Ο Σερ Γουόλτερ Σκοτ (1771 - 1832) ήταν Σκωτσέζος μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ποιητής, ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς όλων των εποχών.
Έμεινε γνωστός ως κυρίαρχη προσωπικότητα των σκωτικών γραμμάτων, καθώς με τα ποιήματα και τα μυθιστορήματά του (ιδίως με τις σειρές Γουέιβερλι) δημιούργησε διαχρονικές εικόνες μίας ηρωικής άγριας περιοχής, όπου ξεχειλίζει ο ρομαντισμός των κλαν.
Έμεινε γνωστός ως κυρίαρχη προσωπικότητα των σκωτικών γραμμάτων, καθώς με τα ποιήματα και τα μυθιστορήματά του (ιδίως με τις σειρές Γουέιβερλι) δημιούργησε διαχρονικές εικόνες μίας ηρωικής άγριας περιοχής, όπου ξεχειλίζει ο ρομαντισμός των κλαν.
Ο Σκοτ ήταν ο πρώτος συγγραφέας που έγραφε στην αγγλική γλώσσα και γνώρισε μία πραγματικά διεθνή καριέρα κατά τη διάρκεια της ζωής του, έχοντας πολλούς αναγνώστες στην Ευρώπη, την Αυστραλία και τη Βόρεια Αμερική. Τα μυθιστορήματα και τα ποιήματά του διαβάζονται ακόμα και σήμερα, και πολλά από τα έργα του παραμένουν κλασικά έργα της Σκωτσέζικης και της Αγγλόφωνης λογοτεχνίας.
Ο Γουόλτερ Σκοτ γεννήθηκε το 1771 στο Εδιμβούργο.
Όταν ήταν 2 ετών έπαθε μία βαρειά αρρώστια, γεγονός που του προκάλεσε παράλυση και τον άφησε κουτσό για όλη του τη ζωή. Ο πατέρας του, με την ελπίδα πως ο γιος του θα ξαναβρεί τις δυνάμεις του, τον έστειλε στη φάρμα του παππού του, στην ύπαιθρο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μεγαλώνοντας ο Σκοτ να αποκτήσει καλοδεμένο σώμα και να γίνει ένας εξαιρετικά γερός και δραστήριος νέος. Όλοι τον θεωρούσαν ατρόμητο καβαλλάρη και καλό παλαιστή. Οι βαθμοί του στο σχολείο άλλοτε ήταν από τους υψηλότερους και άλλοτε από τους χαμηλότερους κι αυτό γιατί, αν και είχε εξαιρετική μνήμη, θυμόταν μονάχα όσα τον ενδιέφεραν. Ο Σκοτ στράφηκε από νωρίς στη μελέτη της ιστορίας και της λαογραφίας. Επίσης έμαθε να μιλά γερμανικά, γαλλικά και ιταλικά, για να μπορεί να διαβάζει τις ιστορίες των άλλων χωρών.
Όταν ο Σκοτ έγινε 15 ετών μπήκε στο δικηγορικό γραφείο του πατέρα του, όπου εργάστηκε πολλά χρόνια. Τα νομικά δεν τον ενδιέφεραν καθόλου, αισθανόταν όμως μεγάλη αγάπη και σεβασμό για τον πατέρα του. Για αυτό το λόγο σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, πήρε το δίπλωμα του δικηγόρου και έγινε δεκτός στο Σύλλογο των Σκώτων Δικηγόρων το 1791, όταν ήταν είκοσι ετών.
Το 1788, έμαθε από μία διάλεξη για τις παλιές γερμανικές μπαλάντες και άκουσε, ταυτόχρονα, μία μετάφραση της "Λεονώρας" του Γκότφριντ Άουγκουστ Μπύργκερ.
Άρχισε αμέσως να μεταφράζει άλλες μπαλάντες και το 1796, όταν ήταν 25 ετών, εξέδωσε τα πρώτα ποιήματα άλλων λογοτεχνών μεταφρασμένα από τα γερμανικά, μαζί με το δικό του ποίημα "Ο Άγριος Κυνηγός".
Έτσι άρχισε μία από τις γονιμότερες φιλολογικές σταδιοδρομίες της ιστορίας, μία σταδιοδρομία που ελάχιστοι συγγραφείς της εποχής του πέτυχαν.
Έπειτα από την πρώτη του προσπάθεια, εκδόθηκαν πολύ σύντομα σε τρεις τόμους τα έργα: "Η παραμονή του Άη Γιάννη", "Ο Γκρίζος αδερφός" και "Οι Τροβαδούροι στα Σκωτσέζικα Σύνορα" (1802). Για το έργο αυτό ο Σκοτ μάζευε υλικό πολλά χρόνια. Η δημοσίευσή του τον ανέδειξε ως ποιητή και ως μυθιστοριογράφο καθώς αποδείχθηκε μεγάλη επιτυχία. Το 1805 ολοκληρώθηκε "Το Τραγούδι του Τελευταίου Τροβαδούρου", ενώ το 1808 ακολούθησε ο "Μάρμιον".
Το 1810 ο Σκοτ έφτασε στα ύψη της ποιητικής του τέχνης με την "Κυρά της Λίμνης".
Εξακολούθησε να γράφει ποιήματα έως το 1814.
Τα δύο τελευταία ποιήματά του, το "Ρόκεμπυ" (1813) και "Ο Κύριος των Νησιών" (1814) δεν βρήκαν ιδιαίτερη ανταπόκριση. Καθώς η δημοτικότητά του άρχισε να σβήνει και τα χρέη του μεγάλωναν, ο ποιητής στράφηκε προς τον πεζό λόγο και ιδιαίτερα στο ιστορικό μυθιστόρημα.
Το 1814 εξέδωσε το μυθιστόρημα "Γουέβερλυ", το οποίο είχε αρχίσει να γράφει από το 1805 και είχε αφήσει κατά μέρος.
Το βιβλίο αυτό δεν ξεπέρασε μόνο την επιτυχία που είχαν σημειώσει τα ποιήματα του Σκοτ αλλά έφερε και μια φιλολογική επανάσταση: καθιέρωσε το ιστορικό ρομάντζο. Ακολούθησε κατόπιν "Το Κατάστημα Αρχαιοτήτων", οι "Παλιοί Θνητοί", "Ρομπ Ρόυ" (1818), "Η Καρδιά του Μιντλόθιαν" και άλλα μυθιστορήματα της σειράς του Γουέβερλυ, ο "Ιβανόης" (1819), "Ο Πειρατής" (1822), "Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος" (1825) κ.α.
Ο Σκοτ ανέβαινε διαρκώς στην κορυφή της επιτυχίας.
Αν και δεν επεδίωκε τη φήμη και είχε γράψει όλα του τα μυθιστορήματα ανώνυμα, ήταν γενικά γνωστό πως αυτός ήταν ο συγγραφέας τους, κάτι που παραδέχτηκε τελικά το 1827. Μαζί με την αγάπη του κοινού έδρεψε την αναγνώριση και τις τιμές. Το 1820, το Αγγλικό Στέμμα τον ανακήρυξε βαρονέτο. Εκείνη την εποχή ο Σκοτ ήταν σχετικά πλούσιος και ζούσε ζωή άρχοντα της υπαίθρου. Το 1811 είχε αγοράσει ένα κτήμα κοντά στον ποταμό Τουίντ και από καιρό σε καιρό το συμπλήρωνε με καινούργια χωράφια που αγόραζε, ώσπου το έκανε ένα από τα μεγαλύτερα κτήματα της περιοχής. Περνούσε κατά τα φαινόμενα τον καιρό του άπραγος, αφήνοντας τον εαυτό του στη διάθεση των πολλών του φίλων. Μονάχα ελάχιστοι στενοί φίλοι γνώριζαν πόσο πρωί σηκωνόταν για να γράψει και να αντιμετωπίσει την ολοένα περισσότερο αυξανόμενη ζήτηση της εργασίας του αλλά και πόσους στομαχικούς πόνους και αγωνίες τού έφερε η υπερκόπωση.
Το 1826, ο εκδότης του Σκοτ χρεωκόπησε και ο Σκοτ έμεινε με χρέη που ξεπερνούσαν τις 600.000 στερλίνες. Ο Σκοτ θεώρησε τον εαυτό του προσωπικά υπεύθυνο για τα χρέη του εκδότη και πλέον όλες οι προσπάθειες του συγγραφέα στράφηκαν στην καταπολέμηση των οικονομικών και των σωματικών ατυχημάτων. Για να μπορέσει να ξεπληρώσει τις υποχρεώσεις του εργάστηκε πολύ εντατικά. Έτσι, μέσα σε δύο χρόνια είχε πληρώσει πάνω από 200.000 στερλίνες. Όμως οι δυσκολίες ήταν πολύ μεγαλύτερες από όσες μπορούσε να αντιμετωπίσει. Η προσπάθεια ήταν τόσο μεγάλη, που το 1830 ο Σκοτ έπαθε παράλυση. Δύο χρόνια αργότερα, στις 21 Σεπτεμβρίου του 1832, πέθανε στον πύργο του στο Άμποτσφορντ.
Δεν έμαθε ποτέ του πως η πώληση των έργων του μπορούσε να πληρώσει στο ακέραιο την υποχρέωση που ανέλαβε μόνος του να εξοφλήσει.
Ιβανόης
Ο Ιβανόης (1819), ο οποίος διαδραματίζεται στην Αγγλία του 12ου αιώνα, σηματοδότησε μία απομάκρυνση του Σκοτ από την εστίασή του στην τοπική ιστορία της Σκωτίας. Βασισμένος εν μέρει στην Ιστορία της Αγγλίας του Ντέιβιντ Χιουμ και στις μπαλάντες του Ρομπέν των Δασών, ο Ιβανόης γρήγορα μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και ενέπνευσε αμέτρητες απομιμήσεις και θεατρικές μεταφορές.
Το έργο απεικονίζει τη σκληρή τυραννία των Νορμανδών αρχόντων στον εξαθλιωμένο σαξωνικό λαό της Αγγλίας, με δύο από τους κύριους χαρακτήρες, τη Ραβένα και τον Λόξλεϊ (Ρομπέν των Δασών), να αντιπροσωπεύουν την αποκαθηλωμένη σαξωνική αριστοκρατία. Η έκδοση της Μάγκνα Κάρτα, η οποία συμβαίνει εκτός του χρονικού πλαισίου της ιστορίας, παρουσιάζεται ως μία προοδευτική (στοιχειώδη) μεταρρύθμιση, αλλά και ως ένα βήμα προς την ανάκτηση μίας χρυσής εποχής ελευθερίας. Αν και επιφανειακά ήταν ένα διασκεδαστικό ονειροπόλο ρομαντικό μυθιστόρημα, οι αναγνώστες θα αναγνώριζαν γρήγορα το πολιτικό υπόβαθρο του Ιβανόη, που εμφανίστηκε αμέσως αφότου το Αγγλικό Κοινοβούλιο, φοβούμενο μία γαλλικού ύφους επανάσταση στον απόηχο της Μάχης του Βατερλώ, ψήφισε νόμους και εξαιρετικά κατασταλτικά μέτρα και όταν έγινε θέμα συζήτησης ο παραδοσιακός αγγλικός Χάρτης Δικαιωμάτων σε σχέση με τα επαναστατικά ανθρώπινα δικαιώματα.
Ο Ιβανόης είναι επίσης αξιοσημείωτος για τη συμπαθητική απεικόνιση των εβραϊκών χαρακτήρων: η Ρεβέκκα, η οποία θεωρείται από πολλούς κριτικούς ως η πραγματική ηρωίδα του βιβλίου, στο τέλος δεν παντρεύεται τον Ιβανόη, τον οποίο αγαπά, αλλά ο Σκοτ τής επιτρέπει να παραμείνει πιστή στη θρησκεία της παρά να την βάλει να ασπάζεται το Χριστιανισμό. Ομοίως, ο πατέρας της, Ισαάκ, ένας Εβραίος τοκογλύφος, εμφανίζεται περισσότερο ως θύμα παρά ως κακοποιός. Στον Ιβανόη, όπως και στα μυθιστορήματα του Γουέβερλυ, οι θρησκευτικά φανατικοί είναι οι κακοί, ενώ ο ομώνυμος ήρωας είναι ένας θεατής που πρέπει να σταθμίσει τα στοιχεία και να αποφασίσει ποια θέση θα πάρει. Η θετική εικόνα του Ιουδαϊσμού από τον Σκοτ, η οποία αντανακλά την αγάπη του για τον άνθρωπο, συνέπεσε επίσης με τo σύγχρονο κίνημα για τη Χειραφέτηση των Εβραίων στην Αγγλία.
Την ίδια στιγμή δέχτηκαν τρία βέλη και την επίθεση έξι εφτά στρατιωτών. Ο Μαύρος ιππότης άρχισε να χτυπά με το σπαθί του σε κάθε κατεύθυνση. Όμως ένας ιππότης με γαλάζια πανοπλία χτύπησε με το κοντάρι του το άλογο του Μαύρου ιππότη που σωριάστηκε κάτω.
Ο Γουάμπα άρπαξε το βούκινο που είχε δώσει στον Μαύρο ιππότη ο Λόξλι και άρχισε να σαλπίζει, ενώ επιτέθηκε με το μικρό του μαχαίρι στον Γαλάζιο ιππότη.
Οι στρατιώτες περικύκλωσαν τον Μαύρο ιππότη που ξιφομαχούσε προσπαθώντας να απωθήσει τους αντιπάλους του.
Ο Γουάμπα άρπαξε το βούκινο που είχε δώσει στον Μαύρο ιππότη ο Λόξλι και άρχισε να σαλπίζει, ενώ επιτέθηκε με το μικρό του μαχαίρι στον Γαλάζιο ιππότη.
Οι στρατιώτες περικύκλωσαν τον Μαύρο ιππότη που ξιφομαχούσε προσπαθώντας να απωθήσει τους αντιπάλους του.
Η θέση του ήταν αρκετά δύσκολη όταν ξαφνικά εμφανίστηκαν μέσα από τα δέντρα ο Λόξλι με τους άντρες του και εξόντωσαν τους επιτιθέμενους.
Ο Μαύρος ιππότης έβγαλε την περικεφαλαία του Γαλάζιου ιππότη και αντίκρυσε με έκπληξη τον Βαλντεμάρ Φίτζαρς. Τον ρώτησε ποιος τον έβαλε να του επιτεθεί. "Ριχάρδε, ο αδερφός σου, ο Ιωάννης, μ' έστειλε να σε σκοτώσω", είπε ο Φίτζαρς.
Ο Μαύρος ιππότης έβγαλε την περικεφαλαία του Γαλάζιου ιππότη και αντίκρυσε με έκπληξη τον Βαλντεμάρ Φίτζαρς. Τον ρώτησε ποιος τον έβαλε να του επιτεθεί. "Ριχάρδε, ο αδερφός σου, ο Ιωάννης, μ' έστειλε να σε σκοτώσω", είπε ο Φίτζαρς.
Μόλις ο Λόξλι και οι παράνομοι άκουσαν τον Φίτζαρς να αποκαλεί Ριχάρδο τον Μαύρο ιππότη γονάτισαν μπροστά του. Αυτός τους μίλησε με βασιλική μεγαλοπρέπεια. "Σηκωθείτε φίλοι μου. Όσες παρανομίες διαπράξατε στο παρελθόν συγχωρέθηκαν από τις υπηρεσίες που μου προσφέρατε όλο αυτό το διάστημα. Όσο για σένα, Λόξλι..."
"Τ' όνομά μου είναι Ρομπέν των Δασών, βασιλιά μου", απάντησε αυτός".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου