Ήρωας της ιστορίας είναι ο Σαντιάγκο, ένας φτωχός και ηλικιωμένος ψαράς που για 84 ημέρες έχει αποτύχει να πιάσει έστω κι ένα ψάρι. Τις πρώτες σαράντα μέρες είχε μαζί του ένα παιδί, τον Μανολίνο, στη συνέχεια όμως βγαίνει μόνος με τη βάρκα για ψάρεμα.
Την επόμενη, 85η ημέρα, κατορθώνει να ψαρεύψει ένα ψάρι τεραστίων διαστάσεων, έναν ξιφία, το οποίο όμως δυσκολεύεται να το τραβήξει στην ξηρά. Αγωνίζεται δυο ολόκληρα μερόνυχτα και στο τέλος πετυχαίνει να νικήσει το ψάρι. Καταπονημένος όπως είναι, αδυνατεί να το ανεβάσει στη βάρκα, λόγω και του τεράστιου βάρους του ψαριού. Έτσι, αποφασίζει να το δέσει στο πλάι και ξεκινά το δρόμο της επιστροφής, κάνοντας όνειρα για τη θριαμβευτική επιστορφή στο χωριό του.
Ωστόσο, η τύχη δεν είναι με το μέρος του. Η θάλλασα θα παίξει μαζί του ένα τελευταίο, άσχημο παιχνίδι. Οι καρχαρίες, κατά τη διάρκεια της διαδρομής, κατασπάραξαν το μεγάλο ψάρι που είχε πιάσει ο Σαντίαγκο. Όταν πλέον μπαίνει στο λιμάνι, το μόνο που έχει απομείνει να θυμίζει το κατόρθωμα του γερο-ψαρά είναι το μέγαλο άσπρο κόκαλο του ξιφία.Είναι νύχτα, και ο Σαντιάγκο ανηφορίζει από το λιμάνι προς την καλύβα του, κουβαλώντας το κατάρτι της βάρκας του. Την επομένη το πρωί εμφανίζεται ο Μανολίνο, που του φέρνει καφέ και μαζί κάνουν σχέδια για μελλοντικές ψαριές. Κατόπιν ο Σαντιάγκο αποκοιμιέται, ονειρευόμενος λιοντάρια που παίζουν στην παραλία.
Ο Χεμινγκγουέι θεωρούσε ότι "Ο γέρος και η θάλασσα" ήταν το καλύτερο βιβλίο που είχε γράψει. "Ο γέρος και η θάλασσα" γεννήθηκε αναμφισβήτητα στη σκιά του "Μόμπι Ντικ", του θρυλικού μυθιστορήματος του Μέλβιλ. Ωστόσο οι ήρωες των δύο βιβλίων είναι εντελώς διαφορετικοί: Ο Σαντιάγκο, ο κουβανός γερο-ψαράς, δεν έχει μεταφυσικές ανησυχίες, ούτε κατέχεται από αισθήματα εκδίκησης όπως ο καπετάνιος Έιχαμπ, ο ήρωας του Μέλβιλ.
Τον Απρίλιο του 1936, με τίτλο «Στα γαλάζια νερά: γράμμα από το Γκολφ Στριμ», έγραφε: «Μια άλλη φορά ένας γέρος, που ψάρευε μόνος με τη βάρκα του κοντά στα νησιά Καμπάνα, έπιασε, ρίχνοντας πετονιά, χωρίς καλάμι, έναν τεράστιο ξιφία ο οποίος παρέσυρε τη βάρκα στ' ανοιχτά. Επειτα από δυο μέρες τον περιμάζεψαν κάποιοι ψαράδες 60 μίλια πιο ανατολικά, με το κεφάλι και το πάνω μέρος του ξιφία δεμένο στο πλάι της βάρκας. Αυτό που είχε απομείνει από το ψάρι ζύγιζε 360 κιλά. Ο γέρος είχε μείνει με το ψάρι μια μέρα, μια νύχτα, μια μέρα κι άλλη μια νύχτα, όσο εκείνο κολυμπούσε στα βαθιά και τραβούσε τη βάρκα. Οταν ανέβηκε στην επιφάνεια, ο γέρος τον πλησίασε και το καμάκωσε. Αφού το έδεσε στο πλάι της βάρκας, του επιτέθηκαν καρχαρίες και ο γέρος τούς πολεμούσε μόνος του εκεί στο Γκολφ Στριμ, πάνω στο μικροσκοπικό σκαρί. Τους χτυπούσε με το κουπί, τους μαχαίρωνε, ώσπου πια κι εκείνος εξουθενώθηκε και οι καρχαρίες χόρτασαν. Εκλαιγε πάνω στη βάρκα όταν τον μάζεψαν οι ψαράδες, μισότρελος από την απώλειά του, κι ενώ οι καρχαρίες γυρόφερναν ακόμη τη βάρκα...».
Επρεπε να περάσουν τρία χρόνια ακόμα, όταν το 1939 ο Χέμινγουεϊ έδωσε στον επιμελητή του, Μαξ Πέρκινς, το οριστικό πλάνο τού «Ο γέρος και η θάλασσα» που ετοιμαζόταν να γράψει. Ενός βιβλίου που το 1953 του χάρισε ένα Πούλιτζερ και τον αμέσως επόμενο χρόνο ένα Νόμπελ. Μάλιστα την ανακοίνωση για το δεύτερο την άκουσε από τον ασύρματο του «Πιλάρ», του σκάφους του, ενώ για ακόμα μια φορά βρισκόταν στ' ανοιχτά ψαρεύοντας ξιφίες.
➤ Ernest Hemingway - Για ποιον χτυπά η καμπάνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου