Το λεγόμενο γοτθικό μυθιστόρημα εμφανίστηκε την ίδια εποχή με τον Ρομαντισμό και συνδέεται στενά μαζί του, ενώ θεωρείται αντίδραση στον θετικισμό που κυριαρχεί την εποχή αυτή. Κύριο χαρακτηριστικό των γοτθικών μυθιστορημάτων είναι τα σκηνικά στα οποία διαδραματίζονται (σκοτεινά δάση, ομιχλώδη τοπία, τα μοναχικά κάστρα, απόκρημνοι βράχοι κτλ.), που δημιουργούν μιαν απειλητική ατμόσφαιρα, ενώ παρουσιάζουν «ανοίκεια μακάβρια, μελοδραματικά και βίαια περιστατικά και συχνά καταπιάνονται με διαταραγμένες ψυχολογικές καταστάσεις» (Abrams, 81). Το γοτθικό μυθιστόρημα ανοίγει το δρόμο τόσο για το αστυνομικό μυθιστόρημα όσο και για τα μυθιστορήματα τρόμου.
Εμβληματικό παράδειγμα γοτθικού μυθιστορήματος αποτελεί ο Φρανκενστάιν ή ο σύγχρονος Προμηθέας της Mary Shelley απ’ όπου προέρχεται και το απόσπασμα που ακολουθεί.
Καταραμένε, καταραμένε δημιουργέ μου! Γιατί εξακολουθούσα να ζω; Γιατί εκείνη τη στιγμή δεν έσβησα τη σπίθα της ζωής που τόσο απερίσκεπτα μου είχες χαρίσει; Δεν ξέρω. Ακόμα δε με είχε κυριεύσει η απόγνωση· το μόνο που ένιωθα ήταν οργή και μανία εκδίκησης. Ευχαρίστως θα κατέστρεφα την αγροικία και του ενοίκους της και θα χαιρόμουν με τις κραυγές και τη δυστυχία τους.
Όταν έπεσε η νύχτα, βγήκα από το καταφύγιό μου και περιπλανήθηκα στο δάσος· χωρίς να φοβάμαι πια μήπωςμε ανακαλύψουν, άρχισα να βγάζω τρομερά ουρλιαχτά, για να δώσω διέξοδο στον πόνο μου.
Ήμουν σαν το άγριο θηρίο που σπάει τις αλυσίδες του· άρχισα να καταστρέφω οτιδήποτε μου έφραζε το δρόμο και έτρεχα μέσα στο δάσος με τη σβελτάδα του ελαφιού. Πόσο φρικτή ήταν εκείνη η νύχτα! Τα ψυχρά αστέρια έλαμπαν σαν να με κορόιδευαν, και τα γυμνά δέντρα κουνούσαν τα κλαδιά τους πάνω από το κεφάλι μου· πότε πότε, το γλυκό τραγούδι κάπου πουλιού έσπαζε τη σιωπή της πλάσης. Τα πάντα αναπαύονταν ή χαίρονταν, εκτός από μένα· εμένα που, σαν τον Σατανά, κουβαλούσα μέσα μου την Κόλαση. Και βλέποντας ότι δεν μπορούσα να κερδίσω τη συμπάθεια κανενός, ήθελα να τσακίσω τα δέντρα, να σκορπίσω γύρω μου το χάος και την καταστροφή, κι έπειτα να καθίσω
Ήμουν σαν το άγριο θηρίο που σπάει τις αλυσίδες του· άρχισα να καταστρέφω οτιδήποτε μου έφραζε το δρόμο και έτρεχα μέσα στο δάσος με τη σβελτάδα του ελαφιού. Πόσο φρικτή ήταν εκείνη η νύχτα! Τα ψυχρά αστέρια έλαμπαν σαν να με κορόιδευαν, και τα γυμνά δέντρα κουνούσαν τα κλαδιά τους πάνω από το κεφάλι μου· πότε πότε, το γλυκό τραγούδι κάπου πουλιού έσπαζε τη σιωπή της πλάσης. Τα πάντα αναπαύονταν ή χαίρονταν, εκτός από μένα· εμένα που, σαν τον Σατανά, κουβαλούσα μέσα μου την Κόλαση. Και βλέποντας ότι δεν μπορούσα να κερδίσω τη συμπάθεια κανενός, ήθελα να τσακίσω τα δέντρα, να σκορπίσω γύρω μου το χάος και την καταστροφή, κι έπειτα να καθίσω
κάτω και να ατενίσω με απόλαυση τα ερείπια. (Shelley, 238-239)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου