Η σχέση του με τη νοσοκόμα Άγκνες φον Kουρόφσκι κατά τη διάρκεια της ανάρρωσής του θα αποτελέσει τον άξονα του αυτοβιογραφικού του μυθιστορήματος Aποχαιρετισμός στα όπλα. Το 1920 επιστρέφει στις ΗΠΑ, όπου και συνεχίζει τη δημοσιογραφική του καριέρα ως ανταποκριτής στη Star του Tορόντο και στη Star Weekly.
Ύστερα από δύο χρόνια μετακομίζει στο Παρίσι, όπου συνεχίζει να εργάζεται ως ανταποκριτής σε αμερικανικές εφημερίδες (καλύπτει μεταξύ άλλων και τη Μικρασιατική Kαταστροφή) και παράλληλα συνάπτει φιλικές σχέσεις με την ελίτ των εκπατρισμένων Αμερικανών και Βρετανών διανοουμένων, όπως ο Σκοτ Φιτζέραλντ, η Γερτρούδη Στάιν, ο Φορντ Μάντοξ Φορντ, ο Έζρα Πάουντ κ.ά.
Το 1925 εκδίδεται η πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Στην εποχή μας. Το 1936, έχοντας πλέον επιστρέψει στην Αμερική, καλείται να καλύψει τον Ισπανικό Eμφύλιο για λογαριασμό της Βορειοαμερικανικής Ένωσης Εφημερίδων.
Το 1939 εγκαθίσταται στο κτήμα Φίνκα Βίχια στην Κούβα και ένα χρόνο αργότερα εκδίδεται το πιο φιλόδοξο μυθιστόρημά του, το Για ποιον χτυπά η καμπάνα, με θέμα τον Ισπανικό Eμφύλιο.
Την περίοδο 1942-1944 γίνεται ανταποκριτής του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην Eυρώπη. Kατατάσσεται στη Bασιλική Aεροπορία, συμμετέχει στην απόβαση της Nορμανδίας, δίνει την προσωπική του μάχη για την απελευθέρωση του Παρισιού με τη συμμετοχή του στην κατάληψη του στρατηγικής σημασίας ξενοδοχείου «Pιτζ» και προσχωρεί στην Tέταρτη Mεραρχία Πεζικού.
Το 1952 εκδίδεται η κλασική νουβέλα του Ο γέρος και η θάλασσα, για την οποία κερδίζει το βραβείο Πούλιτζερ. Το 1954 η Σουηδική Ακαδημία του απονέμει το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ύστερα από πολλά ψυχολογικά και σωματικά προβλήματα, κι αφού επιστρέφει μετά από επιμονή της γυναίκας του στις ΗΠΑ, ο Χέμινγουεϊ αυτοκτονεί στις 2 Iουλίου 1961, σε ηλικία 62 ετών, με τον ίδιο τρόπο που είχε αυτοκτονήσει και ο πατέρας του, με κυνηγετική καραμπίνα, στη φάρμα του στο Άινταχο.
Μετά το θάνατό του εκδίδονται τα έργα του Μια κινητή γιορτή (1964), αφήγημα το οποίο αναφέρεται στη ζωή και την καλλιτεχνική σκηνή του Παρισιού τη δεκαετία του ’20, το μυθιστόρημα Νησιά της Καραϊβικής (1970), το οποίο ο Χέμινγουεϊ είχε αρχίσει να γράφει τη δεκαετία του ’30, και το μυθιστόρημά του O κήπος της Eδέμ (1986), το οποίο ο Xέμινγουεϊ είχε αρχίσει να γράφει το 1946.
Γεμάτη ζωή, τραγικό τέλος
Ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ της περιπέτειας και της λογοτεχνίας
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ
Το πρωί της 2ας Ιουλίου 1961 (ακριβώς πριν από 50 χρόνια), ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ επέστρεφε στο σπίτι του στο Κέτσαμ, στο Αϊντάχο της Κεντρικής Αμερικής, έπειτα από ένα πενθήμερο ευχάριστο ταξίδι με την (τέταρτη κατά σειρά) σύζυγό του, Μέρι Ουέλς, κι έναν φίλο τους.
Κι ενώ οι δύο συνοδοί του ξεφόρτωναν τις αποσκευές, ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Ο Χέμινγουεϊ είχε τερματίσει τη ζωή του αυτοπυροβολούμενος με κυνηγετικό όπλο στο στόμα. Ηταν 62 ετών. Με τον ίδιο τρόπο είχε φύγει από τη ζωή το 1928 ο πατέρας του.
Ηδη είχε πεθάνει... άλλες δύο φορές -έτσι είχε γραφτεί στις εφημερίδες- για να διαψευστεί στη συνέχεια. Την πρώτη το 1944, στη διάρκεια μιας συσκότισης, όντας ανταποκριτής στο Λονδίνο. Τη δεύτερη το 1954, σε αεροπορικό δυστύχημα στην Αφρική, όπου είχε πάει για σαφάρι.
Της περιπέτειας
Η περιπέτεια χαρακτήριζε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του: πολεμικός ανταποκριτής, αλλά και αγωνιστής στους δύο παγκοσμίους πολέμους, σαφάρι άγριων ζώων, ψάρεμα, ταξίδια, έρωτες. Γόνιμος καρπός: ανταποκρίσεις και μυθιστορήματα που τον έκαναν έναν από τους πολυδιαβασμένους συγγραφείς στον κόσμο, ενώ έργα του έγιναν κινηματογραφικές ταινίες, με την ίδια απήχηση. Ενδεικτικά, ο «Αποχαιρετισμός στα όπλα» είναι το μυθιστόρημα το εμπνευσμένο από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» από τον ισπανικό εμφύλιο, όπου είχε ταχθεί με το μέρος των δημοκρατικών. Δύο τόμοι με δημοσιογραφικά κείμενα με πολεμικές ανταποκρίσεις, εντυπώσεις από ταξίδια και άλλα, με το γενικό τίτλο «Με υπογραφή Χέμινγουεϊ», περιλαμβάνονται στη σειρά των έργων του που κυκλοφορούν απ' τις εκδόσεις «Καστανιώτη». Εκεί υπάρχουν σελίδες και για τη Μικρασιατική Καταστροφή (από το εξώφυλλο του δεύτερου τόμου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, η φωτογραφία του Χέμινγουεϊ που συνοδεύει το παρόν κείμενο). Ελκυστική θεματογραφία, απλό και περιεκτικό ύφος και ζωντανός διάλογος χαρακτηρίζουν τα γραφτά του.
Ωστόσο ούτε ο πλήρης εμπειριών βίος ούτε η δόξα ούτε τα βραβεία, συμπεριλαμβανομένου και του Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1954 (που επικαλούμενος λόγους υγείας δεν προσήλθε να παραλάβει) τον έκαναν ευτυχισμένο. Μελαγχολία, απαισιοδοξία, νευρική υπερένταση, απώλεια μνήμης τον οδήγησαν στην αυτοχειρία.
Ο Φρέντυ Γερμανός στο μυθιστόρημά του «Τερέζα» (εκδ. «Καστανιώτη», 1997), με θέμα τον έρωτα του Αμερικανού συγγραφέα με μια ωραία Ελληνίδα στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρει σε κείμενό του σε αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω» στον Χέμινγουεϊ (13/1/87), ότι ο συγγραφέας είχε επισκεφθεί την Ελλάδα σε ηλικία 23 ετών (το 1922), αλλά «το όνομά του δεν έλεγε τίποτα σε κανένα - και κανένας δεν του 'χε δώσει ιδιαίτερη σημασία!». Και πιο κάτω: «Ο Ερνυ αγαπούσε την Ελλάδα», μου 'χε πει η γυναίκα του, που είχα γνωρίσει στο Κανάβεραλ το 1969. «Κουβαλούσε μέσα του πολλές εικόνες απ' την Ελλάδα του '22. Κάθε τόσο γύριζε σ' αυτές - όπως γυρνάει κάθε άνθρωπος στ' ανθισμένα μονοπάτια της νιότης του».
Ο Κάστρο
Ο Χέμινγουεϊ αγαπούσε ιδιαίτερα την Κούβα, όπου από το 1939 είχε αγοράσει ένα κτήμα σε προάστιο της Αβάνας - μουσείο σήμερα, όπως και ένα είδος «πνευματικού προσκυνήματος» είναι το μπαρ όπου σύχναζε. Στην Κούβα είχε εμπνευστεί τη νουβέλα «Ο γέρος και η θάλασσα», ενώ είχε γνωριστεί και με τον Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Αυτό καταφαίνεται από τις αλλεπάλληλες αναφορές που κάνει ο Κουβανός ηγέτης στην «εφ' όλης της ύλης» συνέντευξη που έδωσε στον Γάλλο δημοσιογράφο Ιγνάσιο Ραμονέ («Εκατό ώρες με τον Φιντέλ» στα ελληνικά, εκδ. «Πατάκη», 2007). Ιδού μια εκτενής αναφορά:
«Και τον Χέμινγουεϊ θα μου άρεσε να τον είχα γνωρίσει καλύτερα. Του άρεσε η Κούβα, αγάπησε αυτό το νησί. Εζησε εδώ, μας άφησε πολλά πράγματα, τη βιβλιοθήκη του, το σπίτι του, που σήμερα είναι μουσείο. Τον πρώτο χρόνο της επανάστασης μπόρεσα να μιλήσω δυο φορές μαζί του, για λίγη ώρα. Αν ο Χέμινγουεϊ είχε ζήσει μερικά χρόνια ακόμη, θα μου άρεσε να έχω βρει το χρόνο να συζητήσω περισσότερο μαζί του. Να αποκτήσουμε πιο στενές σχέσεις. Διάβασα πάνω από μια φορά μερικά μυθιστορήματά του. Και σε πολλά από αυτά -"Για ποιον χτυπά η καμπάνα", "Αποχαιρετισμός στα όπλα"- πάντα βάζει το βασικό ήρωά του να συνομιλεί με τον εαυτό του. Είναι αυτό που μ' αρέσει περισσότερο στο Χέμινγουεϊ, οι μονόλογοι, όταν οι ήρωές του μιλούν με τον εαυτό τους. Οπως στο "Γέρο και τη θάλασσα", το βιβλίο για το οποίο του έδωσαν το Νόμπελ. Ως άνθρωπος, από το λίγο που μπόρεσα να τον γνωρίσω, μου φαινόταν, στις συνήθειές του, στις πράξεις του, στις υποθέσεις του, πολύ ανθρώπινος».
Εξι Ελληνες συγγραφείς για τον δικό τους Χέμινγουεϊ
Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ
Ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ (21 Ιουλίου 1899-2 Ιουλίου 1961) δεν είναι μόνον ένας μεγάλος συγγραφέας του 20ού αιώνα. Και δεν το οφείλει αποκλειστικά στο Νομπέλ Λογοτεχνίας του 1954, αλλά στο ότι έγινε ποπ αναγνωστικό είδωλο.
Και όπως όλα τα ποπ είδωλα, δεν απέφυγε τη βιομηχανία που δημιουργήθηκε στη μνήμη του ονόματός του, μετά το θάνατό του.
Από τη γιορτή-διαγωνισμό «Χέμινγουεϊ» με δεκάδες διαγωνιζόμενους σωσίες του -τους βλέπεις και σου 'ρχεται να γελάσεις- για το ποιος του μοιάζει περισσότερο, ώς τα δύο στέκια του στην Αβάνα, όπου συρρέουν χιλιάδες τουρίστες, αφού εξαιτίας του έγιναν θρύλος: το ρεστοράν «La Bodeguita del Medio» και το μπαρ «El Floridita». Ο Αμερικανός συγγραφέας δήλωνε ότι στο πρώτο έπινε το «πράσινο» μοχίτο του και στο δεύτερο το «κόκκινο» ντάκιρί του.
Πενήντα χρόνια από την αυτοκτονία του, στα 62 του χρόνια, με κυνηγετική καραμπίνα, όπως ακριβώς είχε αυτοκτονήσει ο πατέρας του, το έργο του εξακολουθεί να απασχολεί τον ακαδημαϊκό κόσμο. Και με την ίδια προσήλωση να τροφοδοτεί την «υποκουλτούρα» των καιρών μας, με τη χειρονομία εκείνη που χαϊδεύει την επιφάνεια.
Δημιούργησε για τον εαυτό του το πρότυπο του «σκληρού» άντρα, μεταξύ συγγραφής και δράσης. Γι' αυτό προβαλλόταν, ελέω φωτογραφίας και εξωφύλλων του «Τάιμ», ως ο λάτρης των ταυρομαχιών, ο εραστής του κυνηγιού και του ψαρέματος και του θηράματος που προϋποθέτει, ο περιπλανώμενος στις άνυδρες αφρικανικές εκτάσεις, ο μαχητής του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, ο μπαρουτοκαπνισμένος του ισπανικού εμφυλίου.
Θέσαμε το ερώτημα «Διαβάζεται σήμερα ο Χέμινγουεϊ κι αν ναι, μπορείτε να αναφέρετε τους λόγους;» σε έξι συγγραφείς. Ιδού οι απαντήσεις τους:
ΛΕΝΑ ΔΙΒΑΝΗ: «Μόνο οι φούσκες δεν αντέχουν στο χρόνο και ο Χέμινγουεϊ δεν ήταν ποτέ. Τον έχουν αποκαλέσει φαφλατά, υποκριτή, σοβινιστή, ακόμη και υπερεκτιμημένο, αλλά φούσκα δεν τον είπε ποτέ κανείς. Το ξερό, μινιμαλιστικό στιλ του έγινε κλασικό, η θεματολογία του παραμένει διεγερτική και η μυθοποιημένη ζωή του δίνει στα γραπτά του μια αίγλη αυθεντικότητας. Ακολουθώντας τον περίφημο κανόνα "γράψε ό,τι ξέρεις", παραμένει για μένα προσωπικά μια παρηγοριά: υπάρχει ζωή και εκτός λογοτεχνίας».
ΑΘΗΝΑ ΚΑΚΟΥΡΗ: «Τον Χέμινγουεϊ δημοσιογράφο πρέπει να τον διαβάζει κανείς ως παράδειγμα προς αποφυγήν και ως υπόδειγμα ύφους. Εξαιρετικά νέος στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και τα μετέπειτα, και αδαής ως προς τα ευρωπαϊκά πράγματα, έγραφε με πολύ στιλ ό,τι του παρουσιαζόταν προχείρως. Τον Χέμινγουεϊ μυθιστοριογράφο αξίζει να τον διαβάζει κανείς για ορισμένες σκηνές του.
Αλλά τον Χέμινγουεϊ διηγηματογράφο πρέπει να τον διαβάζει και να τον ξαναδιαβάζει κανείς, γιατί η τεχνική του άνοιξε καινούργιους δρόμους και γιατί εξακολουθεί σήμερα να είναι εντυπωσιακή.
Γενικά τον Χέμινγουεϊ αξίζει να τον διαβάζουμε επειδή αυτό που κυρίως τον απασχολεί είναι το ψυχικό σθένος, η δύναμη της θελήσεως, το κουράγιο, η γενναιότης -καθώς και όλα τα αντίθετά τους- πώς εκφράζονται, πώς χάνονται, πώς εκδηλώνονται».
ΙΣΜΗΝΗ ΚΑΠΑΝΤΑΗ: «Ο Χέμινγουεϊ ,είναι κλασικός. Ανάμεσα στους λόγους: το στιβαρό και το ιδιαίτερα λιτό του ύφους του και η αίσθηση που δημιουργεί στον αναγνώστη ότι κάτω από τις γραμμές υπάρχουν κόσμοι τους οποίους καλείται ν' ανακαλύψει ο ίδιος, ταυτιζόμενος στην πορεία και με τους ήρωές του. Ηρωες των οποίων στοιχεία της προσωπικότητάς τους, θετικά ή αρνητικά, πρωτογενή ωστόσο, ακτινογραφούνται, από τον Χέμινγουεϊ, με τέτοιον τρόπο, ώστε μας δίνεται η δυνατότητα να αισθανθούμε ότι όλα ανεξαιρέτως μας αφορούν.
Διάβασα το "Για ποιον χτυπά η καμπάνα" σε πολύ νεαρή ηλικία, τότε που "καταβρόχθιζα" ό,τι έπεφτε στα χέρια μου και το όποιο κριτήριό μου δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί. Θυμάμαι ωστόσο την αίσθηση που είχα όσο το διάβαζα. Ηταν λίγο σαν ν' άνοιξε μπρος στα μάτια μου ένα παράθυρο από το οποίο έβλεπα "ζωή", πραγματική ζωή και ας μην είχε καμιά σχέση η δική μου, στα δεκαπέντε μου, με τον ισπανικό εμφύλιο».
ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ: «Σήμερα ο Χέμινγουεϊ μας απασχολεί περισσότερο για την πολυτάραχη ζωή του παρά για τα βιβλία του - παρά τις πτυχιακές εργασίες, τα διδακτορικά και τις προσωπικές αδυναμίες νεότερων συγγραφέων, που, συχνά, βλέπουν στον Χέμινγουεϊ μια ιδανική αφορμή για άτυπα, προσωπικά μαθήματα δημιουργικής γραφής. Οι νεότερες γενιές των τριαντάρηδων, αλλά και κάποιων σαραντάρηδων, έχουν μια πιο ποπ ματιά στα πράγματα. Πάντως ο παλαιάς κοπής αρρενωπός "Χεμ", ο γεμάτος βία και πολέμους, βρίσκεται μάλλον μακριά τους. Προσωπικά, βλέπω περισσότερο μέλλον στον Χέμινγουεϊ της πιο σύντομης φόρμας, παρά σ' εκείνον των μυθιστορημάτων, που κάποτε τον κατέστησαν διάσημο. Ο,τι και να λέμε, πάντως, είναι ένας σύγχρονος κλασικός, υπερτιμημένος για ορισμένους, λατρεμένος για άλλους».
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ: « Ο Χέμινγουεϊ παραμένει σύγχρονος, αφού διαχειρίζεται τα ανθρώπινα πάθη, τις πρωταρχικές ανάγκες της ύπαρξης και δοξάζει το αυθεντικό άτομο. Σε οριακές ανθρώπινες στιγμές αναδεικνύει αισθητικά ένα αξεπέραστο αξιακό σύστημα, βασισμένο στα ανθρωπιστικά ιδεώδη που σκόπιμα αποκαθηλώθηκαν. Διαβάζοντας ξανά Χέμινγουεϊ συναντάμε και αναγνωρίζουμε τον πρώτο μας εαυτό. Από εκείνη τη στιγμή και μετά αναδεύεται στο βυθό της συνείδησης το αντιστασιακό άτομο. Η ανατρεπτικότητα της τέχνης θα αντικαταστήσει την παραίτηση και τον σύγχρονο πεσιμισμό. Οι ιδέες θα αναδυθούν και πάλι, σφριγηλές και επικίνδυνες. Το πρότυπο του αγωνιστή ανθρώπου, η επιθυμία του να μην υποταχθεί, να υπερβεί τα όριά του, η άρνηση του θανάτου, ο έρωτας στην απόλυτη διαύγειά του, η αποδοχή και συμφιλίωση με τη μοναξιά, το προσωπικό θάρρος, η αντίσταση στη διεκπεραιωτική βίωση και τη ρουτίνα, η συντροφικότητα, ιδέες συκοφαντημένες, ο κόσμος του Χέμινγουεϊ, αποκαθαρμένος τώρα, προβάλλει καινούργιος και γοητευτικός».
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ: «Ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ διαβάζεται σήμερα όσο και ο Στάινμπεκ, ο Σκοτ Φιτζέραλντ ή ο Ναμπόκοφ. Οσο διαβάζονται οι Ευρωπαίοι Τόμας Μαν, Μπουλγκάκοφ, Τσέζαρε Παβέζε ή οι Ελληνες Βενέζης, Μυριβήλης και Καραγάτσης. Βιβλία που η γενιά μου θεωρούσε τη βάση της λογοτεχνίας είναι σήμερα άγνωστα στους πολλούς. Το ευρύ αναγνωστικό κοινό έχει παρασυρθεί από μια κακώς εννοούμενη "μόδα", έχει αγνοήσει παλαιότερους συγγραφείς κι έχει επικεντρωθεί στους συγχρόνους. Ας μην κρυβόμαστε και ας πούμε την πικρή αλήθεια. Στην εποχή της παραλογοτεχνίας και της υποκουλτούρας, οι αναγνώστες-καταναλωτές δεν διαλέγουν βιβλία από το όνομα του συγγραφέα αλλά από τον μελό τίτλο και το αντίστοιχο εξώφυλλο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου