Επηρεασμένος από τις θεωρίες των γλωσσολόγων Φερντινάν ντε Σοσίρ και Λέοναρντ Μπλούμφιλντ, την δομική ανθρωπολογία του Κλοντ Λεβί Στρος και την ψυχανάλυση του Ζαν Λακάν, συνεισέφερε καθοριστικά στη δημιουργία του κινήματος που ονομάστηκε «Στρουκτουραλισμός» ή «Δομισμός».
Πρόκειται για μια θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνο μέσα από ένα δίκτυο συμβολικών σχέσεων - δομών στις οποίες συμμετέχει χωρίς να το συνειδητοποιεί.
Πολέμιος της μαζικής κουλτούρας και του μικροαστικού τρόπου ζωής, ο Γάλλος θεωρητικός διατεινόταν:
«Η νόθα μορφή της μαζικής κουλτούρας είναι η ταπεινωτική επανάληψη... Πάντα νέα βιβλία, νέα προγράμματα, νέα φιλμ, νέα αντικείμενα, αλλά πάντα το ίδιο νόημα».
Γεννήθηκε στην Μπαγιόν της Γαλλίας το 1915. Το 1924 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου φοίτησε στα λύκεια Montaigne και Louis-Le-Grand. Στο διάστημα 1935-39 φοίτησε στη Σορβόννη όπου πήρε το δίπλωμα της Κλασικής Φιλολογίας.
Στην περίοδο των σπουδών του 1936-1939 ίδρυσε, μαζί με συμφοιτητές του, την Πανεπιστημιακή Ομάδα του Αρχαίου Θεάτρου. Πέρασε αρκετά χρόνια σε σανατόρια εξαιτίας της φυματίωσης από την οποία είχε προσβληθεί (1934-1935, 1942-1946). Δίδαξε, για μικρό διάστημα, στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου, και στην Αίγυπτο (Πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας). Διετέλεσε υπεύθυνος ερευνών στο C.N.R.S., καθώς και διευθυντής -από το 1962- ενός κοινωνιολογικού σεμιναρίου στο τμήμα Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών της Ecole Pratique.
Εμπνευσμένο από τη Γλωσσολογία των Σωσύρ και Μπλούμφηλντ, από τη δομική ανθρωπολογία, σημαδεμένη αργότερα από την ψυχανάλυση του Λακάν, το έργο του αρχίζει από τον "Βαθμό μηδέν της γραφής" (1953), μελέτη των σχέσεων λογοτεχνίας και εξουσίας.
Η ιδέα μιας ουδέτερης γλώσσας, αποκομμένης από τις νοθεύσεις του κοινωνικού κυκλώματος, υπάρχει ως και στο εναρκτήριο μάθημά του στην έδρα Σημειολογίας του Κολεγίου της Γαλλίας (1977), και δεσπόζει στην ανάλυση των χαρακτηριστικών και των μύθων της σύγχρονης κοινωνίας ("Μυθολογίες" 1957, "Το Σύστημα της Μόδας" 1967), στην επεξεργασία των όρων μιας επιστήμης της λογοτεχνίας ("Για τον Ρακίνα" 1963, "Κριτική και Αλήθεια" 1969), στις έννοιες του γραφόμενου (scriptible) και του αναγνώσιμου (lisible) ("S/Z" 1970), στην ποιητική του ελεύθερου σημείου ("Η επικράτεια των σημείων" 1970) και στην αφομοίωση μιας ρητορικής του έργου με την εφεύρεση ενός πλήρους γλωσσικού ιδιώματος και ενός αυτόνομου σύμπαντος ("Σαντ, Φουριέ, Λογιόλα" 1971,"Η απόλαυση του κειμένου" 1973).
Ανασυνθέτει αυτές τις προσκτήσεις με αναφορές στο σώμα και την επιθυμία, ενώ το "Ο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρολάν Μπαρτ" (1975) συγκροτεί μια αρχαιολογία της ολόψυχης αφιέρωσης στην κριτική.
Τα "Αποσπάσματα ενός ερωτικού λόγου" (1977) προσεγγίζουν προς μια θεωρία του συνομιλισιακού (conversationnel), ενώ ο "Φωτεινός θάλαμος" (1980) επιζητεί, μέσα από τη μελέτη της φωτογραφίας, να προσδιορίσει μια νέα σχέση ανάμεσα στον χώρο και τον χρόνο.
Ο Ρολάν Μπαρτ, ένας από τους μεγαλύτερους διανοητές της εποχής μας, θα βρει τραγικό θάνατο το 1980 σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η αξιολόγηση του έργου του σήμερα του επιδικάζει μια ξεχωριστή θέση στους χώρους της κοινωνιολογικής κριτικής, της σημειολογίας, του Λόγου και, γιατί όχι, και της μόδας.
Ο ερωτικός λόγος χαρακτηρίζεται σήμερα από μιαν άκρα μοναξιά. Το λόγο αυτό τον μιλούν χιλιάδες υποκείμενα (ποιος ξέρει, άραγε;), αλλά δεν τον στηρίζει κανείς. Τον έχουν εγκαταλείψει πλήρως οι περιρρέουσες γλώσσες, οι οποίες ή τον αγνοούν, ή τον υποτιμούν, ή τον χλευάζουν.
Έτσι, ο λόγος αυτός βρίσκεται αποκομμένος, όχι μόνο από την εξουσία, αλλά και από τους μηχανισμούς της (επιστήμες, γνώσεις, τέχνες).
Όταν ένας λόγος παρεκκλίνει κατ' αυτό τον τρόπο, συρόμενος από την ίδια του τη δύναμη, προς την κατεύθυνση του ανεπίκαιρου, και φέρεται εκτός πάσης αγελαιότητος, δεν έχει άλλη επιλογή: πρέπει να αποβεί ο τόπος, ο ισχνότατος έστω, μιας κατάφασης.
Η κατάφαση αυτή είναι, εν ολίγοις, το θέμα αυτου του βιβλίου.
- Γιά πολύ καιρό μετά από τόν κατευνασμό τής ερωτικής σχέσης, διατηρώ τή συνήθεια νά παραισθάνομαι τό πλάσμα πού αγάπησα: μερικές φορές νιώθω καί πάλι άγχος γιά ένα τηλεφώνημα πού καθυστερεί καί, σέ κάθε απρόσκλητο τηλεφωνικό συνομιλητή, νομίζω πώς αναγνωρίζω τή φωνή που αγαπούσα: είμαι ένας ακρωτηριασμένος πού εξακολουθεί νά τού πονά τό κομμένο του πόδι.
- «Είμαι ερωτευμένος;» -Ναί, αφού περιμένω». Ο άλλος δέν περιμένει ποτέ. Μερικές φορές θέλω νά υποδυθώ αυτόν πού δέν περιμένει· επιχειρώ νά απασχοληθώ κάπου αλλού, νά φτάσω καθυστερημένος. Μά στό παιχνίδι αυτό βγαίνω μονίμως χαμένος. Ό,τι κι άν κάνω, στό τέλος αποδείχνομαι καί πάλι αναπασχόλητος, συνεπής στο ραντεβού –και μάλιστα πρίν από την καθορισμένη ώρα. Η μοιραία ταυτότητα του ερωτευμένου δέν είναι άλλη απ’ αυτήν: είμαι αυτός που περιμένει.
- Κι όλα αυτά τα "σ' αγαπώ" "κι εγώ" που ειπώθηκαν ή δεν ειπώθηκαν, που υπονοήθηκαν ή όχι, που απαξιώθηκαν ή όχι, που έμειναν μετέωρα σε μισάνοιχτα χείλη πόσο φροντίσαμε να τα "ερμηνεύσουμε", να δούμε μέσα μας πόσα πραγματικά σημαίνουν, τι μας γεννούν και τι μας "κλέβουν"; Κι η θανατηφόρα "εκλογίκευσή" τους, πού τελικώς μας οδήγησε; Μέχρι το θάνατό μου θ' αναρωτιέμαι και θα σκάβω.
- ΑΤΟΠΟΣ. Το αγαπημένο πλάσμα αναγνωρίζεται από το ερωτευμένο υποκείμενο ως «άτοπο» (χαρακτηρισμός του Σωκράτη από τους συνομιλητές του), δηλαδή μη ταξινομήσιμο, σφραγισμένο από μια αδιάκοπα απρόβλεπτη πρωτοτυπία. Συλλαμβάνω την ατοπία του άλλου στο πρόσωπό του κάθε φορά που διαβάζω εκεί πάνω την αθωότητα του, τη μεγάλη αθωότητά του: δεν ξέρει τίποτα για το κακό που μου κάνει ή, για να το πω με λιγότερη έμφαση, για το κακό που μου χαρίζει. Ο αθώος δεν είναι, μήπως, μη ταξινομήσιμος (και άρα ύποπτος για κάθε κοινωνία, η οποία «βρίσκει τα νερά της» μόνον εκεί όπου μπορεί να ταξινομεί Λάθη); Η ατοπία, ως αθωότητα, αντιστέκεται στην περιγραφή, στον ορισμό, στη γλώσσα, στη γλώσσα που είναι μαγιά, ταξινόμηση των Ονομάτων (των Λαθών). Ο άλλος, ως ατοπικός, κλονίζει τη γλώσσα: αδύνατον να μιλήσεις περί αυτού και επ’ αυτού. Κάθε κατηγόρημα είναι κίβδηλο, οδυνηρό, άστοχο, ενοχλητικό: ο άλλος είναι απροσδιόριστος.
-Η ατοπία του έρωτα, το ιδιαίτερο, δηλαδή, χαρακτηριστικό του που τον κάνει να εκφέυγει απ’ όλες τις περί αυτού διατριβές, έγκειται μάλλον στο ότι, δεν είναι δυνατό να μιλήσεις γι’ αυτόν παρά μόνο σύμφωνα μ’ ένα αυστηρό προσφωνητικό καθορισμό. Και τούτο ισχύει τελεσίδικα. Στο λόγο περί έρωτος, άσχετα με την ειδολογική του υπόσταση -φιλοσοφικός, γνωμικός, λυρικός ή μυθιστορηματικός- υπάρχει πάντα ένα πρόσωπο στο οποίο απευθύνεσαι, έστω κι αν αυτό έχει περιέλθει σε κατάσταση φαντάσματος ή αναμενόμενου πλάσματος. Κανείς δεν έχει όρεξη να μιλήσει για τον έρωτα σαν δεν υπάρχει κάποιος για τον οποίο να το κάνει).
➤ Η παρέμβαση του Jacques Lacan στην ψυχαναλυτική θεωρία - Διαβαστε εδω...
Η ΑΡΧΑΙΑ ΡΗΤΟΡΙΚΗ
ΜΝΗΜΟΝΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ
BARTHES ROLAND
Η παρούσα έκθεση αποτελεί μεταγραφή ενός σεμιναρίου που δόθηκε στην Ecole Pratique des Hautes Etudes κατά το ακαδημαϊκό έτος 1964-1965. Στην απαρχή -ή στον ορίζοντα- αυτού του σεμιναρίου υπήρχε, όπως πάντα, το μοντέρνο κείμενο, δηλαδή: το κείμενο που δεν υπάρχει ακόμα. Ένας τρόπος για να προσεγγίσουμε το νέο αυτό κείμενο είναι να αναζητήσουμε από πού ξεκινά και σε τι εναντιώνεται, και ως εκ τούτου να αντιπαραβάλουμε τη νέα σημειωτική της γραφής και την αρχαία πρακτική της λογοτεχνικής γλώσσας που για αιώνες ονομάστηκε ρητορική. Εξ ου και η ιδέα ενός σεμιναρίου πάνω στην αρχαία ρητορική: αρχαία δεν σημαίνει πως σήμερα υπάρχει μια νέα ρητορική· η αρχαία ρητορική αντιτίθεται κυριότερα σε αυτό το νέο που ίσως δεν έχει ακόμα συντελεστεί: ο κόσμος είναι απίστευτα έμπλεος αρχαίας ρητορικής.
➤ Η παρέμβαση του Jacques Lacan στην ψυχαναλυτική θεωρία - Διαβαστε εδω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου