικά ειπωθεί, αν στην πρώτη ταινία του Γουέλς έχουμε το "Rosebud" (τη γυάλινη εκείνη σφαίρα που πέφτει από το χέρι του Κέιν τη στιγμή του θανάτου του), με τους "Άμπερσονς" είναι που ο σκηνοθέτης μας ταξιδεύει στο εσωτερικό αυτού του μαγευτικού κόσμου.
Ο Howard Graham (Joseph Cotten) μηχανικός του αμερικάνικου πολεμικού ναυτικού, ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη με τη γυναίκα του. Καθώς φτάνει στην Τουρκία γίνεται αντιληπτός από Ναζί πράκτορες. Με τη βοήθεια του Τούρκου ταγματάρχη Haki (Orson Welles) προσπαθεί να τους ξεφύγει και επιβιβάζεται βιαστικά σ' ένα πλοίο χωρίς όμως τη γυναίκα του. Φτάνοντας στον προορισμό του, ψάχνει να βρει τη σύζυγό του, την οποία έχουν όμως ήδη εντοπίσει οι Ναζί και τον περιμένουν...
Ο "Οθέλος" - που ουσιαστικά αποτελεί ένα προσωπικό στοίχημα του Γουέλς με τις οικονομικές δυσκολίες αλλά και το μέτρο της αυτοσχεδιαστικής του ικανότητας να αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος - κέρδισε το 1952 το Μεγάλο Βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών (εξ ημισείας με το φιλμ "Two Cents Worth of Hope" του Renato Castellani).
«Οι διαπληκτισμοί μου με το Χόλιγουντ άρχισαν πριν καν φθάσω εκεί. Το πρόβλημα ήταν το συμβόλαιό μου: το είχαν υπογράψει πριν πάω και με εξουσιοδοτούσαν εν λευκώ. Μου είχαν δώσει υπερβολικά μεγάλες ελευθερίες. Όταν τελικά το κατάλαβαν, άρχισαν τις ίντριγκες και τις συνωμοσίες εναντίον μου και ποτέ δεν κατάφερα να τους αντιμετωπίσω. Είχα στα χέρια μου την πιο τρελή, την πιο φανταστική ευκαιρία στην ιστορία του κινηματογράφου κι έπρεπε να πληρώσω γι’ αυτό. Στο Χόλιγουντ εργάζονται σαν υπάλληλοι εδώ και τριάντα χρόνια σκηνοθέτες ολότελα ανίκανοι. Φτάνει να πάρουν τη θέση. Ύστερα περιβάλλονται από βοηθούς που είναι κορυφές στη δουλειά τους κι έτσι δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτα οι ίδιοι. Όσο κρατούν το στόμα τους κλειστό, δεν πρόκειται να τους συμβεί τίποτα.» Όρσον Γουέλς
O Όρσον Γουέλς μεταφέρει στον κινηματογράφο ένα δικό του μυθιστόρημα (Mr. Arkadin - 1955) επιφυλάσσοντας για τον εαυτό του έναν ακόμη σπουδαίο ρόλο, ενός ήρωα που βαδίζει πιστά στα χνάρια του Πολίτη Κέιν. Μέσα από μια απλή αλλά συνάμα και ευφυέστατη ιστορία, ξεδιπλώνεται σταδιακά μπροστά στα μάτια μας, ένας ιστός ηθικών διλημμάτων και ψυχικών διαβρώσεων.
"Ο Άρχων του Κακού" (Touch of Evil - Το Άγγιγμα του Κακού) του 1958. Το φιλμ σηματοδοτεί την επιστροφή του Γουέλς στα μεγάλα στούντιο του Χόλιγουντ, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια, από την εποχή της ταινίας "Η Κυρία από τη Σαγκάη" (The Lady from Shanghai, 1947).
Βρισκόμαστε πλέον στο 1962 και ο Όρσον Γουέλς σκηνοθετεί άλλη μία σπουδαία ταινία. Πρόκειται για τη "Δίκη" (Le Procès / The Trial - 1962), η οποία βασίζεται στο ομώνυμο διήγημα του μεγάλου Φραντς Κάφκα.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, συναντάμε τον Anthony Perkins πλαισιωμένο από ένα υπέροχο cast, με ηθοποιούς όπως, η Jeanne Moreau, ο Akim Tamiroff, η αγαπημένη Romy Schneider και φυσικά ο ίδιος ο Όρσον Γουέλς.
Τρία χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 1965, ο Όρσον Γουέλς επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη μ' ένα έργο βασισμένο και πάλι σε κείμενα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (William Shakespeare). Ο λόγος για το φιλμ "Φάλσταφ - Οι Καμπάνες του Μεσονυκτίου" (Falstaff - Chimes at Midnight / Campanadas a Medianoche).
Όπως στον "Μάκβεθ" έτσι κι εδώ ο ίδιος ο βασιλιάς είναι που παραβιάζει τον Νόμο για να αποκτήσει την εξουσία. Όμως στον αντίποδα της εξουσίας βρίσκεται η δικαιοσύνη. Και ενώ στο σαιξπηρικό δράμα ο Ερρίκος ο Έ προσπαθεί να συμφιλιώσει αυτά τα δύο αντίθετα και να γίνει ένας καλός βασιλιάς, για τον Γουέλς αυτή του η προσπάθεια είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη, καθώς ο “καλός βασιλιάς” αποτελεί για εκείνον μία αντίφαση.
«Για πολύ καιρό σκόπευα να μοντάρω μια δική μου παραλλαγή της ταινίας με τίτλο “Touch of Evil”. Γιατί πίσω από την πλάτη μου η εταιρεία είχε αλλάξει το μοντάζ. Στους “Άμπερσονς” υπάρχουν τρεις σκηνές, που μου είναι άγνωστες. Το τέλος ολόκληρο δεν είναι δικό μου. Το “Ταξίδι στο Φόβο” ήταν ένα ιδιωτικό αστείο για τον Κοτέν, τον Φόστερ και εμένα. Οι παραγωγοί κατακρεούργησαν την ταινία. Το τελικό μοντάζ της “Κυρίας από τη Σαγκάη” δεν είναι δικό μου. Μόλις που διακρίνεται ακόμα το δικό μου στυλ. Το τελειωτικό κόψιμο το έκαναν άλλοι. Ο παραγωγός του “Κύριου Αρκάντιν” ήταν φίλος μου - έτσι τουλάχιστον παρουσιαζόταν - αλλά αυτό που μου έκανε ήταν πολύ χειρότερο απ’ όλα όσα έκανε ο Χάρυ Κον με την “Κυρία από τη Σαγκάη”. Ο “Κύριος Αρκάντιν” στην τελική του μορφή του είναι αγνώριστος. Μου αρπάζουν τις ταινίες μέσα από τα χέρια μου, πριν τελειώσω το μοντάζ...» Όρσον Γουέλς
Όρσον Γουέλς
Συνεντεύξεις που έδωσε προς το τέλος της ζωή του, όταν μίλησε ελεύθερα για το έργο των συναδέλφων του κινηματογραφιστών.
Ο δημιουργός του «Πολίτη Κέιν» δεν δίστασε να μιλήσει καυστικά για τους Ευρωπαίους σκηνοθέτες στο βιβλίο του The Other Side of the Wind, όπου αναφερόμενος στον Μπέργκμαν και τον Αντονιόνι είπε: «Θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να καθίσω να δω μια ταινία τους».
«Σύμφωνα με έναν Αμερικανό κριτικό κινηματογράφου, ένα από τα σπουδαία ευρήματα της εποχής μας είναι η πλήξη ως καλλιτεχνικό θέμα», λέει ο Γουέλς σε άλλη συνέντευξη. «Αν ισχύει αυτό, τότε ο Μικελάντζελο Αντονιόνι αξίζει να θεωρηθεί πρωτοπόρος και ιδρυτής αυτού του ρεύματος, αφού οι ταινίες του κάνουν μόνο για σκηνικά μόδας». Όσο για τον Bergman, «δεν μοιράζομαι ούτε τα ενδιαφέροντά ούτε τις εμμονές του, μου είναι ακόμα πιο ξένος και από τους Ιάπωνες».
Είχε καλύτερα λόγια για τον Φεντερίκο Φελίνι, τον οποίο ο ίδιος ονομάζει «ταλαντούχο όσο κανείς άλλος στις μέρες μας», αλλά και «βασικά πολύ επαρχιακός». Οι ταινίες του είναι «το όνειρο ενός επαρχιώτη για τη μεγάλη πόλη, πράγμα που αποτελεί και την πηγή της γοητείας τους και ο ίδιος φαίνεται να είναι ένας έξοχος καλλιτέχνης χωρίς όμως να έχει πολλά να πει».
Ο Γουέλς εκτίμησε τον νεαρό Ζαν- Λυκ Γκοντάρ ως σκηνοθέτη χαρακτηρίζοντάς τον ως: «Τεράστιος. Απλά δεν μπορώ να τον πάρω και πολύ στα σοβαρά ως στοχαστή και εδώ φαίνεται να διαφωνούμε, αφού αυτός παίρνει τον εαυτό του για σοβαρό στοχαστή». Κι ενώ ο Γκοντάρ φαινόταν να θαυμάζει τον Γούντι Άλεν, ο Γουέλς είχε άλλη άποψη: «Μισώ τον Γούντι Άλεν σωματικά, δεν μου αρέσει αυτό το είδος του ανθρώπου. Αυτός ο συνδυασμός αλαζονείας και ασφυξίας με κάνει ν’ ανατριχιάζω. Όπως σε όλους τους δειλούς ανθρώπους, η αλαζονεία του είναι απεριόριστη. Ο Άλεν μισεί και αγαπά τον εαυτό του ταυτόχρονα. Πολύ τεταμένη κατάσταση. Άνθρωποι σαν εμένα πρέπει να προσποιούνται ότι είναι μέτριοι, ενώ, στην περίπτωση του Άλεν, όλα όσα κάνει στην οθόνη είναι ‘θεραπευτικά’».
Για τον Χίτσκοκ είπε ότι κατάντησε «εγωιστής και τεμπέλης. Οι ταινίες του είναι φωτισμένες σαν τηλεοπτικές εκπομπές. Νομίζω ότι γέρασε πολύ πριν την ώρα του, αφού συνήθιζε να κοιμάται ενώ του μιλούσαν». Ενώ για την ταινίες όπως το Vertigo, λέει: «Ήταν όλα ηλίθια». Τα χειρότερα όμως κράτησε για τον Τζον Λάντις τον οποίο χαρακτήρισε ως «ο μαλάκας από το Animal House». Ενώ όταν κάποιος ρώτησε τι μπορεί να κάνει για να διορθώσει τη σχέση τους, ο Γουέλς πρότεινε: «Σκότωσ’ τον».
Ο Όρσον Γουέλς γεννήθηκε στις 6 Μαΐου του 1915 στην πόλη Κενόσα (Kenosha) του Ουισκόνσιν. Τέσσερα χρόνια αργότερα, μετακόμισε στο Σικάγο (Chicago), μετά το διαζύγιο των γονιών του. Δευτερότοκος γιος ενός μικροβιομήχανου - εφευρέτη και μιας καλλιεργημένης και γνωστής πιανίστριας της εποχής, ο Γουέλς θα μείνει ορφανός, σε ηλικία μόλις 15 χρονών. Σκηνές από τα χρόνια της παιδικής του ηλικίας έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στις πρώιμες ταινίες του και ιδιαίτερα στους «The Magnificent Ambersons» (Υπέροχους Άμπερσονς) του 1942.
Ο νεαρός Γουέλς, σπουδάζει στο τότε διάσημο Todd School της πόλης Woodstock στο Ιλινόις και πολύ γρήγορα δραστηριοποιείται ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και σκηνογράφος, της εκεί θεατρικής ομάδας. Το 1934, σε ηλικία δεκαεννιά χρονών, θα παντρευτεί την ηθοποιό Virginia Nicholson. Μαζί θα αποκτήσουν μία κόρη, αλλά μετά από 5 χρόνια χωρίζουν. Εκείνη την εποχή αρχίζει παράλληλα και η σταδιακή αναγνώρισή του.
Χρονιά ορόσημο αποτελεί το 1938 όπου τον συναντάμε πίσω από τα μικρόφωνα του ραδιοφωνικού σταθμού CBS. Εκεί σε μια μεταφορά του “The War of the Worlds” (Ο πόλεμος των κόσμων - Herbert George Wells) μεταδιδόμενο σε μορφή ειδήσεων με ρεπορτάζ και ανταποκρίσεις, επικαλούμενο τη φανταστική εισβολή των Αρειανών στη γη, θα καταφέρει να ξεσηκώσει τους Αμερικανούς. Παρά τις επανειλημμένες διαβεβαιώσεις σχετικά με τον φανταστικό χαρακτήρα της αναμετάδοσης, προκαλείται πανικός και χιλιάδες συμπολίτες του βγαίνουν στους δρόμους, θεωρώντας την εκπομπή ως πραγματικό γεγονός...
Την άνοιξη του 1939 ο Γουέλς έχει τις πρώτες του επαφές με τα μεγάλα στούντιο του Χόλιγουντ. Οι συνομιλίες αυτές του αποφέρουν ένα συμβόλαιο με την εταιρεία RKO ((Radio-Keith-Orpheum Pictures), για τρεις ταινίες. Ένα συμβόλαιο, το οποίο του εξασφαλίζει τη δυνατότητα να δουλεύει ο ίδιος σ' αυτές ως σεναριογράφος, σκηνοθέτης ή ηθοποιός. Η πρώτη από αυτές τις ταινίες ακούει στο όνομα "Citizen Kane" (Πολίτης Κέιν - 1941).
Η RKO θέλοντας να εκμεταλλευθεί τη φήμη αυτού του παιδιού - θαύματος, όπως είχε τότε χαρακτηριστεί, που έγινε τόσο σύντομα διάσημο από τις θεατρικές του παραστάσεις αλλά κυρίως από τη σκανδαλώδη επιτυχία της ραδιοφωνικής του εκπομπής, του παραχώρησε μέσα από ένα συμβόλαιο εξήντα σελίδων, την απόλυτη ουσιαστικά ελευθερία, χωρίς ίσως ούτε οι ίδιοι να περιμένουν ότι θα τα καταφέρει.
Ο Πολίτης Κέιν ήταν μια οπτική επανάσταση στον “ομιλούντα” κινηματογράφο. Ο Γουέλς προσέλαβε ως οπερατέρ τον συνεργάτη πολλών Γερμανών εξπρεσιονιστών σκηνοθετών, Gregg Toland. Στον οποίο κάποιοι αποδίδουν το κλειστοφοβικό φως και το βάθος πεδίου (depth of focus) στα πλάνα της ταινίας. Ο Toland εκείνη την εποχή δούλευε και σε άλλα δύο σχέδια. Στο “The Grapes of Wrath” (Τα Σταφύλια της Οργής - 1940) και στο “The Long Voyage Home” (1940), δύο ταινίες του John Ford, τον οποίο ο Όρσον Γουέλς ανέφερε συχνά πυκνά ως δάσκαλό του.
Αν ο "Πολίτης Κέιν" είναι το κατ' εξοχήν ιδιοφυές έργο του Όρσον Γουέλς, αριστούργημα υπήρξε το φιλμ “The Magnificent Ambersons” (Οι Υπέροχοι Άμπερσονς) του 1942. Όπως έχει χαρακτηριστικά ειπωθεί, αν στην πρώτη ταινία του Γουέλς έχουμε το "Rosebud" (τη γυάλινη εκείνη σφαίρα που πέφτει από το χέρι του Κέιν τη στιγμή του θανάτου του), με τους "Άμπερσονς" είναι που ο σκηνοθέτης μας ταξιδεύει στο εσωτερικό αυτού του μαγευτικού κόσμου.
Με την ταινία "Οι Υπέροχοι Άμπερσονς", έχουμε μπροστά μας την εποποιία μιας εποχής και τις ζυμώσεις που πραγματοποιούνται μεταξύ της παράδοσης και της εξέλιξης. Με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία οι "Άμπερσονς" αποτελούν την πιο προσωπική ταινία στην πλούσια φιλμογραφία του Γουέλς, ενώ παράλληλα έχουμε και τον εκούσιο περιορισμό του, στον ρόλο του σκηνοθέτη και του αφηγητή.
Δυστυχώς όμως η ταινία αυτή θα σηματοδοτήσει και το σχίσμα μεταξύ του σκηνοθέτη και των στούντιο του Χόλιγουντ της εποχής εκείνης. Κι αυτό, διότι ενώ ο Γουέλς έχει σχεδόν ολοκληρώσει τα γυρίσματα της ταινίας του, τον στέλνουν στη Ν. Αμερική για να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τη Βραζιλία (είναι το μετέπειτα "It's All True"). Για κακή του τύχη όμως, την εποχή εκείνη, αλλάζει η διεύθυνση της RKO. Οι νέοι ιθύνοντες κρίνοντας την ταινία αντι-εμπορική αποφασίζουν να την “τροποποιήσουν” και από 131 λεπτά να την παρουσιάσουν με χρονική διάρκεια μόλις 88 λεπτά...
Η δικαιολογία που χρησιμοποίησαν ήταν το γεγονός ότι σε μια πολεμική περίοδο, το κοινό, έχει ανάγκη από αισιόδοξα μηνύματα. Μετά από αρκετές καθυστερήσεις η ταινία θα προβληθεί τελικά στους κινηματογράφους χωρίς όμως την έγκριση του Όρσον Γουέλς. Για την ιστορία, θα πρέπει να επισημάνουμε πως η ταινία σημείωσε εμπορική επιτυχία. Φαίνεται πως οι “ειδικοί” είχαν βολιδοσκοπήσει σωστά το κοινό που ζητούσε στη σκοτεινή αίθουσα τη φυγή από την ατμόσφαιρα της πολεμικής πραγματικότητας και την ταύτισή του με τα είδωλά του.
Το “It's All True” (Είναι Όλα Αλήθεια) αποτελεί δυστυχώς ένα από τα πολλά ανεκπλήρωτα σχέδια του σκηνοθέτη, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την κρατική επιχορήγηση για προπαγανδιστικούς λόγους, φεύγει για τη Βραζιλία με σκοπό τη δημιουργία ενός φιλμ - ντοκιμαντέρ για την ενίσχυση των εκεί αμερικάνικων συμφερόντων και την ανύψωση του εθνικού αισθήματος.
Γρήγορα όμως η αμερικάνικη κυβέρνηση θα καταλάβει ότι ο Όρσον Γουέλς, παρά το νεαρό της ηλικίας του, δεν είναι το πιόνι εκείνο που αναζητούσε να βρει και το όλο εγχείρημα θα της γυρίσει μπούμερανγκ. Αφορμή γι' αυτό στάθηκε μία από τις ιστορίες του φιλμ - ντοκιμαντέρ βασιζόμενη σε πραγματικό γεγονός της εποχής.
Τέσσερις ψαράδες από ένα μικρό χωριό της Βραζιλίας, ξεκινάνε με μια βάρκα και χωρίς πυξίδα, για ένα ταξίδι δύο χιλιάδων μιλίων, με προορισμό το Ρίο. Σκοπός τους είναι να συναντηθούν με τον πρόεδρο Βάργκας (τον οποίο στηρίζει η Αμερική) και να διαμαρτυρηθούν για την εξαθλίωσή τους.
Το φιλμ που δε θα ολοκληρωθεί ποτέ λόγω προφανούς διακοπής της κρατικής χρηματοδότησης, θα βρει τελικά τον δρόμο του προς τις κινηματογραφικές αίθουσες, μετά από πολλές δυσκολίες και μόλις το 1993.
«Απ' όλες τις ταινίες που έκανα, μόνο για μία μπορώ ν' αναλάβω την πλήρη ευθύνη, για τον "Πολίτη Κέιν". Σ' όλες τις άλλες η ελευθερία μου ήταν λίγο ως πολύ περιορισμένη και η αφηγηματική μορφή των ιστοριών μου καταστράφηκε από ανθρώπους που σκέφτονταν εμπορικά.» - Όρσον Γουέλς
Ο Howard Graham (Joseph Cotten) μηχανικός του αμερικάνικου πολεμικού ναυτικού, ταξιδεύει στην Κωνσταντινούπολη με τη γυναίκα του. Καθώς φτάνει στην Τουρκία γίνεται αντιληπτός από Ναζί πράκτορες. Με τη βοήθεια του Τούρκου ταγματάρχη Haki (Orson Welles) προσπαθεί να τους ξεφύγει και επιβιβάζεται βιαστικά σ' ένα πλοίο χωρίς όμως τη γυναίκα του. Φτάνοντας στον προορισμό του, ψάχνει να βρει τη σύζυγό του, την οποία έχουν όμως ήδη εντοπίσει οι Ναζί και τον περιμένουν...
Αυτό είναι το φιλμ "Journey Into Fear" (Ταξίδι Στο Φόβο) του 1943. Η ιστορία βασίζεται σ' ένα μυθιστόρημα του Eric Ambler, ενώ είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τα σκηνικά που χρησιμοποιήθηκαν, συγκεντρώθηκαν από υπόλοιπα άλλων ταινιών. Όλα αυτά, για ένα αξιοπρεπές φιλμ που γυρίστηκε κάτω από τρομερή πίεση χρόνου.
Την ίδια χρονιά αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Γουέλς γνωρίζει, ερωτεύεται και παντρεύεται την Ρίτα Χέιγουορθ (Rita Hayworth).
Την ίδια χρονιά αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Γουέλς γνωρίζει, ερωτεύεται και παντρεύεται την Ρίτα Χέιγουορθ (Rita Hayworth).
Φτάνουμε έτσι στο 1946 και στην ταινία "The Stranger" (Ο Ξένος). Οι ελευθερίες που είχε ο Γουέλς στον Πολίτη Κέιν, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Λέγεται μάλιστα ότι του επέτρεψαν να σκηνοθετήσει την ταινία, μόνο και μόνο, για να εξασφαλίσουν τη συνεργασία του ως πρωταγωνιστή και με τον όρο να σεβαστεί τον συμφωνημένο προϋπολογισμό.
Το φιλμ "The Stranger" (Ο Ξένος), εντάσσεται στα πλαίσια της εκμετάλλευσης από το Χόλιγουντ, δημοφιλών σκηνοθετών και τη δημιουργία αντιναζιστικών ταινιών για την ικανοποίηση του κοινού.
Ο Sam Spiegel ήταν ο παραγωγός της ταινίας και την μουσική υπέγραψε ο Bronisław Kaper. Θεωρείται ως η πρώτη ταινία που βγήκε στις αίθουσες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και έδειξε πλάνα από στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η ταινία δημιουργήθηκε από την International Pictures και κυκλοφόρησε από την RKO Radio Pictures. Τα πνευματικά δικαιώματα αρχικά ανήκαν στην Haig Corporation, αλλά η ταινία πλέον είναι δημόσιας χρήσης, αφού οι παραγωγοί το 1973 απέτυχαν να ανανεώσουν το copyright της. Επιπλέον ήταν η μοναδική ταινία του Γουέλς που υπήρξε κερδοφόρος επιτυχία με την πρώτη της κυκλοφορία σε αντίθεση με την ταινία «Ο Πολίτης Κέϊν» που γύρισε πίσω το κεφάλαιο του προϋπολογισμού και του μάρκετινγκ, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να κάνει κέρδη.
Οπως αναμένονταν τον έκανε και πάλι καλοδεχούμενο στα μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο του Χόλιγουντ που αποφάσισαν να του δώσουν μία δεύτερη ευκαιρία γυρίζοντας μαζί με την Ρίτα Χέιγουορθ (Rita Hayworth) την ταινία “Η Κυρία από τη Σαγκάη”. Φιλμ το οποίο δυστυχώς κατέληξε σε εμπορική αποτυχία ενώ έβαλε τέλος στον έτσι κι αλλιώς προβληματικό γάμο του ζευγαριού...
Με την επόμενη ταινία του "Μάκβεθ" (Macbeth) του 1948, ο Γουέλς μας εισάγει στον κόσμο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (William Shakespeare). Έναν κόσμο διαφορετικό και ιδιαίτερο, τον οποίο θα έχουμε την ευκαιρία να τον ξανασυναντήσουμε τόσο μέσα από τον αριστουργηματικό "Οθέλλο" (Othello) του 1952 όσο και στο φιλμ "Falstaff - Οι Καμπάνες του Μεσονυκτίου" (Falstaff - Chimes At Midnight) του 1965. Έναν κόσμο με τον οποίο ο σκηνοθέτης είχε ήδη έρθει σ' επαφή μαζί του, μέσα από το θέατρο.
Η ταινία "Μάκβεθ" (Macbeth - 1948) είναι ουσιαστικά, μία παραλλαγή της ομώνυμης σαιξπηρικής τραγωδίας όπου ο Μάκβεθ (Όρσον Γουέλς), αφού έδειξε γενναιότητα και ηρωισμό στον πόλεμο, αναγορεύεται από τον βασιλιά σε νέο άρχοντα της περιοχής. Οι φιλοδοξίες του όμως, δε σταματούν εδώ και παρακινούμενος από τη σύζυγό του, καταστρώνει τα σχέδια του, ώστε να αναρριχηθεί ο ίδιος στον βασιλικό θρόνο.
Αναμφισβήτητα, πρόκειται για την πιο σκοτεινή και συνάμα “θεατρική” ταινία του σκηνοθέτη. Γεγονός στο οποίο συνετέλεσαν και οι ελάχιστες εξωτερικές σκηνές, καθώς τα πάντα διαδραματίζονται σ' έναν κλειστό χώρο, ανάμεσα σε σκηνικά. Όσο για τον ήχο, αρκεί να πούμε ότι η ηχογράφηση έγινε σε τρεις διαφορετικές διαλέκτους. Σκωτσέζικη, αγγλική και ένα μείγμα αγγλικής και αμερικάνικης, ενώ το τελικό soundtrack περιέχει αποσπάσματα και από τις τρεις.
Μια νεκρική πομπή μεταφέρει τον Οθέλο (Όρσον Γουέλς) και την Δεισδαιμόνα (Suzanne Cloutier) στην τελευταία τους κατοικία. Η λήψη μας επιτρέπει να δούμε ολόκληρη την τελετή καθώς η κάμερα που είναι κρεμασμένη από ψηλά, αποδεικνύεται τελικά, ότι δεν είναι παρά η υποκειμενική οπτική του Ιαγού. Του ανθρώπου δηλαδή που αποτελεί την αιτία της όλης δυστυχίας και που τώρα πια παρακολουθεί αμέτοχος τα τεκταινόμενα, καθώς βρίσκεται φυλακισμένος στην κορυφή του πύργου.
Όπως και στον "Μάκβεθ" (Macbeth) toy 1948 έτσι κι εδώ, ο σκηνοθέτης επιλέγει την εισαγωγική αφήγηση για να μας συστήσει άλλο ένα κλασσικό έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Έχοντας πια αποδεσμευτεί από την πίεση του Χόλιγουντ, ο Γουέλς ξεκινάει με πάθος ένα ταξίδι για να ολοκληρώσει το όραμά του.
Δυστυχώς όμως παρά τις αγνές προθέσεις του καλλιτέχνη, η σκληρή πραγματικότητα του χαλάει για ακόμα μια φορά τα σχέδιά του. Η αποχώρηση κάποιων παραγωγών, του δημιουργεί ανυπέρβλητες οικονομικές δυσκολίες. Σε καμιά ταινία του οι ηθοποιοί δεν άλλαξαν τόσες πολλές φορές. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τέσσερις Ιάγοι προσλήφθηκαν και απολύθηκαν μέχρι να καταλήξουν στον Michael MacLiammoir (παλιός φίλος και θεατρικός δάσκαλος του Welles από το Gate Theatre του Δουβλίνου). Ενώ είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο δημιουργός δεν κατάφερε να ενώσει στο ίδιο πλάνο τα τρία βασικά πρόσωπα του έργου, λόγω των παράλληλων επαγγελματικών υποχρεώσεων που είχαν οι ηθοποιοί.
Τέσσερα χρόνια θα διαρκέσει αυτός ο Γολγοθάς καθώς το φιλμ γυρίζεται με πολλές ταλαιπωρίες στην Ευρώπη, όπου ο σκηνοθέτης αναγκάζεται να αυτοσχεδιάσει για να καλύψει τις διάφορες ελλείψεις στο καστ, στα ντεκόρ, αλλά ακόμα και στα κοστούμια. Είναι κοινό μυστικό άλλωστε ότι ο ίδιος ο Όρσον Γουέλς θα αναγκαστεί να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε διάφορες αμφιβόλου ποιότητας ταινίες με κύριο σκοπό να χρηματοδοτήσει το δικό του όραμα.
Το όλο εγχείρημα λοιπόν βάδιζε πάνω σε τεντωμένο σχοινί και ίσως η κατάληξη του να ήταν αποτυχημένη, αν δεν είχαμε την επιστροφή του Όρσον Γουέλς στην καρέκλα του μοντάζ. Κάτι που είχε να συμβεί πολλά χρόνια και συγκεκριμένα, από την εποχή του Πολίτη Κέιν.
«Οι διαπληκτισμοί μου με το Χόλιγουντ άρχισαν πριν καν φθάσω εκεί. Το πρόβλημα ήταν το συμβόλαιό μου: το είχαν υπογράψει πριν πάω και με εξουσιοδοτούσαν εν λευκώ. Μου είχαν δώσει υπερβολικά μεγάλες ελευθερίες. Όταν τελικά το κατάλαβαν, άρχισαν τις ίντριγκες και τις συνωμοσίες εναντίον μου και ποτέ δεν κατάφερα να τους αντιμετωπίσω. Είχα στα χέρια μου την πιο τρελή, την πιο φανταστική ευκαιρία στην ιστορία του κινηματογράφου κι έπρεπε να πληρώσω γι’ αυτό. Στο Χόλιγουντ εργάζονται σαν υπάλληλοι εδώ και τριάντα χρόνια σκηνοθέτες ολότελα ανίκανοι. Φτάνει να πάρουν τη θέση. Ύστερα περιβάλλονται από βοηθούς που είναι κορυφές στη δουλειά τους κι έτσι δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτα οι ίδιοι. Όσο κρατούν το στόμα τους κλειστό, δεν πρόκειται να τους συμβεί τίποτα.» Όρσον Γουέλς
O Όρσον Γουέλς μεταφέρει στον κινηματογράφο ένα δικό του μυθιστόρημα (Mr. Arkadin - 1955) επιφυλάσσοντας για τον εαυτό του έναν ακόμη σπουδαίο ρόλο, ενός ήρωα που βαδίζει πιστά στα χνάρια του Πολίτη Κέιν. Μέσα από μια απλή αλλά συνάμα και ευφυέστατη ιστορία, ξεδιπλώνεται σταδιακά μπροστά στα μάτια μας, ένας ιστός ηθικών διλημμάτων και ψυχικών διαβρώσεων.
"Ο Άρχων του Κακού" (Touch of Evil - Το Άγγιγμα του Κακού) του 1958. Το φιλμ σηματοδοτεί την επιστροφή του Γουέλς στα μεγάλα στούντιο του Χόλιγουντ, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια, από την εποχή της ταινίας "Η Κυρία από τη Σαγκάη" (The Lady from Shanghai, 1947).
Ο Όρσον Γουέλς, έχοντας στη διάθεση του ένα εκπληκτικό καστ, που εκτός από τον ίδιο συμπεριλαμβάνει ακόμα τους: Charlton Heston, Janet Leigh, Marlene Dietrich και Akim Tamiroff, καταφέρνει να μας παρουσιάζει μία κλασσική αστυνομική περιπέτεια με στοιχεία φιλμ - νουάρ.
Παρ’ όλα τα περιορισμένα οικονομικά μέσα η δεξιοτεχνία του Γουέλς θριαμβεύει αλλά το στούντιο της Universal για άλλη μια φορά, δεν μένει ικανοποιημένο. Προσλαμβάνει έτσι, έναν σκηνοθέτη τηλεοπτικών έργων, τον Χάρυ Κέλερ, ο οποίος αναλαμβάνει να ξαναγυρίσει μερικές σκηνές, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι για άλλη μια φορά ο Όρσον Γουέλς δεν έχει λόγο, ούτε στο τελικό μοντάζ...
Βρισκόμαστε πλέον στο 1962 και ο Όρσον Γουέλς σκηνοθετεί άλλη μία σπουδαία ταινία. Πρόκειται για τη "Δίκη" (Le Procès / The Trial - 1962), η οποία βασίζεται στο ομώνυμο διήγημα του μεγάλου Φραντς Κάφκα.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, συναντάμε τον Anthony Perkins πλαισιωμένο από ένα υπέροχο cast, με ηθοποιούς όπως, η Jeanne Moreau, ο Akim Tamiroff, η αγαπημένη Romy Schneider και φυσικά ο ίδιος ο Όρσον Γουέλς.
Τρία χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 1965, ο Όρσον Γουέλς επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη μ' ένα έργο βασισμένο και πάλι σε κείμενα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (William Shakespeare). Ο λόγος για το φιλμ "Φάλσταφ - Οι Καμπάνες του Μεσονυκτίου" (Falstaff - Chimes at Midnight / Campanadas a Medianoche).
Το φιλμ "Φάλσταφ - Οι Καμπάνες του Μεσονυκτίου" (Falstaff - Chimes at Midnight / Campanadas a Medianoche), είναι η τρίτη ταινία του Γουέλς που βασίζεται σε σαιξπηρικό έργο ενώ ο συγκεκριμένος χαρακτήρας του διονυσιακού Φάλσταφ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως υποκριτικό alter ego του σκηνοθέτη, καθώς εκτός από τον κινηματογράφο, τον έχει υποδυθεί στο θέατρο στα 12, στα 24 αλλά και στα 45 του χρόνια.
Η ταινία "Φάλσταφ" δεν ολοκληρώνει μόνο τη σαιξπηρική τριλογία του Γουέλς. Παράλληλα, αποτελεί και το πρώτο του αυθεντικό έργο σε ώριμη πλέον ηλικία. Έργο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένα είδος απολογισμού των πεπραγμένων, του ίδιου του σκηνοθέτη.
Όπως στον "Μάκβεθ" έτσι κι εδώ ο ίδιος ο βασιλιάς είναι που παραβιάζει τον Νόμο για να αποκτήσει την εξουσία. Όμως στον αντίποδα της εξουσίας βρίσκεται η δικαιοσύνη. Και ενώ στο σαιξπηρικό δράμα ο Ερρίκος ο Έ προσπαθεί να συμφιλιώσει αυτά τα δύο αντίθετα και να γίνει ένας καλός βασιλιάς, για τον Γουέλς αυτή του η προσπάθεια είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη, καθώς ο “καλός βασιλιάς” αποτελεί για εκείνον μία αντίφαση.
“Αλήθεια και Ψέματα” (F for Fake), του 1973. Μία ειρωνική ταινία - δοκίμιο, σχετικά με την πραγματική και την εμπορική αξία της τέχνης. Ο Γουέλς, που παρουσιάζει τον εαυτό του σαν λωποδύτη και απατεώνα, εμφανίζεται στο δωμάτιο του μοντάζ κυρίαρχος του υλικού του.
Ένα υλικό που αφορά ουσιαστικά τρεις ανθρώπους: τον παραχαράκτη έργων τέχνης Ελμύρ ντε Χόρυ, τον Κλίφορντ Ίρβινγκ, που έγινε διάσημος χάρη στην ψευδό - βιογραφία του Χάουαρντ Χιουζ και την Γιουγκοσλάβα γλύπτρια Όγια Κοντάρ, που παίζει σε μια ταινία του Γάλλου σκηνοθέτη Φρανσουά Ράιχενμπαχ με τίτλο "Girl Watching".
Ο Γουέλς συνδέει τον εαυτό του και την πολυτάραχη καριέρα του με τη ζωή και την πορεία αυτών των τριών ανθρώπων, βρίσκοντας κοινά σημεία αναφοράς σ’ αυτούς και σ’ άλλους μεγάλους ή και λιγότερο πετυχημένους καλλιτέχνες. Ο εξηντάχρονος πλέον δημιουργός, στην πιο προσωπική του ταινία κρίνει και κρίνεται, εξομολογώντας μας πως “η προσωπική αξιοπρέπεια και το προσωπικό όραμα δεν συμπίπτουν, γιατί η πραγματικότητα αντιστρέφει και παραμορφώνει την αλήθεια”. Για να συμπληρώσει ευθύς αμέσως: “επειδή η πραγματικότητα θέλει ν’ αγνοεί την αλήθεια, γι’ αυτό και η τέχνη είναι ένα ψέμα, αλλά ένα ψέμα που πραγματώνεται την αλήθεια...”
Ο Γουέλς εμφανίστηκε ως ηθοποιός και σε πολλές άλλες ταινίες, ανάμεσά τους στις «Τζέιν Έιρ» (Jane Eyre, 1944), «Ο τρίτος άνθρωπος» (The Third Man, 1949), «Πόθοι στην κάψα του καλοκαιριού» (The Long Hot Summer, 1958), «Σύντροφοι του κακού» («Compulsion», 1959), «Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές» («A Man for all Seasons», 1966) και «Κατς 22» (Catch-22, 1970).
Ο Όρσον Γουέλς πέθανε στις 10 Οκτωβρίου 1985 στο Λος Άντζελες από καρδιακή προσβολή. Ήταν υπέρβαρος, πάνω από 170 κιλά, είχε υψηλή πίεση, διαβήτη και η καρδιά του ήταν καταπονημένη.
Όρσον Γουέλς
Συνεντεύξεις που έδωσε προς το τέλος της ζωή του, όταν μίλησε ελεύθερα για το έργο των συναδέλφων του κινηματογραφιστών.
Ο δημιουργός του «Πολίτη Κέιν» δεν δίστασε να μιλήσει καυστικά για τους Ευρωπαίους σκηνοθέτες στο βιβλίο του The Other Side of the Wind, όπου αναφερόμενος στον Μπέργκμαν και τον Αντονιόνι είπε: «Θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να καθίσω να δω μια ταινία τους».
«Σύμφωνα με έναν Αμερικανό κριτικό κινηματογράφου, ένα από τα σπουδαία ευρήματα της εποχής μας είναι η πλήξη ως καλλιτεχνικό θέμα», λέει ο Γουέλς σε άλλη συνέντευξη. «Αν ισχύει αυτό, τότε ο Μικελάντζελο Αντονιόνι αξίζει να θεωρηθεί πρωτοπόρος και ιδρυτής αυτού του ρεύματος, αφού οι ταινίες του κάνουν μόνο για σκηνικά μόδας». Όσο για τον Bergman, «δεν μοιράζομαι ούτε τα ενδιαφέροντά ούτε τις εμμονές του, μου είναι ακόμα πιο ξένος και από τους Ιάπωνες».
Είχε καλύτερα λόγια για τον Φεντερίκο Φελίνι, τον οποίο ο ίδιος ονομάζει «ταλαντούχο όσο κανείς άλλος στις μέρες μας», αλλά και «βασικά πολύ επαρχιακός». Οι ταινίες του είναι «το όνειρο ενός επαρχιώτη για τη μεγάλη πόλη, πράγμα που αποτελεί και την πηγή της γοητείας τους και ο ίδιος φαίνεται να είναι ένας έξοχος καλλιτέχνης χωρίς όμως να έχει πολλά να πει».
Ο Γουέλς εκτίμησε τον νεαρό Ζαν- Λυκ Γκοντάρ ως σκηνοθέτη χαρακτηρίζοντάς τον ως: «Τεράστιος. Απλά δεν μπορώ να τον πάρω και πολύ στα σοβαρά ως στοχαστή και εδώ φαίνεται να διαφωνούμε, αφού αυτός παίρνει τον εαυτό του για σοβαρό στοχαστή». Κι ενώ ο Γκοντάρ φαινόταν να θαυμάζει τον Γούντι Άλεν, ο Γουέλς είχε άλλη άποψη: «Μισώ τον Γούντι Άλεν σωματικά, δεν μου αρέσει αυτό το είδος του ανθρώπου. Αυτός ο συνδυασμός αλαζονείας και ασφυξίας με κάνει ν’ ανατριχιάζω. Όπως σε όλους τους δειλούς ανθρώπους, η αλαζονεία του είναι απεριόριστη. Ο Άλεν μισεί και αγαπά τον εαυτό του ταυτόχρονα. Πολύ τεταμένη κατάσταση. Άνθρωποι σαν εμένα πρέπει να προσποιούνται ότι είναι μέτριοι, ενώ, στην περίπτωση του Άλεν, όλα όσα κάνει στην οθόνη είναι ‘θεραπευτικά’».
Για τον Χίτσκοκ είπε ότι κατάντησε «εγωιστής και τεμπέλης. Οι ταινίες του είναι φωτισμένες σαν τηλεοπτικές εκπομπές. Νομίζω ότι γέρασε πολύ πριν την ώρα του, αφού συνήθιζε να κοιμάται ενώ του μιλούσαν». Ενώ για την ταινίες όπως το Vertigo, λέει: «Ήταν όλα ηλίθια». Τα χειρότερα όμως κράτησε για τον Τζον Λάντις τον οποίο χαρακτήρισε ως «ο μαλάκας από το Animal House». Ενώ όταν κάποιος ρώτησε τι μπορεί να κάνει για να διορθώσει τη σχέση τους, ο Γουέλς πρότεινε: «Σκότωσ’ τον».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου