Ο βασιλιάς της Αθήνας Θησέας, που πρόκειται σύντομα να παντρευτεί την αγαπημένη του Ιππολύτη, δέχεται την επίσκεψη του Αιγέα, ο οποίος ζητά τη συμβουλή του βασιλιά για την ανυπακοή της κόρης του Ερμίας. Ο εκλεκτός του Αιγέα για γαμπρός είναι ο Δημήτριος, η Ερμία όμως φαίνεται ότι έχει ξελογιαστεί από έναν άλλο νέο, τον Λύσανδρο.
Το ερωτευμένο ζευγάρι το σκάει και κρύβεται μέσα στο δάσος. Σύντομα τους ακολουθεί ο Δημήτριος, ο οποίος θέλει να πάρει πίσω την αγαπημένη του, αλλά και η Ελένη, μια κοπέλα ερωτευμένη με τον Δημήτριο. Οι τέσσερις νέοι περνούν τη νύχτα στο δάσος, το οποίο κατοικείται από ξωτικά.
Με τα μάγια των ξωτικών τα ζευγάρια μπερδεύονται. Παγίδα στήνεται και για τη νεράιδα Τιτάνια, που πέφτει υπό την επήρεια μαγικού φίλτρου στον έρωτα ενός τεχνίτη μεταμορφωμένου σε γάιδαρο. O τεχνίτης βρίσκεται στο δάσος με κάποιους συναδέλφους του για τις ανάγκες της προετοιμασίας της παράστασης που θα δοθεί για τους γάμους του Θησέα και της Ιππολύτης. Τα μάγια και οι παρεξηγήσεις της νύχτας λύνονται με τη νέα μέρα, και τα ζευγάρια γιορτάζουν αγαπημένα τους βασιλικούς γάμους.
Δεν υπάρχουν γνωστές πηγές για την ίδια την υπόθεση του έργου, αν και τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε αυτό έχουν ρίζες σε κλασικά λογοτεχνικά έργα, όπως η ιστορία του Πύραμου και της Θίσβης (Μεταμορφώσεις, Οβίδιος). Ο Λύσανδρος ήταν επίσης προσωπικότητα στην αρχαία Ελλάδα, όπως και ο Θησέας, βασιλιάς της Αθήνας, και η γυναίκα του, Ιππολύτη, αρχικά βασίλισσα των Αμαζόνων.
Είναι ένα από τα γνωστότερα και πιο πολυπαιγμένα έργα του Σαίξπηρ σε όλο τον κόσμο. Μια εκδοχή ονείρου, όπου η φαντασία επιτρέπει τα πιο ακραία, κάποιες φορές παρακινδυνευμένα άλματα μέσα στις βαθύτερες επιθυμίες, τον κρυφό ερωτισμό και τις διαδρομές του υποσυνείδητου.
Ο έρωτας ως θαύμα, μαγεία, όνειρο, θάνατος, πάθος, κυριαρχεί στους νέους, που αγνοούν την κοινωνική ηθική και υπακούουν στα προστάγματα της καρδιάς τους. Με έντονα αναγεννησιακά στοιχεία, το έργο διεισδύει και στον κόσμο των ξωτικών, για να επαναλάβει κι εκεί το ίδιο γαϊτανάκι του έρωτα. Παράλληλα, καταδεικνύει και την απλοϊκότητα, αλλά και την αγνότητα της ψυχής των εργατών, που συμμετέχουν κι αυτοί με τον τρόπο τους στο γενικό πανηγύρι.
Τα πλούσια ηθογραφικά στοιχεία, οι λαϊκές παραδόσεις και τα παραμύθια κυριαρχούν σ’ αυτό το θεσπέσιο Όνειρο κάποιας βραδιάς του καλοκαιριού.
Συνδετικός κρίκος στις τρεις ιστορίες που παρουσιάζονται είναι οι γάμοι του Δούκα της Αθήνας Θησέα και της βασίλισσας των Αμαζόνων, Ιππολύτης. Στην αρχική σκηνή, η Ερμία αρνείται να συμβιβαστεί με την επιθυμία του πατέρα της να την παντρέψει με το Δημήτριο. Ο πατέρας της όμως μπροστά στο Θησέα επικαλείται έναν αρχαίο αθηναϊκό νόμο, σύμφωνα με τον οποίο η κόρη πρέπει να παντρευτεί τον Δημητριο, το μνηστήρα που διάλεξε ο πατέρας της, αλλιώς αντιμετωπίζει ποινή θανάτου ή ισόβια υπηρεσία στη θεά Άρτεμη.
Έτσι, η Ερμία και ο αγαπημένος της, Λύσανδρος, αποφασίζουν να κλεφτούν και να διαφύγουν τη νύχτα μέσα από το δάσος. Η Ερμία εμπιστεύεται το σχέδιο στην καλύτερη φίλη της, Έλενα, η οποία όμως το μαρτυράει στο Δημήτριο για να κερδίσει την εύνοιά του και να τη διαλέξει. Οι δυο τους ακολουθούν τους δυο αγαπημένους, που ανυποψίαστοι κοιμούνται στο δάσος.
Εν τω μεταξύ, στο δάσος καταφτάνουν ο Βασιλιάς των Ξωτικών Όμπερον και η βασίλισσα Τιτάνια, οι οποίοι έχουν τσακωθεί, γιατί η Τιτάνια αρνείται να δώσει για «ιππότη» στον Όμπερον έναν ακόλουθό της. Ο Όμπερον θέλει να την εκδικηθεί κι έτσι προσλαμβάνει τον σκανδαλιάρη Πακ για να βρει ένα λουλούδι, ο χυμός του οποίου κάνει όποιον το πιει να ερωτευτεί το πρώτο ον που δει μπροστά του.
Μέσα στο δάσος – ένα χώρο μαγεμένο, επικίνδυνο- οι φόβοι διογκώνονται, τα πάθη εκφράζονται ανεξέλεγκτα και άνθρωποι και θεοί γίνονται έρμαια του ερωτικού τους πάθους.
Βλέποντας το Δημήτριο να συμπεριφέρεται άσχημα στην Έλενα, ο Όμπερον διατάζει τον Πακ να ρίξει λίγο υγρό στα βλέφαρά του. Κατά λάθος, ο Πακ το ρίχνει στο Λύσανδρο, ο οποίος ερωτεύεται την Έλενα.
Ο Δημήτριος ακόμα ακολουθεί την Ερμία και ο Όμπερον θυμώνει, έτσι μαγεύει και τον Δημήτριο. Εξαιτίας του λάθους του Πακ, τώρα και οι δυο άνδρες τσακώνονται για την Έλενα, η οποία όμως πιστεύει ότι την κοροϊδεύουν. Οι τέσσερις χαρακτήρες κυνηγιούνται και τσακώνονται όλη τη νύχτα και αναζητούν μέρος για μονομαχία κι έτσι ο Όμπερον διατάζει τον Πακ να τους κρατήσει χώρια και να ξανα-"μαγέψει" το Λύσανδρο να ερωτευτεί την Ερμία για να αποτρέψει την αιματοχυσία.
Εν τω μεταξύ, μια ομάδα τεχνιτών χαμηλής κοινωνικής τάξης έχουν κανονίσει να στήσουν μια παράσταση με την ιστορία του Πύραμου και της Θίσβης για το γάμο του Θησέα και τριγυρίζουν μες στο δάσος κοντά στην περιοχή της Τιτάνια. O Πουκ βλέπει τον Νικ Μπότομ, ένα θεατρόπληκτο υφαντή, και μετατρέπει το κεφάλι του σε γάιδαρο. Η Τιτάνια ξυπνάει, και μαγεμένη από το φίλτρο που της έριξε ο Όμπερον, ερωτεύεται τον υφαντή και του συμπεριφέρεται σαν να ήταν ευγενής με όλες τις φροντίδες. Σε αυτή την κατάσταση, συναντάει τον Όμπερον και του δίνει τον ακόλουθο: έτσι ο Όμπερον διατάζει τον Πακ να λύσει τα μάγια από τον υφαντή και την Τιτάνια, καθώς και από το Λύσανδρο.
Τότε, τα ξωτικά εξαφανίζονται και εμφανίζονται στο δάσος για πρωινό κυνήγι ο Θησέας με την Ιππολύτη. Ξυπνούν τους τέσσερις νέους και, καθώς ο Δημήτριος δεν αγαπάει πλέον την Ερμία, ο Θησέας παρακάμπτει την επιθυμία του πατέρα της Ερμίας και ετοιμάζει τους γάμους όλων. Οι τέσσερις νέοι σκέφτονται ότι τα γεγονότα της νύχτας πρέπει να ήταν κάποιο όνειρο. Το ίδιο σκέφτεται και ο Νικ Μπότομ ο υφαντής, όταν ξυπνάει και αυτός. Στην Αθήνα, όλοι παρακολουθούν την παράσταση "Πύραμος και Θίσβη" των τεχνιτών. Είναι εντελώς γελοία και κακοπαιγμένη, αλλά χαίρονται όλοι και αποσύρονται για ύπνο. Με το σκοτάδι, ο Όμπερον κι η Τιτάνια ευλογούν το σπίτι και τους νιόπαντρους, ενώ ο Πακ απευθύνεται σε ένα μονόλογο προς τους θεατές, ενώ πέφτει η αυλαία.
Η νύχτα που ξημερώνει τ’ Αϊ Γιαννιού είναι σημαδιακή για ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο. Γιορτή λαϊκή, αγροτική, γιορτή της καρποφορίας των δέντρων, μέρα του Κλήδονα. Στα μέρη μας, πέρα από τις λαϊκές δοξασίες και τις μαγικές επικλήσεις για των καρπών το ωρίμασμα, είναι φορτισμένη με την ερωτική λαχτάρα των παρθένων, τα μαντέματα και τις ευχές για ζευγάρωμα. Είναι η νύχτα της αναμονής, της μυστικής επιφάνειας των σημείων, της ευοίωνης συγκατάθεσης των απόκρυφων στοιχείων που γεμίζουν τον αέρα. Νύχτα που αποδεσμεύονται η ντροπή, η συμβατικότητα, η συγκαλυμμένη αποθυμιά των κοριτσιών.[...]
Τη νύχτα αυτή ο ερωτικός Θησέας, αφού γεύτηκε τη μυστική επαφή με την Τιτάνια, και η Αμαζόνα Ιππολύτη, ταίρι παροδικό του Όμπερον, θα ενώσουν τις παθιασμένες ιδιοσυγκρασίες τους. Τη νύχτα τούτη το βασιλικό ζευγάρι των ξωτικών θα διεκδικήσει ερωτικά, καθένας για λογαριασμό του, ένα θνητό αγόρι. Τη νύχτα τούτη τέσσερα παιδιά, δυο ζεύγη, θα κυνηγήσουν την ερωτική πλήρωση λυσσασμένα, όπως η εφηβεία τους ξέρει να αφηνιάζει, όπως το ένστικτο γνωρίζει ωμά, τυφλά αλλά αθώα, αδέσμευτα, να καθοδηγεί. Τούτη τη νύχτα το αερικό θα σμίξει με τον όνο, παμπάλαιο σύμβολο του οργασμού, όπως η παλιά εκείνη μινωική σύζυγος με τον ταύρο. Τούτη τη νύχτα κάποιοι μαστόροι θ’ ακουμπήσουν παράμερα τα σύνεργά τους και θ’ ανεβούνε στο πατάρι, θα μεταμορφωθούν, θα μεθέξουν, θα αλλοιωθούν μέσα από την τέχνη. Τούτη, τέλος, τη νύχτα όλοι θα ψάξουν να βρουν κάτι άλλο, να γίνουν άλλο, να διεισδύσουν στο Άλλο.
Τρεις ομάδες κινούνται στη σκηνή. Οι Αθηναίοι ευγενείς, οι μαστόροι και τα ξωτικά. Ο Σαίξπηρ τις παρουσιάζει μία-μία στη σκηνή, όπως μπαίνουν τα μουσικά θέματα. Ύστερα αναπτύσσει μια πολυδαίδαλη φούγκα. Οι ευγενείς είναι τα ξύλινα πνευστά, οι μαστόροι τα χάλκινα, τα ξωτικά τα έγχορδα, ο Πουκ η διαπασών. Και διαλέγονται. Τρεις κόσμοι που συμφύρονται, αλλοιώνουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου, έτσι που στο τέλος οικειώνονται, υποκαθιστούν ο ένας τον άλλο. Συγχέονται, χωνεύονται μέσα στο δάσος και γίνονται φύση. Είναι η φύση στα στοιχεία της. Ορατά και αόρατα.
Αυτή όμως η ταύτιση με το φυσικό, η κατάδυση στα μυστικά βάθη είναι μια επαφή με το θάνατο εκεί κάτω ανακαλύπτει κανείς το τραγικό νόημα του φθαρτού και η ανάδυση σέρνει μαζί της όλη την πίκρα για την έκπτωση, όλη τη θλίψη για την ανεπανόρθωτη αποκοπή, την τελεσίδικη αλαζονεία της αυτονομίας του ανθρώπου.
Έτσι, όταν οι κόσμοι αυτοί, με την αυγή, χωρίζονται, όταν η μέρα «τακτοποιεί» της νύχτας την παρεκτροπή, όταν η σύμβαση ανέβει πάλι στο βάθρο της για να κυβερνήσει θεούς κι ανθρώπους, οι τελευταίοι θα ντρέπονται, θα κρύβουν το πρόσωπό τους, θα θάβουν βαθιά μέσα τους τη νυχτερινή απολύτρωση.
Μόνο τα ξωτικά δεν έχουν για τίποτε να ντραπούν. Δεν έχουν ενοχές. Γι’ αυτά ήταν παιχνίδι ό,τι για τους άλλους ήταν κένωση.
Κώστας Γεωργουσόπουλος
Κλειδιά και κώδικες θεάτρου. Παγκόσμιο θέατρο - Από τον Μένανδρο στον Ίψεν
Εκδόσεις Πατάκη, 1999
Γράφοντας το Όνειρο (καθώς και τ’ άλλα του έργα), ο Σαίξπηρ δεν γύρευε παρά «να ευχαριστήσει τον λαό, να ευχαριστήσει τη βασίλισσα, να ευχαριστήσει τον εαυτό του». Στα ελισαβετιανά χρόνια, τα γούστα του κοινού, της αριστοκρατίας και του συγγραφέα βρίσκονταν πολύ κοντά. Έτσι, ο Σαίξπηρ δεν χρειαζόταν να κάνει κανένα διαχωρισμό και καμιά «παραχώρηση». Εκείνο που άρεσε στον ίδιο άρεσε και στους ευγενείς (που του ’διναν ηθική υποστήριξη), άρεσε και στον λαό (που γέμιζε το θέατρό του). Αυτή η ταύτιση προτιμήσεων και «αισθητικής» εξασφάλιζε την αβίαστη δημιουργία του και στάθηκε η βάση της μοναδικής άνθισης του ελισαβετιανού θεάτρου. Συγγραφείς, «αριστοκράτες» και κοινό ξεκινούσαν απ’ την ίδια ρίζα, είχαν τις ίδιες χαρές και τις ίδιες «κλίσεις».
Μα όταν, αργότερα, οι «μορφωμένοι» ευγενείς αποσπάσθηκαν από τον λαό, όταν γνώρισαν τη φιλολογία του γαλλικού «κλασικού» θεάτρου, όταν επέδραμε η στεγνότητα του πουριτανισμού, οι δεσμοί κόπηκαν, η παλιά «αγνότητα» χάθηκε, και τα ελισαβετιανά έργα περιφρονήθηκαν σαν «βάρβαρα παιχνίδια πρωτόγονων εφήβων». Τα τρία βασικά στοιχεία του Ονείρου λ.χ. - ο έρωτας, το παραμύθι και η κωμωδία - φάνηκαν πολύ απλοϊκά για τα επιτηδευμένα γούστα των συγχρόνων του κ. Pepys και η μεγαλοφυής σύνθεσή του, ακατάληπτη για τη στεγνή μωρία τους.
Σήμερα, σκηνοθέτες, ηθοποιοί και κοινό προσπαθούν να ξαναβρούν αυτή τη χαμένη «αγνότητα» που ενέπνευσε το Όνειρο και τ’ ανάλογά του έργα. Εγχείρημα δύσκολο, δυσκολότατο, γιατί, στην πικρή εποχή μας, έχουμε γκρεμίσει τις γέφυρες που μας έδεναν με τη φύση (κι η φύση είναι μέσα στον Σαίξπηρ, η φύση είναι ο ίδιος ο Σαίξπηρ), με το παραμύθι, με τη λυρική φαντασία. Χρειάζεται να γυμνωθούμε από τις «ατομικές» πανοπλίες μας για να επικοινωνήσουμε με τα πνεύματα του δάσους, χρειάζεται σκηνοθέτης και ηθοποιοί να οπλιστούν με το μαγικό ραβδί του Πρόσπερου για να ξαναφέρουν στα βαρύφορτα μάτια μας την παρθενικότητα, που δίνει αλήθεια και πειστικότητα στα παραμύθια και στα όνειρα...
Μάριος Πλωρίτης
Ελευθερία15 Ιουνίου 1956
• Το θέατρο του Σαίξπηρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου