Η Γκαλτσόνκα κοιμόταν ακόμα, αλλά το μουνί της ήταν υγρό και τα μεγάλα μουνόχειλά της ελαφρώς πρησμένα.
Δίχως να κινούμαι, για μερικά λεπτά έμεινα ξαπλωμένος πάνω της, απολαμβάνοντας το τρέμουλο του πέους μου μέσα στο κορμί της… Στη συνέχεια τον έχωσα, ξάπλωσα και πάλι πάνω, γυρνώντας την στο πλάι. Ήθελα να την αφήσω να χορτάσει ύπνο και συνάμα να της προσφέρω ηδονή. Αφού μείναμε για λίγα λεπτά ξαπλωμένοι έτσι, αμέσως κατάλαβα ότι ο ύπνος είχε φύγει κι ότι το όργανό μου σηκωνόταν ολοένα και πιο πολύ.
Τότε, με μεγάλες προφυλάξεις, γύρισα το κορίτσι στο αριστερό πλευρό και, έτσι όπως ήμουν από πίσω της, άρχισα με μεγάλη ηδονή να χώνω το σκληρό μου πέος στα κωλομέρια της… Εκείνη κοιμόταν… Είχα σηκώσει το ποδαράκι της προς τα εμπρός, έτσι ώστε ο τουρλωμένος κώλος της να προσφέρεται στο πέος μου. Τραβήχτηκα λίγο προς τα πίσω, έπιασα με το δεξί μου χέρι το πέος και άρχισα αργά να τρίβω το κεφαλάκι απαλά ανάμεσα στα υγρά της μουνόχειλα, πιέζοντάς τα ελαφρά… Λίγα λεπτά αργότερα, κατά τη διάρκεια των οποίων τα αρχίδια μου σκλήρυναν και πρήστηκαν από την καύλα, το κεφαλάκι του πέους μου γλίστρησε μέσα στο μουνάκι της. Πήρα το χέρι μου από το πέος, αγκάλιασα το κορίτσι από τη μέση και, αργά, με μικρά σπρωξίματα, άρχισα να βάζω το πέος μου στο κορμί της…
Εκείνη τεντώθηκε κι άλλο, κούνησε ξανά τη μέση της και άρχισε να ξυπνάει παραδομένη σε μια κτηνώδη καύλα…
«Θέλεις;» ψιθύρισα.
«Θέλω…»
«Ξάπλωσε έτσι λοιπόν».
«Εντάξει».
Τράβηξα το χέρι μου από τη μέση της, τράβηξα και λίγο τα πόδια μου, και τότε μείναμε να αγγιζόμαστε μόνο με τα ερωτικά μας όργανα… Ίσως γι’ αυτό οι αισθήσεις μας βίωσαν τη μεγαλύτερη, μέχρι τότε, ένταση. Το πέος μου ήταν σκληρό σαν κούτσουρο. Τα μουνόχειλά της πρήστηκαν, μεγάλωσαν, τεντώθηκαν κι άρπαξαν σφιχτά το πέος…
Αφού τραβήχτηκα προς τα πίσω, άρχισα τις κινήσεις, τριφογυρίζοντας και τεντώνοντας τη μέση μου, προσπαθώντας παράλληλα να μην αγγίζω το κορμί της με κανένα άλλο μέρος του σώματός μου εκτός από το πέος. Το δωμάτιο αμέσως γέμισε με αναίσχυντους ήχους, ιδιαίτερα δυνατούς κατά τη στιγμή που το πέος έμπαινε βαθιά μέσα της.
Με το δεξί μου χέρι σήκωσα το δεξί της πόδι ψηλά, σχεδόν κάθετα. Οι υγροί και έγκαυλοι ήχοι δυνάμωναν. Το προσωπάκι της ήταν κατακόκκινο.
«Ακούς;»
«Ακούω…»
«Καυλώνεις;»
«Καυ… λώ… νω…»
«Θέλω να σε πάρω σαν σκύλα… Θέλεις; Θέλεις να γονατίσεις; Κι εγώ από πίσω. Σαν σκύλα…» της ψιθύρισα με κομμένη την ανάσα, πιέζοντας δυνατά τη μήτρα της.«Όι, όι, οχ!»
«Θέλεις;»
«Θέ… λω…»
«Στήσου σαν σκύλα».
Έβγαλα από το τρεμάμενο κορμί της το πέος μου και τη βοήθησα να στηθεί στα τέσσερα στο κρεβάτι. ‘Η, μάλλον, εκείνη γονάτισε και ακούμπησε τους αγκώνες της στα μαξιλάρια, και ο κώλος της τουρλώθηκε, ενώ το υγρό της μουνάκι ξεπρόβαλλε ανάμεσα απ’ τα πόδια της.
Έσκυψα κι έγλειψα τα χείλη του μουνιού της. Εκείνη ξαφνιάστηκε, κουνήθηκε λίγο, αλλά στάση δεν άλλαξε. Με τη γλώσσα μου άγγιξα τη χοντρή και πολύ σκληρή κλειτορίδα της… ‘Έχοντας σκύψει πολύ, σε σημείο που να πονάει ο λαιμός μου, άρπαξα με τα χείλη μου την κλειτορίδα της και άρχισα με πάθος να τη γλείφω…
«Α… Α… Α…» Άκουσα την πνιχτή φωνή της και, από την πίεση των
λαγόνων της, κατάλαβα ότι πλησιάζει ο οργασμός της. Τράβηξα τα χείλη μου από το μουνάκι της και έχωσα το πέος μου γονατιστός από πίσω της.
«Ήθελες να χύσεις;»
«Ναιαιαι…»
«Περίμενε λίγο… Εγώ… δεν θέλω… ακόμα…»
«Δεν μπορώ…»
«Περίμενε… Θα σε βαρέσω… αν χύσεις…»
«Δεν μπορώ… όι… όι…»
Κι εγώ ο ίδιος, όμως, ένιωθα ότι δεν αντέχω… Πίεσα το πέος μου στη μήτρα της, περιμένοντας την κορύφωση του οργασμού της. Εκείνη τεντώθηκε ολόκληρη, τα κωλομέρια της άνοιξαν κι άλλο, εντελώς, αποκαλύπτοντας την πανέμορφη καστανή τρυπούλα της πίσω εισόδου της, ενώ από κάτω της ήταν τα μουνόχειλά της, που έσφιγγαν το πέος μου σαν δαχτυλίδι… Οι λαγόνες της, ο κώλος της, σαν να με ρουφούσαν…
Βογκώντας, στριφογυρίζοντας και τεντώνοντας το κορμί της, έχυσε, μουσκεύοντας το πέος μου. Μετά, αποκαμωμένη, ξάπλωσε μπρούμυτα και γέμισε τα κωλομέρια της με τα υγρά ενός δυνατού, καυτού
κύματος…
Η «ΓΚΑΛΤΣΟΝΚΑ» ΚΑΙ Ο ΤΣΕΧΟΦ
Το διήγημα «Η Γκαλτσόνκα» μέχρι σήμερα προκαλεί μεγάλες διαμάχες μεταξύ των συμπατριωτών του μεγάλου ρώσου συγγραφέα. Μια μεγάλη μερίδα θεωρεί ότι δεν ανήκει στη γραφίδα του Τσέχοφ, πιστεύει ότι είναι ένα έργο ανώνυμου δημιουργού που το έγραψε «στο ύφος του Τσέχοφ», προκειμένου να πετύχει μεγαλύτερη διείσδυση στον ευρύτερο κύκλο των αναγνωστών. Η άλλη πλευρά παραθέτει πλήθος επιχειρημάτων υπέρ της άποψης ότι ανήκει στον Τσέχοφ, και το θεωρεί ως ένα μικρό αριστούργημα του μεγάλου δραματουργού.
Το εν λόγω διήγημα δεν περιλαμβάνεται στα Άπαντα του Α. Π. Τσέχοφ, που εκδόθηκαν από τη Σοβιετική Ακαδημία Επιστημών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Ούτως ή άλλως, θα μπορούσε να περιμένει κανείς κάτι τέτοιο, αφού το περιεχόμενό του έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πολιτική του τότε κραταιού ΚΚΣΕ.
Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη συλλογή Ρωσική ερωτική πρόζα πριν από μερικά χρόνια και, όπως ήταν φυσικό, τάραξε τα νερά της σεμνότυφης μετασοβιετικής Ρωσίας. Η διαμάχη συνεχίζεται μέχρι σήμερα με εκατέρωθεν βολές για την αυθεντικότητα ή μη του κειμένου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου