Ο Ρενέ-Φρανσουά-Αρμάν Προυντόμ (René-François-Armand Prudhomme) (Παρίσι 16 Μαρτίου 1839 - Γαλλία 6 Σεπτεμβρίου 1907), γνωστός ως Συλί Προυντόμ (Sully Prudhomme), ήταν Γάλλος ποιητής και δοκιμιογράφος, νικητής του πρώτου Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1901.
Ο Προυντόμ αρχικά σπούδασε για να γίνει μηχανικός αλλά άλλαξε τα ενδιαφέροντά του προς τη φιλοσοφία και την ποίηση. Δήλωσε πως ο σκοπός του ήταν να δημιουργήσει επιστημονική ποίηση για την μοντέρνα εποχή. Ως χαρακτήρας ήταν συνειδητοποιημένος και μελαγχολικός και ήταν μέλος της Παρνασσισμού, αν και την ίδια στιγμή το έργο του επιδεικνύει χαρακτηριστικά αμιγώς δικά του.
Ο πατέρας του Προυντόμ ήταν καταστηματάρχης. Ο Προυντόμ φοίτησε στο Λύκειο Βοναπάρτη (Lycée Bonaparte) αλλά διέκοψε τις σπουδές του. Εργάστηκε για μικρό χρονικό διάστημα στην περιοχή Creusot, στο χυτήριο Schneidersteel και έπειτα ξεκίνησε να σπουδάζει νομική σε ένα συμβολαιογραφικό γραφείο. Η ευνοϊκή υποδοχή των πρώιμων ποιημάτων του τον ενθάρρυνε να ξεκινήσει μια λογοτεχνική καριέρα.
Η πρώτη του συλλογή, Stances et Poèmes (1865), επαινέθηκε από τον Sainte-Beuve. Περιλάμβανε το πιο φημισμένο ποίημά του, Le vase brisé. Δημοσίευσε περισσότερη ποίηση πριν την έναρξη του Γαλλο-Πρωσικού Πολέμου. Αυτός ο πόλεμος, για τον οποίο αναφέρθηκε στο ποίημα Impressions de la guerre (1872) και στο ποίημα La France (1874), επιδείνωσε την υγεία του.
Κατά την διάρκεια της καριέρας του, ο Προυντόμ σταδιακά μετατοπίστηκε από το συναισθηματικό ύφος των πρώτων βιβλίων του προς ένα πιο προσωπικό ύφος, το οποίο ενοποίησε την Σχολή του Πρνασσισμού με τα φιλοσοφικά και επιστημονικά θέματα. Έμπνευσή του αποτέλεσε το ποίημα De rerum natura του Λουκρητίου, για το πρώτο βιβλίο του οποίου έκανε μια αντίστροφη μετάφραση. Η φιλοσοφία του εκφράστηκε στο ποίημα La Justice (1878) και στο ποίημα Le Bonheur (1888). Η ακραία οικονομία των στυλιστικών μέσων, ωστόσο, που χρησιμοποιούνται σε αυτά τα δυο ποιήματα κρίθηκε ότι θέτει σε κίνδυνο την ποιητική τους ποιότητα χωρίς να προωθεί τις αξιώσεις τους ως φιλοσοφικά έργα.
Ο Προυντόμ εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1881. Το 1895 ακολούθησε η δεύτερη διάκριση όταν εξέλεγη Chevalier de la Légion d’honneur.
Μετά την έκδοση του ποιήματος Le Bonheur, ο Προυντόμ εγκατέλειψε την ποίηση και άρχισε να γράφει δοκίμια για την αισθητική και την φιλοσοφία. Δημοσίευσε δυο σημαντικά δοκίμια : L'Expression dans les beaux-arts (1884) και Réflexions sur l'art des vers (1892), μια σειρά άρθρων για τον Blaise Pascal στο περιοδικό La Revue des Deux Mondes (1890), ένα άρθρο (La Psychologie du Libre-Arbitre, 1906) στο περιοδικό Revue de métaphysique et de morale.
Ήταν ο πρώτος συγγραφέας που έλαβε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (που του δόθηκε ως "αναγνώριση της ιδιαίτερης ποιητικής σύνθεσής του, η οποία αποδεικνύει τον υψηλό ιδεαλισμό, την καλλιτεχνική τελειότητα και έναν σπάνιο συνδυασμό των ιδιοτήτων τόσο της καρδιάς όσο και του μυαλού").
Αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που έλαβε από το Βραβείο Νόμπελ στην δημιουργία ενός Βραβείου Ποίησης που απονέμεται από την Société des gens de lettres. Το 1902 ίδρυσε την Société des poètes français με τους Jose-Maria de Heredia και Leon Dierx.
Η βεβαρημένη υγεία του (η οποία του δημιουργούσε προβλήματα από το 1870) τον ανάγκασε να ζήσει σχεδόν ως ερημίτης στο Châtenay-Malabry, υποφέροντας από επιθέσεις παράλυσης ενώ συνέχιζε να γράφει δοκίμια. Πέθανε ξαφνικά στις 6 Σεπτεμβρίου 1907 και ετάφη στο Père-Lachaise στο Παρίσι.
Τα μάτια
Σ' αυτή την πλάση όλα τ' άνθη μαραίνονται
Τα γλυκά τραγούδια των πουλιών είναι σύντομα'
Ονειρεύομαι καλοκαίρια που θα κρατήσουν
για πάντα!
Σ' αυτή την πλάση τα χείλη δεν αγγίζουν παρά απαλά
Και καμμία γεύση γλυκύτητας δεν μένει
Ονειρεύομαι ένα φιλί που θα κρατήσει
για πάντα!
Σ' αυτή την πλάση κάθε άνθρωπος θρηνεί
τη χαμένη του φιλία ή τη χαμένη του αγάπη'
Ονειρεύομαι τρυφερούς εραστές ν' αντέχουν
για πάντα!
Τα μάτια
Μυριάδες μάτια, ωραία κι αγαπημένα,
με γαλανό ή με μαύρο χρώμα,
είδανε την αυγή. Τώρα κοιμούνται
μέσα στους τάφους, κι ο ήλιος βγαίνει ακόμα.
Οι νύχτες πιο γλυκές κι από τις μέρες
έχουν μυριάδες μάτια μαγεμένα’
πάντα βαστά των αστεριών η λάμψη
κι είναι τα μάτια στο σκοτάδι βυθισμένα.
Έχει χαθεί το βλέμμα τους; Ποτέ!
Δε γίνεται το βλέμμα να έχει σβήσει:
Κοντά σε κείνο που αόρατο ονομάζουν
έχουν γυρίσει.
Σα βασιλεύουν τ’ άστρα, μας αφήνουν,
στον ουρανό όμως πάντα μένουν’
έτσι τα μάτια βασιλέματα έχουν,
αλλά δεν είναι αλήθεια πως πεθαίνουν.
Γαλανά ή μαύρα, μα όλα ωραία κι αγαπημένα,
προς κάποιας χαραυγής την απεραντοσύνη
πάντ’ ανοιχτά, πέρ’ απ’ τους τάφους βλέπουν
τα μάτια που εδώ κάτω ο θάνατος τα κλείνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου