Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Oscar Wilde

Ο Όσκαρ Ουάιλντ γεννήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1854 στο Δουβλίνο. Έκανε κλασσικές σπουδές στο Κολέγιο Τρίνιτι του Δουβλίνου τις οποίες συνέχισε με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Το 1878 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Λονδίνο. Κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή το 1881 με τον τίτλο Ποιήματα. Το 1884 παντρεύεται την Κόνστανς Λόιντ, κόρη ενός συμβούλου της βασίλισσας και θα αποκτήσουν δυο γιους.

Το 1888 εκδόθηκε Ευτυχισμένος πρίγκιπας κι άλλα παραμύθια, μια συλλογή από παραμύθια που είχαν δημοσιευτεί σε διάφορα έντυπα της εποχής. Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι (1890) αποτελεί το μοναδικό του μυθιστόρημα. Μεγάλη επιτυχία γνώρισαν και τα θεατρικά του έργα: Μια γυναίκα χωρίς σημασία (1893), Σαλώμη (1893), Ο ιδανικός σύζυγος (1895), Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός (1895).

Το καλοκαίρι του 1891, ο 37χρονος Όσκαρ Ουάιλντ γνώρισε τον κατά δεκαέξι χρόνια νεότερό του, Λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας. Είχε μόλις κυκλοφορήσει ένα από τα σημαντικότερα έργα του λογοτέχνη, το «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι» και ο νεαρός Λόρδος ήταν τεράστιος θαυμαστής του. Η σχέση τους ήταν απολαυστική γι΄ αυτούς και ενοχλητική για όλους τους άλλους.

Το δέσιμο των δύο αντρών κράτησε έως το 1895, όταν ο πατέρας του Άλφρεντ αποφάσισε να βάλει τέλος στη σχέση, την οποία ο ίδιος και η κοινωνία χαρακτήριζαν ανήθικη. Ο Μαρκήσιος του Κουίνσμπερι, ο πατέρας του Λόρδου Άλφρεντ, σύχναζε στο ίδιο κλαμπ με τον λογοτέχνη. Για να ξεμπροστιάσει λοιπόν τις προσωπικές προτιμήσεις του Ουάιλντ, άφησε μια κάρτα στον μπάτλερ που έγραφε: «Προς τον Όσκαρ Ουάιλντ, τον σοδομίτη». Ο σοδομισμός στην Αγγλία ήταν παράνομος και η τιμωρία μπορούσε να είναι ακόμα και ο θάνατος.

Ο Ουάιλντ, επηρεασμένος από τον Ντάγκλας, και ενάντια στις συμβουλές των φίλων του, κινήθηκε νομικά εναντίον του Μαρκήσιου, καταθέτοντας αγωγή για συκοφαντία. Το σημείωμα στην κάρτα ισοδυναμούσε με δημόσια κατηγορία για σοδομισμό, ποινικό αδίκημα εκείνα τα χρόνια.

Ο Κουίνσμπερι συνελήφθη με την κατηγορία της συκοφαντικής δυσφήμισης, η οποία μπορούσε να επιφέρει ποινή κάθειρξης έως και δύο έτη. Σύμφωνα με νόμο του 1843, ο Κουίνσμπερι μπορούσε να αποφύγει την καταδίκη αν αποδείκνυε ότι η κατηγορία του είχε πραγματική βάση, και, επιπλέον, υπήρχε «κοινωνικό όφελος» από την δημοσιοποίησή της. Ως εκ τούτου, οι δικηγόροι του Κουίνσμπερι προσέλαβαν ιδιωτικούς ντετέκτιβ για να βρουν αποδείξεις της ομοφυλοφιλίας του συγγραφέα και να αποδείξουν ότι οι κατηγορίες ευσταθούσαν. Αποφάσισαν να παρουσιάσουν τον Ουάιλντ ως έναν έκφυλο μεσήλικα ο οποίος δελέαζε τακτικά αφελείς νεαρούς και τους μυούσε σε μία ζωή ανήθικης ομοφυλοφιλίας, για να αποδείξουν ότι η δημοσιοποίηση της κατηγορίας ήταν προς το δημόσιο συμφέρον, ενημερώνοντας με αυτόν τον τρόπο τους νέους για τους κινδύνους που ελλόχευαν πίσω από τους επιτηδευμένους λόγους του συγγραφέα.

Οι φίλοι του Ουάιλντ είχαν προσπαθήσει να τον αποτρέψουν από την αγωγή σε μία συνάντηση στο καφέ Royal· Ο Φρανκ Χάρις τον προειδοποίησε ότι «θα αποδείξουν ότι οι κατηγορίες του σοδομισμού έχουν βάση». Ο συγγραφέας με τον Ντάγκλας όρμησαν έξω από το μαγαζί, φανερά κακόκεφοι, με τον Ουάιλντ να λέει «είναι στιγμές σαν κι αυτές που κανείς μαθαίνει ποιοι είναι οι πραγματικοί του φίλοι». Την σκηνή παρακολουθούσε ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, ο οποίος την περιέγραψε στον Αρθούρο Ράνσομ, λίγες μόλις μέρες πριν την δίκη του τελευταίου μετά από αγωγή για συκοφαντία που κατέθεσε ο Ντάγκλας το 1913. Αυτή η μαρτυρία επιβεβαίωσε ό,τι είχε γράψει ο Ράνσομ στο βιβλίο του με τίτλο Oscar Wilde, το 1912· πως η αντιπαλότητα του Ντάγκλας με τον Ρόμπερτ Ρος, καθώς και η κόντρα του με τον πατέρα του οδήγησαν στον δημόσιο εξευτελισμό του Ουάιλντ, ακριβώς όπως είχε γράψει κι ο Ιρλανδός συγγραφέας στο Εκ Βαθέων. Ο Ντάγκλας έχασε την υπόθεση. Ο Σω συμπεριέλαβε μια αναφορά της φιλονικίας των Ουάιλντ, Χάρις και Ντάγκλας στον πρόλογο του έργου του Η μελαχρινή κυρία των σονέτων (The dark lady of the sonnets, 1910).

Σύντομα η δίκη έγινε αντικείμενο λαϊκής συζήτησης, καθώς γαργαλιστικές λεπτομέρειες των ιδιωτικών στιγμών του Ουάιλντ με τον Τέιλορ και τον Ντάγκλας έβγαιναν στην δημοσιότητα. Η ομάδα των ιδιωτικών ντετέκτιβ που είχαν προσλάβει, οδήγησε τους δικηγόρους του Κουίνσμπερι, με επικεφαλής τον επιφανή Ιρλανδό πολιτικό και δικηγόρο Έντουαρτ Κάρσον (Edward Carson, 1854 - 1935), στον υπόκοσμο της ανδρικής πορνείας του Βικτωριανού Λονδίνου, τον οποίο τόσο καλά γνώριζε ο Ουάιλντ. Η σχέση του με εκβιαστές, πόρνους, cross-dressers (αναφέρεται σε όσους φορούν ρούχα και αξεσουάρ του αντίθετου φύλου) και ομοφυλοφιλικά πορνεία καταγράφηκε επίσημα, ενώ πολλοί από τους εμπλεκόμενους υποχρεώθηκαν να συνεργαστούν με την υπεράσπιση και να παραστούν ως μάρτυρες, αποφεύγοντας έτσι να καταδικαστούν και οι ίδιοι.

Η δίκη ξεκίνησε στις 3 Απριλίου 1895, εν μέσω γενικευμένης υστερίας, τόσο από τον Τύπο όσο και από το κοινό. Το πλήθος των αποδείξεων που είχαν μαζευτεί κατά του Ουάιλντ ήταν τέτοιο, που ο συγγραφέας υποχρεώθηκε να υπενθυμίσει σε όλους, μειλίχια, πως «εγώ είμαι ο ενάγων σε αυτή την δίκη». Ο δικηγόρος του Ουάιλντ, ο Σερ Έντουαρντ Τζορτζ Κλαρκ (Sir Edward George Clark, 1841 - 1931), ξεκίνησε την διαδικασία ρωτώντας τον Ουάιλντ για δύο προκλητικά γράμματα του ποιητή προς τον Ντάγκλας, τα οποία είχε στην κατοχή της η υπεράσπιση. Ο Ουάιλντ χαρακτήρισε το πρώτο ως «πεζό σονέτο» και παραδέχτηκε ότι η «ποιητική του γλώσσα» μπορεί να ξενίσει αρκετούς στο ακροατήριο, αλλά ισχυρίστηκε ότι ο σκοπός του ήταν αθώος. Επιπλέον, ο ποιητής ισχυρίστηκε ότι τα γράμματα κατέληξαν στην κατοχή της υπεράσπισης μέσω κλεπταποδόχων, οι οποίοι προσπάθησαν να τον εκβιάσουν για χρήματα, τα οποία ποτέ δεν τους έδωσε· αντιθέτως, τους προσέφερε 60 λίρες (περίπου 5.900 σε σημερινή ισοτιμία), ποσό το οποίο ήταν «ασυνήθιστο για ένα πεζογράφημα αυτού του μήκους». Δήλωσε ότι θεωρεί τα συγκεκριμένα γράμματα έργα τέχνης και όχι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεται.

Οι ερωτήσεις του Κάρσον στον Ουάιλντ επικεντρώθηκαν κυρίως στο πώς ο τελευταίος αντιλαμβάνεται το ηθικό υπόβαθρο των έργων του. Η απάντηση του Ουάιλντ, ποτισμένη με το χαρακτηριστικό του πνεύμα μα και με επιπολαιότητα, ήταν ότι τα έργα τέχνης δεν είναι ούτε ηθικά ούτε ανήθικα, παρά μόνο καλά ή κακά φτιαγμένα, και συμπλήρωσε ότι μόνο «βάρβαροι και αμόρφωτοι» των οποίων οι απόψεις για την τέχνη είναι «ανυπέρβλητα ηλίθιες», θα μπορούσαν να διατυπώσουν τέτοιες κρίσεις για έργα τέχνης. Ο Κάρσον, εξέχων νομικός, παρέκκλινε από την συνήθη τακτική των ερωτήσεων κλειστού τύπου, και στρίμωχνε τον Ουάιλντ σε κάθε θέμα, από κάθε διαφορετική οπτική γωνία, με στόχο να απομονώσει λεπτές αποχρώσεις προκλητικής παρακμής στις απαντήσεις του, να ξεγυμνώσει τον Αισθητισμό του και να τον κάνει να μοιάζει decadant. Αν και ο Ουάιλντ προκάλεσε ουκ ολίγες φορές γέλιο στο ακροατήριο, ο Κάρσον πέτυχε τον σκοπό του. Στην προσπάθειά του να υποσκάψει την αξιοπιστία του Ουάιλντ, και να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό του Κουίνσμπερι ότι «φέρεται σαν σοδομίτης», ο Κάρσον συμπέρανε από το γεγονός ότι ο συγγραφέας είπε ψέματα για την ηλικία του στον όρκο του, ότι έχει μία θεατρινίστικη τάση στο φέρεσθαι. Πολλές φορές στην διάρκεια της αντεξέτασης ο Κάρσον επέστρεφε σε αυτό το μοτίβο.

Στην συνέχεια ο Κάρσον προχώρησε στην εξέταση των πραγματικών αποδεικτικών στοιχείων και ανέκρινε τον Ουάιλντ σχετικά με τις συναντήσεις του με νεότερους άνδρες χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων. Ο συγγραφέας παραδέχθηκε ότι τους γνώριζε και ενίοτε τους προσέφερε δώρα, αλλά επέμεινε ότι δεν συνέβαινε τίποτα περισσότερο μεταξύ τους και ότι ήταν απλώς καλοί φίλοι του. Ο Κάρσον επανειλημμένα επισήμανε την αφύσικη σχέση μεταξύ του Ουάιλντ και των νεαρών, και υπαινίχθηκε ότι αυτοί ήταν, στην πραγματικότητα, ιερόδουλοι. Σε αυτό ο Ουάιλντ απάντησε ότι δεν πίστευε στον διαχωρισμό των τάξεων, και ότι απλά απολάμβανε την συντροφιά νεότερων ανδρών. Έπειτα ο Κάρσον τον ρώτησε ευθέως αν είχε φιλήσει ποτέ ένα συγκεκριμένο αγόρι υπηρέτη, για να πάρει την απάντηση από τον Ουάιλντ: «Ω, όχι! Ήταν ιδιαίτερα απλοϊκό αγόρι - δυστυχώς άσχημο - και τον λυπόμουν για αυτό». Ο Κάρσον βρήκε την αφορμή που έψαχνε, επέμεινε στην απάντηση του Ουάιλντ και πίεζε να μάθει γιατί η ασχήμια του αγοριού ήταν σχετική με την ερώτησή του. Ο Ουάιλντ δίστασε, και, για πρώτη φορά, φάνηκε να σαστίζει: «Μου επιτίθεστε και με προσβάλετε και προσπαθείτε να με πανικοβάλετε· σε τέτοιες στιγμές ένας άνθρωπος μπορεί να πει πράγματα επιπόλαια, ενώ θα όφειλε να μιλήσει προσεκτικά».

Κατά την αγόρευση της υπεράσπισης, ο Κάρσον δήλωσε ότι είχε εντοπίσει αρκετούς άνδρες ιερόδουλους οι οποίοι ήταν διατεθειμένοι να καταθέσουν ότι είχαν κάνει σεξ με τον Ουάιλντ. Κατόπιν υποδείξεως των δικηγόρων του, ο Ουάιλντ απέσυρε την μήνυση εις βάρος του Κουίνσμπερι. Ο Μαρκήσιος κρίθηκε αθώος, αφού αποδείχθηκε ότι η κατηγορία του για τον Ουάιλντ ήταν δικαιολογημένη, «υπαρκτή τόσο στην ουσία της όσο και ως γεγονός». Μάλιστα, ο ίδιος νόμος του 1843, που καθιστούσε τον Ουάιλντ υπόχρεο στην κάλυψη των - ιδιαιτέρως διογκωμένων - νομικών εξόδων του Κουίνσμπερι, οδήγησε τον συγγραφέα στην πτώχευση.

Με το πέρας της δίκης, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του Ουάιλντ με τις κατηγορίες του σοδομισμού και της προσβολής των χρηστών ηθών. Ο Ρόμπερτ Ρος, μαζί με τον Ρέτζιναλντ Τέρνερ (Reginald Turner, 1869 - 1938), Βρετανό συγγραφέα, αισθητιστή και καλό φίλο του ποιητή, συναντήθηκαν με τον Ουάιλντ στο ξενοδοχείο όπου είχε καταφύγει ο τελευταίος, στο Knightsbridge στο δυτικό Λονδίνο. Και οι δύο συμβούλεψαν τον ποιητή να πάει μεμιάς στο Ντόβερ (Dover) και να πάρει ένα πλοίο με προορισμό τη Γαλλία· η μητέρα του όμως, τον συμβούλεψε να μείνει και να πολεμήσει σαν άνδρας. Ο Ουάιλντ, βυθισμένος στην αδράνεια, το μόνο που ψέλλισε ήταν: «Το τρένο έχει φύγει. Είναι πολύ αργά». Ο Ουάιλντ συνελήφθη στις 6 Απριλίου 1895, στο δωμάτιο 118 του ξενοδοχείου Cadogan, για απρεπή συμπεριφορά μεταξύ ανδρών (κατ' ευφημισμό ο ομοφυλοφιλικός έρωτας), σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα του 1885. Κατόπιν εντολής του, ο Ρος και ο υπηρέτης του Ουάιλντ, μάζεψαν προσωπικά αντικείμενα, έγγραφα και γράμματα από το διαμέρισμα του στην οδό Τάιτ 16. Ο Ουάιλντ στην συνέχεια κρίθηκε προφυλακιστέος και μεταφέρθηκε στη γυναικεία φυλακή Χόλογουεϊ (HM Prison Holloway) στο βόρειο Λονδίνο, όπου ο Ντάγκλας τον επισκεπτόταν καθημερινά.

Οι διαδικασίες κινήθηκαν πολύ γρήγορα και στις 26 Απριλίου 1895 ξεκινούσε η δίκη με κατηγορούμενο τον Ουάιλντ, ο οποίος δήλωσε «αθώος». Είχε παρακαλέσει τον Ντάγκλας να εγκαταλείψει το Λονδίνο για το Παρίσι, αλλά ο νεαρός αρνιόταν πεισματικά· ήθελε μάλιστα να καταθέσει υπέρ του Ουάιλντ στην δίκη. Ύστερα από πολλές πιέσεις κατέφυγε στο ξενοδοχείο Hotel du monde στη γαλλική πρωτεύουσα. Φοβούμενοι πιθανή δίωξη, ο Ρος κι άλλοι στενοί φίλοι του ποιητή εγκατέλειψαν την Μεγάλη Βρετανία εκείνη την εποχή. Κατά την ανάκρισή του στο δικαστήριο, ο Ουάιλντ ήταν αρχικά διστακτικός, έπειτα όμως μίλησε με τη γνωστή του άνεση:

Τσαρλς Γκιλ (Charles Gill) (κατήγορος): Τι είναι η αγάπη που δεν τολμάει να πει το όνομά της;

Ουάιλντ: Η αγάπη που δεν τολμάει να πει το όνομά της στον αιώνα μας είναι αυτή η τρυφερότητα που αισθάνεται ένας μεγαλύτερος για έναν νεότερο άνδρα, όπως ένιωθε ο Δαβίδ για τον Ιωνάθαν, εκείνη που ο Πλάτωνας έκανε βάση της φιλοσοφίας του κι ο Μιχαήλ Άγγελος και ο Σαίξπηρ εξύμνησαν στα σονέτα τους. Είναι ένας πνευματικός δεσμός τόσο αγνός και τόσο τέλειος. Υπαγορεύει και ορίζει τα μεγάλα έργα τέχνης, όπως αυτά του Μιχαήλ Αγγέλου και του Σαίξπηρ, αλλά και τα δύο γράμματά μου, κάνοντας τα αυτό που είναι. Στον αιώνα μας είναι τόσο παρεξηγημένος, που καλείται η αγάπη που δεν τολμάει να πει το όνομά της, και εξαιτίας αυτής της στενομυαλιάς βρίσκομαι εδώ. Είναι όμορφη, είναι καθάρια, είναι η τελειότερη μορφή τρυφερότητας. Δεν υπάρχει τίποτα αφύσικο πάνω της. Είναι πνευματική, και δημιουργείται μεταξύ ενός ώριμου κι ενός νεότερου άνδρα, όταν ο μεγαλύτερος διαθέτει το πνεύμα, και ο νεαρός όλη την χαρά, την αισιοδοξία και τη γοητεία της ζωής μπροστά του. Το ότι θα έπρεπε να είναι έτσι, ο κόσμος δεν το καταλαβαίνει· το περιφρονεί, το κατηγορεί, και καμία φορά στέλνει κάποιον στον κύφωνα.

Αυτή η απάντηση ήταν αντιπαραγωγική από νομικής άποψης, καθώς ενίσχυε τις κατηγορίες για ομοφυλοφιλική συμπεριφορά. Η δίκη ολοκληρώθηκε με τους ενόρκους να μην μπορούν να καταλήξουν σε ετυμηγορία. Ο συνήγορος του Ουάιλντ, ο Σερ Έντουαρντ Κλαρκ, κατάφερε να πείσει έναν ειρηνοδίκη να επιτρέψει στον Ουάιλντ να αφεθεί με εγγύηση. Ο κληρικός Στιούαρτ Χέντλαμ (Stewart Headlam, 1847 - 1924) κατέβαλε το μεγαλύτερο μέρος από τις 5.000 λίρες που είχαν οριστεί ως εγγύηση, όντας αντίθετος με την αντιμετώπιση του Ουάιλντ από τον Τύπο και τους δικαστές. Έτσι, μετά την αποφυλάκισή του από το Χόλογουεΐ, κατέφυγε, με άκρα μυστικότητα, στο σπίτι των πολύ καλών του φίλων Έρνεστ και Άντα Λέβερσον (Ernest & Ada Leverson, 1862 - 1933). Την τελευταία μάλιστα ο ποιητής συνήθιζε να την αποκαλεί χαϊδευτικά Σφίγγα. Τότε ήταν που ο Κάρσον, ο κατήγορος του Ουάιλντ, προσέγγισε τον Νομικό Σύμβουλο της Βασίλισσας (Solicitor General) και τον ρώτησε: «Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε στην ησυχία του τώρα;», για να πάρει την απάντηση ότι, παρόλο που και ο Σύμβουλος επιθυμούσε το ίδιο, η υπόθεση είχε πάρει μεγάλη δημοσιότητα και δεν γινόταν να κλείσει έτσι.

Η ετυμηγορία στην τελευταία δίκη, υπό την προεδρία του Δικαστή Ουίλς (Alfred Wills, 1828 - 1912), στις 25 Μαΐου 1895, ήταν καταδικαστική για τον Ουάιλντ και τον Τέιλορ - κρίθηκαν ένοχοι για προσβολή των χρηστών ηθών και καταδικάστηκαν σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα. Ο Δικαστής έκρινε την ποινή, την μέγιστη δυνατή από τον νόμο, ως «εντελώς ανεπαρκή για μία υπόθεση σαν κι αυτή» και την χαρακτήρισε μάλιστα «την χειρότερη υπόθεση που έχω χειριστεί». Η απάντηση του Ουάιλντ «Κι εγώ; Να μην πω τίποτα, άρχοντά μου;» πνίγηκε μέσα στις οργισμένες ιαχές «Ντροπή» από το ακροατήριο.

Αρχικά κρατήθηκε στις φυλακές Πέντονβιλ (HM Prison Pentonville) και εν συνεχεία μεταφέρθηκε στο Ουάντσγουορθ (HM Prison Wandsworth)· αμφότερες στα περίχωρα του Λονδίνου.

Κατέγραψε τις εμπειρίες του από τη φυλακή στο ποίημα Η μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ (1898) και στο βιβλίο που εκδόθηκε μετά το θάνατο του με τον τίτλο De profundis (1905). Η περίοδος της φυλάκισης επέδρασε αρνητικά στην υγεία του. Αμέσως μετά την αποφυλάκιση του, ο Όσκαρ Ουάιλντ μετακόμισε στη Γαλλία αλλάζοντας το όνομα του σε Σεμπάστιαν Μέλμοθ. Πέθανε στο Παρίσι στις 30 Νοεμβρίου 1900 σε ηλικία 46 ετών.

 •   Όσκαρ Ουάιλντ - Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι

•    Αποσπάσματα που παραλείφθηκαν για το βιβλίο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου