Το Χαλιφάτο των Αββασιδών ιδρύθηκε από τους απογόνους του νεότερου θείου του Προφήτη Μωάμεθ, Αμπάς ιμπν Αμπντ αλ-Μουτάλιμπ (566-653 μ.Χ.) στην Κούφα το 750, ενώ το 762 η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στη Βαγδάτη. Μέσα σε 150 χρόνια από τότε που ολοκλήρωσαν τον έλεγχο της Περσίας, οι χαλίφηδες αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν εξουσία στους τοπικούς δυναστικούς εμίρηδες που μόνο τυπικώς αναγνώριζαν την εξουσία τους. Το χαλιφάτο απώλεσε επίσης τις δυτικές επαρχίες της Ανδαλουσίας, του Μαγκρέμπ και της Ιφρικίγια από τον Ομεϋάδα πρίγκηπα Αμπντ αρ-Ραχμάν Α΄, τους Αγλαβίδες και τους Φατιμίδες αντίστοιχα.
Η εξουσία των Αββασιδών διακόπηκε για τρία χρόνια το 1258, όταν ο Xoυλεγκού χαν, ο Μογγόλος χάνος, λεηλάτησε και ερήμωσε τη Βαγδάτη. Επανήλθε όμως στην Αίγυπτο των Μαμελούκων το 1261, απ΄ όπου συνέχισε να διεκδικεί την ηγεσία και πρωτοκαθεδρία σε θρησκευτικά θέματα του μουσουλμανικού κόσμου μέχρι το 1519, όταν η θρησκευτική εξουσία μεταφέρθηκε επίσημα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και η πρωτεύουσα του χαλιφάτου στην Κωνσταντινούπολη.
Το περίφημο Βιβλίο των Ασμάτων το οποίο ξεκινά καταγράφοντας τα εκατό δημοφιλέστερα τραγούδια της εποχής του χαλίφη Hārūn al-Rashīd, σύμφωνα με τον συγγραφέα του, τον αλ-Ισφαχάνι, κατέληξε να είναι ένα αξεπέραστο, για τα δεδομένα της αραβικής φιλολογίας, έργο της ιστορίας της μελοποιημένης αραβικής ποίησης από την προ-ισλαμική εποχή έως και τον 10ο αιώνα, ή αλλιώς μια επισκόπηση ολόκληρου του αραβικού πολιτισμού κατά την περίοδο αυτή (Sawa, 1981, σ. 74· Nallino, 1986, σ. 118).Ο αλ-Ισφαχάνι, αν και καταγόταν από την αραβική φυλή Κουραΐς, ήταν σιίτης μουσουλμάνος. Γεννήθηκε στο Ισφαχάν της Περσίας, όπως δηλώνει και το πατρωνύμιό του, και σπούδασε στη Βαγδάτη όπου και έζησε απολαμβάνοντας την υποστήριξη των Μπουγίδων, κυρίως του βεζίρη al-Muhallabī (Nallino, 1986, σ. 118).
Το Βιβλίο των Ασμάτων, το οποίο σε μια από τις εγκυρότερες σύγχρονες εκδόσεις του εκτείνεται σε 24 τόμους, ολοκληρώθηκε σε διάρκεια 50 χρόνων.
Πέρα από «τραγούδια », που δηλώνει ο τίτλος του, το βιβλίο περιέχει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με ένα μεγάλο εύρος θεματικών που σχετίζονται με την αραβική ποίηση και ειδικότερα με την επιτελεστική διάσταση της προφορικής ποίησης και της μουσικής. Αυτή η διάσταση, με εξαίρεση τους μουσικολόγους και κάποιους φιλόλογους, έχει διαφύγει από την προσοχή των σύγχρονων αναγνωστών του (Kilpatrick, 2003, σ. 40).
Ο George Sawa, ο οποίος έχει συνοψίσει με συστηματικό τρόπο τα διαφορετικά θεματικά πεδία που καλύπτονται στο βιβλίο, αναφέρει ότι μαθαίνουμε πολλά πράγματα σχετικά με «τη μουσική αισθητική και τα μουσικά κριτήρια κατά την επιτέλεση, το μέγεθος των μουσικών προγραμμάτων και τη διάρκεια των συναυλιών, τη στάση του σώματος των μουσικών και το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς και της αλληλεπίδρασής τους με το ακροατήριο κατά την επιλογή και απόδοση της μουσικής [...]» καθώς επίσης για «[...] τις τεχνικές σύνθεσης, τον αυτοσχεδιασμό, τις διαδικασίες αλλαγής της μουσικής και του κειμένου, και το πολύ πλούσιο λεξιλόγιο μουσικής θεωρίας, όπως αυτό χρησιμοποιείται προφορικά από τους μουσικούς» (Sawa, 2002, σ. 351).
Οι παραπάνω θεματικές, αφορούν κατά κύριο λόγo την αυλική μουσική παράδοση. Όμως ο αλ-Ισφαχάνι επεκτείνεται και στον λειτουργικό ρόλο των τραγουδιών στην αποτύπωση του κύκλου της ζωής (Sawa, 2002, σ. 351).
Ένα από τα στοιχεία που διαφοροποιούν το Βιβλίο των Ασμάτων από ένα φιλολογικό έργο που εστιάζει στο ποιητικό κείμενο ή από μια κλασική μουσικολογική πραγματεία που αντιμετωπίζει τη μουσική ως αυτόνομο φαινόμενο είναι ότι σε αυτό το κείμενο οι μουσικοί, η προσωπικότητά τους και η ζωή τους, έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ανάμεσα στην παράθεση στίχων και ανεκδοτολογικών ιστοριών (akhbār) από την αυλική ζωή, ο αλ-Ισφαχάνι αναφέρεται σε επώνυμους τραγουδιστές και τραγουδίστριες, στην εθνοτική τους καταγωγή και την κοινωνικοοικονομική τους θέση στην αραβική κοινωνία, καθώς επίσης και στη διαδικασία της μαθητείας και τη διαδικασία εκμάθησης της μουσικής (Sawa, 2002, σ. 352).
Επιπροσθέτως, οι μουσικοί κατέχουν κεντρικό ρόλο και στο επίπεδο της σύνθεσης του Βιβλίου των Ασμάτων καθώς αποτελούν την κύρια πηγή από την οποία ο συγγραφέας αντλεί πληροφορίες σχετικά με τα τραγούδια.
Συγκεκριμένα, ο αλ-Ισφαχάνι καταγράφει τις επιλογές τραγουδιών των κορυφαίων μουσικών Ibrāhīm al-Mawṣilī (742–804), Ismā‘īl b. Jāmi‘ και Fulayḥ b. al-‘Awrā’ τα οποία αναθεωρήθηκαν αργότερα από τον γιο του πρώτου, Isḥāk b. Ibrāhīm al-Mawṣilī (767–850) (Nallino, 1986, σ. 118). Ο τελευταίος αντιπαραβάλλεται συχνά στο κείμενο με τον τραγουδιστή Ibrāhīm ibn al-Mahdī (779–839), τον κύριο ανταγωνιστή του, ο οποίος πέραν από τις εξαιρετικές φωνητικές του ικανότητες, διακρίνονταν για την μεγάλη του εκφραστική ελευθερία η οποία τον κατέτασσε σε αυτούς που διαφοροποιούνταν από την παράδοση καινοτομώντας (Wright κ.ά., 2014).
Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι ο αλ-Ισφαχάνι έχει μια προσωπική, βιωματική θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε, σχέση με τον κόσμο της μουσικής δημιουργίας τον οποίο περιγράφει. Η γνώση αυτού του κόσμου, καθώς επίσης η γνώση της ιστορίας και της παράδοσης αλλά και της ποίησης, αποτελούν μέρος της παιδείας που περιγράφει ο όρος άνταμπ (adab): το «πρότυπο λογιοσύνης και πνευματικής καλλιέργειας» (Παπουτσάκη, 2007, σσ. 77-81) ή αλλιώς το είδος «στάσης ζωής» (Κονδύλη, 2001, σσ. 163-167, 243-244) που αναπτύχθηκε κατά την ακμή της αββασιδικής δυναστείας, από τα μέσα 8ου έως τα μέσα του 11ου αιώνα και του οποίου ο αλ-Ισφαχάνι ήταν μέτοχος.
Η παλαιότερη σημασία του όρου άνταμπ αντιστοιχεί στις έννοιες του «εθίμου» και «των κληροδοτημένων κανόνων συμπεριφοράς», συνώνυμο υπό μια έννοια της σούνα (sunna).
Στην πορεία το άνταμπ απέκτησε τη σημασία της «(υψηλής) ποιότητας ψυχής, της καλής ανατροφής, του αστικού τρόπου και της ευγένειας» και διευρύνθηκε περιλαμβάνοντας:
[...] την κοσμική κουλτούρα (σε αντίθεση με την επιστήμη, τη γνώση, ή καλύτερα τη θρησκευτική γνώση, το Κοράνι, τα χαντίθ και το fiqh) που βασίζεται αρχικά στην ποίηση, τη ρητορεία, τις ιστορικές και φυλετικές παραδόσεις των αρχαίων Αράβων, καθώς και στις αντίστοιχες επιστήμες: τη ρητορική, τη γραμματική, τη λεξικογραφία, τη μετρική.
(Gabrieli, 1986, 175)
Στο πλαίσιο αυτής της πολυμάθειας ουμανιστικού χαρακτήρα (Κονδύλη 2001, 163-165), ο αλ-Ισφαχάνι χρησιμοποιεί την παραδοσιακή μέθοδο τεκμηρίωσης της εγκυρότητας της προφορικής μετάδοσης μιας πληροφορίας isnād, που χρησιμοποιείται και κατά τον έλεγχο της αξιοπιστίας των χαντίθ. Μέσω αυτής της μεθόδου ξεδιπλώνονται οι σημαντικότερες αλυσίδες προφορικής μετάδοσης της αραβικής μουσικής, συγκεκριμένων τραγουδιών και ανεκδότων και κατά προέκταση τα διάφορα δίκτυα μουσικών (Sawa, 1989, 26-28).
Με αυτό τον τρόπο αναδεικνύεται στο Βιβλίο των Ασμάτων ο κεντρικός ρόλος της προφορικότητας στην αραβική μουσική και η σημασία της ως πολιτισμικής αξίας. Αν και, έργα όπως το Βιβλίο των Ασμάτων δεν καταγράφουν τη μουσική των τραγουδιών, δίνουν αρκετά στοιχεία για τα χαρακτηριστικά της. Οι εγγραφές των τραγουδιών ακολουθούν το παρακάτω πρότυπο: (Τραγούδι)
στίχοι
(όνομα του ποιητή) (ποιητικό μέτρο) (φιλολογικά σχόλια των στίχων)
(όνομα του συνθέτη) (ρυθμός) (μελωδικός τρόπος)
(πηγή της μελοποίησης)
(Kilpatrick, 2003, σ. 34)
Για την ιστορική έρευνα οι παραπάνω πληροφορίες είναι ανεκτίμητες, καθώς η επεξεργασία τους και η συγκριτική ανάγνωσή τους με άλλες, σύγχρονες και μεταγενέστερες πηγές οδηγούν σε πολύ σημαντικά συμπεράσματα σχετικά με πιθανές μεταβολές του ρεπερτορίου, αλλά και τις τάσεις, τις συνέχειες και τις ασυνέχειες στη χρήση συγκεκριμένων μακάμ και ρυθμών (īqā‘).
Εκτός όμως από τα πολύτιμα πραγματολογικά στοιχεία, κάθε εγγραφή στο Βιβλίο των Ασμάτων «αντηχεί» σε ένα βαθμό στοιχεία της μουσικής επιτέλεσης της αββασιδικής Αυλής, αλλά και της ζωής των πρωταγωνιστών της.
Το Βιβλίο των Ασμάτων, ως ανθολογία τραγουδιών και βιογραφιών καθιέρωσε μια τυπολογία κειμένου το οποίο σε μεταγενέστερες φάσεις θα βρει μιμητές και θα αναβιωθεί (Neubauer, 2002, σ. 371), ενώ, παρεμφερείς μορφές κειμένων θα αναπτυχθούν και σε άλλα μέρη και φάσεις του ισλαμικού κόσμου.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και η σπάνια για τα δεδομένα της οθωμανικής μουσικής ανθολογία βιογραφιών (tezkire) με τίτλο Atrabü’l-Âsâr (Οι Χαρές των Έργων).
Η ανθολογία αυτή περιλαμβάνει τις βιογραφίες 97 Οθωμανών συνθετών της κοσμικής μουσικής (fasıl) του 17ου-18ου αιώνα.
Ο συντάκτης της συλλογής είναι ο Εσάντ Εφέντι (1685-1753), που διετέλεσε σεϊχουλισλάμης μεταξύ του 1748-1749 κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σουλτάνου Μαχμούτ Α΄ (1696-1754).
Η συλλογή, η οποία χρονολογείται στα 1728-1730, αν και δεν φέρει ίχνος μουσικής καταγραφής, αποτελεί πολύτιμη πηγή για μια σειρά θεμάτων που αφορούν στις πολιτισμικές αξίες και τους θεσμούς του οθωμανικού μουσικού πολιτισμού του ύστερου 17ου και του 18ου αιώνα. Σε αυτά συγκαταλέγονται το κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο των μουσικών της Κωνσταντινούπολης, η γενεαλογική μαθητεία και η συνάφεια με άλλα εκπαιδευτικά πεδία όπως οι εικαστικές τέχνες, η απομνημόνευση του Κορανίου αλλά και η θεολογία, και ο ρόλος της Αυλής ως υποστηρικτή της τέχνης της μουσικής.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάδειξη των παραπάνω ζητημάτων, όπως επισημαίνει ο Cem Behar, είναι η αντιπαραβολική μελέτη της συλλογής του Εσάντ Εφέντι με τις υπόλοιπες, λιγοστές γραπτές πηγές της οθωμανικής μουσικής, όπως τα διάφορα χειρόγραφα του Αλί Ουφκί, η μουσική πραγματεία (Edvâr) του Ντιμίτρι Καντεμίρ και o δεύτερος τόμος του Βιβλίου των Ταξιδιών (Seyahatnâme) του Εβλιγιά Τσελεμπή (Behar, 2010, σσ. 22-23).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου