Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Αντρέ Μαλρό - Η ανθρώπινη μοίρα

Γύρω στη δεκαετία του 40 καθιερώθηκε στην Γαλλια μια λογοτεχνία ισχυρής κοινωνικής και πολιτικής δέσμευσης, η οποία είχε τους μεγαλύτερους εκπροσωπους της στους A. de Saint-Exupéry, L. Aragon, και A. Malraux.

Ο Αντρέ Μαλρώ στον μεσοπόλεμο ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Τρότσκι. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι είχε καταστρώσει σχέδιο για την διάσωση του από την εξορία όπου τον είχε στείλει ο Στάλιν.

Το σχετικό αποδεικτικό υλικό κατέστρεψε ο εκδότης Γκαλιμάρ λίγο πριν τη γερμανική επέλαση στο Παρίσι.

Συμμετείχε στον ισπανικό εμφύλιο στο πλευρό των δημοκρατικών με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε ενεργό μέλος της Γαλλικής Αντίστασης.

Μετά το πέρας του πολέμου ασχολήθηκε κυρίως με την ιστορία την αισθητικη και την φιλοσοφια της τέχνης και ακολούθησε πολιτικά τον στρατηγό Ντε Γκώλ, ο οποίος του εμπιστεύτηκε το Υπουργείο Πολιτιστικών Υποθέσεων από το 1958 μέχρι τον Μάη του 1968.

Η ανθρώπινη μοίρα
Ξαπλωµένος για να µετριάσει κάπως την κούρασή του, ο Κίο περίµενε. ∆εν είχε ανάψει το φως· δεν κουνιόταν καν. ∆εν ήταν αυτός που συλλογιόταν την εξέγερση, ήταν η εξέγερση αυτή καθαυτήν, ζωντανή µέσα σε τόσα µυαλά όπως ο ύπνος σε τόσα άλλα, που βάραινε πάνω του, σε βαθµό που ήταν πια ολόκληρος µονάχα ανησυχία κι αναµονή. Λιγότερα από τετρακόσια τουφέκια, όλα κι όλα. Νίκη – ή τουφεκίδι, ό,τι καλύτερο µπορούσαν. Αύριο. Όχι: σε λίγο. Ήταν ζήτηµα σβελτάδας: έπρεπε ν’ αφοπλίσουν παντού την αστυνοµία και, µε τα πεντακόσια Μάουζερ, να οπλίσουν τις µάχιµες οµάδες προτού αναλάβουν δράση οι στρατιώτες του κυβερνητικού θωρακισµένου τρένου.

Η εξέγερση έπρεπε ν’ αρχίσει στη µία –η γενική απεργία, εποµένως, στις δώδεκα– κι έπρεπε οι περισσότερες µάχιµες οµάδες να έχουν εξοπλιστεί πριν από τις πέντε.

Η µισή αστυνοµία, που ψοφούσε απ’ την ανέχεια, θα περνούσε ασφαλώς στο στρατόπεδο των εξεγερµένων. Έµενε η υπόλοιπη. Η Σοβιετική Κίνα, συλλογίστηκε. Για να κατακτηθεί εδώ η αξιοπρέπεια των δικών τους. Και η Σοβιετική Ένωση θα έφτανε τα 600 εκατοµµύρια.

Είτε νίκη είτε ήττα, το πεπρωµένο του κόσµου, πλανιόταν, απόψε, κάπου εδώ γύρω. Εκτός αν το Κουοµιντάνγκ, µόλις έπεφτε η Σανγκάη, προσπαθούσε να συντρίψει τους κοµµουνιστές συµµάχους του… Αναπήδησε: η πόρτα του κήπου άνοιγε. Η ανάµνηση σκέπασε την ανησυχία: η γυναίκα του; Αφουγκράστηκε: η πόρτα του σπιτιού ξανάκλεισε.

Η Μέι µπήκε µέσα. Το µπλε δερµάτινο παλτό της, µε το σχεδόν στρατιωτικό κόψιµο, τόνιζε το αρρενωπό στοιχείο που είχε η περπατησιά και το πρόσωπό της – σαρκώδη χείλη, µικρή µύτη, έντονα ζυγωµατικά σαν τις Γερµανίδες του Βορρά.

«Θα γίνει σύντοµα, Κίο;»
«Ναι».
Ήταν γιατρίνα σε ένα από τα κινέζικα νοσοκοµεία, αλλά τώρα ερχόταν απ’ τον τοµέα των επαναστατριών γυναικών, του οποίου το παράνοµο νοσοκοµείο διηύθυνε:

«Πάντα η ίδια ιστορία, ξέρεις: µόλις άφησα µια δεκαοχτάχρονη κοπέλα, που αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει µε ξυράφι µες στο γαµήλιο παλανκίνο. Την εξανάγκασαν να παντρευτεί ένα µεγαλόσχηµο κτήνος… Την έφεραν µε το κόκκινο νυφικό της, όλο αίµατα. Πίσω ερχόταν η µάνα, µια µικρή ζαρωµένη σκιά, που έκλαιγε µε λυγµούς, φυσικά… Όταν της είπα πως το κορίτσι της δεν θα πέθαινε, µου απάντησε: “Το κακόµοιρο! Κι όµως, της δόθηκε η ευκαιρία να πεθάνει…” Ευκαιρία… Αυτό λέει πολύ περισσότερα απ’ όσα οι λόγοι που βγάζουµε για την κατάσταση των γυναικών εδώ…»

Γερµανίδα γεννηµένη στη Σανγκάη, διδάκτωρ της Χαϊδελβέργης και του Παρισιού, µιλούσε τα γαλλικά χωρίς ξενική προφορά. Πέταξε τον µπερέ της στο κρεβάτι. Τα κυµατιστά µαλλιά της ήταν τραβηγµένα προς τα πίσω, έτσι τα χτένιζε πιο εύκολα.

Ο Κίο είχε µια επιθυµία να τα χαϊδέψει. Το ακάλυπτο µέτωπό της είχε κι αυτό κάτι το αρρενωπό, αλλά αφότου είχε πάψει να µιλάει ξαναβρήκε τη θηλυκότητά της –ο Κίο δεν την άφηνε από τα µάτια του– γιατί η χαλάρωση της έντασης γλύκαινε τα χαρακτηριστικά της, η κούραση τα χαλάρωνε και γιατί είχε βγάλει τον µπερέ της.

Αυτό το πρόσωπο ζούσε µέσα απ’ το αισθησιακό στόµα και τα πολύ µεγάλα, διάφανα µάτια του, µάτια τόσο φωτεινά που η ένταση του βλέµµατος έµοιαζε να έρχεται όχι από τις κόρες, αλλά από τη σκιά του µετώπου πάνω από τις µακρόστενες κόγχες.

Ένα άσπρο πεκινουά, που το προσέλκυσε το φως, µπήκε µέσα τρεχάτο. Εκείνη το φώναξε µε κουρασµένη φωνή:

«Ωραίο µου σκυλάκι, τριχωτό και φουντωτό!»

Το έπιασε µε το αριστερό της χέρι, και το έφερε κοντά στο πρόσωπό της, χαϊδεύοντάς το:

«Μαλλιαρούλι» είπε χαµογελώντας «τριχωτούλι, φουντωτούλι…»
«Σου µοιάζει» σχολίασε ο Κίο.
«Έτσι λες;»

Κοιτούσε στον καθρέφτη το άσπρο κεφάλι που ήταν κολληµένο στο δικό της, πάνω από τα µαζεµένα ποδαράκια του ζώου. Η διασκεδαστική οµοιότητα προερχόταν από τα έντονα γερµανικά της ζυγωµατικά. Παρότι µόλις που θα την έλεγες όµορφη, σκέφτηκε εκείνος, παραφράζοντας τον χαιρετισµό του Οθέλλου: Ω αγαπηµένη µου µαχήτρια…

Η Μέι άφησε το σκυλί, σηκώθηκε. Με το παλτό ατηµέλητα µισάνοιχτο, φαίνονταν τώρα καθαρά τα στητά στήθη, που θύµιζαν τα πεταχτά ζυγωµατικά. Ο Κίο της διηγήθηκε τη νύχτα του.

«Στο νοσοκοµείο» του απάντησε «είχαµε απόψε καµιά τρια­νταριά κοπέλες της προπαγάνδας, που ξέφυγαν από τα λευκά στρατεύµατα… Όλες τραυµατισµένες. Έφταναν ολοένα και πιο πολλές. Λένε πως ο στρατός είναι πολύ κοντά. Και πως υπάρχουν πολλοί σκοτωµένοι…»
«Και οι µισοί τραυµατίες θα πεθάνουν… Ο πόνος έχει νόηµα µονάχα όταν δεν οδηγεί στον θάνατο και, σχεδόν πάντα, εκεί οδηγεί».
Η Μέι το συλλογίστηκε:

«Ναι» είπε στο τέλος. «Κι όµως, είναι ίσως αντρική ιδέα. Για µένα, για µια γυναίκα, ο πόνος –τι παράξενο– σε κάνει να σκέφτεσαι πιότερο τη ζωή παρά τον θάνατο… Ίσως επειδή εµείς γεννάµε…»

Συνέχισε:

«Όσο αυξάνουν οι τραυµατίες, όσο πλησιάζει η εξέγερση, τόσο περισσότερο οι άνθρωποι πλαγιάζουν µεταξύ τους».
«Φυσικό είναι».
«Πρέπει να σου πω κάτι που µπορεί να σε στενοχωρήσει λιγάκι…»
Ακουµπισµένος στον αγκώνα του, της έριξε ένα ερωτηµατικό βλέµµα. Ήταν έξυπνη και γενναία, αλλά συχνά αδέξια.

«Τελικά, πλάγιασα µε τον Λενγκλέν, σήµερα τ’ απόγεµα».

Ο Κίο σήκωσε τους ώµους, θαρρείς και ήθελε να πει: «∆ικό σου θέµα». Όµως η κίνησή του, η σφιγµένη έκφραση του προσώπου δεν ταίριαζαν µε τούτη την αδιαφορία. Τον κοίταζε εξουθενωµένη, µε τα ζυγωµατικά τονισµένα απ’ το κάθετο φως. Κι εκείνος κοιτούσε τα σκοτεινιασµένα, δίχως βλέµµα µάτια της και δεν έλεγε τίποτα. Αναρωτιόταν µήπως η αισθησιακή έκφραση του προσώπου της προερχόταν απ’ το ότι τούτα τα φευγάτα µάτια και τα ελαφρώς φουσκωτά χείλη, σε αντίθεση µε τα χαρακτηριστικά της, τόνιζαν βίαια τη θηλυκότητά της… Κάθισε στο κρεβάτι, του έπιασε το χέρι. Θέλησε να το τραβήξει, µα το άφησε. Εκείνη όµως το αισθάνθηκε:

«Σε πληγώνει;»
«Σου είπα πως είσαι ελεύθερη… Μη ζητάς πολλά» πρόσθεσε µε πικρία.
Το σκυλάκι πήδησε στο κρεβάτι. Τράβηξε το χέρι του, ίσως για να το χαϊδέψει.

«Είσαι ελεύθερη» επανέλαβε. «Λίγο µετράνε τ’ άλλα».
«Έπρεπε να σ’ το πω. Για µένα, έστω».
«Ναι».

Μήτε ο ένας µήτε ο άλλος αµφέβαλλαν πως έπρεπε να του το πει. Ο Κίο θέλησε ξάφνου να σηκωθεί: έτσι ξαπλωµένος, µε κείνη καθισµένη στο κρεβάτι του, ένιωθε σαν άρρωστος που τον φροντίζει… Μα για να κάνει τι; Όλα ήταν τόσο µάταια… συνέχιζε να την κοιτάζει, ν’ ανακαλύπτει ότι αυτή η γυναίκα µπορούσε να τον κάνει να υποφέρει, αλλά ότι πάνε µήνες που είτε την κοιτούσε είτε όχι, δεν την έβλεπε πια· κάποιες εκφράσεις, πότε πότε… Τούτη η αγάπη, συχνά σπασµωδική, που τους ένωνε σαν ένα άρρωστο παιδί, τούτο το κοινό αίσθηµα για τη ζωή και τον θάνατο, τούτη η σαρκική αρµονία ανάµεσά τους, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν υπήρχε µπροστά στο µοιραίο που ξεθωριάζει τις µορφές µε τις οποίες έχουν κορεστεί τα βλέµµατά τους.

Μήπως την αγαπώ λιγότερο απ’ όσο πίστευα; συλλογίστηκε. Όχι. Ακόµα κι αυτή τη στιγµή, ήταν σίγουρος πως, αν εκείνη πέθαινε, δεν θα υπηρετούσε πια τον σκοπό του µε ελπίδα, αλλά µε απελπισία, λες και ήταν νεκρός ο ίδιος. Κι όµως, τίποτα δεν µπορούσε ν’ αποτρέψει το ξεθώριασµα αυτού του προσώπου το οποίο είχε ταφεί βαθιά µες στην κοινή τους ζωή όπως µες στο πούσι, όπως µες στη γη.

Θυµήθηκε έναν φίλο που είχε δει να σβήνει το πνεύµα της γυναίκας που αγαπούσε, παράλυτη επί µήνες· του φάνηκε πως έβλεπε τη Μέι να πεθαίνει έτσι, να εξαφανίζεται παράλογα, σαν ένα σύννεφο που χάνεται µες στον γκρίζο ουρανό, παίρνοντας τη µορφή της ευτυχίας του. Ήταν σαν να ’χε πεθάνει δυο φορές, απ’ το διάβα του χρόνου και απ’ όσα του έλεγε τώρα.

Εκείνη σηκώθηκε, πήγε στο παράθυρο. Βάδιζε αποφασιστικά, παρ’ όλη την κούραση. Επιλέγοντας, από φόβο ανάµεικτο µε συναισθηµατική αιδηµοσύνη, να µη µιλήσει πια άλλο για όσα είχε µόλις πει εφόσον εκείνος σιωπούσε και, θέλοντας να αποφύγει την κουβέντα που εντούτοις ένιωθε πως δεν θα την απόφευγαν, προσπάθησε να εκφράσει την τρυφερότητά της, λέγοντας οτιδήποτε και, ενστικτωδώς, κατέφυγε σ’ έναν ανιµισµό που εκείνος αγαπούσε: απέναντι στο παράθυρο, ένα από τα µαρτιάτικα δέντρα πέταξε καινούργια φύλλα τη νύχτα: το φως του δωµατίου φώτιζε τα στριφτά ακόµη φύλλα, αχνοπράσινα πάνω στο σκούρο φόντο:

«Έκρυψε τα φύλλα του µες στον κορµό τη µέρα» είπε «και τα βγάζει απόψε που δεν το βλέπει κανείς».

Έµοιαζε να µιλάει για τον εαυτό της, µα πώς γινόταν ο Κίο να καταφρονήσει τον τόνο της φωνής της;

«Ας διάλεγες άλλη µέρα» είπε µέσα από τα δόντια του.

Κι εκείνος επίσης έβλεπε τον εαυτό του στον καθρέφτη, στηριγµένο στον αγκώνα του – ένα πρόσωπο σαν γιαπωνέζικη µάσκα ανάµεσα στ’ άσπρα σεντόνια. Αν δεν ήµουν µιγάς… σκέφτηκε. Έκανε µεγάλη προσπάθεια για ν’ αποδιώξει τις ταπεινές και µνησίκακες σκέψεις που ήταν έτοιµες να δικαιώσουν και να θρέψουν τον θυµό του. Και την κοίταζε, την κοίταζε, θαρρείς και το πρόσωπό της έπρεπε να ξαναβρεί, µε την οδύνη που του επέβαλε, όλη του τη χαµένη ζωή.

«Μα, Κίο, ακριβώς σήµερα αυτό δεν είχε καµιά σηµασία… και…»

Ετοιµαζόταν να συµπληρώσει: «Εκείνος το ήθελε τόσο πολύ… Μπρος στον θάνατο, αυτό µετρούσε τόσο λίγο…» Αλλά είπε µονάχα:

«… κι εγώ µπορεί να πεθάνω αύριο…»

Τόσο το καλύτερο. Ο Κίο υπόφερε απ’ τον πιο ταπεινωτικό πόνο: αυτόν που κανείς δεν καταδέχεται να νιώσει. Στην πραγµατικότητα, ήταν ελεύθερη να πλαγιάσει µε όποιον ήθελε. Από πού ερχόταν λοιπόν τούτη η οδύνη, για την οποία δεν αναγνώριζε στον εαυτό του το δικαίωµα να τη νιώθει, κι όµως αυτή αναγνώριζε τόσα δικαιώµατα πάνω του;

«Όταν κατάλαβες πως… σε ήθελα, Κίο, µε ρώτησες µια µέρα, µεταξύ σοβαρού και αστείου, αν πίστευα πως θα σε ακολουθούσα στη φυλακή, και σου απάντησα ότι δεν ήξερα – ότι το δύσκολο ήταν σίγουρα να µείνει κανείς εκεί… Πάντως σκέφτηκες πως ναι, εφόσον µε ήθελες κι εσύ. Γιατί να µην το πιστεύεις τώρα πια;»
«Πάντα οι ίδιοι άνθρωποι πάνε στη φυλακή. Ο Κάτοφ θα πήγαινε ακόµα κι αν δεν αγαπούσε βαθιά. Θα πήγαινε για την ιδέα που έχει για τη ζωή, για τον εαυτό του… ∆εν πας στη φυλακή για κάποιον άλλον».
«Κίο, αυτές είναι αντρικές ιδέες…»
Εκείνος το συλλογίστηκε.

«Κι όµως» είπε «τι περισσότερο να περιµένεις απ’ την αγάπη, πέρα απ’ το ν’ αγαπάς εκείνους που είναι ικανοί να το δεχτούν, και ν’ αγαπιέσαι ίσως απ’ αυτούς… Τι µανία και τούτη να τους ζητάς εξηγήσεις;… Έστω κι αν το κάνουν για τη δική τους… ηθική…»
«∆εν το ’κανα από ηθική» του απάντησε αργά. «Σίγουρα, δεν θα µπορούσα».
«Όµως (κι εκείνος της µιλούσε αργά), τούτη η αγάπη δεν σ’ εµπόδισε να πλαγιάσεις µε τον τύπο, ενώ σκεφτόσουν –µόλις τώρα το είπες– πως αυτό… θα µε στενοχωρούσε;»
«Κίο, θα σου πω κάτι παράδοξο, που είναι εντούτοις αληθινό… πριν από πέντε λεπτά, νόµιζα πως δεν θα σ’ ένοιαζε. Ίσως µε βόλευε να το πιστεύω… Υπάρχουν έντονες επιθυµίες, ιδίως όταν βρίσκεσαι τόσο κοντά στον θάνατο (κι εγώ, τον θάνατο των άλλων έχω συνηθίσει, Κίο), που δεν έχουν καµιά σχέση µε τον έρωτα…»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου