Το βιβλίο επιχειρεί να καταγράψει, να συνθέσει και ν’ αναλύσει, σε ένα πλαίσιο αμείωτης και αδιάκοπης ρευστότητας, το λαβυρινθώδες πλέγμα των επιμέρους συμφερόντων, διεκδικήσεων, ισχυρισμών και προβληματισμών σχετικά με τον χώρο, τις γειτονιές και τις ανθρώπινες κοινότητες που συγκροτούν την Ιερουσαλήμ. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις και οι πολιτικές αποφάσεις για τον χώρο και τη διαχείρισή του είναι όπλα που χρησιμοποιούνται στην πολύμορφη μάχη για την πόλη αυτή – μια μάχη που αποτελεί μικρογραφία της ευρύτερης παλαιστινιο-ισραηλινής διένεξης.
Το βιβλίο στηρίζεται σε πολυετή έρευνα πεδίου, μακροχρόνια τριβή με την πόλη και την καθημερινότητά της, αλλά και σε 90 συνεντεύξεις με ανθρώπους που ζουν ή έζησαν μόνιμα εκεί. Αφορά κάθε αναγνώστη, ειδικό και μη, που θέλει να γνωρίσει καλύτερα την Ιερουσαλήμ και να δει πόσο βαθιά μπορούν να σφραγίσουν τον χαρακτήρα και την εσωτερική εξέλιξη του άστεως η θρησκεία, η ιδεολογία, οι εθνικιστικές περιχαρακώσεις, αλλά και η πολιτική και οικονομική ισχύς.
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
ε ι σ α γ ω γ ή
Οι πολιτικές του χώρου
Κυρίαρχη παγκόσμια τάση στις μέρες μας είναι η ραγδαία
επέκταση των αστικών κέντρων. Από τις μεγαλουπόλεις του
Τρίτου Κόσμου μέχρι τις δαιδαλώδεις συνοικίες που χαρακτηρίζουν το κέντρο των αμερικανικών πόλεων, η αστική
ανάπτυξη είναι πια ταχύτατη, μη αναστρέψιμη και δίχως τέλος. Το ερώτημα δεν είναι αν οι πόλεις θα μεγαλώσουν, αλλά
πώς θα μεγαλώσουν και ποια μορφή (ή μορφές) θα πάρουν.
Άραγε, οι πρακτικές της αστικής επέκτασης θα υιοθετήσουν
λύσεις όπως είναι η υψηλή πυκνότητα, οι μαζικές μετακινήσεις και η έξυπνη ανάπτυξη, ή θα επιμείνουν στις μεγάλες,
αραιοκτισμένες κατοικίες που οδηγούν στην αστική διάχυση; Ο κυρίαρχος τρόπος που θα καθορίσει τη μορφή των
πόλεων τον 21ο αιώνα δεν έχει ακόμα παγιωθεί.
Οι αναπτυσσόμενες πόλεις είναι ένας τόπος αυξανόμενης
ανισότητας. Η κλιμάκωση της νεοφιλελεύθερης αστικοποίησης έχει συνεπιφέρει αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων
και έχει οξύνει την αντίθεση μεταξύ πλουσίων και φτωχών.
O «εξευγενισμός» έχει εξελιχθεί σε παγκόσμια τάση: οι δυνάμεις που μεταμορφώνουν αστικές περιοχές σε «οικιστικούς παραδείσους» για τους πλούσιους δημιουργούν ταυτοχρόνως περιοχές συσσωρευμένης φτώχειας. Ακολουθώντας
την παγκόσμια τάση, οι πλούσιοι των πόλεων γίνονται όλο
και πιο εύποροι και οι φτωχοί όλο και πιο ενδεείς.
Οι αναπτυσσόμενες πόλεις είναι ένας τόπος ολοένα και πιο
έντονα διαφιλονικούμενος. Παλαιότερα, οι πόλεις συνήθως
αποτελούσαν το χωρικό πλαίσιο που διευκόλυνε την ανοδική
κοινωνική κινητικότητα και αφομοίωση. Σήμερα, η αυξημένη μετανάστευση σε συνδυασμό με την αστική επέκταση
δεν ομογενοποίησαν τις εθνοτικές και φυλετικές ταυτότητες
— αντίθετα, τις ενίσχυσαν. Η αστική ζωή χαρακτηρίζεται
από κοινωνικές και οικονομικές διαφορές ορατές στον χώρο,
και συχνά πολωτικές.
Η επιτομή της διαφιλονικούμενης πόλης είναι η Ιερουσαλήμ (Bollens, 2000· Nasrallah, 2003), καθότι βρίσκεται στο
επίκεντρο της γεωπολιτικής σύγκρουσης μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών, που αμφότεροι τη θεωρούν πρωτεύουσά τους και αναπόσπαστο στοιχείο της εθνικής τους ταυτότητας. Είναι ο τόπος κατοικίας πολλών
υπερορθόδοξων Εβραίων, των λεγόμενων Χαρεντίμ, που
βρίσκονται σε μόνιμο ανταγωνισμό με τους κοσμικούς κατοίκους της πόλης για το ποιος θα κυριαρχήσει στις γειτονιές
της.
Η Ιερουσαλήμ είναι όμως και μια πόλη φτωχή. Η φτώχεια της ωστόσο δεν γίνεται αισθητή από τους εύπορους κατοίκους της και τα ατέλειωτα κύματα των τουριστών. Πρόκειται για ένα ιδιόμορφο μέρος, που η θρησκευτική, η εθνική
και η ταξική ποικιλομορφία του μοιάζει να το καθορίζει ως
τόπο και ως κοινότητα. Οι συγκρούσεις για την Ιερουσαλήμ
και οι συγκρούσεις στην Ιερουσαλήμ είναι το πιο έντονο χαρακτηριστικό της πόλης (Kliot & Mansfeld, 1999· Calame &
Charlesworth, 2009).
Στο ψηλότερο σημείο της σημερινής Ιερουσαλήμ βρίσκεται η Παλιά Πόλη — μια περιοχή που περιστοιχίζεται από
ογκώδη πέτρινα τείχη. Η Παλιά Πόλη έχει έκταση μικρότερη του ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου, όμως απ’ έξω δείχνει
πολύ μεγαλύτερη. Σε ορισμένους δίνει την εντύπωση μουσείου, διότι στεγάζει μερικούς από τους πλέον ιερούς τόπους
των μουσουλμάνων, των Εβραίων και των χριστιανών. Αν
και χρονολογείται από την αρχαιότητα, η Παλιά Πόλη είναι
ολοζώντανη, γεμάτη ζωτικής σημασίας θεσμούς τόσο για
τους πιστούς όσο και για τους μη πιστούς, και επίσης τόπος
συνύπαρξης των τουριστών και των μόνιμων κατοίκων της.
Είναι ένας χώρος όπου γίνονται ιδιαίτερες κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως το Μπαρ Μιτζβά, ( Τελετή ενηλικίωσης των αγοριών, σε ηλικία 13 ετών (Σ.τ.Ε.).)
ενώ ταυτόχρονα συνεχίζονται
οι καθημερινές δραστηριότητες. Στο εσωτερικό των αρχαίων
τειχών της αναπτύσσεται έντονη εμπορική δραστηριότητα.
Μπορεί κανείς να αγοράσει ένα δαχτυλίδι, να παραγγείλει μια
γαμήλια τούρτα, να αναζητήσει δικηγόρο, να ψωνίσει παπούτσια ή ένα καινούργιο φόρεμα, ή να οργανώσει ένα εορταστικό
γεύμα. Παρότι παλιά, η Παλιά Πόλη εξακολουθεί ωστόσο να
είναι ακμαία.
Σε καθημερινή βάση, μικρά παιδιά ομορφαίνουν τα δρομάκια της με τη θορυβώδη ζωντάνια τους καθώς πηγαινοέρχονται στα σχολεία που στεγάζονται μέσα στα τείχη. Άνδρες
κάθε ηλικίας πηγαίνουν βιαστικοί να προσευχηθούν. Τα παιδιά με τα ποδήλατα κινούνται τόσο γρήγορα, ώστε ανά πάσα
στιγμή κινδυνεύουν να χτυπήσουν κάτι ή κάποιον. Οι ρυθμοί
της Παλιάς Πόλης συντονίζονται με το κάλεσμα για προσευχή, τις καμπάνες των ναών και τη δύση του ήλιου. Ενίοτε ο
συνωστισμός στα δρομάκια γίνεται επικίνδυνος.
Επισήμως, η Παλιά Πόλη χωρίζεται σε τέσσερις συνοικίες —τη μουσουλμανική, την εβραϊκή, τη χριστιανική και
την αρμενική—, η κάθε μία με τις δικές της ιερές παραδόσεις.
Δεν πρόκειται όμως για θεματικό πάρκο της Ντίσνεϊ με ξενόφερτους ηθοποιούς· εδώ όλα είναι αυθεντικά. Οι καταστηματάρχες κατά κανόνα υπερηφανεύονται που οι επιχειρήσεις
τους συνεχίζουν μια οικογενειακή εμπορική παράδοση δύο,
τριών, ακόμη και τεσσάρων γενεών.
Η Παλιά Πόλη είναι μια μικρογραφία —αλλά ταυτόχρονα
και σημείο αναφοράς— της ισραηλινο-παλαιστινιακής διένεξης. Όσο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα οριστική λύση του
ζητήματος, πολιτικά η Παλιά Πόλη θα βρίσκεται στα χέρια
του Ισραήλ, το οποίο δεν έχει καμία απολύτως πρόθεση να
την εγκαταλείψει, να τη χωρίσει στα δύο ή να τη μοιραστεί.
Αν και η κυριότητα της πόλης σε πολιτικό επίπεδο είναι θεωρητικά υπό διαπραγμάτευση, όλα δείχνουν ότι το Ισραήλ θα
διατηρήσει την κυριαρχία και τον έλεγχό της. Εξίσου βέβαιο
όμως είναι ότι και οι Παλαιστίνιοι θα εξακολουθήσουν να
αμφισβητούν στην πράξη την ισραηλινή κυριαρχία προβάλλοντας τις δικές τους πολιτικές και θρησκευτικές αξιώσεις.
Χτισμένη πάνω σε λόφο, η Παλιά Πόλη οριοθετείται στη
δυτική πλευρά της από το μεγάλο εμπορικό κέντρο της Μαμίλα με την πρόσοψη από πέτρα, ένα σύμπλεγμα από καταστήματα πολυτελείας και εστιατόρια με πανοραμική θέα στο
δυτικό τμήμα της Ιερουσαλήμ. Η θέα αυτή λειτουργεί σαν
μια βιτρίνα του μεγαλείου, του πλούτου και της ομορφιάς
της πόλης ως τοποθεσίας διεθνούς επιπέδου, τόσο για τους
τουρίστες όσο και για τους κατοίκους της.
Στην άλλη πλευρά της Παλιάς Πόλης υπάρχει ένας πολύ
μεγάλος οικισμός με πυκνοχτισμένα σπίτια, που μοιάζουν
σαν να ξεπήδησαν μέσα από τους ίδιους τους λόφους πάνω
στους οποίους βρίσκονται. Πρόκειται για το παλαιστινιακό
χωριό Σιλουάν, μια πολύ παλιά κοινότητα με πάνω από 55.000
κατοίκους. Το Ισραήλ προσάρτησε το Σιλουάν στην Ιερουσαλήμ μετά τον πόλεμο του 1967, πράξη παράνομη σύμφωνα με
το διεθνές δίκαιο. Η μικρή απόσταση του Σιλουάν από την
Παλιά Πόλη, η μαχητικότητά του ενάντια στους Ισραηλινούς
και το γεγονός ότι σε περίπτωση διχοτόμησης της Ιερουσαλήμ το Σιλουάν θα βρίσκεται από πολιτικής πλευράς πάνω
σ’ ένα τεκτονικό ρήγμα, έχουν στρέψει στο χωριό τα φώτα
της δημοσιότητας (Pullan & Gwiazda, 2009· Mizrachi, 2012).
Τούτη η πλευρά της Ιερουσαλήμ αποτελεί ένα από τα πολλά
—ορατά σε όλους— πεδία σύγκρουσης μεταξύ Εβραίων και
Παλαιστινίων.
Αμέσως νοτιότερα εκτείνεται η Πόλη του Δαβίδ (στα
εβραϊκά: Ιρ Νταβίντ), αρχαιολογικός χώρος με πλούσια ευρήματα που υποδηλώνουν την ύπαρξη εκεί πριν από πολλούς
αιώνες μιας βιβλικής εβραϊκής πόλης (Reich κ.ά., 2007).
Σύμφωνα με τη βιβλική ιστορία, ο βασιλιάς Δαβίδ κατέκτησε την περιοχή αυτή για λογαριασμό των Ισραηλιτών από
τους Ιεβουσίτες (McKenzie, 2002). Η κατάκτηση της Ιερουσαλήμ από τον Δαβίδ πιστεύεται πως άνοιξε τον δρόμο στον
γιο του, μετέπειτα βασιλιά Σολομώντα, για να οικοδομήσει
εκεί τον Πρώτο Ναό.
Η Πόλη του Δαβίδ έχει χαρακτηριστεί εθνικό πάρκο,
με εκπεφρασμένη πρόθεση την προστασία των εδαφών έξω
από τα τείχη της Παλιάς Πόλης. Η επίσημη ονομασία του
πάρκου είναι Εθνικό Πάρκο των Τειχών της Ιερουσαλήμ. Η
Πόλη του Δαβίδ βρίσκεται και αυτή εντός των ορίων του Σιλουάν· επομένως, κάποια τμήματα του χωριού είναι μέρος
του εθνικού πάρκου (Mizrachi, 2012).
Παρότι η ισραηλινή κυβέρνηση είναι ο νόμιμος θεσμικός
διαχειριστής των εθνικών πάρκων, πρακτικά η διαχείριση
της Πόλης του Δαβίδ έχει εκχωρηθεί σ’ έναν ιδιωτικό φορέα, το Ίδρυμα Ιρ Νταβίντ ή, όπως αποκαλείται στο Ισραήλ,
Ελ᾽άντ. Το Ελ᾽άντ χρηματοδοτεί και εποπτεύει τις αρχαιολογικές ανασκαφές στην Πόλη του Δαβίδ, και διαθέτει ένα
κέντρο εκπαιδευτικού τουρισμού που λειτουργεί στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο. Ο αρχαιολογικός χώρος της Πόλης
του Δαβίδ υποδέχεται πάνω από 400.000 επισκέπτες κάθε
χρόνο. Πέρα όμως από τις αρχαιολογικές και τουριστικές
δράσεις του, το Ελ᾽άντ χρηματοδοτεί επίσης ένα οικιστικό
πρόγραμμα: αγοράζει σπίτια στο Σιλουάν και τα νοικιάζει
σε ισραηλινούς Εβραίους (Pullan & Gwiazda, 2009).
Στριμωγμένη καθώς είναι στα όρια του Σιλουάν, η Πόλη του Δαβίδ προσφέρει άλλη μια πανοραμική άποψη της
Ιερουσαλήμ. Το τοπίο εκεί είναι πιο σύνθετο απ’ ό,τι αλλού. Πλησιέστερα στα τείχη της Παλιάς Πόλης βρίσκεται
το κέντρο επισκεπτών της Πόλης του Δαβίδ, η φανταχτερή
είσοδος στον χώρο που προβάλλεται ως λίκνο της εβραϊκής
κληρονομιάς της Ιερουσαλήμ. Πιο πέρα, η λάμψη δίνει τη
θέση της στα πυκνοχτισμένα παλαιστινιακά σπίτια και τα
σοκάκια του Σιλουάν. Ανάμεσα στα παλαιστινιακά σπίτια
ανεμίζουν πού και πού ισραηλινές σημαίες, που σημαδεύουν
την παρουσία εβραίων κατοίκων. Πρόκειται για διαφιλονικούμενο χώρο — έναν τόπο σύγκρουσης μεταξύ Παλαιστινίων και Εβραίων, που τον διαχειρίζεται το Ισραήλ μέσω του
Ελ᾽άντ (Greenberg, 2009). Γίνεται φανερό εδώ ότι οι ισχυροί
δημόσιοι και ιδιωτικοί παράγοντες που συνδέονται με το
χρήμα και την εξουσία διεισδύουν σταδιακά στην κοιλάδα
του Σιλουάν, την τοποθεσία όπου υποτίθεται ότι βρισκόταν
ο κήπος του βασιλιά Δαβίδ, με σκοπό να τη μετατρέψουν σε
περιοχή τουριστικού ενδιαφέροντος για την εβραϊκή ιστορία.
Για το Ισραήλ, οι ενέργειες αυτές ενισχύουν το τουριστικό
του προϊόν γιατί επιτρέπουν να επισκεφθεί κανείς τη βιβλική κληρονομιά του εβραϊκού λαού. Για τους Παλαιστινίους,
όμως, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εβραιοποίηση του χώρου — μια διαδικασία κατάκτησης εδαφών, σπιτιών, συνοικιών και κοινοτήτων μέσω της εισροής Εβραίων του Ισραήλ
(Bartal, 2012). Αναφερόμενοι στη διαδικασία αυτή, πολλοί
υποστηρίζουν ότι το Ισραήλ δημιουργεί «εδαφικά τετελεσμένα» (Zertal & Eldar, 2007): κατασκευάζει υλικές υποδομές, ανεγείρει κτίρια και προωθεί ανθρώπινο δυναμικό, προκειμένου ο εβραϊκός έλεγχος της περιοχής να αποτελέσει
ακριβώς ένα «τετελεσμένο» (Abu El-Haj, 2001).
Η Ιερουσαλήμ είναι κυρίως γνωστή ως πνευματικό
κέντρο των τριών μεγαλύτερων μονοθεϊστικών θρησκειών:
του ιουδαϊσμού, του χριστιανισμού και του Ισλάμ. Ωστόσο, η
ουράνια υπερβατικότητα απέχει πολύ από την τρέχουσα καθημερινότητα. Η Ιερουσαλήμ είναι μια πόλη που την ταλανίζουν συγκρούσεις. Σε μεγάλο βαθμό οι διαμάχες έχουν σχέση με την ίδια την πόλη: με το έδαφος όπου είναι χτισμένη,
με τους δρόμους και τα συστήματα μεταφοράς, τις γειτονιές
και τα σπίτια, τους τόπους λατρείας, τις κοινωνικές και εθνοτικές ρίζες των κατοίκων της, το ποιοι επιτρέπεται να ζουν
με ποιους, ποιοι αποκτούν τι και πότε, όπως και κάθε πιθανή
παραλλαγή πάνω σε θέματα εδαφικά, χώρου και εξουσίας.
Σοβαρές συγκρούσεις ξεσπούν όταν το Ισραήλ εισβάλλει
στο Σιλουάν και κατεδαφίζει σπίτια παλαιστινιακών οικογενειών που ζουν εκεί, με την αιτιολογία ότι πρόκειται για
παράνομα κτίσματα. Ακολουθούν άλλες διενέξεις, όποτε οι
Παλαιστίνιοι διαμαρτύρονται για την άρνηση της ισραηλινής κυβέρνησης να επιτρέψει στους κατοίκους του Σιλουάν
να χτίσουν στη γη τους ή να επεκτείνουν τα όρια των σπιτιών
τους.
Η Ιερουσαλήμ κατακλύζεται από διαμαρτυρίες και
διαδηλώσεις από τους πάντες και για τα πάντα.
Ωστόσο, μερικές από τις πιο σημαντικές συγκρούσεις είναι λανθάνουσες ή εκδηλώνονται στο παρασκήνιο: λόγου χάρη, όταν η ισραηλινή κυβέρνηση παραχωρεί σε οικονομικά
συμφέροντα τον έλεγχο εδαφών και αναπτυξιακών έργων
στην Πόλη του Δαβίδ. Ορισμένες όψεις της σύγκρουσης δεν
έχουν καν τη μορφή διαμάχης, όπως π.χ. όταν ορισμένοι
υποστηρίζουν ότι μια συγκεκριμένη προσωπικότητα (π.χ. ο
βασιλιάς Δαβίδ ή ο προφήτης Μωάμεθ) έχτισε μια πόλη ή
έθεσε υπό τον έλεγχό του μια περιοχή πριν από 3.000 χρόνια,
ή και παραπάνω. Μπορεί η αρχαιολογία να μην είναι σε θέση
να προσφέρει απτές αποδείξεις για τη δράση μεμονωμένων
ατόμων, οι άνθρωποι όμως αποδέχονται ψευδείς ή περίπου
ψευδείς ισχυρισμούς και τους υιοθετούν σαν αληθινούς.
Οι
δραστηριότητες των οργανώσεων γύρω από την Πόλη του
Δαβίδ συμβάλλουν στη διαχείριση της σύγκρουσης ακριβώς
επειδή αφηγούνται με πειστικό τρόπο την εβραϊκή ιστορία
— μια αφήγηση που εξασφαλίζει πολιτική συναίνεση με βάση την κυρίαρχη άποψη. Με άλλα λόγια, οι ισραηλινοί Εβραίοι πιστεύουν ότι η ισραηλινή κυριαρχία και η καταστροφή
του παλαιστινιακού χωριού Σιλουάν δικαιολογούνται γιατί
το Σιλουάν στέκεται εμπόδιο ανάμεσα στους Εβραίους και
στην ιστορική κληρονομιά τους.
Η κινητοποίηση της κοινής γνώμης είναι πιο έντονη όταν
καταφέρνει να συγκαλύψει τις συγκρούσεις και να προβάλει
μια εικόνα συναίνεσης. Η απουσία ανοιχτών συγκρούσεων
εκεί όπου το Ισραήλ ασκεί κυριαρχία πάνω στην οικοδομική δραστηριότητα των Παλαιστινίων σημαίνει απλώς ότι η
αναλογία ισχύος είναι τόσο μονόπλευρη, ώστε οποιοσδήποτε
πρόδηλος έλεγχος καθίσταται αόρατος. Η ροή χρήματος από
το Ελ’άντ, για να διασφαλιστεί ότι η αρχαιολογική έρευνα θα
συνεχίζεται απρόσκοπτα, είναι ένα παράδειγμα του τρόπου
με τον οποίο δυνάμεις παγκόσμιας εμβέλειας λειτουργούν
αθόρυβα και αφανώς για να στρέψουν τη σύγκρουση προς τη
μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Η Ιερουσαλήμ είναι η επιτομή της διαιρεμένης πόλης. Διαιρείται στη βάση της θρησκείας και της θρησκευτικότητας,
αλλά και της φυλής, της εθνότητας και της ταξικής διάρθρωσης. Ο αγώνας για την κατοχή και τον έλεγχό της βρίσκεται
στο επίκεντρο του εθνικού, ευρύτερου τοπικού και διεθνούς
ενδιαφέροντος. Μπορεί το πεπρωμένο της στους ουρανούς να
απασχολεί προφήτες, ωστόσο η μοίρα της στη γη είναι μια
μάχη που μοιάζει να μην έχει όρια.
Ο αγώνας για τον έλεγχο
της Ιερουσαλήμ φαίνεται σχεδόν αιώνιος. Για όσους εμπλέκονται σε τούτη τη διαμάχη, δεν υπάρχουν περιθώρια για
διαπραγμάτευση ή συμφιλίωση. Η μάχη για την Ιερουσαλήμ
αντιμετωπίζεται σαν ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος,
όπου υπάρχουν μόνο νικητές και ηττημένοι. Στην Ιερουσαλήμ,
ο συμβιβασμός είναι μια δύσκολη, αν όχι αδύνατη, υπόθεση.
Η Ιερουσαλήμ απασχολεί τη διεθνή ειδησεογραφία σχεδόν σε εβδομαδιαία ή και σε καθημερινή βάση. Άλλοτε γιατί
την επισκέπτεται κάποιος αμερικανός πολιτικός, συνήθως ο
υπουργός Εξωτερικών ή άλλος ανάλογου διαμετρήματος αξιωματούχος, και άλλοτε γιατί ξεσπούν διαμαρτυρίες επειδή η
κυβέρνηση χτίζει σπίτια σε σημεία απαγορευμένα με βάση
το διεθνές δίκαιο. Η ειδησεογραφία επικεντρώνεται στην Ιερουσαλήμ διότι γίνεται συχνά θέατρο βίαιων περιστατικών,
θανάτων, μαχών και πολεμικών συρράξεων. Ο θάνατος και
η καταστροφή δεν φέρνουν κάθε χώρα στα δελτία ειδήσεων·
ωστόσο, όταν πρόκειται για την Ιερουσαλήμ, η θέση της στα
μέσα ενημέρωσης είναι σχεδόν εγγυημένη.
Κι όμως, το Ισραήλ ως χώρα είναι μια έννοια αφηρημένη
ακόμη και για τους Αμερικανο-εβραίους, οι οποίοι ουσιαστικά μυούνται στα της φυλής του Ισραήλ από τη γέννησή τους.
Μπορεί οι άνθρωποι να είμαστε πολίτες χωρών, ωστόσο ζούμε κι ερωτευόμαστε μέσα σε πόλεις. Όπως λέει το παλιό τραγούδι του Ρότζερ Μίλερ: «Η Αγγλία πηγαινοέρχεται σαν το
εκκρεμές»· όμως όλοι ξέρουν πως στην πραγματικότητα όλο
αυτό το πηγαινέλα συμβαίνει στην οικουμενική πόλη του Λονδίνου. Μπορεί οι Ηνωμένες Πολιτείες να λειτουργούν σαν ένα
χωνευτήρι, όμως το αυθεντικό αμερικανικό χαρμάνι βγαίνει
σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες ή το Μαϊάμι.
Τα πολιτικά αιτήματα για δημοκρατία εγείρονται στις χώρες, όμως το σημείο μηδέν για τη διεκδίκησή τους είναι πόλεις
όπως η Μόσχα, το Πεκίνο, το Κίεβο και το Κάιρο. Οι πολίτες
δηλώνουν αφοσίωση στο εθνικό τους κράτος, όμως συνείδηση
της πατρίδας τους αποκτούν μέσα από την πεζή καθημερινότητα των αστικών κέντρων. Οι ψηφίδες των αναμνήσεων
μας θυμίζουν λεπτομέρειες από τα μέρη όπου κατοικούμε.
Μπορεί εμείς οι άνθρωποι να δώσουμε και τη ζωή μας για τη
χώρα μας, όμως η ζωή μας κυλά μέσα σε πόλεις.
Υπάρχουν ουσιαστικές διαφωνίες για βασικά ζητήματα
που αφορούν την Ιερουσαλήμ, μαζί με πληθώρα αντικρουόμενων επιχειρημάτων. Ευρισκόμενη στο κέντρο του Ισραήλ,
η Ιερουσαλήμ είναι η διακηρυγμένη πρωτεύουσά του. Ωστόσο, ο υπόλοιπος κόσμος δεν της αναγνωρίζει ένα τέτοιο πολιτικό στάτους. (Στις 6 Δεκεμβρίου του 2017, ενεργοποιώντας νόμο του 1995, ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν ως πρωτεύουσα του Ισραήλ την Ιερουσαλήμ και ότι ως εκ τούτου
η αμερικανική πρεσβεία θα μεταφερθεί εκεί από το Τελ Αβίβ. Η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ιερουσαλήμ άνοιξε στις 14 Μαΐου του 2018, στην
επέτειο των 70 χρόνων από τη δημιουργία του Κράτους του Ισραήλ. Η
μόνη χώρα που ακολούθησε τις ΗΠΑ και μετέφερε την πρεσβεία της
είναι η Γουατεμάλα (Σ.τ.Ε.). )
Τα γειτονικά στην Ιερουσαλήμ εδάφη έχουν
προσαρτηθεί μέσω πολιτικών αποφάσεων και έχουν γίνει
αντικείμενο εκμετάλλευσης από το Ισραήλ. Την ίδια στιγμή
όμως, άλλες πλευρές καταθέτουν ότι το Ισραήλ τα κατέλαβε
και κατόπιν τα υπέκλεψε, διότι στην πραγματικότητα ανήκουν σε άλλη χώρα.
Οι Εβραίοι ισχυρίζονται ότι οι ιστορικοί τους δεσμοί με την Ιερουσαλήμ χρονολογούνται εδώ και
3.000 χρόνια. Η πόλη ήταν έδρα του Πρώτου και του Δεύτερου ιουδαϊκού Ναού, που διατηρήθηκαν για περισσότερα από
300 χρόνια. Άλλοι ωστόσο αρνούνται την καίρια σημασία της
Ιερουσαλήμ για τον ιουδαϊσμό και υποστηρίζουν ότι η πόλη
υπήρξε ιουδαϊκή για μικρό μόνο διάστημα, ενώ αμφισβητούν
την ύπαρξη του Πρώτου και του Δεύτερου Ναού. Κάποιοι
μάλιστα υποστηρίζουν πως ούτε το Δυτικό Τείχος στην Παλιά Πόλη ήταν τμήμα του Δεύτερου Ναού κι ότι αντίθετα
ανήκει στο Ισλάμ (Reiter, 2008).
Η ιστορικότητα συγκεκριμένων σημείων στο εσωτερικό
της Ιερουσαλήμ αμφισβητείται έντονα. Απέναντι σχεδόν σε
κάθε άποψη που αφορά την ιστορία της πόλης ορθώνεται
μια ομάδα ή μια καμπάνια που αμφισβητεί την ορθότητά
της. Τόπους που κάποιοι τους θεωρούν ιερούς, άλλοι τους
χαρακτηρίζουν βέβηλους, και αντιστρόφως. Πράγματα που
ορισμένοι τα θεωρούν συναρπαστικές ιδέες ή απτή πραγματικότητα για την Ιερουσαλήμ, άλλοι τα αντιμετωπίζουν ως
ιδεολογήματα και ψεύδη. Στην Ιερουσαλήμ, σχεδόν τίποτα
δεν θεωρείται αυτονόητο — οτιδήποτε κι αν ισχυριστεί κανείς ότι ισχύει σχετικά με την πόλη, ευθύς αμέσως θα αμφισβητηθεί από κάποιον άλλον.
Τα πιο βασικά ζητήματα είναι πολιτικά. Ωστόσο, δεν είναι
εύκολες ούτε οι απαντήσεις σε θεμελιώδη ερωτήματα φαινομενικώς ουδέτερα από πολιτικής πλευράς. Λόγου χάρη, πόσο
μεγάλη είναι η Ιερουσαλήμ; Η απάντηση εξαρτάται από το
πώς την ορίζει κανείς. Τίνος τον ορισμό για την Ιερουσαλήμ
θα χρησιμοποιήσουμε; Ποια τμήματά της θα συμπεριλάβουμε και ποια όχι; Θα θεωρηθούν τμήμα της μητροπολιτικής
περιοχής οι οικισμοί γύρω από την Ιερουσαλήμ; Πώς γίνεται
να συμπεριλάβουμε σ’ αυτήν περιοχές οι οποίες, πρακτικά,
δεν ανήκουν καν στην ίδια χώρα;
Οι απαντήσεις που θα δώσει κανείς σε τούτα τα βασικά
ερωτήματα αποκαλύπτουν αναπόφευκτα και την πλευρά
με την οποία συντάσσεται στη μακροχρόνια αντιπαράθεση
σχετικά με το ποιος κατέχει την εξουσία στην Ιερουσαλήμ
(Bollens, 1998· Friedland & Hecht, 2000).
Είναι σχετικά εύκολο να απαντήσουμε σε ερωτήματα για το μέγεθος του Σικάγου ή του Ντάλας, γιατί εκεί υπάρχει συναίνεση όσον αφορά
τα όριά τους. Όμως για τα όρια της Ιερουσαλήμ δεν υπάρχει
ανάλογη συναίνεση, επειδή το ερώτημα «Τι είναι η Ιερουσαλήμ;» είναι ένα ερώτημα πολιτικό.
Όποιος αποδέχεται έναν
διευρυμένο ορισμό υιοθετεί την ισραηλινή οπτική, γιατί αναγνωρίζει ότι το Ισραήλ νομιμοποιείται να θεωρεί τμήμα της
Ιερουσαλήμ εδάφη που απέκτησε με τον πόλεμο του 1967.
Όποιος υιοθετεί έναν στενότερο ορισμό υιοθετεί την οπτική
των Παλαιστινίων, σύμφωνα με την οποία τα εδάφη που κατέλαβε το Ισραήλ δεν είναι νομίμως ή, τουλάχιστον, σε μόνιμη βάση δικά του.
Οι συζητήσεις πάνω σ’ αυτά τα θεμελιώδη
ζητήματα απέχουν ακόμα πολύ από την οριστική τους κατάληξη. Ο γρίφος της Ιερουσαλήμ απηχεί το ερώτημα που έθετε ο Πιτ Σίγκερ στο περίφημο τραγούδι του για τις πρώτες,
βίαιες μέρες του εργατικού συνδικαλισμού: «Με τίνος την
πλευρά είσαι;» Και η αποστροφή στο ρεφρέν «Εκεί, ουδέτεροι δεν υπάρχουν», η οποία αφορά όλο τον πλανήτη, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γραφτεί για τη συγκεκριμένη πόλη.
Πρέπει άραγε να αμφισβητούνται οι αξιώσεις του Ισραήλ για
την Ιερουσαλήμ; Συνιστά κάποιο τετελεσμένο γεγονός, έτσι
όπως η πόλη οριοθετείται από την πλευρά του; Εξακολουθεί
να είναι βιώσιμη μια χωροταξικά διαιρεμένη Ιερουσαλήμ; Η
συμφωνία σχετικά με το τι είναι η Ιερουσαλήμ θα σηματοδοτήσει το τέλος της σύγκρουσης μεταξύ Παλαιστινίων και
Ισραηλινών. Το τι είναι η Ιερουσαλήμ συνιστά το κεντρικό
δίλημμα της σύγκρουσης για την πόλη.
Το βιβλίο αυτό μιλά για τη χωρική πολιτική και για
τη σύγκρουση με αντικείμενο τον χώρο στην Ιερουσαλήμ.
Εξετάζει τον αγώνα για την κυριότητα και τον έλεγχο της
πόλης που για πολλούς είναι η σημαντικότερη στον κόσμο.
Μπορεί η Νέα Υόρκη, το Τόκιο και το Λονδίνο να είναι τα
μεγάλα αστικά κέντρα που ελέγχουν τον παγκόσμιο καπιταλισμό (Sassen, 2001), η Ιερουσαλήμ όμως είναι αντίστοιχα ο αστικός επόπτης του αγώνα για την αιώνια σωτηρία ή
την καταδίκη της ανθρωπότητας. Μπορεί ο πλούτος και η
φτώχεια να οφείλονται σε σωστές ή λανθασμένες αποφάσεις
στα χρηματιστήρια του κόσμου, όμως οι καλές και οι κακές
πρακτικές που υιοθετούνται στην Ιερουσαλήμ επηρεάζουν
ό,τι θα συμβεί στις επερχόμενες γενεές.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ANNE B. SHLAY
Η Αν Μπ. Σλέι είναι καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Γεωργίας των ΗΠΑ και στο Κέντρο Μελετών Μέσης Ανατολής του ίδιου πανεπιστημίου. Ασχολείται, μεταξύ άλλων, με θέματα αστικής κοινωνιολογίας, χωρικής ανισότητας, στέγης και στεγαστικής πολιτικής.
GILLAD ROSEN
Ο Γκίλαντ Ρόζεν είναι καθηγητής γεωγραφίας στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ.
➤ Σιωνισμός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου