Γεννημένος το 1942 στην Καρινθία της Αυστρίας, από μητέρα σλοβενικής καταγωγής και πατέρα Γερμανό στρατιώτη, ο Πέτερ Χάντκε σπούδασε νομικά στο Γκρατς, αλλά διέκοψε τις σπουδές του το 1966, όταν δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Σφήκες». Την ίδια χρονιά ανέβηκε στη Φρανκφούρτη σε σκηνοθεσία Κλάους Πάιμαν το θεατρικό του «Βρίζοντας το κοινό».
Παραγωγικός συγγραφέας, ο Χάντκε δημοσίευσε έκτοτε δεκάδες μυθιστορήματα, νουβέλες και θεατρικά έργα και θεωρείται ένας από τους «κλασικούς μοντέρνους συγγραφείς» του 20ού αιώνα.
Τάχθηκε κατά της διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας και κυρίως κατά της αποκλειστικής ενοχοποίησης των Σέρβων για τον πόλεμο. Για το έργο του τιμήθηκε με τα βραβεία Μπύχνερ (1973) και Κάφκα (1979).
Μετέφρασε επίσης ξένους συγγραφείς στα γερμανικά, μεταξύ άλλων τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη.
Η παρουσία του στα ελληνικά είναι αδιάλειπτη από τη δεκαετία του 1980. Κυκλοφορούν περίπου είκοσι έργα του, από διάφορους εκδότες, με τελευταία τη νουβέλα «Η μεγάλη πτώση» (Εστία, 2018).
To γνωστότερο μυθιστόρημά του με τίτλο «Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι» («Die Angst des Tormanns beim Elfmeter», 1970), μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Βιμ Βέντερς το 1972 και στην Ελλάδα το πρωτογνωρίσαμε με τον τίτλο «Ο φόβος του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι».
Πρόκειται για ένα κοινωνικό ψυχόδραμα με ήρωα έναν πρώην ποδοσφαιριστή ο οποίος διαπράττει χωρίς λόγο έναν φόνο και κατόπιν περιμένει την αστυνομία να τον συλλάβει.
Πρόκειται για ένα κοινωνικό ψυχόδραμα με ήρωα έναν πρώην ποδοσφαιριστή ο οποίος διαπράττει χωρίς λόγο έναν φόνο και κατόπιν περιμένει την αστυνομία να τον συλλάβει.
Σε ένα άλλο γνωστό μυθιστόρημά του με τον τίτλο «Η αριστερόχειρη γυναίκα» («Die linkshandige Frau», 1976), η ηρωίδα του, μια νεαρή μητέρα, αισθάνεται αποπροσανατολισμένη έπειτα από τον χωρισμό με τον άνδρα της. Περίφημο είναι και το βιβλίο του «Ανεπιθύμητη δυστυχία» («Wunschloses Ungluck, 1972), στο οποίο αφηγείται τις αναμνήσεις του από την νεκρή μητέρα του.
Τάχθηκε κατά της διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας και κυρίως κατά της αποκλειστικής ενοχοποίησης των Σέρβων για τον πόλεμο. Για το έργο του τιμήθηκε με τα βραβεία Μπύχνερ (1973) και Κάφκα (1979).
Μετέφρασε επίσης ξένους συγγραφείς στα γερμανικά, μεταξύ άλλων τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη.
Η παρουσία του στα ελληνικά είναι αδιάλειπτη από τη δεκαετία του 1980. Κυκλοφορούν περίπου είκοσι έργα του, από διάφορους εκδότες, με τελευταία τη νουβέλα «Η μεγάλη πτώση» (Εστία, 2018).
«Ελληνικά και λατινικά έμαθα στο εκκλησιαστικό οικοτροφείο. Προτιμώ τα ελληνικά γιατί δεν είναι μια γλώσσα της αυτοκρατορίας, είναι μια γλώσσα της πόλης, της κοινότητας. Εξάλλου, τα γερμανικά δεν είναι εντελώς ανόμοια με τα ελληνικά, και οι δύο γλώσσες έχουν αναρίθμητα σύνθετα, όχι μόνο ρήματα, αλλά κυρίως επίθετα. Νιώθω τα ελληνικά πολύ κοντά μου, και για τον λόγο ότι δεν ήταν μια γλώσσα νομοθετημένη, ούτε καν από τον Σόλωνα που νομοθέτησε επί παντός. Οι Ρωμαίοι αντίθετα κωδικοποιούσαν τα πάντα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου