Ο ορθολογισμός παραθεωρεί τη συμβολή της εμπειρίας, αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει, για παράδειγμα, γιατί ο εκ γενετής τυφλός αδυνατεί να έχει αντίληψη συγκεκριμένων χρωμάτων. Ο εμπειρισμός ελαχιστοποιεί τη σημασία του λόγου, αλλά ούτε αυτός μπορεί να εξηγήσει πώς συμβαίνει ένα άτομο με νοητική υστέρηση να μην είναι σε θέση να επιδοθεί στην επιστήμη. Είναι, κατά συνέπεια προφανές ότι η στέρεη θεμελίωση της γνώσης μας προϋποθέτει στενή συνεργασία λόγου και εμπειρίας.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την εμπειρία: πριν φτάσει στο σημείο να υποστεί την επεξεργασία του λόγου, πρέπει προηγουμένως η ίδια να συγκροτηθεί, δηλαδή να υποβληθεί σε μια προκαταρκτική επεξεργασία, ώστε να αποτελέσει εποπτεία.
Ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι αποτελέσματα, είναι αρχές. Ενώ αντιλαμβανόμαστε τα πάντα στο χώρο και στο χρόνο, δεν αντιλαμβανόμαστε ποτέ το χώρο και το χρόνο, κατά τον ίδιο τρόπο που βλέπει κανείς με τα με τα μάτια του, αλλά δε βλέπει ποτέ απευθείας τα μάτια του. Επομένως, ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο αντίληψης, γιατί είναι οι προϋποθέσεις κάθε αντίληψης.
Όμως:
Είναι προφανές ότι ο Καντ προχωρεί στη σύνθεση ορθολογισμού και εμπειρισμού με τίμημα τον περιορισμό των αξιώσεων του ανθρώπινου λόγου στο χώρο της δυνατής εμπειρίας.
Κατηγορίες
Χάρη στην αντιληπτική ικανότητα, το πολλαπλό υλικό των αισθήσεων παραλαμβάνεται, υποβάλλεται σε μια πρώτη επεξεργασία και μετατρέπεται σε εποπτείες, δηλαδή σε «συγκροτημένη» εμπειρία. Αλλά το πράγμα δε σταματά εδώ.
Η νόηση, με τη σειρά της, υποβάλλει τις εποπτείες στην επεξεργασία των δικών της a priori δομών: των κατηγοριών. Τι είναι οι κατηγορίες; Μπορούμε να τις φανταστούμε σαν «θυρίδες», όπου γίνεται η κατάταξη και η επεξεργασία των εποπτειών. Οι κατηγορίες είναι δώδεκα και υπάγονται σε τέσσερις γενικότερες, από τρεις στην καθεμιά.
Οι τέσσερις αυτές γενικότερες είναι η ποσότητα, η ποιότητα, η σχέση και ο τρόπος. Από την επεξεργασία των κατηγοριών, στην οποία υποβάλλεται η εποπτεία, δημιουργούνται οι κρίσεις. Επειδή όμως κάθε κρίση είναι σχέση δύο εννοιών, η κατηγορία της σχέσης είναι η σπουδαιότερη, η κατ’ εξοχήν κατηγορία.
Οι κατηγορίες είναι πολλές και γι’ αυτό οι δραστηριότητές τους χαρακτηρίζονται από πολλαπλότητα και πολυμέρεια. Ωστόσο η γνωστική ικανότητα του ανθρώπου είναι μία. Πίσω από τις ποικιλόμορφες δραστηριότητες υπάρχει ο ενιαίος φορέας που τις συντονίζει – υπάρχει το εγώ, κεντρικός πυρήνας ψυχικής ενότητας και σταθερότητας.
Για να χρησιμοποιήσουμε μια σύγχρονη μεταφορά, προερχόμενη από την πληροφορική, όσες πληροφορίες και να δώσουμε σε έναν υπολογιστή, αυτές είναι άχρηστες, εφόσον ο υπολογιστής δε διαθέτει το κατάλληλο λογισμικό για να τις επεξεργαστεί. Και αντιστρόφως, ακόμη και το καλύτερο λογισμικό πέφτει κυριολεκτικά στο κενό χωρίς πληροφορίες, δηλαδή χωρίς το υλικό στο οποίο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί).
Το να ισχυριζόμαστε επομένως, όπως έκανε ο Πλάτων, ο Ντεκάρτ και ο Σπινόζα, ότι ο ανθρώπινος λόγος έχει εποπτείες έξω και πάνω από τον αισθητό κόσμο είναι σαν να κυνηγάμε χίμαιρες. Η θεματολογία της παραδοσιακής μεταφυσικής (ύπαρξη Θεού, αθανασία της ψυχής, ηθική ελευθερία) δεν μπορεί να απασχολήσει σοβαρά την επιστήμη, γιατί δεν προσφέρει στην έρευνα εμπειρικό
Στην παραδοσιακή μεταφυσική ο Καντ υποκαθιστά τη δική του μεταφυσική, τη «Μεταφυσική στο πρώτο μέρος της», που έχει ως θέμα της τον υπερβατολογικό (δηλαδή τον προεμπειρικό, τον a priori) εξοπλισμό του πνεύματος, – ο οποίος καθιστά δυνατή τη γνώση – και τα όριά του.
Ωστόσο ο Καντ δεν απορρίπτει ολοκληρωτικά την παραδοσιακή μεταφυσική. Πρώτα πρώτα, θεωρεί «νόμιμη» τη διαρκή στροφή του πνεύματος στα προβλήματά της. Έπειτα τονίζει ότι όσο αδύνατη είναι η επιστημονική θεμελίωση του κύρους των διαβεβαιώσεών της, άλλο τόσο αδύνατη είναι η επιστημονική απόρριψη του κύρους αυτού. Τέλος, επανεισάγει την παραδοσιακή μεταφυσική στο χώρο του πρακτικού λόγου και της ηθικής. Η κριτική στάση του Καντ απέναντι στην παραδοσιακή μεταφυσική συνίσταται στο ότι θεωρεί πως αυτή δεν είναι συμβατή με τα ερευνητικά ενδιαφέροντα και τη μεθοδολογία της επιστήμης.
Παρουσιάζει αυτόν τον υπερβατολογικό εξοπλισμό, δηλαδή τις a priori δομές και λειτουργίες του πνεύματος, ως κάτι το καθολικό και το απόλυτο, παραθεωρώντας την ιστορικότητα και την προσαρμοστικότητά του.
Για τους λόγους αυτούς θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βρίσκεται πιο κοντά στον ορθολογισμό.
1. Η αντίληψη των πραγμάτων είναι ενορατική σύλληψη του νου
Αλλά τι είναι αυτό το κομμάτι κερί δε μπορώ να καταλάβω παρά μόνο με το νου. Είναι βέβαια το ίδιο το οποίο βλέπω, αγγίζω, φαντάζομαι, και τελικά είναι το ίδιο που πίστευα πως είναι από την αρχή. Αυτό όμως που πρέπει κυρίως να παρατηρήσουμε είναι ότι η αντίληψή του δεν είναι ούτε ενέργημα της όρασης, ούτε της αφής, ούτε της φαντασίας και δεν ήταν ποτέ κάτι τέτοιο, παρόλο που προηγουμένως φαινόταν έτσι, αλλά μια ενορατική σύλληψη του νου, που μπορεί να είναι ατελής και συγκεχυμένη, όπως προηγουμένως, ή σαφής και διακριτή, όπως τώρα, καθώς η προσοχή μου είναι λιγότερο ή περισσότερο στραμμένη στα στοιχεία που βρίσκονται μέσα του και από τα οποία αποτελείται...
(René Descartes, Μεταφυσικοί Στοχασμοί μτφρ. από γαλλ. έκδοση του 1647)
2. Ο νους είναι άγραφο χαρτί (white paper)
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι ο νους είναι, όπως λέμε, άγραφο χαρτί, κενό από οποιαδήποτε στοιχεία, χωρίς καθόλου ιδέες.- Πώς εξοπλίζεται; Πώς γίνεται και γεμίζει με όλα αυτά τα πράγματα, με τα οποία το έχει χρωματίσει η πολυάσχολη και απεριόριστη ανθρώπινη διάθεση, με σχεδόν ατέλειωτη ποικιλία; Από πού διαθέτει όλα τα υλικά του λόγου και της γνώσης; Σ αυτό απαντώ με μια λέξη, εμπειρία. Σ’ αυτήν βασίζεται όλη η γνώση μας-και από αυτήν προέρχεται σε τελευταία ανάλυση.
(John Locke, Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση, 1975, Βιβλίο ΙΙ, Κεφάλαιο 1 , σύγχρονη έκδοση)
3. Ο πλούτος της εσωτερικής παρατήρησης
Με τη γνώση των αναγκαίων αληθειών και με τις αφαιρέσεις τους φθάνουμε στο ύψος των πράξεων εσωτερικής παρατηρήσεως που μας κάνουν να σκεφθούμε αυτό που ονομάζεται Εγώ και να θεωρήσουμε ότι τούτο ή εκείνο υπάρχει μέσα μας. Έτσι, σκεπτόμενοι τον εαυτό μας, σκεπτόμαστε το είναι, την υπόσταση, το απλό και το άυλο, ακόμη και τον Θεό, με το να νοούμε ότι αυτό που είναι οριοθετημένο μέσα μας, σε εκείνον είναι χωρίς όρια. Κι’ αυτές οι πράξεις της εσωτερικής παρατηρήσεως παρέχουν τα κύρια αντικείμενα των συλλογισμών μας.
(Gottfried Wilhlem Leibniz, Η μοναδολογία, μτφρ. Σ. Λαζαρίδη, Θεσσαλονίκη,1977, §30).
4. Γνώση προεμπειρική (a priori) και γνώση εμπειρική ( a posteriori)
Ότι κάθε γνώση μας αρχίζει με την εμπειρία, αυτό δεν επιδέχεται καμιά αμφιβολία γιατί με τι άλλο θα μπορούσε να αφυπνιστεί η γνωστική μας δύναμη για να ασκήσει το έργο της, αν όχι με αντικείμενα που ερεθίζουν τις αισθήσεις μας και που πότε προκαλούν από μόνα τους τη γέννηση παραστάσεων και πότε βάζουν τη νοητική μας ενέργεια σε κίνηση να τις συγκρίνει, να τις συνδέσει ή να τις χωρίσει και έτσι να κατεργαστεί το άμορφο υλικό των κατ’ αίσθηση εντυπώσεων για το σχηματισμό μας γνώσεως των αντικειμένων;... Έτσι από την άποψη του χρόνου, δεν έχουμε καμιά γνώση μέσα μας που να προηγείται από την εμπειρία όλες αρχίζουν με αυτήν.
Αλλά και αν ακόμα κάθε γνώση μας πρωτοαρχίζει με την εμπειρία, αυτό δε σημαίνει ότι και καθεμιά πηγάζει από την εμπειρία. Γιατί θα ήταν δυνατόν ακόμα και η εμπειρική γνώση μας η ίδια να αποτελεί ένα σύνθετο κατασκεύασμα από αυτό που προσλαμβάνουμε μέσω εντυπώσεων και από ε κείνο που η ίδια η γνωστική μας δύναμη (ερεθιζόμενη μονάχα από τις κατ’ αίσθηση εντυπώσεις) αντλεί από τον εαυτό της, μια προσθήκη που ασφαλώς δεν τη διακρίνουμε αμέσως από εκείνη την πρώτη ύλη παρά μονάχα ύστερα από μακρόχρονη άσκηση, που μας έμαθε να στρέφουμε σ’ αυτή την προσοχή μας και να την ξεχωρίζουμε. Αυτό είναι τουλάχιστο ένα ζήτημα που απαιτεί πιο επισταμένη έρευνα και που δεν μπορεί να επιλυθεί αμέσως με την πρώτη ματιά: αν δηλαδή υπάρχει γνώση τέτοιου είδους ανεξάρτητη από την εμπειρία και από όλες τις εντυπώσεις των αισθήσεων. Τέτοιες γνώσεις τις ονομάζουν a priori και τις διαστέλλουν από τις εμπειρικές, που έχουν την πηγή τους a posteriori, δηλαδή μέσα στην εμπειρία.(...).
Ονομάζω υπερβατολογική κάθε γνώση που γενικά δεν ασχολείται τόσο με αντικείμενα όσο με το δικό μας μονάχα τρόπο γνώσεως αντικειμένων, εφόσον αυτός πρόκειται να είναι a priori δυνατός. (...).Από τα πράγματα νοούμε a priori μονάχα εκείνο που εμείς οι ίδιοι θέτουμε σ’ αυτά.
(Ιmm. Kant, Κριτική του καθαρού λόγου , μτφρ. Α. Γιανναρά, Αθήνα, 1977, Β1-2, Α1 1/Β25, BXVIII ).
5. Η γνώση που αγνοεί τον αισθητό κόσμο είναι γνώση χωρίς θεμέλια
Το ανάλαφρο περιστέρι, σχίζοντας με το ελεύθερο πέταγμά του τον αέρα, που νιώ θει την αντίστασή του, θα μπορούσε να πλάσει την παράσταση ότι αυτό θα το πετύχαινε πολύ πιο καλά μέσα στον κενό από αέρα χώρο. Έτσι ακριβώς εγκατέλειψε ο Πλάτων τον αισθητό κόσμο, γιατί αυτός θέτει στη νόηση τόσο στενά όρια, και ρίχτηκε με τόλμη πέρα από αυτόν με τα φτερά των ιδεών στον κενό χώρο της καθαρής νοήσεως. Δεν πρόσεξε ότι παρ’ όλες τις προσπάθειές του δεν κέρδιζε δρόμο, γιατί δεν είχε έρεισμα, κατιτί σαν υποστήριγμα, όπου θα μπορούσε να στερεωθεί και να βάλει δύναμη για να μετακινήσει τη νόηση από τη θέση της. Είναι η συνηθισμένη μοίρα του ανθρώπινου λόγου στην άκρα θεωρητική του μορφή να αποπερατώνει το οικοδόμημά του όσο μπορεί πιο νωρίς και ύστερα πια να εξετάζει για πρώτη φορά αν έχουν μπει γερά τα θεμέλια. Αλλά τότε επιστρατεύονται κάθε λογής προσχήματα, για να παρηγορηθούμε ως προς τη στερεότητά του ή ακόμα καλύτερα για να απορρίψουμε έναν τόσο καθυστερημένο και επικίνδυνο έλεγχο.
(Ιmm. Kant, Κριτική του καθαρού λόyου, μτφρ. Α. Γιανναρά, Αθήνα, 1977, σσ. 80-81 ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου