Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


George Bernard Shaw - Πυγμαλίων

Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, Θεατρικός συγγραφέας που έγραψε πάνω από 60 θεατρικά, αλλά υπήρξε επίσης δοκιμιογράφος και μουσικός κριτικός με μεγάλη επιρροή. Το ριζοσπαστικό του πνεύμα και το επιθετικό του στυλ συχνά προκαλούσε αντιδράσεις. Μερικά από τα πιο γνωστά του έργα είναι "Η Αγία Ιωάννα", "Το επάγγελμα της κυρίας Γουώρεν" και "O Πυγμαλίων" (που διασκευάστηκε για τον κινηματογράφο σε "Ωραία μου Kυρία").

Είναι ο μόνος που έχει τιμηθεί τόσο με το Νόμπελ λογοτεχνίας (1925) όσο και με Όσκαρ (1938, "Πυγμαλίων"). Το καυστικό του πνεύμα παρήγαγε πολλούς θαυμάσιους αφορισμούς.

Ο κορυφαίος Ιρλανδός δραματουργός γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1856, στο Δουβλίνο και πέθανε το 1950 στο Έυγιοτ Σαιντ Λώρενς του Χέρντφορντσαιρ (Ayot St Lawrence in Hertfordshire), στην Αγγλία.

Γονείς του οι μικροαστοί προτεστάντες, Τζορτζ Καρρ Σω (George Carr Shaw), (1814-1885), αποτυχημένος έμπορας και αλκοολικός, και η Ελισσάβετ Γκέρλυ (Lucinda Elizabeth Gurly) (1830-1913), επαγγελματίας τραγουδίστρια, μαθήτρια του Βάνταλερ Λη (George John Vandeleur Lee) και δασκάλα φωνητικής. Ο Τζορτζ Καρρ Σω κατήγετο από μία οικογένεια που εγκαταστάθηκε ίσως στην Ιρλανδία στο τέλος του 17ου αιώνα.

Η οικογένεια των Σω αρκετά αξιοσέβαστη, έχει να επιδείξει τραπεζίτες, κληρικούς, δημόσιους υπαλλήλους και Βαρωνέτους ακόμα, για να μην αναφέρουμε και πολλά άλλα αξιώματα, που οι διάφοροι Σω κατά καιρούς απέκτησαν.

Στα 5 του χρόνια, διάβασε την πρώτη του εφημερίδα και ήρθε σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο. Σε πολύ μικρή ηλικία ο Σω πήγαινε τακτικά στην εκκλησία και παρακολουθούσε τα μαθήματα του Κυριακάτικου σχολείου. Όμως γρήγορα έδωσε τέλος σε αυτή την συνήθεια, την υποχρεωτική και επί το πλείστον άχρηστη θητεία, όπως ο ίδιος έλεγε και τη θέση της πήραν περίπατοι και ξέγνοιαστες ημέρες κάτω από τον πρωινό Κυριακάτικο ήλιο.

Αργότερα έγραψε κάτι πολύ τολμηρό «Αν οι εκκλησίες ήθελαν να εκτελούν το προορισμό τους, έπρεπε χωρίς άλλο να μετατραπούν αυτόματα σε κέντρα ψυχαγωγίας των εργαζομένων, που θα προσέφεραν σε κατάλληλες ώρες μουσική, κλασσική ή χορευτική, θα οργάνωναν ακόμα και θεατρικές παραστάσεις και θα είχαν και ευχάριστα παιχνίδια από αυτά που αγαπούν οι νέοι τις ώρες της σχόλης τους. Τώρα, ίσως ο επίσκοπος του Λονδίνου με αφορίσει, είμαι όμως βέβαιος πως αν εφαρμοζόταν το σύστημα που προτείνω, ο μισθός του θα ήταν πάλι ο ίδιος, όπως και τώρα. Δεν θα είχε λοιπόν να πάθει καμία ζημιά»

Από τον αλκοολισμό του πατέρα του, κληρονόμησε ακριβώς την αντίθετη στάση, για όλη του τη ζωή.

Έμεινε για να σπουδάσει για μικρό χρονικό διάστημα στο Wesleyan Connexional School, σχολείο που ανήκε στη Methodist New Connexion, μετά πήγε σ' ένα ιδιωτικό κοντά στο Dalkey, για να μεταφερθεί κατόπιν στο Dublin's Central Model School και να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Dublin English Scientific & Commercial Day School.

Ως παιδί-μαθητής, αλλά κι άντρας, είχε πικραθεί πολλάκις από διδασκάλους και διδαχές κι ισχυρίστηκε, σε μια σύνοψη αυτών των εμπειριών του, στο "Cashel Byron's Profession", πως τα σχολεία δεν είναι οίκοι μόρφωσης τόσον, όσο φυλακές, με κλειδοκράτορες τους δασκάλους αλλά και τους ίδιους τους γονείς, με σκοπό να φυλάξουν εκεί τα βλαστάρια τους.

Αφιερώθηκε στον αγώνα της μεταμόρφωσης της Βρετανίας σε σοσιαλιστικό κράτος, όχι μέσω επανάστασης, αλλά μέσα από συστηματική πρόοδο και νομοθεσία, που εγκαθιδρύεται με την πειθώ και τη συστηματική εκπαίδευση.

Έγραψε πολλά άρθρα και κείμενα για τις προοδευτικές τέχνες, όπως τα: "Quintessence Οf Ibsenism", "The Perfect Wangerite", κλπ. Παράλληλα, ως δημοσιογράφος, δούλευε ως κριτικός τέχνης και μουσικής, γράφοντας με το ψευδώνυμο Corno Di Bassetto. Τελικά, κατά το διάστημα 1895-1898, δούλεψε ως κριτικός θεάτρου στο Saturday Review, που έγραφε με τα διάσημα πλέον αρχικά GBS.

Το 1891, μετά από πρόσκληση του Τζ.Τ. Γκρέιν, ενός εμπόρου, κριτικού θεάτρου και σκηνοθέτη μιας προοδευτικής θεατρικής ομάδας που είχε το όνομα Ανεξάρτητο Θέατρο, έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο, με τίτλο "Widower's Houses". Τα επόμενα δώδεκα χρόνια έγραψε δώδεκα θεατρικά έργα, παρόλο που δεν έπεισε θεατρικούς επιχειρηματίες του Λονδίνου να τ' ανεβάσουν. Λίγα απ' αυτά παίχτηκαν στο εξωτερικό. Το 1898, μετά από σοβαρή αρρώστια, παραιτήθηκε από κριτικός θεάτρου και μετακόμισε από το σπίτι της μητέρας του, που ζούσε ακόμα, για να παντρευτεί τη Σαρλότ Πέην-Τάουνσεντ (Charlotte Payne-Townshend), μιαν Ιρλανδή με ανεξάρτητο χαρακτήρα. Ο γάμος τους κράτησε μέχρι το θάνατο της το 1943.

Το 1925 κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Μην έχοντας ανάγκη τα χρήματα, τα δώρισε για μιαν αγγλική έκδοση του έργου του Αύγουστου Στρίντμπεργκ. Το 1938, πήρε το Όσκαρ για τη συμμετοχή του στη ταινία "Πυγμαλίων (Pygmalion, 1938)" κι είναι η μοναδική καλλιτεχνική φιγούρα παγκοσμίως που έχει κερδίσει το συνδυασμό αυτών των δυο μεγάλων βραβείων.

Έζησε το υπόλοιπο της ζωής του ως διεθνής διασημότητα, ταξιδεύοντας στον κόσμο κι ασχολούμενος με τα τοπικά και διεθνή προβλήματα. Συνέχισε να γράφει χιλιάδες γράμματα και πάνω από 12 θεατρικά έργα. Ήτανε χορτοφάγος για 66 ολόκληρα χρόνια, ενώ μέχρι το τέλος της ζωής του συνέχιζε να είναι όχι μόνο παραγωγικός νοητικά, αλλά και καλοστεκούμενος σωματικά.

Στα τέλη του Οκτώβρη του 1950, έπεσε από μια σκάλα που είχε ανέβει για να κλαδέψει ένα δέντρο στον κήπο του. Πέθανε λίγες μέρες αργότερα στις 2 Νοεμβρίου, σε ηλικία 94 ετών, αφήνοντας ένα μισοτελειωμένο θεατρικό έργο. Η τέφρα του με της συζύγου σκορπίστηκε στα μονοπατάκια γύρω από το άγαλμα του Αγίου Ιωάννη που υπήρχε στον κήπο του.

Ο Πυγμαλίων (Pygmalion αρχικός τίτλος και γραμένο το 1912-13), είναι ένα από τα πιο γνωστά θεατρικά έργα του πολυγραφότατου συγγραφέα, ο οποίος μάλιστα το 1925 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ για την προσφορά του στην παγκόσμια λογοτεχνία.

Το έργο περιγράφει τα παθήματα του καθηγητή Henry Higgins με μία ταπεινή λουλουδού των δρόμων του Λονδίνου, την Ελίζα Doolittle, η οποία, με την κατάλληλη διαπαιδαγώγηση, μεταμορφώνεται σε μια εκλεπτυσμένη φιγούρα, όπως ακριβώς περιγράφει και τον μύθο του Πυγμαλίωνα, φημισμένου γλύπτη από την Κύπρο, ο ρωμαίος ποιητής Οβίδιος.

Ένα βροχερό απόγευμα στο Λονδίνο η Ελίζα, ένα κορίτσι που πουλά λουλούδια στους δρόμους, τραβά την προσοχή του γλωσσολόγου Χένρυ Χίγγινς και του Συνταγματάρχη Πίκεριν. Ο Χίγγινς επιμένει πως το μόνο που διαφοροποιεί τους ανθρώπους είναι η ομιλία και μπορεί με τα κατάλληλα μαθήματα να μεταμορφώσει τον καθένα.

Όταν το επόμενο πρωί η Ελίζα εμφανίζεται στο σπίτι του Χίγγινς και του ζητά να την μάθει τους απαιτούμενους τρόπους για να γίνει πωλήτρια σε κατάστημα, ο Χίγγινς στοιχηματίζει με τον Συνταγματάρχη πως σε έξι μήνες μπορεί να κάνει την Ελίζα να συμπεριφέρεται σαν Δούκισσα.

Ο καιρός περνά, η Ελίζα αλλάζει και ο Χίγγινς κερδίζει το στοίχημα, ωστόσο μέσα σε αυτό το διάστημα η κοπέλα γοητεύεται από τον Πυγμαλίωνα της και ο καθηγητής ερωτεύεται το δημιούργημα του.

Ο ακραίος ρεαλισμός και το αιχμηρό χιούμορ προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων στη βικτωριανή Αγγλία τη δεκαετία 1910 αλλά συνάμα δικαιολογούν και την τεράστια επιτυχία που ακολούθησε –τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο- καθιστώντας το έργο ίσως το διασημότερο του δημιουργού.

Στον κινηματογράφο το έργο μετονομάστηκε σε «Ωραία μου κυρία», σενάριο που τιμήθηκε με Όσκαρ το 1939. Είναι, επομένως, ο Σω ο μοναδικός συγγραφέας κάτοχος τόσο ενός Βραβείου Όσκαρ όσο και του Νόμπελ. Το «χαρούμενο τέλος» όμως της κινηματογραφικής απόδοσης καθόλου δεν ευχαρίστησε τον Σω αφού παραποιήθηκε η γνήσια πρόθεσή του, έτσι όπως αποκαλύπτεται στο θεατρικό κείμενο: η ηρωίδα, με δική της επιλογή, εγκαταλείπει τον ιδιότροπο μα συνάμα ειλικρινή δημιουργό της αφού υπερτερούν οι απότομοι τρόποι του και η ερωτική του απάθεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου