Η σκέψη είναι εσωτερικός διάλογος
ΞΕ. Λοιπόν πρώτα πρώτα η σκέψη κι ο λόγος είναι το ίδιο πράγμα. Με μόνη τη
διαφορά πως ονομάστηκε από μας σκέψη ο διάλογος, που γίνεται μέσα στην ψυχή με τον
εαυτό της, χωρίς να συμμετέχ’ η φωνή, δεν είν’ έτσι; ΘΕΑΙ. Βεβαιότατα. ΞΕ. Κι από την
άλλη μεριά το ρέμα, που βγαίν’ από την ψυχή και περνάει από το στόμα ενωμένο με τη
φωνή, αυτό δεν έχει ονομαστεί «λόγος»; ΘΕΑΙ. Αλήθεια
(Πλάτωνος, Σοφιστής, 263e, μτφρ.
Δ. Γληνού)
Δεν υπάρχει σκέψη χωρίς γλώσσα
Δεν έχουμε συνείδηση των σκέψεών μας, δεν έχουμε καθορισμένες και πραγματικές
σκέψεις παρά μόνο όταν τους προσδίδουμε αντικειμενική μορφή, τις διαφοροποιούμε από
το εσωτερικό μας και στη συνέχεια τις διακρίνουμε με την εξωτερική τους μορφή, μια
μορφή όμως που περιέχει και το χαρακτήρα της ανώτερης εσωτερικής δραστηριότητας.
Μόνο ο αρθρωμένος ήχος, η λέξη, μας παρέχει μια υπαρκτή οντότητα, μέσα στην οποία
συνδέονται τόσο στενά το εξωτερικό και το εσωτερικό. Κατά συνέπεια, το να προσπαθούμε
να σκεφτούμε χωρίς τις λέξεις είναι ένα ανόητο εγχείρημα... Και είναι εξίσου παράλογο
να θεωρούμε μειονέκτημα και ελάττωμα της σκέψης αυτή την αναγκαιότητα που την συνδέει με την λέξη. Πιστεύουμε συνήθως, είναι αλήθεια, πως ό,τι υψηλότερο υπάρχει είναι
το άρρητο.(...). Αλλά πρόκειται για μια επιφανειακή και αθεμελίωτη άποψη· επειδή στην
πραγματικότητα το άρρητο είναι η σκοτεινή σκέψη, η σκέψη σε κατάσταση ζύμωσης, που
γίνεται σαφής μόλις βρει τη λέξη. Ετσι, η λέξη δίνει στη σκέψη την ανώτερη και την αληθέστερη ύπαρξή της. Αναμφίβολα, μπορεί να χανόμαστε σε μια ροή λέξεων, χωρίς να συλλαμβάνουμε τα πράγματα. Όμως το πρόβλημα βρίσκεται στην ατελή, ακαθόριστη και κενή
σκέψη, δεν βρίσκεται στη λέξη.
(Hegel, Φιλοσοφία του Πνεύματος, §463).
Ομιλία και σκέψη τυλίγονται η μία μέσα στην άλλη
Πρώτα, πρώτα, η ομιλία δεν είναι ένα “σημείο” της σκέψης, αν με αυτό εννοεί κανείς ένα φαινόμενο που αναγγέλλει ένα άλλο, όπως ο καπνός αναγγέλλει τη φωτιά. Η
ομιλία και η σκέψη δε θα επιδέχονταν αυτή τη σχέση παρά μόνο αν και η μια και η άλλη
ήταν θεματικά δεδομένες· στην πραγματικότητα, τυλίγονται η μια μέσα στην άλλη, το νόημα
πιάνεται μέσα στην ομιλία και η ομιλία είναι η εξωτερική ύπαρξη του νοήματος. Πρέπει,
με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η λέξη και η ομιλία να πάψουν να είναι ένα μέσο για να
δηλωθεί το αντικείμενο ή η σκέψη και να γίνουν η παρουσία αυτής της σκέψης στον αισθητό κόσμο, όχι το ένδυμά της, αλλά το έμβλημα και το σώμα της (...) Η σκέψη δεν είναι
τίποτα το “εσωτερικό”, δεν υπάρχει έξω από τον κόσμο και έξω από τις λέξεις. Αυτό που
μας απατά στην προκειμένη περίπτωση, αυτό που μας κάνει να πιστεύουμε σε μια σκέψη
που θα υπήρχε “καθ’ εαυτήν” πριν από την έκφραση είναι οι ήδη συγκροτημένες και οι
ήδη εκφρασμένες σκέψεις, τις οποίες μπορούμε σιωπηρά να θυμηθούμε και με τις οποίες
έχουμε την ψευδαίσθηση μιάς εσωτερικής ζωής. Αλλά στην πραγματικότητα αυτή η δήθεν
σιγή βουίζει από κουβέντες, αυτή η εσωτερική ζωή είναι μια εσωτερική γλώσσα. Η “καθαρή” σκέψη ανάγεται σε ένα ορισμένο συνειδησιακό κενό, σε μια στιγμιαία ευχή
(Maurice
Merleau-Ponty, Φαινομενολογία της αντίληψης, Παρίσι, 1945, σσ.211)
Η γλώσσα κάνει απρόσωπα και επίπεδα τα συναισθήματά μας
Τέλος, συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι δεν βλέπουμε τα ίδια τα πράγματα· περιοριζόμαστε τις περισσότερες φορές στο να διαβάζουμε τις ετικέτες που είναι κολλημένες
πάνω τους. Αυτή η τάση, προερχόμενη από την ανάγκη, επιτείνεται από την επίδραση
της γλώσσας. Γιατί οι λέξεις (με την εξαίρεση των κυρίων ονομάτων) δηλώνουν γένη. Η
λέξη που δε διακρίνει παρά μόνο την πιο συνηθισμένη λειτουργία και την πιο κοινότοπη
άποψη του πράγματος, παρεμβάλλεται ανάμεσα σε εκείνο και σ’ εμάς και θα μεταμφίεζε
τη μορφή του μπροστά στα μάτια μας, αν αυτή η μορφή δεν συγκαλυπτόταν ήδη πίσω
από τις ανάγκες που δημιούργησαν την ίδια τη λέξη. Και δεν είναι μόνο τα εξωτερικά αντικείμενα, είναι οι ίδιες οι ψυχικές μας καταστάσεις που μας αποκρύπτονται σε ό,τι αφορά
την πιο ενδόμυχη, την πιο προσωπική, την πιο πρωτογενώς βιωμένη τους διάσταση. Οταν
αισθανόμαστε αγάπη ή μίσος, όταν αισθανόμαστε χαρούμενοι ή λυπημένοι, είναι το ίδιο
το αίσθημά μας που φτάνει στη συνείδησή μας με τις μύριες φευγαλέες αποχρώσεις του
και τις μύριες βαθιές απηχήσεις του, που το καθιστούν κάτι απόλυτα δικό μας; Αν αυτό
συνέβαινε, θα ήμασταν όλοι μυθιστοριογράφοι, όλοι ποιητές, όλοι μουσικοί. Αλλά συνήθως δεν αντιλαμβανόμαστε από την ψυχική μας κατάσταση παρά μόνο την εξωτερική της
εκδήλωση. Από τα αισθήματά μας δε συλλαμβάνουμε παρά μόνο την απρόσωπη άποψή
τους, αυτή που η γλώσσα ξεχώρισε μια για πάντα, επειδή είναι περίπου η ίδια, κάτω από τις
ίδιες συνθήκες, για όλους τους ανθρώπους. Έτσι ακόμη και μέσα στον ατομικό μας εαυτό,
η ατομικότητά μας μάς διαφεύγει. Κινούμαστε ανάμεσα σε γενικότητες και σε σύμβολα.
(Henri Bergson, Το γέλιο, 1900).
Τα όρια της γλώσσας μου είναι τα όρια του κόσμου μου
Ο,τιδήποτε μπορούμε να σκεφτούμε μπορούμε να το σκεφτούμε σαφώς. Ο,τιδήποτε
εκφράσιμο μπορεί να εκφρασθεί σαφώς.....
Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου....
Υπάρχει οπωσδήποτε κάτι που δεν εκφράζεται με λόγια αλλά μονάχα φαίνεται. Είναι
το μυστικό στοιχείο.
Γι’ αυτό που δεν μπορούμε να μιλάμε θα πρέπει να σωπαίνουμε
(Ludwig Wittgenstein,
Tractatus Logίco-Philosophίcus, 4.116., 5.6, 6.522, 7, μτφρ. Κ. Κωβαίου, στο Wittgenstein
Αφορισμοί και Εξομολογήσεις, Αθήνα, 1993)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου