Την ώρα πού εκείνος καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα, έρχεται ο Προμηθέας για να επιθεωρήσει τη μοιρασιά. Και βλέπει τα άλλα ζώα εφοδιασμένα με όλα και όπως τους ταίριαζε,
τον άνθρωπο όμως γυμνό και ξυπόλυτο, δίχως σκεπάσματα και αρματωσιά. Είχε φτάσει κιόλας
η μέρα που όρισε ή μοίρα να βγει κι ο άνθρωπος από τη γη στο φως τού ήλιου.
Τότε, καθώς
έζωνε τον Προμηθέα ή δυσκολία, ποιον τρόπο να βρει για να κρατηθεί ο άνθρωπος στη ζωή,
τού ήρθε στο νου να κλέψει τού Ήφαιστου και της Αθηνάς τη σοφή τέχνη μαζί και τη φωτιά – γιατί δίχως φωτιά η τέχνη αυτή δεν μπορεί να γίνει κτήμα κανενός ούτε να του σταθεί
χρήσιμη – και έτσι την κάνει δώρο στον άνθρωπο.
Ο άνθρωπος λοιπόν μ’ αυτόν τον τρόπο
πήρε στα χέρια του την τέχνη πού τον βοηθά για να ζήσει, αλλά τού έλειπε ή άλλη τέχνη, η
πολιτική. Γιατί αυτή βρισκόταν δίπλα στον θρόνο του Δία.
Όμως ο Προμηθέας δεν είχε πια
καιρό να μπει στην ακρόπολη του Δία - ας μην ξεχνάμε ότι ο Δίας είχε φοβερούς καστροφύλακες. Μπήκε όμως κρυφά στα συνεταιρικό εργαστήρι τής Αθηνάς και του Ήφαιστου, που μέσα
εκεί δούλευαν – με τι μεράκι! – τις τέχνες τους. Κλέβει λοιπόν και του Ήφαιστου την τέχνη,
που δουλεύει με τη φωτιά, και τις υπόλοιπες τέχνες, που είναι της Αθηνάς, και τις δίνει στον
άνθρωπο.
Και έτσι ο άνθρωπος απόχτησε εφόδια για να ζήσει, ο Προμηθέας όμως, όπως λεν,
σε λίγο δικάστηκε για κλοπή.
Λοιπόν, μια και ο άνθρωπος πήρε κι αυτός μερίδιο από τον κλήρο των θεών, πρώτα πρώτα
αυτός μόνο απ’ όλα τα ζωντανά, σαν συγγενής των Θεών βέβαια, πίστεψε σε θεούς και άρχισε
να χτίζει βωμούς και αγάλματα των θεών. Κατόπι με την αξιοσύνη του γρήγορα σχημάτισε
γλώσσα και λέξεις, συνταιριάζοντας τις συλλαβές, και βρήκε τα ρούχα και τα παπούτσια και
τα σκεπάσματα και τις τροφές που δίνει η γη.
(Πλάτ. Πρωταγόρας, 321c-322b, μτφρ. Ηλ. Σπυρόπουλου).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου