Ο Έσσε γεννήθηκε στο Καλβ της Βυρτεμβέργης στη Γερμανία το 1877. Ξεκίνησε να εργάζεται ως βιβλιοπώλης και, παράλληλα, συνέγραφε. Έγινε γρήγορα γνωστός με τα ποιήματα και τα μυθιστορήματά του. Το 1904 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα, Πήτερ Κάμεντσιντ. Το 1946 τιμήθηκε με το βραβείο Γκαίτε και το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και το 1955 με το βραβείο Ειρήνης του Γερμανικού Συνδέσμου Εμπορίας Βιβλίων. Απεβίωσε στις 9 Αυγούστου του 1962.
Κεντρικό θέμα του έργου του είναι η υπαρξιακή θρησκευτική προβληματική του ανθρώπου. Στα έργα του (Ντέμιαν, Σιντάρτα, Ο λύκος της στέππας, κ.α.) συναντώνται συχνά μοτίβα του γερμανικού ρομαντισμού, θέματα από την ινδική και κινεζική φιλοσοφία και ψυχαναλυτικές θεωρίες.
Κι η αλήθεια είναι πως ακόμα και ο Λύκος της Στέπας, ο ομώνυμος πρωταγωνιστής του βιβλίου του Έρμαν Έσσε δεν είναι ικανός να μας διδάξει την σοφία του, είναι όμως σίγουρα μια φωνή που μπορεί να σε προβληματίσει ωθώντας σε συνάμα να δεις παραπέρα αν όχι παρακάτω.
«Τούτο εδώ το βιβλίο δεν είν’ άλλο από τα χειρόγραφα κάποιου που έτυχε να βρεθούν στα χέρια μας, τα χειρόγραφα κάποιου που, σύμφωνα με μια έκφραση που συχνά χρησιμοποιούσε ο ίδιος για τον εαυτό του, τον λέγανε “Λύκο της Στέπας”». Αν χρειαζόταν ή όχι κάποιος πρόλογος σε αυτά τα χειρόγραφα, είναι κάτι που δεν μπορώ να το ξέρω. Ένιωσα όμως την ανάγκη να προσθέσω κι εγώ μερικές σελίδες όπου προσπαθώ να καταγράψω ό,τι θυμάμαι γι’ αυτόν. Αυτά που ξέρω για το άτομό του είναι πολύ λίγα και πραγματικά για την καταγωγή του και το παρελθόν του δεν ξέρω τίποτα. Η βαθιά όμως εντύπωση που μου έκανε η προσωπικότητά του παραμένει ακόμα μέσα μου και πρέπει να πω είναι μια εντύπωση συμπαθητική. Πριν από μερικά χρόνια, ο Λύκος της Στέπας, που τότε πλησίαζε τα πενήντα, παρουσιάστηκε στο σπίτι της θείας μου και ζήτησε να νοικιάσει ένα επιπλωμένο δωμάτιο. Συμφώνησε να πιάσει τη σοφίτα και τη διπλανή κρεβατοκάμαρα κι ύστερα από μια δυο μέρες ήρθε με δύο βαλίτσες κι ένα μεγάλο κιβώτιο με βιβλία. Έμεινε μαζί μας καμιά δεκαριά μήνες και ζούσε πολύ αποτραβηγμένα και πολύ ήσυχα […]».
Αυτή είναι η πρώτη μας συνάντηση με τον Χένρυ Χάλερ , τον Λύκο της Στέπας. Ο Χένρυ ήταν ένας κανονικός άντρας, βάδιζε με τα δυο του πόδια και ντυνόταν όπως όλοι οι άλλοι , στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν άλλο από έναν Λύκο της Στέπας.
Η υγεία του δεν ήταν καλή και το περπάτημα τον κούραζε, αλλά δεν ήταν εξαιτίας αυτού που έδινε την εντύπωση πως ερχόταν από έναν άλλο κόσμο, έναν άλλο πλανήτη. Το θλιμμένο πρόσωπό του μαρτυρούσε την εξυπνάδα του, το βλέμμα του ήταν συνήθως στοχαστικό και η συμπεριφορά του ήταν ευγενική, φιλική και καθόλου προσποιητή μολονότι φαινόταν πως του κοστίζει πολύ.
Το βασικότερο όμως χαρακτηριστικό του ήταν πως ήταν πρόδηλο πως είχε σκεφτεί πολύ περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους κι όταν μιλούσε για πνευματικά ζητήματα είχε μια ήρεμη αντικειμενικότητα, εκείνη τη σιγουριά του στοχασμού και της γνώσης που μόνο οι πραγματικοί διανοούμενοι διαθέτουν, οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν ιδιοτελείς βλέψεις, που δεν επιδιώκουν να λάμψουν, άνθρωποι που δεν κοιτάνε τους άλλους αφ’ υψηλού και δεν πασχίζουν να φαίνονται ότι έχουν πάντα δίκιο.
«...ήταν ακοινώνητος σε βαθμό που δεν είχα συναντήσει ποτέ σε άλλον άνθρωπο, ένα πλάσμα παράξενο, άγριο και ντροπαλό φερμένο από κάποιο κόσμο αλλιώτικο απ' τον δικό μου».
Είχε μάθει πολλά από αυτά που μπορούν να μάθουν άνθρωποι με δυνατό μυαλό κι ήταν ένας αρκετά έξυπνος άνθρωπος. Αυτό όμως που δεν είχε κατορθώσει να μάθει ήταν το έξης: να 'ναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του και τη ζωή του. Είχε υποφέρει βαθιά και βίωνε καθημερινά την μοναξιά του και τον εσωτερικό του θάνατο, σαν μια αρρώστια που δεν οφειλόταν σε κάποιο φυσικό μειονέκτημα, αλλά σ’ έναν πλούτο χρημάτων και δυνατοτήτων που δεν είχαν φτάσει σε κάποια αρμονική συνύπαρξη. Η ρίζα της απαισιοδοξίας αυτής της μεγαλοφυΐας της οδύνης δεν ήταν στην ουσία μια περιφρόνηση του κόσμου αλλά μια περιφρόνηση για τον ίδιο του τον εαυτό.
Αυτή είναι η πρώτη μας γνωριμία με τον ήρωα του Έσσε. Μια πλήρη περιγραφή που μας προδιαθέτει πως ο συγγραφέας πρόκειται να αναζητήσει το μεγάλο γιατί της ρήσης του Φρόυντ που υποστήριζε πως ο πολιτισμός είναι πηγή δυστυχίας.
Και η απάντηση που δίνει μέσα από το μυθιστόρημα ο Λύκος της Στέπας, είναι ένα ανελέητο μαστίγωμα της αστικής κοινωνίας, ενός υποκριτικού πολιτισμού, ενός πολιτισμού του ευνουχισμού και της εκμετάλλευσης και της χρυσωμένης επιφάνειας που αλλοτριώνει τη βαθύτερη ουσία κάθε ανθρώπινου όντος σκοτώνοντας παράλληλα τη γνησιότητα των αισθημάτων του.
«Ο αστός είναι έτσι απ' τη φύση του, ένα πλάσμα με αδύναμο ζωτικό ένστικτο, φοβισμένο, που φοβάται ακόμα και στον εαυτό του να παραδοθεί. Βλέπουμε ότι έχει ισχυρές παρορμήσεις, τόσο για να γίνει άγιος όσο και άθλιος, αλλά λόγω κάποιας αδυναμίας ή αδράνειας δεν κατάφερε να πάρει φόρα και να βγει στο ελεύθερο σύμπαν και παρέμεινε δεμένος στην τροχιά του μητρικού πλανήτη της αστικής κοινωνίας».
Ο ανικανοποίητος πρωταγωνιστής πιστεύει πως παραμένει ανικανοποίητος γιατί γνωρίζει πως στο βάθος ή και στην πραγματικότητα δεν είναι άνθρωπος άλλα ένας λύκος από τη στέπα.
«Κι αν πράγματι ο κόσμος είχε δίκιο, αν αυτή η μουσική στα καφενεία, αν αυτές οι μαζικές διασκεδάσεις, αν αυτοί οι άνθρωποι που είναι ικανοποιημένοι με τόσα λίγα, έχουν δίκιο, τότε εγώ έχω άδικο, τότε είμαι τρελός, τότε είμαι πράγματι ο λύκος της στέπας, όπως συχνά αποκαλούσα τον εαυτό μου, το ζώο που χάθηκε σ' ένα κι ακατανόητο κόσμο, και δεν μπορεί να βρει μια πατρίδα, αέρα και τροφή».
Το στοιχείο όμως της υποκρισίας το οποίο χαρακτηρίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις και διαμορφώνει την κοινωνική ηθική μετατρέπει και τον ίδιο τον Χένρυ σ’ έναν βαθιά υποκριτή, που αναγκάζεται να υποδύεται συνεχώς έναν άλλο εαυτό. Γίνεται έτσι κι ο ίδιος ένα παράγωγο αυτής της υποκριτικής κοινωνίας, ένα «ριζοσπαστικό» άλλοθι μιας κοινωνίας που γνωρίζει από πριν το πόσο ακίνδυνος είναι… Φυσικά σε όλο αυτό έχει στην ουσία συντελέσει και η ανατροφή που έλαβε από τους αυστηρούς και καθώς πρέπει γονείς του.
Όντας άγριος κι ατίθασος στα παιδικά του χρόνια ο κοινωνικός και οικογενειακός του περίγυρος προσπάθησε με ζήλο να εξουδετερώσει τη ζωώδη του φύση. Μόνο που το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μέσα του αυτή η αυθυποβολή και πίστη πως ανήκει στο βασίλειο των ζώων με τη λεπτή διάκριση πως τον διακατείχε μιαν ανθρώπινη αγωγή και συμπεριφορά.
Γι’ αυτό και ο ήρωας του Έσσε πασχίζει απεγνωσμένα να 'ρθει σ' επαφή με τη βαθύτερη φύση του. Προσπαθεί να την αναστήσει και να ξαναβρεί τη χαμένη της γνησιότητα. Tο τίμημα όμως αυτής της εξέγερσης, αυτής της υπέρβασης του μέσου όρου, που σπάει κοινωνικούς συμβιβασμούς και στερεότυπα, είναι η καταδίκη του στην απομόνωση και την απόλυτη μοναξιά.
Στην δίχως αποτέλεσμα προσπάθειά του να βρει την ευτυχία, υπάρχουν στιγμές που ο θάνατος μοιάζει μια κάποια λύση. Μια λύση όμως τρομερή που την φοβάται και δειλιάζει μπροστά της... Σ’ αυτή τη λύση που τον γεμίζει με τρόμο τον ήρωά του, ο συγγραφέας προβάλει ένα βίωμά του προσωπικό. Η λαγνεία του θανάτου, με την οποία ο ίδιος έχει αναμετρηθεί σε μια προσπάθεια αυτοχειρίας, καταγράφεται και συνοψίζεται στο προσωπείο του Λύκου.
«Δεν έβλεπα κανένα δρόμο πίσω απ’ αυτό που φοβόμουν. Αν σήμερα στον αγώνα μεταξύ της απελπισίας και της δειλίας νικούσε ίσως η δειλία, αύριο και κάθε μέρα θα στεκόταν και πάλι μπροστά μου η απελπισία θεριεμένη από την περιφρόνηση του εαυτού μου. Θα έπαιρνα το μαχαίρι στο χέρι μου και θα το πετούσα μακριά, μέχρι που τελικά να πάρω την απόφαση και να το κάνω. Μιλούσα στον εαυτό μου λογικά, σαν να μιλούσα σε φοβισμένο παιδί, μα το παιδί δεν μ’ άκουσε, το έβαλε στα πόδια, ήθελε να ζήσει».
Στην προσπάθειά του να καταπολεμήσει την απίστευτη μοναξιά που βιώνει δοκιμάζει και μια άλλη λύση. Παραδίνεται στις σαρκικές απολαύσεις. Η γνωριμία του με την Ερμίν, ένα κορίτσι που συναντά σε ένα μπαρ μια νύχτα απελπισίας, αλλάζει τη ζωή του και τον βάζει σε ένα κόσμο όλο εκπλήξεις.
Γοητεύεται από το άγνωστο και σκοτεινό, αποζητά και δένεται εντέλει με το οικείο, κι όταν αποσύρεται στον ιδεατό έρημο κόσμο του πνεύματος , διαπιστώνει την αναγκαιότητα της επαφής με τον υλικό, απτό, φθαρτό κόσμο, ως αναπόδραστο κακό και αντίδοτο της ιδιαίτερης φύσης του.
Μέσα από αυτές τις υπαρξιακές αντιφάσεις, ο λύκος της Στέπας, το κύριο σύμβολο του Έσσε ενσαρκώνει τη διττή ανθρώπινη φύση επισημαίνοντας τη συνύπαρξη των ενστίκτων και των συνεπειών του πολιτισμού σε μια αέναη αναζήτηση του βασικού συστατικού της ευτυχίας.
«Ο λύκος της στέπας είχε δύο φύσεις, μια ανθρώπινη και μια λυκίσια, κι ίσως αυτό του το πεπρωμένο να μην ήταν τόσο ιδιαίτερο και σπάνιο... Μέσα του ο άνθρωπος και ο λύκος δεν συμπορεύονταν ποτέ, αλλά βρίσκονταν μεταξύ τους σε μια θανάσιμη έχθρα».
Η πλοκή του βασισμένη στις διαχρονικές ψυχικές συγκρούσεις κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου, καταθέτει μια ιστορία η οποία καταφέρνει να εκφράσει μέσα από ένα πλέγμα συμβόλων τις θέσεις του για τη ζωή, για το θάνατο, για το εφήμερο και για το αιώνιο, για τη συνύπαρξη ή την προαιώνια πάλη πνεύματος και σάρκας, για την επίπονη άσκηση του πνεύματος και για τη ματαιότητα και συνάμα την αναγκαιότητα της πρόσκαιρης σαρκικής απόλαυσης. Μα πάνω και πέρα απ’ όλα για να μιλήσει για την ανθρώπινη μοναξιά, αντιμετωπίζοντας τον άνθρωπο με τον οίκτο και το φόβο που αρμόζει στην τραγική του φύση.
«Οι αθάνατοι που ζούσαν στον αχρονικό χώρο, δραπετεύοντας έγιναν εικόνες και τους περιβάλλει σαν αιθέρας η κρυστάλλινη αιωνιότητα και η ψυχρή ιλαρότητα αυτού του εξωγήινου κόσμου, που ακτινοβολεί σαν άστρο».
Στο «Λύκο της στέπας», βιβλίο που ο συγγραφέας έγραψε το 1927 οι ψυχαναλυτικές εμπειρίες του Έσσε δημιουργούν την εικόνα του αρπακτικού θηρίου, για να δηλώσουν το αχαλίνωτο ορμέμφυτο και το χαοτικό στοιχείο του ανθρώπου που δεν καταφέρνει να συμβιβάσει το θεϊκό με το δαιμονικό μέρος του, τα ένστικτα με το πνεύμα, σε ένα έργο που χαρακτηρίζει ως «ένα ταξίδι στην κόλαση του εαυτού, μια πορεία στο χάος ενός σκοτεινιασμένου ψυχικού κόσμου». Τα νοήματα μέσα από τη μαγεία της μυθιστορίας υψηλά, αληθινά, σαν την εξομολόγηση μιας προσωπικότητας καταπιεσμένης, μοναχικής ανάμεσα σε σύνολο ατόμων που συμβιώνουν σε μια κοινωνία ακατανοησίας, μη αδελφωμένης, που βασίζεται σε θεωρίες ατομοκρατίας και βαδίζει με ταχύτητα φωτός στο «τίποτα» και στη «δυστυχία».
«Επειδή είμαι κάτι σαν καθρέφτης σου, γιατί υπάρχει μέσα μου κάτι που σε νιώθει και σου δίνει μια απάντηση. Και θα' πρεπε κανονικά, όλοι οι άνθρωποι να είναι τέτοιοι καθρέφτες και να επικοινωνούν έτσι ο ένας με τον άλλο[...]Να ζεις στον κόσμο σαν να μην ήταν ο κόσμος, να τηρείς τους νόμους κι όμως να είσαι υπεράνω τους, να κατέχεις ''σαν να μην κατέχεις'', ν' απαρνιέσαι σαν να μην ήταν άρνηση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου