Ο Φρόυντ εργάστηκε για να βρει καταρχήν μεθόδους θεραπείας των νευρώσεων, όμως η μεγάλη του θεωρητική συμβολή έγκειται στο ότι δεν ξεχώρισε τελικά τους νευρωτικούς από τους «ψυχικά υγιείς»: η μελέτη των νευρώσεων (οι οποίες, σύμφωνα με τον Φρόυντ, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την ανάπτυξη της ανθρώπινης σεξουαλικότητας) χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για την κατανόηση των ψυχικών δομών και διεργασιών σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Από την ίδρυσή της ως σήμερα, η ψυχανάλυση ερευνά τους σύνθετους και επίπονους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται η σεξουαλικότητα και οι σεξουαλικές διαφορές κατά την πορεία της ανάπτυξης του κάθε ατόμου ή, αν θέλουμε να είμαστε πιο ακριβείς, του κάθε έμφυλου υποκειμένου.
Ο Φρόυντ θεωρούσε τη λογοτεχνία και την ποίηση προνομιακά πεδία μελέτης για όποιον θέλει να ανακαλύψει και να κατανοήσει τα μυστικά των ψυχικών διεργασιών και της σεξουαλικότητας, που λαμβάνουν χώρα κυρίως στο ασυνείδητο.
Δεν είναι τυχαίο ότι η ονομασία του κεντρικού αξιώματος της θεωρίας του για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα προέρχεται από τη λογοτεχνία: ο όρος Οιδιπόδειο σύμπλεγμα παραπέμπει στο δράμα του Σοφοκλή Οιδίπους τύραννος (5ος αιώνας π.Χ.) και υπονοεί ότι η –εμβληματική για την ψυχανάλυση– τραγική ιστορία του ήρωα Οιδίποδα (που προσπάθησε, αλλά τελικά δεν κατάφερε να αποφύγει το πεπρωμένο του, δηλαδή την ερωτική επιθυμία για τη μητέρα του και τις καταστροφικές συνέπειες αυτής της επιθυμίας), αντλεί τη δύναμή της από το γεγονός ότι απηχεί και κινητοποιεί ένα τρομακτικό φαντασιακό σενάριο, το οποίο ελλοχεύει στο πίσω μέρος του νου κάθε αναγνώστη ή θεατή.
Το Σεπτέμβριο του 1885 διορίστηκε με τον τίτλο του Privatdozent (υφηγητή) στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, στο τμήμα Νευροπαθολογίας. Το Μάρτιο του 1885, ο Φρόυντ είχε υποβάλει επίσης αίτηση για μία ταξιδιωτική υποτροφία, την οποία τελικά κατάφερε να κερδίσει χάρη στη δυναμική παρέμβαση και στήριξή του από τον Ερνστ φον Μπρύκε. Στο πλαίσιο αυτής της υποτροφίας, ταξίδεψε στο Παρίσι για δεκαεννέα εβδομάδες, αφιερωμένος σε μελέτες στη νευρολογία. Εργάστηκε κοντά σε έναν από τους σημαντικότερους νευροπαθολόγους της εποχής, τον Ζαν Μαρτέν Σαρκό, και θεωρείται πως την περίοδο αυτή ανακάλυψε την ψυχολογική πλευρά της νευροπαθολογίας, στην οποία έστρεψε αργότερα το ενδιαφέρον του.
Τον Οκτώβριο του 1886 παρουσίασε ως όφειλε, την «ταξιδιωτική αναφορά» του, ενώπιον της Ιατρικής Εταιρείας, με τίτλο Περί ανδρικής υστερίας, η οποία αντιμετωπίστηκε με έντονη δυσπιστία. Από τον Απρίλιο του ίδιου έτους, δεχόταν ασθενείς σε ιδιωτικό του ιατρείο, εργαζόμενος επίσης ως νευρολόγος στο Ινστιτούτο Παιδιατρικής του καθηγητή Μαξ Κάσοβιτς, ενώ στις 13 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε ο πολιτικός γάμος του με τη Μάρθα Μπέρναϋς. Η ιδιωτική πελατεία του Φρόυντ απαρτιζόταν κυρίως από νευρωτικούς ασθενείς, για τη θεραπεία των οποίων χρησιμοποίησε αρχικά τις ευρύτερα αποδεκτές μεθόδους της εποχής, όπως την ηλεκτροθεραπεία και τα ιαματικά λουτρά. Από το Δεκέμβριο του 1887, στράφηκε στην μέθοδο της ύπνωσης, με την οποία σημείωσε αρκετές επιτυχίες και έγινε υπέρμαχος της υπόθεσης του υπνωτισμού. Προκειμένου να βελτιώσει την τεχνική του στην υπνωτική υποβολή, ταξίδεψε το καλοκαίρι του 1889 στο Νανσύ, όπου παρακολούθησε τον Ωγκύστ Αμπρουάζ Λιεμπώ, ιδρυτή της Σχολής του Νανσύ, καθώς και τα πειράματα του Ιππολύτ Μπέρνχαϊμ.
Την περίοδο αυτή, ιδιαίτερης σημασίας υπήρξε η γνωριμία και φιλία του Φρόυντ με τον διακεκριμένο γιατρό Γιόζεφ Μπρόιερ (1842-1925). Ο Μπρόιερ είχε αναλάβει μία κλασική περίπτωση υστερίας, γνωστή στην ιατρική βιβλιογραφία ως η περίπτωση της «Άννας Ο.» και είχε ανακαλύψει τυχαία πως όταν στη διάρκεια της ύπνωσής της, η ασθενής θυμόταν λεπτομερώς και εξέφραζε την αρχική κατάσταση που είχε οδηγήσει στο υστερικό σύμπτωμα, τότε αυτό εξαφανιζόταν. Αυτή την «καθαρτική μέθοδο» του Μπρόιερ εφάρμοσε ο Φρόυντ για πρώτη φορά το 1889, αποκτώντας σταδιακά σημαντική εμπειρία.
Μαζί με τον Μπρόιερ δημοσίευσε αποτελέσματα των δοκιμών τους στις Μελέτες για την Υστερία (Studien über Hysterie, 1895), έργο από το οποίο θεωρείται πως αναδύθηκε η Ψυχανάλυση (ειδικότερα το κεφάλαιο με τίτλο «Περί του ψυχικού μηχανισμού των υστερικών φαινομένων»).
Ο Φρόυντ επιθυμούσε να απελευθερωθεί από τη μέθοδο της ύπνωσης, την οποία απαρνήθηκε οριστικά ως θεραπευτική μέθοδο το 1896, και σταδιακά μετατοπίστηκε από την καθαρτική μέθοδο στην ψυχαναλυτική. Μέσα από μία τεχνική ελεύθερων συνειρμών του ασθενούς, παρατήρησε πως αναδυόταν στην επιφάνεια ένας σημαντικός αριθμός από μνήμες του, που αφορούσαν σεξουαλικές εμπειρίες, γεγονός που τον οδήγησε στη βαθύτερη διερεύνηση του ρόλου των σεξουαλικών παραγόντων στις νευρώσεις.
Οι Μελέτες για την Υστερία δεν έτυχαν θερμής αποδοχής από τον ιατρικό κόσμο και λίγο πριν την έκδοσή του βιβλίου, η συνεργασία του με τον Μπρόιερ διακόπηκε, κυρίως εξαιτίας της απροθυμίας του τελευταίου να ακολουθήσει τον Φρόυντ στη βαθύτερη διερεύνηση της σεξουαλικότητας ως αιτιολογία των νευρώσεων και να ασπαστεί τις ρηξικέλευθες ιδέες του. Την περίοδο 1893-98, δημοσίευσε περίπου δώδεκα εργασίες, από τις οποίες ξεχωρίζουν εκείνες για τις «αμυντικές νευροψυχώσεις», όπου ο Φρόυντ αναφέρεται στην «άμυνα» ή «απώθηση» ως κεντρικής σημασίας για τον «ψυχικό μηχανισμό».
H περίοδος μέχρι το 1906 υπήρξε εν γένει μία από τις δημιουργικότερες φάσεις στη ζωή του Φρόυντ, κατά την οποία διαμόρφωσε αρκετές από τις καινοτόμες θεωρίες του, παρά το γεγονός πως βρισκόταν σχεδόν απομονωμένος από τον υπόλοιπο ιατρικό κόσμο. Ιδιαίτερης αξίας θεωρείται η ανακάλυψη του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Η σύλληψη του οιδιπόδειου συμπλέγματος καταγράφεται σε επιστολές του το 1897, την ίδια περίπου περίοδο που ο Φρόυντ ξεκίνησε την αυτοανάλυσή του.
Στις 4 Νοεμβρίου του 1899, εκδόθηκε επίσης ένα από τα σημαντικότερα έργα του και κατά πολλούς το κορυφαίο βιβλίο του, Η Ερμηνεία των Ονείρων (γερμ.:Die Traumdeutung), με βασικό θέμα τη διερεύνηση του ονείρου ως εκπλήρωση μίας επιθυμίας. Βασική του θέση ήταν ότι το όνειρο (ακόμη και οι εφιάλτες) αποτελεί πάντοτε την εκπλήρωση μιας ασυνείδητης επιθυμίας, η έκφραση της οποίας όμως λογοκρίνεται πριν γίνει συνειδητή και παραμορφώνεται με διάφορους μηχανισμούς, όπως η μετάθεση και η χρήση συμβόλων.
Το βιβλίο αγνοήθηκε για περίπου μία δεκαετία πριν αρχίσει να αναγνωρίζεται η αξία του, περίοδο κατά την οποία εμφανίστηκαν λίγες και ως επί το πλείστον περιφρονητικές κριτικές. Ακολούθησε ένα από τα πιο γνωστά βιβλία του, Για την ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής (Zur Psychopathologie des Alltagslebens), δημοσιευμένο το 1904, καθώς και οι Τρεις πραγματείες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας (Drei Abhandlungen zur Sexualtheorie) του 1905, βιβλίο που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση, ενισχύοντας σε μεγάλο βαθμό την αντιδημοτικότητα του Φρόυντ, ειδικότερα για τον ισχυρισμό πως κάθε παιδί γεννιέται με σεξουαλικές ενορμήσεις.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, η απομόνωση του Φρόυντ άρχισε να μειώνεται, καθώς αρκετοί διακεκριμένοι ψυχίατροι χρησιμοποιούσαν την ψυχαναλυτική μέθοδο για την αντιμετώπιση νευρώσεων. Στην ψυχιατρική κλινική της Ζυρίχης, το προσωπικό του καθηγητή ψυχιατρικής Eugen Bleuler, με εξέχουσα μορφή τον Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ, εφάρμοζε τις ιδέες του Φρόυντ προς διάφορες κατευθύνσεις και από τον Απρίλιο του 1906 ξεκίνησε μία τακτική αλληλογραφία μεταξύ του Γιουνγκ και του Φρόυντ, η οποία διατηρήθηκε για τα επόμενα επτά χρόνια. Συνεργασία ανέπτυξε επίσης με τον ψυχαναλυτή Καρλ Άμπραχαμ (Karl Abraham) και τον παθολόγο, με ενδιαφέρον στον υπνωτισμό, Σαντόρ Φερέντσι (Sandor Ferenczi), οι οποίοι μαζί με τους Όττο Ρανκ, Έρνεστ Τζόουνς, Μαξ Άιτινγκον (Max Eitingon) και Χανς Ζαξ (Hans Sachs), αποτέλεσαν μέλη ενός μικρού κύκλου συνεργατών του Φρόυντ, αποκαλούμενος στη Ζυρίχη και «κύκλος Φρόυντ». Τον Απρίλιο του 1908 πραγματοποιήθηκε στο Σάλτσμπουργκ μία διεθνής συνάντηση, ένα ιδιότυπο συνέδριο που ονομάστηκε «επισήμως» από τον Γιουνγκ Συνάντηση για τη Φροϋδική Ψυχολογία, στο οποίο συμμετείχαν 42 σύνεδροι που ασκούσαν ή άσκησαν αργότερα την ψυχανάλυση και παρουσιάστηκαν συνολικά εννέα εργασίες. Η συνάντηση αυτή θεωρείται μία από τις πρώτες δημόσιες αναγνωρίσεις του έργου του. Μεταξύ των ομιλητών ήταν ο Φρόυντ, ο Γιουνγκ, ο Έρνεστ Τζόουνς και ο Άλφρεντ Άντλερ, ενώ στην ίδια συνάντηση αποφασίστηκε η έκδοση του πρώτου περιοδικού που θα ήταν αφιερωμένο στην ψυχανάλυση και ονομάστηκε Επετηρίδα Ψυχαναλυτικών και Ψυχοπαθολογικών Μελετών.
Σημαντική συμβολή στην είσοδο του έργου του Φρόυντ σε έναν ευρύτερο κύκλο είχε επίσης η πρόσκληση που του απηύθυνε το 1909 ο Στάνλεϋ Χωλ, καθηγητής και πρόεδρος του Πανεπιστημίου Κλαρκ στη Μασσαχουσέτη, για μία σειρά διαλέξεων με αφορμή την εικοστή επέτειο από την ίδρυση του πανεπιστημίου. O Φρόυντ πραγματοποίησε πέντε ομιλίες και αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα, γεγονός που ο ίδιος χαρακτήρισε ως «πρώτη επίσημη αναγνώριση» των προσπαθειών του. Στο πλαίσιο ενός γενικευμένου «κινήματος» γύρω από την ψυχανάλυση, ιδρύθηκε το 1910 η Διεθνής Ψυχαναλυτική Εταιρεία, με πρόεδρο τον Γιουνγκ, την ίδια στιγμή που άλλες τοπικές εταιρείες εξελίσσονταν στη Βιέννη, στο Βερολίνο και στη Ζυρίχη, ενώ παράλληλα εκδίδονταν αρκετά νέα περιοδικά αφιερωμένα στην ψυχανάλυση. Την περίοδο αυτή, η ψυχανάλυση ήταν αντικείμενο συζήτησης σε πολυάριθμα συνέδρια, αν και ακόμη λίγες εργασίες τάσσονταν ευνοϊκά απέναντί της. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, είχε αντιθέτως πολύ ευρύτερη αποδοχή που οδήγησε στην ίδρυση της Αμερικανικής Ψυχαναλυτικής Ένωσης το 1911.
Συγκρούσεις και σχίσμα στο ψυχαναλυτικό κίνημα
Μετά τη διαμόρφωση μίας νέας σχολής ψυχανάλυσης, της οποίας ο Φρόυντ υπήρξε ιδρυτής, έγιναν εμφανείς οι επιστημονικές διαφορές άλλων ερευνητών, οι οποίοι ανέπτυξαν σταδιακά νέες θεωρίες ή υποθέσεις που απομακρύνονταν από τις φροϋδικές.
Κεντρικά πρόσωπα της διάσπασης που ακολούθησε ήταν ο Άλφρεντ Άντλερ και ο Καρλ Γιουνγκ. Ο Άντλερ υπήρξε αργότερα θεμελιωτής της ατομικής ψυχολογίας, εστιάζοντας περισσότερο σε μία πρακτική ανθρωπογνωσία. Οι αποκλίσεις των νέων θεωρήσεων του Γιουνγκ από τις πρώτες αρχές της ψυχανάλυσης προκάλεσαν επίσης τη ρήξη στις επιστημονικές και φιλικές σχέσεις του με τον Φρόυντ.
Αν και ο τελευταίος προόριζε τον Γιουνγκ για «διάδοχό» του, οι διαισθητικές ή μυστικιστικές ερμηνείες του Γιουνγκ στάθηκε αδύνατο να γεφυρωθούν με την αυστηρή επιστημονική παρατήρηση του Φρόυντ. Η απόσχιση των Άντλερ και Γιουνγκ που οδήγησε στη διαμόρφωση, μέχρι τις αρχές του 1914, τριών διαφορετικών σχολών ψυχανάλυσης, οδήγησε το 1913 στη δημιουργία μίας μικρής ομάδας αναλυτών, γνωστή ως η «Επιτροπή», με σκοπό την διαχείριση μελλοντικών διχογνωμιών και υπεράσπισης των φροϋδικών θεωριών.
Η απομάκρυνση μαθητών και συνεργατών του Φρόυντ από τον κύκλο που είχε σχηματιστεί γύρω του, έχει ερμηνευτεί ως αποτέλεσμα αυταρχικής συμπεριφοράς του Φρόυντ, αν και μέσα από την προσωπική αλληλογραφία του αναδεικνύεται η διάθεσή του να ελαχιστοποιούνται οι διαφορές και να μην επιτρέπει σε αυτές να διαταράσσουν τις διαπροσωπικές του σχέσεις.
Το ασυνείδητο
Αν και ο Φρόυντ δεν ανακάλυψε για πρώτη φορά το ασυνείδητο, συνέβαλε ουσιαστικά στην μελέτη του. Κατά την περίοδο του 19ου αιώνα η επικρατούσα πεποίθηση ήταν θετικιστικής κατεύθυνσης, υπήρχε δηλαδή η άποψη πως ο άνθρωπος μπορούσε να ελέγξει με τη λογική τη συμπεριφορά του και τη σχέση του με τον κόσμο. Ο Φρόυντ πρότεινε ουσιαστικά πως αυτή η θέση είναι μία αυταπάτη καθώς οι άνθρωποι δρουν συχνά για λόγους που δεν άπτονται των συνειδητών σκέψεων τους, καθώς το ασυνείδητο μπορεί να αποτελεί την πηγή των ανθρώπινων κινήτρων. Ο Φρόυντ προέκτεινε τη θεωρία του μελετώντας συστηματικά τα όνειρα, τα οποία αποκάλεσε και τον «βασιλικό δρόμο προς το ασυνείδητο», θεωρώντας τα ως το καλύτερο δείγμα πεδίου δράσης του ασυνειδήτου. Στην σπουδαιότερη -σύμφωνα με τον ίδιο- εργασία του Η Ερμηνεία των Ονείρων, ανέπτυξε τα επιχειρήματα του περί της ύπαρξης του ασυνειδήτου αλλά και περιέγραψε μια μεθοδολογία για την πρόσβαση του ατόμου σε αυτό, μέσω του προ-συνειδητού.
Μία κρίσιμη για τη λειτουργία του ασυνειδήτου διαδικασία είναι η απώθηση. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, οι άνθρωποι βιώνουν συχνά επίπονες σκέψεις ή μνήμες τις οποίες εφόσον δεν μπορούν να αντέξουν, έχουν τη δυνατότητα να τις απωθήσουν από το συνειδητό μέρος της λειτουργίας του εγκεφάλου στο ασυνείδητο. Ο Φρόυντ προσπάθησε να ταξινομήσει τα είδη των διαφορετικών συναισθημάτων ή σκέψεων που απωθούνται, ωστόσο κατέληξε πως διαφορετικοί ασθενείς του απωθούσαν διαφορετικές παρελθούσες εντυπώσεις. Επιπλέον παρατήρησε πως η ίδια η λειτουργία της απώθησης είναι μη συνειδητή.
Το Εκείνο, το Εγώ και το Υπερεγώ
Ο Φρόυντ, στην προσπάθεια ερμηνείας της λειτουργίας του ασυνειδήτου, πρότεινε πως διακρίνεται από μία δομή, σύμφωνα με την οποία διαιρείται σε τρία μέρη: το Εκείνο (ή Id λατ.), το Εγώ και το Υπερεγώ. Το εκείνο αντιπροσωπεύει τα κίνητρα, τα ένστικτα και τις βιολογικές ανάγκες του ατόμου και κατά συνέπεια είναι έμφυτο, υπάρχει δηλαδή κατά τη γέννηση και δεν επηρεάζεται από την εμπειρία του ατόμου. Η έννοια του Εγώ αποτελεί το λογικό μέρος που αν και δεν είναι έμφυτο, αναπτύσσεται και καλλιεργείται με την επίδραση της συσσωρευμένης εμπειρίας. Το Υπερεγώ αντιπροσωπεύει όλες τις θετικές ηθικές και κοινωνικές αξίες του ατόμου, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο την ηθική συνείδηση. Ο Φρόυντ διατύπωσε περαιτέρω πως η αλληλοσυσχέτιση των τριών αυτών στοιχείων καθορίζουν την ψυχική κατάσταση του ατόμου, έτσι ώστε αν οι πιέσεις που εξασκούν το ένα πάνω στο άλλο είναι ετεροβαρείς, τότε δημιουργούνται συγκρούσεις ανάμεσα στο Εγώ και τις ενστικτώδεις ορμές ή τη συνείδηση, οι οποίες ωθούν το άτομο να καταφύγει σε συγκεκριμένους μηχανισμούς άμυνας.
Αμυντικοί ψυχικοί μηχανισμοί
Οι αμυντικοί μηχανισμοί αποτελούν ασυνείδητους μηχανισμούς που τίθενται σε λειτουργία από το Εγώ όταν αποτυγχάνουν διάφορες συνειδητές προσπάθειες. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, οι αμυντικοί μηχανισμοί είναι η μέθοδος με την οποία το Εγώ μπορεί να λύσει τις συγκρούσεις που υφίστανται με το υπερεγώ και το Εκείνο. Η χρήση των μηχανισμών αυτών από το άτομο είναι πολλές φορές χρήσιμη —εάν γίνεται συγκρατημένα— αλλά η κατάχρηση ή η επαναχρησιμοποίησή τους μπορεί να οδηγήσει σε ψυχολογικές διαταραχές όπως η κατάθλιψη.
Κριτική του έργου του
Ήδη από την εποχή του, ο Φρόυντ δέχτηκε ισχυρή κριτική για το έργο του. Η κριτική αφορούσε τόσο τα συμπεράσματα των μελετών του όσο και την καθαυτή επιστημονική φύση των διαδικασιών ψυχικής ερμηνείας και θεραπείας.
Για παράδειγμα, ο φιλόσοφος της επιστήμης Σερ Καρλ Πόπερ θεώρησε ότι οι θεωρίες ψυχολογίας στις οποίες βασίζονται οι ψυχοθεραπείες δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν επιστημονικές καθώς υπόκεινται σε υποκειμενικές ερμηνείες. Ακόμη και οι ισχυρισμοί περί κλινικής παρακολούθησης δεν μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικοί ή επιστημονικοί καθώς αποτελούν ερμηνείες βασισμένες σε θεωρίες οικείες σε εκείνον που την διεξάγει και έτσι βασίζονται στην επιβεβαίωση και όχι στην επαληθευσιμότητα. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Πόπερ, οι ψυχολογικές θεωρίες που διαμορφώθηκαν από τον Φρόυντ, τον Άντλερ και άλλους «αν και παρουσιάζονται ως επιστήμες, έχουν στην πραγματικότητα περισσότερα κοινά με τους πρωτόγονους μύθους παρά με την επιστήμη· μοιάζουν περισσότερο με την αστρολογία παρά με την αστρονομία».
Ο Άντλερ και η Χόρνεϊ, στηριγμένοι στις θεωρίες του Φρόυντ αλλά διαφωνώντας σε κομβικά σημεία με αυτές, διαμόρφωσαν τη λεγόμενη σχολή του Νεο-φροϋδισμού.
Μια από τις πιο ρηξικέλευθες και αμφιλεγόμενες θέσεις του Φρόυντ είναι ότι η σεξουαλική επιθυμία
Tι είναι η σεξουαλικότητα;
Ο όρος «σεξουαλικότητα» δεν ταυτίζεται με τον σεξουαλικό προσανατολισμό του ατόμου και μονο. Χρησιμοποιείται με μια πιο ευρεία έννοια, πράγμα που οφείλεται στο γεγονός ότι στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα η λέξη «sex» αναφέρεται τόσο στο βιολογικό φύλο όσο και στη σεξουαλική πράξη. Κατά συνέπεια και ο όρος σεξουαλικότητα, σύμφωνα και με τον Joseph Bristow (1997, σ. 1), περιλαμβάνει εξίσου ιδέες για την ηδονή και τη φυσιολογία, τη φαντασία και την ανατομία: «Με δεδομένη τη διπλή σημασία του “σεξ” θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σεξουαλικότητα καταλαμβάνει έναν χώρο όπου, σώματα διαμορφωμένα σεξουαλικά με βάση την ανατομία τους (σε όλα τα σχήματα και τα μεγέθη) και σεξουαλικές επιθυμίες (σε όλη την ποικιλία τους), συναντιούνται – ίσα-ίσα για να χωρίσουν.
Υπό αυτή τη θεώρηση, η σεξουαλικότητα (η έννοιά της) εμπεριέχει πολλά διαφορετικά είδη σωμάτων και σεξουαλικής επιθυμίας».
Υπό αυτή τη θεώρηση, η σεξουαλικότητα (η έννοιά της) εμπεριέχει πολλά διαφορετικά είδη σωμάτων και σεξουαλικής επιθυμίας».
Μια από τις πιο ρηξικέλευθες και αμφιλεγόμενες θέσεις του Φρόυντ είναι ότι η σεξουαλική επιθυμία
εμφανίζεται στον άνθρωπο λίγο μετά τη γέννησή του, με τη διαδικασία του θηλασμού. Κλειδί για την κατανόηση της ψυχανάλυσης είναι η κατανόηση της έννοιας της «ενόρμησης»: όλα τα ζώα έχουν ένστικτα –το ένστικτο της πείνας που οδηγεί στον θηλασμό είναι ένα από αυτά– αλλά ο άνθρωπος έχει επιπλέον «ενορμήσεις», που συνδέουν (και ταυτόχρονα διαφοροποιούν) το ένστικτο με την επιθυμία και την ηδονή, οι οποίες είναι επίσης εξαρτημένες από το σώμα και τις λεγόμενες ερωτογενείς ζώνες και περιοχές. Αυτό σημαίνει ότι για τη φροϋδική ψυχανάλυση, καταστατικά, η διαμόρφωση της προσωπικότητας, όπως και οι διάφορες εκφάνσεις της ανθρώπινης δημιουργικότητας, είναι συνυφασμένες με ή και αναγώγιμες στο σώμα, τις λειτουργίες και τις εμπειρίες του, ακόμα και τις «μνήμες» του.
Ο συνήθης διαχωρισμός σώματος και πνεύματος δεν ισχύει για την ψυχανάλυση. Προσοχή, όμως, εδώ: όπως τονίζει ο Bristow (σ. 68), παρ’ όλο που o Φρόυντ αναγνωρίζει ότι ορισμένα μέρη του σώματος (στόμα, πρωκτός, γεννητικά όργανα) αποτελούν κατεξοχήν ερωτογενείς ζώνες, «κάθε μέρος του σώματος μπορεί να ερμηνευτεί με μια ποικιλία από τρόπους. […] Μπορεί να εξυπηρετήσει βιολογικούς σκοπούς, να γίνει ερωτογενής περιοχή, να προκαλέσει αηδία, ανάλογα με την προδιάθεση του υποκειμένου. [Επιπλέον], τα μέρη του σώματος δεν έχουν την αποκλειστικότητα της σεξουαλικής έλξης. Ο Φρόυντ επισημαίνει πως τα φετίχ –όπως το πόδι ή τα μαλλιά ή οποιοδήποτε άψυχο αντικείμενο– είναι δυνατόν να λειτουργήσουν ως υποκατάστατα σεξουαλικού αντικειμένου». Η ψυχανάλυση δεν αναγνωρίζει, δηλαδή, μια άμεση σχέση αίτιου-αιτιατού ανάμεσα στη βιολογία, τη σεξουαλική ταυτότητα και τη σεξουαλική διαφορά.
Ο συνήθης διαχωρισμός σώματος και πνεύματος δεν ισχύει για την ψυχανάλυση. Προσοχή, όμως, εδώ: όπως τονίζει ο Bristow (σ. 68), παρ’ όλο που o Φρόυντ αναγνωρίζει ότι ορισμένα μέρη του σώματος (στόμα, πρωκτός, γεννητικά όργανα) αποτελούν κατεξοχήν ερωτογενείς ζώνες, «κάθε μέρος του σώματος μπορεί να ερμηνευτεί με μια ποικιλία από τρόπους. […] Μπορεί να εξυπηρετήσει βιολογικούς σκοπούς, να γίνει ερωτογενής περιοχή, να προκαλέσει αηδία, ανάλογα με την προδιάθεση του υποκειμένου. [Επιπλέον], τα μέρη του σώματος δεν έχουν την αποκλειστικότητα της σεξουαλικής έλξης. Ο Φρόυντ επισημαίνει πως τα φετίχ –όπως το πόδι ή τα μαλλιά ή οποιοδήποτε άψυχο αντικείμενο– είναι δυνατόν να λειτουργήσουν ως υποκατάστατα σεξουαλικού αντικειμένου». Η ψυχανάλυση δεν αναγνωρίζει, δηλαδή, μια άμεση σχέση αίτιου-αιτιατού ανάμεσα στη βιολογία, τη σεξουαλική ταυτότητα και τη σεξουαλική διαφορά.
Το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα του αγοριού
Το πρώτο ερωτικό αντικείμενο για το βρέφος (όχι μόνο για το αγόρι, αλλά και για το κορίτσι) είναι το σώμα της μητέρας του. Το μικρό αγόρι αναγκάζεται να αποχωριστεί τη μητέρα του υπό τον «φόβο του ευνουχισμού» από τον πατέρα, τον οποίο θεωρεί παντοδύναμο και επικίνδυνο. Κατόπιν περνάει, μέσω μιας αμυντικής αντίδρασης σε αυτόν τον φόβο, σε ένα στάδιο ταύτισης και έρωτα με τον πατέρα, κατά το οποίο μυείται και εκπαιδεύεται στην αρρενωπότητα, μαθαίνει τι σημαίνει να είσαι και να συμπεριφέρεσαι σαν άνδρας και, στο τέλος, αν όλα πάνε «κατ’ ευχήν» (δηλαδή σύμφωνα με τις επιταγές της κανονιστικής σεξουαλικότητας), ταυτίζεται με την αρρενωπότητα, ενώ παράλληλα συμβιβάζεται με τη μεταφορά της σεξουαλικής του επιθυμίας σε μια γυναίκα, άλλη από τη μητέρα του. Ο πρώτος έρωτας του άνδρα για τη μητέρα του, ωστόσο, δεν πεθαίνει ποτέ τελείως, παρά σοβεί πάντα, λιγότερο ή περισσότερο θαμμένος στο ασυνείδητό του.
Ο όρος «Οιδιπόδειο σύμπλεγμα» αναφέρεται στην αιμομικτική επιθυμία του αγοριού για τη μητέρα, ενώ ο όρος «σύμπλεγμα του ευνουχισμού» αναφέρεται στον τρόμο ότι είναι πιθανό να χάσει το πολύτιμο πέος του – τον φαλλό. Το αγόρι πιστεύει ότι υπάρχει όντως κίνδυνος ευνουχισμού, ειδικά καθώς αντιλαμβάνεται ότι η μητέρα του δεν είναι «φαλλική» όπως αυτό, πράγμα που αποδεικνύει ότι υπάρχουν άνθρωποι χωρίς φαλλό, δηλαδή οι γυναίκες. «Ο συμβολικός ευνουχισμός, που εκδηλώνεται πολιτισμικά ως το ταμπού της αιμομιξίας, οδηγεί στη διαμόρφωση του υπερεγώ, του οποίου η ψυχική λειτουργία είναι να εσωτερικεύει πολιτισμικές απαγορεύσεις, όπως τις σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσα σε μάνα και γιο.» (Bristow, σ. 74).
Ο πρωταρχικός έρωτας για τη μητέρα αλλά και άλλες επιθυμίες, ενορμήσεις, αισθήματα και μνήμες, που καταπιέζονται κατά τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης και απωθούνται στο ασυνείδητο ως απαράδεκτες για τη συνείδηση, μετασχηματίζονται, «εξευγενίζονται» και διοχετεύονται μέσω της διαδικασίας της «μετουσίωσης» (ή «εξιδανικευτικής μετουσίωσης») στη συγγραφή του λογοτεχνικού κειμένου και σε κάθε εκδήλωση πολιτισμού, όπου εγγράφονται με έμμεσο, συμβολικό και μεταφορικό τρόπο.
Ένα παράδειγμα από τη λογοτεχνία που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο Φρόυντ για να εξεικονίσει το Οιδιπόδειο είναι η τραγωδία του Σαίξπηρ Άμλετ. Ο πρίγκιπας της Δανίας Άμλετ μαθαίνει από το φάντασμα του δολοφονημένου πατέρα του ότι ο δολοφόνος του ήταν ο ίδιος του ο αδερφός –και θείος του Άμλετ– ο οποίος, αφού διέπραξε το έγκλημα, παντρεύτηκε τη σύζυγο του θύματος και μητέρα του Άμλετ, Γερτρούδη. Το φάντασμα (και η κοινή λογική) υποβάλλει στον γιο την ιδέα να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα, να σκοτώσει δηλαδή τον δολοφόνο και προδότη θείο του. Όμως ο Άμλετ διστάζει και καθυστερεί αδικαιολόγητα να δράσει. Το κριτικό ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, από το έργο είναι: για ποιον λόγο διστάζει ο Άμλετ να πράξει όπως πρέπει;
Η απάντηση του Φρόυντ είναι ότι οι αναστολές του Άμλετ οφείλονται στο αίσθημα της ενοχής, διότι στο ασυνείδητό του πάντα σοβούσε η απωθημένη επιθυμία του κάθε γιου να σκοτώσει τον πατέρα του για να αποκτήσει την μητέρα του. Κατά συνέπεια, ταυτίζεται με τον δολοφόνο θείο που διέπραξε το έγκλημα (θα ήθελε, ασυνείδητα, να το είχε διαπράξει ο ίδιος) και, συνακόλουθα, η ταύτιση αυτή με τον δολοφόνο του προκαλεί ενοχή. Μάλιστα, ο Φρόυντ προχωρά ακόμα παραπέρα. Ο Σαίξπηρ έγραψε τον Άμλετ λίγο μετά τον θάνατο του δικού του πατέρα, γεγονός που θα πρέπει –υποθέτει ο Φρόυντ– να αναζωπύρωσε στοιχεία του απωθημένου οιδιπόδειου συμπλέγματος του ίδιου του Σαίξπηρ, τα οποία διοχετεύτηκαν «μετουσιωμένα» στη συγγραφή του έργου.
Το Οιδιπόδειο του κοριτσιού
Η κατά Φρόυντ οιδιπόδεια πορεία του κοριτσιού δεν είναι γενικά αποδεκτή σήμερα, αξίζει ωστόσο να αναφερθει, όχι μόνο για ιστορικούς λόγους, αλλά κυρίως για το εξής ενδιαφέρον ερώτημα: ο Φρόυντ σκέφτεται με όρους βιολογισμού και ουσιοκρατίας, ή όχι; Η γυναίκα, για τον Φρόυντ, γεννιέται ή γίνεται;
Ο Φρόυντ ισχυρίζεται ότι για τα κορίτσια τα πράγματα είναι ιδιαίτερα δύσκολα, καθώς και αυτά ξεκινούν τη ζωή προσκολλημένα στο σώμα της μητέρας τους, με συνέπεια το πρώτο αντικείμενο της ερωτικής τους επιθυμίας να είναι, ακριβώς, το σώμα της μητέρας, δηλαδή ένα γυναικείο σώμα. Τα κορίτσια είναι αναγκασμένα, όχι απλώς, όπως κάνουν τα αγόρια, να μεταφέρουν την επιθυμία τους από μια γυναίκα (τη μητέρα) σε μια άλλη γυναίκα, αλλά να μετατοπίσουν δραστικά την επιθυμία τους και ως προς το φύλο. Τι λόγο έχουν όμως, αναρωτιέται ο Φρόυντ, να το κάνουν αυτό και με ποιον τρόπο επέρχεται αυτή η αλλαγή; Με λίγα λόγια, γιατί και πώς γίνεται μια γυναίκα ετεροφυλόφιλη;
Το κορίτσι κάποια στιγμή καταλαβαίνει ότι η μητέρα «ανήκει» στον πατέρα και όχι στην ίδια και βιώνει αυτή τη διαπίστωση ως τεράστια απώλεια. Αποδίδει τον αποκλεισμό της από το σώμα της μητέρας στο γεγονός ότι (αντίθετα με τον πατέρα της) δεν διαθέτει πέος, πράγμα το οποίο αντιλαμβάνεται ως ευνουχισμό και το βιώνει ως μεγάλο ναρκισσιστικό πλήγμα. Σε αυτή τη φάση ορισμένα κορίτσια αναπτύσσουν ως άμυνα ένα σύμπλεγμα που ο Φρόυντ ονομάζει το «σύμπλεγμα της αρρενωπότητας»: η επιθυμία τους για πέος έχει ως αποτέλεσμα να ελπίζουν ότι κάποια στιγμή θα το αποκτήσουν και ότι στο μέλλον θα γίνουν άνδρες. Μερικές πεισμώνουν ενάντια στον ευνουχισμό και αναπτύσσουν την (ασυνείδητη) πεποίθηση ότι έχουν πέος, οπότε συμπεριφέρονται σαν άνδρες.
Στην περίπτωση όμως που η κόρη «αναγνωρίσει» και αποδεχτεί τον «ευνουχισμό» της, γίνεται δυστυχισμένη και αναπτύσσει τον περίφημο «φθόνο του πέους», δηλαδή θεωρεί τον εαυτό της υποδεή και φθονεί τους άνδρες επειδή είναι άνδρες. Συγχρόνως αναπτύσσει έχθρα και περιφρόνηση για τη μητέρα της, την οποία θεωρεί επίσης ευνουχισμένη ή «ελλιπή» και, επιπλέον, υπεύθυνη για (ή και ταυτόσημη με) την «έλλειψη»: η μητέρα φταίει που την έκανε έτσι, η κόρη δεν θέλει καθόλου να της μοιάζει. Το κορίτσι ίσως «μετουσιώσει δημιουργικά» τον φθόνο του πέους, ακολουθώντας μια επαγγελματική καριέρα και λειτουργώντας ανταγωνιστικά (σαν άνδρας). Σε διαφορετική περίπτωση, το κορίτσι είναι υποχρεωμένο να αποδεχτεί τη μειονεκτική του θέση, να «παραδοθεί» στη θηλυκότητα –που σημαίνει έλλειψη και ευνουχισμό– και να ταυτιστεί έτσι με τη μητέρα του. Από την άλλη μεριά, θα πρέπει να αναπτύξει και στρατηγικές ενδυνάμωσης, έτσι ώστε να αντιμετωπίσει και να κατανικήσει αυτή την έλλειψη. Αν όλα «πάνε καλά», αυτό θα το πράξει αναπτύσσοντας την επιθυμία για ένα δικό της παιδί που, σύμφωνα με τον Φρόυντ, αποτελεί υποκατάστατο του φαλλού.
Αλλά πώς θα αποκτήσει παιδί; Η πρώτη κίνηση που κάνει είναι να στραφεί προς τον ίδιο τον πατέρα της και τότε αναπτύσσεται ο περίφημος «έρωτας» της κόρης για τον πατέρα. Το πρόβλημα είναι, γράφει ο Φρόυντ, ότι το Οιδιπόδειο του κοριτσιού, δηλαδή ο έρωτας για τον πατέρα της, συχνά κρατάει πολύ καιρό.
Πολλές γυναίκες μάλιστα «προσκολλώνται» σε αυτό το στάδιο της σεξουαλικής ανάπτυξης και δεν καταφέρνουν ποτέ να ξεπεράσουν τον πατέρα τους. Συνήθως, κατά το επόμενο και τελικό στάδιο, η κόρη τελικά αποδέχεται ότι ο συγκεκριμένος άνδρας, ο πατέρας της, δεν είναι διαθέσιμος και στρέφεται προς ένα υποκατάστατο, έναν άλλο άνδρα, περισσότερο κατάλληλο για να γίνει ο πατέρας των δικών της παιδιών, φτάνοντας έτσι αισίως στο τέλος του οιδιπόδειου.
Οι φεμινίστριες αντέδρασαν αρνητικά στη θεωρία του Φρόυντ για τη θηλυκότητα, θεωρώντας την εγγενώς σεξιστική. Είναι γεγονός ότι θέσεις όπως ο φθόνος του πέους, αλλά και άλλες διατυπώσεις, όπως το ότι οι γυναίκες έχουν ιδιαίτερα αναπτυγμένο ναρκισσισμό και μαζοχισμό, είναι προφανώς υποτιμητικές. Ακόμα πιο σοβαρή είναι η κριτική της Irigaray «ότι η φροϋδική αφήγηση για τη σεξουαλική ανάπτυξη προϋποθέτει ένα αρσενικό σεξουαλικό υποκείμενο [καθώς το μικρό κορίτσι είναι, ή νομίζει πως είναι, το ίδιο με το μικρό αγόρι]· και ότι γυναίκες δεν υπάρχουν καν για τον Φρόυντ: υπάρχουν μόνο μητέρες και πλάσματα που προορίζονται για να γίνουν μητέρες – δηλαδή το νόημα του να είσαι γυναίκα εξαντλείται στο να είσαι μητέρα» (Emily Zaitkin).
Ωστόσο, ο Φρόυντ περιέγραφε και ερμήνευε στοιχεία του ψυχισμού συγκεκριμένων γυναικών, των ασθενών του, έτσι όπως αυτά του είχαν φανερωθεί κατά τη διάρκεια της κλινικής του εμπειρίας. Δεν επιχείρησε να δώσει οδηγίες ή συμβουλές συμπεριφοράς αναφορικά με μια κανονική ή κανονιστική σεξουαλικότητα. Η ανδρική και η γυναικεία ανατομία σημασιοδοτούνται μέσα σε συγκεκριμένα πολιτισμικά συμφραζόμενα και καταγράφονται ως συμβολικές αναπαραστάσεις, τόσο στο ασυνείδητο όσο και στη συνείδηση.
Η Juliet Mitchell, υποστήριξε σε ένα βιβλίο-σταθμό στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία, το Θηλυκότητα και ψυχανάλυση (1974), ότι η θεωρία του Φρόυντ είναι αντι-ουσιοκρατική: ο Φρόυντ αντιτάχτηκε στην κοινότοπη αντίληψη ότι υπάρχειΝμια κανονική (φυσική) σεξουαλικότητα ως προς την οποία μπορούμε να προσδιορίσουμε παρεκκλίσεις και παραλλαγές (δηλαδή ανωμαλίες). Αντιθέτως, πίστευε ότι η σεξουαλικότητα των ενηλίκων είναι η κατάληξη της σύνθετης και επώδυνης οιδιπόδειας διαδρομής, κατά τη διάρκεια της οποίας ποικίλες σεξουαλικές ενορμήσεις (που συσχετίζονται με διαφορετικά μέρη του σώματος) και οι πιο ετερόκλητες σεξουαλικές φαντασιώσεις (που μπορεί να είναι διαστροφικές, ομοφυλοφιλικές, αμφιφυλοφιλικές, σαδιστικές και αιμομικτικές) καταλήγουν σε μια εξισορρόπηση μέσω της απώθησης ή της μετουσίωσης. Οι διαδικασίες της απώθησης και της μετουσίωσης και τα αποτελέσματά τους καθορίζονται, τουλάχιστον σύμφωνα με την ερμηνεία της Mitchell, από τα εκάστοτε πολιτισμικά και κοινωνικά συμφραζόμενα – έχουν, δηλαδή, ιστορικότητα και δεν είναι εγγενείς στη «φύση» του ανθρώπου.
Σύμφωνα με την Adrienne Rich (1976, σ. 202): «Ο Φρόυντ ήξερε πολύ καλά –αν και ποτέ δεν επέλεξε να το διερευνήσει– ότι οι γυναίκες έχουν υποστεί έντονες απογοητεύσεις και στερήσεις ως κοινωνικά όντα. Με λίγα λόγια, ο Φρόυντ εννοούσε τον θηλυκό ευνουχισμό ως μεταφορά.» Η Rich, βέβαια, προχωρά σε κριτική του Φρόυντ, υποστηρίζοντας ότι η άρνησή του «να διερευνήσει το ψυχικό νόημα αυτού του κοινωνικού ακρωτηριασμού» είχε ως αποτέλεσμα το έργο του «να στερείται το είδος της αλήθειας που ονομάζεται “πολιτική”».
Τελικά, όμως, η Rich, όπως πολλές φεμινίστριες, αξιοποίησε ευρήματα του ίδιου του Φρόυντ, στοιχεία της θεωρίας του τα οποία είχαν αρχικά μια περιθωριακή θέση στο έργο του, ή στοιχεία των οποίων οι ριζοσπαστικές, πολιτικές συνέπειες έγιναν κατανοητές από μεταγενέστερους μελετητές. Ένα από αυτά είναι το προ-Οιδιπόδειο στάδιο της ανάπτυξης του ατόμου και η σχέση παιδιού-μητέρας∙ ένα άλλο είναι η ίδια η έννοια του ασυνείδητου.
Στην καθημερινή ζωή προσπαθούμε να εξηγήσουμε με ορθολογικό τρόπο τις πράξεις μας ως συνειδητές επιλογές· ωστόσο, οι φαντασιώσεις, τα αισθήματα και οι επιθυμίες που έχουμε απωθήσει στο ασυνείδητό μας, ως απαράδεκτες για τη συνείδησή μας, επιβιώνουν και επικαθορίζουν τη συνείδησή μας, είτε προσδίδοντας απόλαυση και νόημα στη ζωή μας, είτε υπονομεύοντας τους ισχυρισμούς μας και τα πιστεύω μας σχετικά με το ποιοι είμαστε και γιατί πράττουμε όπως πράττουμε.
Στην καθημερινή ζωή προσπαθούμε να εξηγήσουμε με ορθολογικό τρόπο τις πράξεις μας ως συνειδητές επιλογές· ωστόσο, οι φαντασιώσεις, τα αισθήματα και οι επιθυμίες που έχουμε απωθήσει στο ασυνείδητό μας, ως απαράδεκτες για τη συνείδησή μας, επιβιώνουν και επικαθορίζουν τη συνείδησή μας, είτε προσδίδοντας απόλαυση και νόημα στη ζωή μας, είτε υπονομεύοντας τους ισχυρισμούς μας και τα πιστεύω μας σχετικά με το ποιοι είμαστε και γιατί πράττουμε όπως πράττουμε.
Πριν ο Φρόυντ τονίσει τη σημασία του παράγοντα «ασυνείδητο» για την υποκειμενικότητα, η κυρίαρχη κοσμοθεωρία στις χώρες του δυτικού πολιτισμού, βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στην πεποίθηση ότι ως άτομα, είμαστε (ή οφείλουμε να είμαστε) κυρίαρχοι του νου μας, του εαυτού μας, των επιλογών και των πράξεών μας: επιθυμούμε, συλλογιζόμαστε, επιχειρηματολογούμε ή εκφραζόμαστε καλλιτεχνικά με τρόπους που κατανοούμε και ελέγχουμε απολύτως.
Η ψυχανάλυση αμφισβητεί αυτήν ακριβώς την αυτονόητη παραδοχή, ότι δηλαδή ξέρουμε τι θέλουμε και ξέρουμε τι λέμε. Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία, ο κοινωνικός άνθρωπος δεν είναι ένα αυτόνομο, ενιαίο υποκείμενο, του οποίου η σκέψη και η συμπεριφορά έχουν πάντα το νόημα που το ίδιο το υποκείμενο νομίζει ότι έχουν, αλλά ένα διχασμένο και αντιφατικό υποκείμενο. Όπως εξηγεί η Emily Zaitkin, τοποθετώντας τον Φρόυντ μέσα στην ιστορία των ιδεών στην Ευρώπη, «αντί για το ορθολογικό, εγωιστικό άτομο που προϋποθέτει η φιλελεύθερη πολιτική θεωρία ή το αύταρκες και ανεξάρτητο σκεπτόμενο άτομο, το cogito, που θέτει η Καρτεσιανή επιστημολογία, ο Φρόυντ προτάσσει ένα (πάντοτε έμφυλο) διχασμένο υποκείμενο, άγνωστο στον εαυτό του, που δρα στη βάση πολλαπλών και αντιφατικών μεταξύ τους κινήτρων».
Η εικόνα της Κοκκινοσκουφίτσας με τον λύκο στο κρεβάτι, του Gustave Doré. Σύμφωνα με τον Bettelheim, αρέσει στα παιδιά, γιατί ανταποκρίνεται σε έναν συνδυασμό σεξουαλικής επιθυμίας, βίας και αγωνίας που υπάρχει στο ασυνείδητό τους: «Τα παιδιά γνωρίζουν κάτι που δεν μπορούν να διατυπώσουν.»
• Carl Gustav Jung - Οι εξωστρεφείς, οι ενδοστρεφείς, οι αρχέτυποι και το συλλογικό ασυνείδητο - Διαβαστε εδω...
• Η παρέμβαση του Jacques Lacan στην ψυχαναλυτική θεωρία - Διαβαστε εδω...
Η εικόνα της Κοκκινοσκουφίτσας με τον λύκο στο κρεβάτι, του Gustave Doré. Σύμφωνα με τον Bettelheim, αρέσει στα παιδιά, γιατί ανταποκρίνεται σε έναν συνδυασμό σεξουαλικής επιθυμίας, βίας και αγωνίας που υπάρχει στο ασυνείδητό τους: «Τα παιδιά γνωρίζουν κάτι που δεν μπορούν να διατυπώσουν.»
• Carl Gustav Jung - Οι εξωστρεφείς, οι ενδοστρεφείς, οι αρχέτυποι και το συλλογικό ασυνείδητο - Διαβαστε εδω...
• Η παρέμβαση του Jacques Lacan στην ψυχαναλυτική θεωρία - Διαβαστε εδω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου