Το συνέδριο στο Παρίσι δεν ήταν το πρώτο για τον Γουάλας που διεξήχθη σε ευρωπαϊκό έδαφος: είχαν προηγηθεί εκείνα στα πανεπιστήμια του Λίβερπουλ και της Αμβέρσας. Στη γενέτειρα του Γουάλας, το Ιλινόι, το τοπικό πανεπιστήμιο έχει καθιερώσει ετήσιο συνέδριο προς τιμήν του. Ξέχωρα από τις επίσημες ακαδημαϊκές συναντήσεις, μόνο τα τρία τελευταία χρόνια έχουν εκδοθεί εννέα τόμοι με δοκίμια και άρθρα σχετικά με το έργο του, καθώς κι επιλεγμένες και σχολιασμένες συνεντεύξεις του ιδίου. Αδιαμφισβήτητα η αυτοκτονία του συγγραφέα το 2008 σε συνδυασμό με την αγιοποίησή του για εμπορικούς σκοπούς από τα media, επέσπευσαν την ένταξή του στον κανόνα της αμερικανικής λογοτεχνίας. Ομως η αποδοχή του από τον ακαδημαϊκό κόσμο δεν προέκυψε ως ενοχικός φόρος τιμής ή σπασμωδική αντίδραση στην είδηση του θανάτου του. Οι πρώτες διδακτορικές διατριβές άρχισαν να γράφονται λίγο μετά την έκδοση του «Infinite Jest», ενώ ο πληρέστερος οδηγός κατανόησης του βυζαντινά περίπλοκου corpus του, το εξαιρετικό και ευκολοδιάβαστο «Understanding David Foster Wallace» του Marshall Boswell, εκδόθηκε όσο ο συγγραφέας ήταν ακόμη εν ζωή (2003). Οι ίδιοι οι ομότεχνοι του DFW, ο Τζορτζ Σόντερς, η Ζέιντι Σμιθ και πολλοί άλλοι, έσπευσαν εγκαίρως να μεταλαμπαδεύσουν τις πρωτοποριακές μετα-αφηγηματικές στρατηγικές του στους ανήσυχους φοιτητές τους στα προγράμματα δημιουργικής γραφής, τους προθάλαμους της ακαδημαϊκής αναγνώρισης, τουλάχιστον στα αμερικανικά πανεπιστήμια.
Τα βιβλία του Γουάλας έγιναν γρήγορα αντικείμενο επιστημονικής μελέτης τόσο εξαιτίας των διαδοχικών «πατροκτονιών» που ο συγγραφέας εκτέλεσε στον δρόμο προς την καλλιτεχνική του αυτοδιάθεση, βγάζοντας σιγά σιγά από τη μέση τους συγγραφείς (Μπαρθ, Πίντσον, Φόκνερ κ.ά.) που καθόρισαν τα λογοτεχνικά μανιφέστα της νιότης του, όσο κι εξαιτίας των φιλοσοφικών θεμάτων που δεσπόζουν στο έργο του: ο Γουάλας δεν φοβήθηκε να ασκήσει δριμεία κριτική στις ιδέες του Λακάν ή να ενσωματώσει στη λογοτεχνία του τα γλωσσικά παίγνια του Βιτγκενστάιν. Ωστόσο, οι θεμελιώδεις λόγοι για τους οποίους τόσο πολλοί νεαροί ακαδημαϊκοί έπεσαν με τα μούτρα στη μελέτη του, δεν διαφέρουν από εκείνους που προσείλκυσαν ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό κοντά του: Η συγκινητική πίστη του Γουάλας στις δυνατότητες της λογοτεχνίας σε μια εποχή που η πολιτισμική επιρροή του σύγχρονου μυθιστορήματος είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Η εύχυμη, δαιδαλώδης, χιουμοριστική, ιλιγγιώδης πρόζα του που σκάβει επίμονα στο υποσυνείδητο του αναγνώστη μοχθώντας να του χαρίσει τη λύτρωση, αφού όμως πρώτα ανασύρει τις απαγορευμένες σκέψεις και τα ταπεινωτικά μυστικά που εκείνος έχει από καιρό εξορίσει στη λήθη. Η θαρραλέα προσπάθειά του να αντιπαλέψει την ειρωνεία, την πολιτισμική επιδημία των καιρών μας, και τις μεταστάσεις της, τον άκρατο σολιψισμό, την υποκριτική αφέλεια και τον απροκάλυπτο κυνισμό, αντιτάσσοντας την επιστροφή στις υποτιθέμενες παλιομοδίτικες οικουμενικές αξίες: την πίστη (με την ευρύτερη έννοια, όχι τη στενή θεολογική), την ενσυναίσθηση, τον ηθικό στοχασμό.
Τον Σεπτέμβριο άνθρωποι από όλα τα μέρη του κόσμου μαζευτήκαμε στο Παρίσι για να τιμήσουμε τον συγγραφέα που θυσίασε τον εαυτό του για να παραμείνει αμείλικτα ειλικρινής απέναντι στην τέχνη και στο κοινό του.
(Λευτέρης Καλοσπύρος )
Με ότι και αν καταπιάστηκε ξεχώρισε. Με το τένις που θα μπορούσε να είχε ασχοληθεί επαγγελματικά. Την φιλοσοφία στην οποία ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Ιλινόις. Τη δημοσιογραφία, όπου εγκαινίασε και καθιέρωσε ένα νέο ανατρεπτικό στυλ γραφής. Σε όλα τον χαρακτήριζε η τελειομανία που τόσο συχνά συνοδεύει τις διάνοιες.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία είναι εμφανή στη λογοτεχνία του. Διαβάζοντας τον κανείς, εντυπωσιάζεται από την ευρυμάθεια του, την ευκολία να κινείται από το ένα γνωστικό πεδίο στο άλλο, να ενσωματώνει τις φιλοσοφικές αναζητήσεις και τους κοινωνικούς προβληματισμούς του.
Η τελειομανία αυτή ήταν η κινητήρια δύναμη που τον ωθούσε να γράφει αριστουργήματα, να προσπαθεί να ξεπεράσει τα ινδάλματά του, τους Τόμας Πίντσον, Ντον Ντελίλο, Κόρμακ Μακάρθι, Τζέιμς Τζόις και Ντοστογιέφσκι. Αυτή όμως η τελειομανία, ήταν και η αιτία του χαμού του. Η καθυστερημένη καθολική αναγνώριση της συγγραφικής του ιδιοφυΐας τροφοδοτούσε συνεχώς την κατάθλιψή του. Την μικρή απήχηση των δύο πρώτων βιβλίων του (Η σκούπα και το σύστημα και Κορίτσι με περίεργα μαλλιά) την εξέλαβε σαν αποτυχία με οδυνηρές συνέπειες: καταχρήσεις, ναρκωτικά, αλκοόλ, παρέα με πόρνες και «περιθωριακούς», απόπειρες αυτοκτονίας, εγκλεισμός σε ψυχιατρεία. Το στοιχείο που χαρακτηρίζει τον πυρήνα της λογοτεχνίας του Γουάλας είναι η προσπάθεια να σπάσει την απομόνωση του. Όχι την απομόνωση μίας ιδιοφυΐας ελιτίστικα διαχωρισμένης από το σύνολο. Από την πλευρά του Γουάλας δεν υπάρχουν τέτοια στοιχεία εγωισμού.
Στον πυρήνα του έργου του βρίσκεται η καταγγελία των απρόσωπων, εξατομικευμένων και αντιφατικών ανθρώπινων σχέσεων της εποχής μας. Αυτή την απομόνωση προσπαθεί να σπάσει τόσο για τον ίδιο όσο και για τον αναγνώστη. Ο ίδιος χαρακτήριζε τη συγγραφή σαν μία αντιφατική διαδικασία, μέσα από την οποία η απομόνωση του συγγραφέα και αυτή του αναγνώστη, συνδέονται και μετατρέπονται σε μία βαθειά σχέση. Αυτό γίνεται όλο και πιο εμφανές όσο ωριμάζει συγγραφικά, τόσο στο The infinite jest (μυθιστόρημα που έχει συγκριθεί ακόμη και με τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις) όσο και στην Αμερικανική λήθη και το ατελές The pale king.
Για την ανθρώπινη πλευρά του αξίζει να σημειώσουμε και να θυμηθούμε κάποια πράγματα. Το αστείρευτο χιούμορ του, διάσπαρτο στα γραπτά του. Την περίπτωση εκείνη που χάρισε το όνομα από ένα αστέρι στην ποιήτρια Μέρι Καρ με την οποία ήταν ερωτευμένος, κάτι που δείχνει τη βαθιά ρομαντική και ανθρώπινη φύση του. Την αδιαπραγμάτευτη ειλικρίνειά του, όπως όταν δεν δίστασε να ασκήσει κριτική σε μεγαθήρια της αμερικανικής λογοτεχνίας όπως οι Φίλιπ Ροθ, Νόρμαν Μέιλερ και Τζον Απντάικ, για έλλειψη κοινωνικής ευαισθησίας στα γραπτά τους. Το θάρρος με το οποίο προσπάθησε να ξεπεράσει την κατάθλιψη, ειδικά πριν το τέλος, όταν για παθολογικούς λόγους χρειάστηκε να διακόψει τα αντικαταθλιπτικά.
Στις 12 Σεπτέμβρη του 2008 ο Γουάλας έχασε τη μάχη με τον καρκίνο της ψυχής, όπως ονόμαζε ο ίδιος την κατάθλιψη. Βρέθηκε κρεμασμένος στην πίσω αυλή του σπιτιού του, αφήνοντας κριτικούς και κοινό για ακόμη μία φορά σοκαρισμένους και σε περισυλλογή, αυτή τη φορά για το πόσα ακόμη είχε να δώσει.
«Οι περισσότεροι θα συμφωνούσαμε πως ζούμε σε σκοτεινούς και ηλίθιους καιρούς, αλλά έχουμε ανάγκη μια λογοτεχνία που απλώς υποδεικνύει πόσο σκοτεινοί και ηλίθιοι είναι; Σε σκοτεινούς καιρούς, ο ορισμός της καλής τέχνης μου φαίνεται πως είναι τέχνη που μπορεί να εντοπίσει και να ασκήσει τεχνητή αναπνοή στα στοιχεία εκείνα που παραμένουν ανθρώπινα και μαγικά, που ζουν και λάμπουν παρά το σκοτάδι των καιρών. Η πραγματικά καλή λογοτεχνία μπορεί να είναι όσο σκοτεινή θέλει, αλλά θα βρει τρόπο να απεικονίσει τον κόσμο και ταυτόχρονα να φωτίσει τη δυνατότητα να είναι κανείς ζωντανός και άνθρωπος μέσα σε αυτόν».
Στον ΜακΚάφερυ είχε πει «Μου φαίνεται πως η μεγάλη διαφορά μεταξύ καλής τέχνης και μέτριας τέχνης... [βρίσκεται] στο να είσαι διατεθειμένος σχεδόν να πεθάνεις για να συγκινήσεις τον αναγνώστη. Ακόμα και τώρα φοβάμαι πόσο δακρύβρεχτο ακούγεται αυτό. Και η προσπάθεια να το κάνεις, όχι μόνο να το συζητάς, απαιτεί ένα είδος κουράγιου που δεν φαίνεται να το έχω ακόμα».
«Δύο νεαρά ψάρια κολυμπούν αμέριμνα στη μέση του ωκεανού ̇ όταν συναντούν κατά τύχη ένα γεροντότερο ψάρι που κολυμπά προς την αντίθετη κατεύθυνση, το οποίο τους γνέφει και λέει: «Καλημέρα, παιδιά. Πώς είναι το νερό;» Τα δύο νεαρά ψάρια συνεχίζουν για λίγο την πορεία τους, μέχρι που το ένα γυρνάει στο άλλο και του λέει: «Τι στο καλό είναι το νερό;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου