Η Σίντνεϋ Όουενσον (1776-1859), κόρη Ιρλανδού ηθοποιού και Αγγλίδας μικροαστής, πέρασε τα παιδικά της χρόνια κοντά στον θίασο του πατέρα της. Μετά τον θάνατο της μητέρας της, ο πατέρας της την έστειλε μαζί με τη μικρότερη αδελφή της σε οικοτροφείο, για να την αποτρέψει από το επάγγελμα της ηθοποιού. Όταν το θέατρο του πατέρα της χρεοκόπησε, η Σίντνεϋ ανέλαβε τα οικονομικά βάρη της οικογένειάς της δουλεύοντας για ένα διάστημα ως γκουβερνάντα.
Γρήγορα, όμως, καταξιώθηκε ως η πρώτη επαγγελματίας γυναίκα συγγραφέας στην Ιρλανδία. Σήμερα είναι περισσότερο γνωστή με το επώνυμο και τον τίτλο του συζύγου της, ως Λαίδη Μόργκαν (κατά μία εκδοχή, ο τίτλος απονεμήθηκε στον σύζυγο, το 1802, κατόπιν ενεργειών των αριστοκρατών προστατών της, ως γαμήλιο δώρο προς την ίδια). Ο γάμος αυτός της εξασφάλισε κοινωνική επιφάνεια, η ίδια όμως ποτέ δεν έπαψε να γράφει επίμαχα πολιτικά βιβλία και να εκφράζει απόψεις που ενοχλούσαν την αριστοκρατία.
Τα δικαιώματα από τα βιβλία της τής εξασφάλιζαν ένα σεβαστό εισόδημα, τον έλεγχο του οποίου, και συνεπώς την οικονομική ανεξαρτησία της, διατήρησε η Λαίδη Μόργκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του γάμου της.
Οι πολιτικές της θέσεις ήταν κατά βάση φιλελεύθερες. Ήταν στρατευμένη στην υπόθεση της Χειραφέτησης των Καθολικών (Catholic Emancipation) και παρέμεινε αντίθετη στην επαναφορά των Βουρβόνων στον θρόνο της Γαλλίας, με αποτέλεσμα να αποκτήσει αρκετούς εχθρούς στις γραμμές των συντηρητικών.
Για παράδειγμα, ο γνωστός συντηρητικός βιβλιοκριτικός της εποχής, John Wilson Croker, επιτέθηκε με δριμύτητα στο μυθιστόρημά της Woman or: Ida of Athens, συσχετίζοντας το πολιτικοκοινωνικό της όραμα με ανάρμοστη για γυναίκα συμπεριφορά (Quarterly Review 1, 1809).
Έγραψε μυθιστορήματα, ποίηση, ταξιδιωτική λογοτεχνία, άρθρα, μπροσούρες, μια ενδιαφέρουσα βιογραφία του Ιταλού ζωγράφου Salvator Rosa, με όρους που καταδεικνύουν την εξοικείωσή της με τις αισθητικές κατηγορίες του Υψηλού και του Ωραίου, τις οποίες πραγματεύεται και στα μυθιστορήματά της, μια κωμική όπερα και μια φεμινιστική ιστορία των γυναικών με τίτλο Woman and Her Master.
Το άγριο κορίτσι της Ιρλανδίας (The Wild Irish Girl, 1806)
Ενας κοινωνικά προνομιούχος Άγγλος άνδρας, που διαθέτει όλα τα εφόδια για μια πλούσια και ενδιαφέρουσα ζωή, χωρίς ωστόσο τίποτα αξιόλογο να συμβαίνει στη ζωή του, γεμάτος κακοθυμία και αλαζονεία, φτάνει στην Ιρλανδία. Εκεί παρασύρεται σε έναν στρόβιλο εκπληκτικών περιπετειών και κυριεύεται από ένα αδηφάγο ερωτικό πάθος, που αντιμάχεται ανελέητα τις προηγούμενες συνήθειες και προκαταλήψεις του. Εν προκειμένω, έχουμε έναν προικισμένο αλλά «παραστρατημένο» ρομαντικό ταξιδιώτη, τον Οράτιο, στον οποίο ο πατέρας του αναθέτει (ως αναμόρφωση από τις καταχρήσεις και τα πάθη του) να εποπτεύσει την οικογενειακή περιουσία, το Ίνισμορ, μια μεγάλη έκταση στην Ιρλανδία, που παλαιότερα ήταν η γη μιας κέλτικης φάρας (clan), οι απόγονοι της οποίας ακόμα ζουν εκεί ως δουλοπάροικοι της οικογένειάς του. Ο Οράτιος ξεκινά το ταξίδι του γεμάτος από τις συνηθισμένες προκαταλήψεις εναντίον του αποικιοκρατούμενου άλλου, υποθέτοντας ότι οι Ιρλανδοί είναι άγριοι και κατώτεροι, βάρβαροι και θηριώδεις (τους φαντάζεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, να κάθονται γυμνοί [sic] γύρω από τη φωτιά, σαν Εσκιμώοι, και μάλιστα κανίβαλοι!), στην πορεία όμως συναντά φιλόξενους και καλλιεργημένους ανθρώπους, καθώς και μια συναρπαστική «ιθαγενή» γυναίκα, τη Γκλορβίνα, μια Ιρλανδή βάρδο που θα ήταν η πριγκίπισσα της φάρας εάν οι πρόγονοί της δεν είχαν εξανδραποδιστεί από τους προγόνους του Οράτιου. Ο Οράτιος κρύβει την ταυτότητά του, μεταμφιέζεται σε φτωχό περιπλανώμενο ζωγράφο, και αφήνεται να ερωτευτεί αυτή τη σαγηνευτική γυναίκα, που θα τον βοηθήσει να ανακαλύψει έναν γοητευτικό κόσμο, πλούσιο σε ιστορία, κουλτούρα, πολιτισμό, αλλά και καλοσύνη και αισθήματα. Συγχρόνως, έρχεται αντιμέτωπος με τις ευθύνες του για τη δυστυχία και τη φτώχεια που έχουν προκαλέσει οι πρόγονοί του (και το αγγλικό έθνος εν γένει) στην Ιρλανδία, υποφέρει από ενοχές και παίρνει την απόφαση να κινητοποιήσει μια διαδικασία επανόρθωσης.
Οι ήρωες στο Άγριο κορίτσι λειτουργούν ως αλληγορική ενσάρκωση των χωρών τους, έτσι ώστε η συνάντηση του άνδρα και της γυναίκας στο μυθιστόρημα να αντιστοιχεί σε μια συμβολική διεθνική συνάντηση ανάμεσα στον αποικιοκράτη και τον αποικιοκρατούμενο, ή ανάμεσα στο μητροπολιτικό κέντρο και την περιφέρειά του, μια συνάντηση όμως που, κατά τρόπο σημαίνοντα, λαμβάνει χώρα στο έδαφος της περιφέρειας. Η μορφή της Γκλορβίνας στο Άγριο κορίτσι της Ιρλανδίας συνυφαίνεται με την ταυτότητα και την «ουσία» ή το «πνεύμα» της πατρίδας της, της Ιρλανδίας, η οποία έτσι, με τη σειρά της, «θηλυκοποιείται», ενώ η Αγγλία, αντίστοιχα, παρουσιάζεται ως χώρα με «αρσενικά» χαρακτηριστικά. Αυτού του είδους η μεταφορική απόδοση έμφυλων χαρακτηριστικών στον γεωγραφικό χάρτη και η συνακόλουθη διαπραγμάτευση διεθνών σχέσεων εξουσίας με όρους έρωτα και αγάπης, ή βιασμού και πολέμου των φύλων, μετατρέπεται σε κοινό λογοτεχνικό τρόπο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ενώ ο γάμος ως μεταφορά κυριαρχεί για τη σχέση Αγγλίας και Ιρλανδίας. Στην πραγματικότητα η γυναίκα, η οποία επέχει θέση οργανικής προέκτασης της Ιρλανδίας, παίζει τον συνδυασμένο ρόλο του ξεναγού και του δασκάλου, ενσαρκώνοντας, αναπαριστώντας και εξηγώντας τη χώρα της στον Άγγλο, καθοδηγώντας το βλέμμα του και τις συναισθηματικές του αποκρίσεις και μετασχηματίζοντας τη στάση του.
Η Γκλορβίνα τελικά δέχεται να παντρευτεί τον Οράτιο, παρά τα εγκλήματα και τους σφετερισμούς που έχει διαπράξει η οικογένειά του σε βάρος της δικής της, επιφέροντας έτσι μια οικογενειακή και κατ’ επέκταση εθνική συμφιλίωση. Η λύση του δράματος έχει απασχολήσει αρκετά την κριτική και έχει ερμηνευτεί με διαφορετικούς τρόπους: αρνητικά, ως η τελική συμβολική πράξη κυριαρχίας του Άγγλου αποικιοκράτη, που επιβάλλεται πλέον όχι με τη βία και τον εξαναγκασμό, αλλά με όρους ηγεμονίας, έχοντας αναπτύξει σχέσεις «κατανόησης» και «αγάπης» με τον υποτελή «Άλλο» και εξασφαλίζοντας έτσι τη συναίνεσή του· αλλά και θετικά, ως μια πράξη από την οποία θα προκύψουν παιδιά μικτής καταγωγής, αγγλικής και ιρλανδικής, ή ακόμα προτεσταντικής και καθολικής, υποσκάπτοντας έτσι τον ουσιοκρατικό ορισμό της ιρλανδικότητας ως απόρροιας μιας αρχαίας κελτικής ταυτότητας, προοπτική που κατά τα άλλα το μυθιστόρημα υιοθετεί. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι, πριν αναγκαστεί ο Οράτιος να αποκαλύψει το πραγματικό του όνομα, η ονειρική, αρμονική συνύπαρξη των δύο πρωταγωνιστών μετατρέπει την Ιρλανδία σε Ουτοπία, πέρα και έξω από τον χρόνο και την ιστορία· το ιδανικό ρομάντζο αντιπαραβάλλεται με την αποικιοκρατική βία των Άγγλων, την οποία και αντιπολιτεύεται, μαζί με κάθε άλλη εθνικιστική θέση που θα το αναιρούσε. Μια εσωτερική αντίφαση του μυθιστορήματος είναι ακριβώς η ένταση ανάμεσα στον εμφατικό ιρλανδικό πατριωτισμό του κειμένου και μια φανερή τάση της Όουενσον για έναν ουτοπικό κοσμοπολιτισμό και, αντίστοιχα, ανάμεσα στην παρουσίαση της Ιρλανδίας ως χώρας με μακρά ιστορία και συγκεκριμένες πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και σε μια Ιρλανδία ως παραδείσιο τόπο, μια χαμένη Εδέμ, της οποίας η μαγεία λειτουργεί θεραπευτικά για τον επισκέπτη.
Η Γκλορβίνα (όπως και άλλες ηρωίδες της Όουενσον) είναι μια διττή φύση, ένας παράδοξος, εκκεντρικός συνδυασμός «φυσικής» και λόγιας γυναίκας, της οποίας οι καλλιτεχνικές επιδόσεις και η εν γένει γοητευτική παρουσία και σεξουαλικότητα πηγάζουν αυθόρμητα, αναβλύζουν αβίαστα με τη μορφή φυσικής διάχυσης· από την άλλη πλευρά, ωστόσο, γνωρίζει την ιστορία και την αρχαιολογία του τόπου της καλύτερα και από τον σχολαστικότερο λόγιο. Αυτή η διττότητα της ηρωίδας αντιστοιχεί και αντανακλά την υβριδική δομή του έργου, το οποίο αποτελείται από δύο κείμενα, ή ένα κείμενο και ένα παρακείμενο: από τη μια πλευρά, τη μυθοπλασία, από την άλλη, μια πληθώρα διδακτικών σχολίων και υποσημειώσεων, που αποσκοπούν στο να εξηγήσουν και να αναλύσουν με τρόπο συστηματικό και οιονεί επιστημονικό θέματα που αφορούν την Ιρλανδία, όπως η γλώσσα, η μουσική, η ιστορία, η μυθολογία, κ.λπ. Η προσπάθεια ανασυγκρότησης και αναπαράστασης της ιρλανδικής κουλτούρας, ή μάλλον του αρχαίου κελτικού πολιτισμού, χάριν του αγγλικού κοινού, γίνεται έτσι εκτενής και πολύπλευρη.
Η συγγένεια ανάμεσα στην Γκλορβίνα και την Κορίννα, την πρωταγωνίστρια του γνωστού μυθιστορήματος της Germaine de Staël, Corinne, où L’Italie (1807) είναι εντυπωσιακή: και οι δύο είναι καλλιτέχνιδες που ενσαρκώνουν τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά και το «πνεύμα» της πατρίδας τους, και οι δύο συνδυάζουν «φυσικότητα» και «λογιοσύνη», έντονη σεξουαλικότητα και ανεξάρτητη σκέψη, και οι δύο παίζουν τον ρόλο του ξεναγού και του δασκάλου για έναν Άγγλο ταξιδιώτη, τον οποίο και ερωτεύονται με πάθος. Γενικά, παρατηρούμε πολλά κοινά σημεία ανάμεσα στην Staël και την Όουενσον. Και οι δύο υπήρξαν «θεατρικές» προσωπικότητες, και οι δύο επιδίδονται συστηματικά σε ένα πολύπλοκο παιχνίδι μεταξύ μυθοπλαστικού και πραγματικού και αντιλαμβάνονται τη λογοτεχνία ως μέσο αλλαγής νοοτροπιών και συνακόλουθα του κόσμου. Παρουσιάζουν τις πρωταγωνίστριές τους, τουλάχιστον εν μέρει, ως alter-ego τους, μετατρέπουν αναγνωρίσιμες ιστορικές προσωπικότητες της εποχής σε μυθοπλαστικούς χαρακτήρες και παρεισάγουν στα μυθιστορήματά τους πολιτικά σχόλια, παρατηρήσεις για την ιστορία και τη γεωγραφία, καθώς και αναφορές από Ευρωπαίους περιηγητές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου