«Δεν γράφω για την πρώτη αλλά για τη δεύτερη φορά που θα με διαβάσει κάποιος. Δεν γράφω παρά μόνο για να ξαναδιαβαστώ» σημείωνε ο Αντρέ Ζιντ στις 7 Δεκεμβρίου 1921 στο «Ημερολόγιο των Κιβδηλοποιών». Άλλωστε όπως υπογράμμιζε αυτό που θα ήθελε να είναι το μυθιστόρημα «είναι ένα σταυροδρόμι, μια διασταύρωση προβλημάτων».
Ο Μπερνάρ, ήρωας των «Κιβδηλοποιών», έχει χαρακτηριστικά του Ζακ, του νεαρού επαναστάτη στους Τιμπώ, ο οποίος εγκαταλείπει την οικογένειά του και αναζητεί το νόημα της ζωής. Ο Εντουάρ, ο συγγραφέας ήρωας των «Κιβδηλοποιών», θέλει να γράψει ένα μυθιστόρημα με τον ίδιο τίτλο, ενώ ο παντογνώστης αφηγητής απευθύνεται στον αναγνώστη ευθέως, κρίνει τα χαρακτηριστικά των ηρώων, τον καλεί να δώσει τη δική του προοπτική. Στην αφήγηση των πολλαπλών ιστοριών παρεμβαίνουν και οι ημερολογιακές σημειώσεις του Εντουάρ, οι οποίες είτε ρίχνουν φως στις μικρότερες ιστορίες είτε τις περιπλέκουν ακόμα πιο πολύ.
Στο πολυεστιακό μυθιστόρημα του ο Ζιντ με μοναδική δεξιοτεχνία κινεί ούτε έναν ούτε δύο αλλά είκοσι εννέα χαρακτήρες. Θα υπέθετε κάποιος ότι ένα τέτοιο βιβλίο ο αναγνώστης δυσκολεύεται να το παρακολουθήσει - κι όμως, συμβαίνει εντελώς το αντίθετο. Η ατμόσφαιρα και το ψυχολογικό κλίμα είναι τόσο γοητευτικά που σε συνδυασμό με την καθαρότητα των χαρακτήρων κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον ως το τέλος.
Ένας νεαρός ονόματι Μπερνάρ Προφιταντιέ ανακαλύπτει τυχαία πως είναι νόθος και φεύγει από το σπίτι του αφήνοντας ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα. Ο καλύτερος φίλος του Μπερνάρ λέγεται Ολιβιέ. Στον σταθμό Σαιν-Λαζάρ ο Μπερνάρ οικειοποιείται τη βαλίτσα κάποιου Εντουάρ, πεζογράφου (μια περσόνα του ίδιου του Ζιντ), θείου του Ολιβιέ, που έχει έλθει στο Παρίσι από την Αγγλία. Οταν ο Εντουάρ συναντά τον Μπερνάρ, τον προσλαμβάνει ως γραμματέα του. Ο Μπερνάρ είναι το «αστόπαιδο», ταυτοχρόνως όμως αισθάνεται ορφανός μόλις ανακαλύπτει πως είναι νόθος. Έτσι η φυγή από το σπίτι του είναι μια νεανική αναρχική πράξη.
Το Ημερολόγιο του Εντουάρ, που είναι και ο κεντρικός χαρακτήρας των Κιβδηλοποιών είναι εκείνο που βοηθά τον αναγνώστη να μεταβεί από τον έναν ήρωα στον άλλον.
Κάπως έτσι μας οδηγεί να γνωρίσουμε τον Ζωρζ, αδελφός του Ολιβιέ, ο οποίος διοχετεύει, σε συνεργασία με κάποιους φίλους του, κίβδηλα νομίσματα στην αγορά. Η έλξη που από καιρό ο Ολιβιέ και ο Εντουάρ ένιωθαν ο ένας για τον άλλον καταλήγει σε δεσμό. Ο Εντουάρ αρχίζει να γράφει το μυθιστόρημά του, ενώ ο Ζωρζ μετανοεί για όσα είχε διαπράξει και ο πατέρας του τον συγχωρεί. Ο Μπερνάρ επιστρέφει στην οικογενειακή εστία.
«Ένα είδος τραγικότητας νομίζω ότι διαφεύγει ως τώρα τη λογοτεχνία. Το μυθιστόρημα έχει ασχοληθεί με τις αναποδιές της ζωής, με την καλή ή την κακή τύχη, με τις κοινωνικές σχέσεις, με τις συγκρούσεις των παθών, με τους χαρακτήρες, αλλά διόλου με αυτήν καθεαυτήν την ουσία της ύπαρξης…»
Οι διαφορετικές οπτικές γωνίες, οι επιστολές, τα ημερολόγια, οι «φωνές» του αφηγητή, ο συγγραφέας ήρωας που «παίζει» με τα διάφορα πρόσωπα και τους ήρωές του, δημιουργούν αντανακλάσεις των ιδίων επεισοδίων και φωτίζουν τι είναι αυθεντικό και τι κίβδηλο, ποια είναι η σχέση της τέχνης με την ίδια τη ζωή και ποιος ο ρόλος των χαρακτήρων.
Θέματα όπως η ομοφυλοφιλία, ο έρωτας και οι σχέσεις, η θρησκεία, η υποκρισία, η σύγκρουση των νέων με τους γονείς, το χάσμα των γενεών παρουσιάζονται και τονίζονται με ιδιάζουσα συγγραφική μαεστρία.
Ωστόσο, ακόμα και ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Εντουάρ, το alter ego του Ζιντ, «υποσκάπτει» την ουσία του έργου του όταν απαντάει στον Μπερνάρ ότι δεν έχει ιδέα ποιοι είναι κιβδηλοποιοί του μυθιστορήματός του. Εξάλλου, άλλες ήταν οι αρχικές του ιδέες, οι οποίες διευρύνθηκαν και άλλαξαν στην πορεία, ενώ, στην ίδια συζήτηση, γίνεται αντιπαράθεση για τη σημασία που μπορεί να έχουν στο μυθιστόρημα οι ιδέες και τα γεγονότα, τα οποία, όταν παρουσιάζονται με ικανοποιητικό τρόπο, εμπλουτίζονται αμέσως από τις ιδέες.
Μέσα από τις σελίδες των Κιβδηλοποιών, η «κιβδηλεία» αποκτά ευρύτερη σημασία και παραπέμπει στο ερώτημα πού βρίσκεται η αλήθεια και πού η παραχάραξή της, πόση αλήθεια και πόσο ψέμα κρύβεται στην παραχάραξη ή σε ό,τι θεωρούμε αληθινό στη ζωή.
Οι «Κιβδηλοποιοί» είναι ένα έργο που θέτει ερωτήματα και αναιρεί διαρκώς απόψεις και θέσεις για τη λογοτεχνία και τη ζωή, ένα μυθιστόρημα το οποίο συνομιλεί διαρκώς με τον αναγνώστη, με τρόπο που αφήνει όλα τα ζητήματα ανοικτά. Και γι’ αυτό, άλλωστε, το ίδιο δεν είναι παρά μία γέφυρα ανάμεσα στο παλιό και το νέο, ένα ορόσημο για την τέχνη της γραφής.
Το 1893 και το 1894 ταξίδεψε στη βόρεια Αφρική κι εκεί ανεφάνησαν οι ομοφυλοφιλικές του τάσεις, που εδραιώθηκαν λίγο αργότερα με τη γνωριμία του Όσκαρ Ουάιλντ και του λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας.
Παρά ταύτα, νυμφεύθηκε μια εξαδέλφη του, τη Μαντλέν Ροντώ.
Το 1916 δημιουργεί ερωτική σχέση με τον μετέπειτα σκηνοθέτη Μαρκ Αλλεγκρέ, δεκαπέντε μόλις ετών, γιο στενού φίλου του. Ακόμη σκανδαλωδέστερη ήταν η απολογία της παιδεραστίας Κορυντόν (1924), που επέσυρε γενική καταδίκη.
Το 1923 έγινε πατέρας μιας κόρης από την πολύ νεώτερή του Ελίζαμπετ βαν Ρύσσελμπέργκε, κόρη του Βέλγου ζωγράφου Τεό βαν Ρύσσελμπέργκε, φίλου του επίσης. Ήταν το μοναδικό του παιδί.
Από τον Ιούλιο του 1926 μέχρι τον Μάιο του 1927 ταξίδεψε στη Γαλλική Ισημερινή Αφρική με τον Αλλεγκρέ, οι σχέσεις του με τον οποίον είχαν διαταραχτεί προς στιγμή από το «επεισόδιο Ρύσσελμπέργκε». Μετά την επιστροφή, η ερωτική τους σχέση τερματίστηκε γιατί στο ταξίδι αυτό ο Αλλεγκρέ ανακάλυψε τις γυναίκες του Κογκό και τις γυναίκες εν γένει.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ο Ζιντ προσέγγισε τον κομμουνισμό και το 1936 δέχθηκε πρόσκληση των σοβιετικών αρχών να επισκεφθεί τη Σοβιετική Ένωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου