Μέχρι το 1930 έζησε κατά διαστήματα στη Γαλλία και την Ιταλία. Ξεκίνησε τη συγγραφική του καριέρα γράφοντας ποιήματα και θεατρικά έργα. Είναι όμως με τα πεζά του που κέρδισε τη φήμη του.
O Λάγκερκβιστ ασχολήθηκε πολύ με τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό και σαν αποτέλεσμα της ενασχόλησής του αυτής είναι και οι δύο βασικότερες νουβέλες του που χαρακτηρίζονται από τους περισσότερους αριστουργήματα: Ο Nάνος (1944) και Bαραββάς (1950).
Το 1940 εκλέχθηκε μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας και το 1951 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
«Έχω ύψος εξήντα έξι εκατοστά, σώμα συμμετρικό, τα μαλλιά μου είναι κόκκινα και σκληρά, τα φρύδια μου σμίγουν, το πρόσωπό μου είναι αγένειο, αλλά κατά τ’ άλλα σαν των άλλων ανθρώπων. Δεν είμαι γελωτοποιός. Εγώ είμαι νάνος και μόνο νάνος. Αλλά έχω και φαρμακερή γλώσσα που μπορεί πότε πότε να προσφέρει τέρψη στους γύρω. Αυτό δε σημαίνει ότι είμαι και γελωτοποιός τους. Τ’ αφεντικά μου, ιδίως ο Πρίγκιπας, μου φέρονται πολύ καλά. Κι εγώ τους υπηρετώ όσο μπορώ καλύτερα. Άλλωστε, μόνο εγώ ξέρω όλα τα μυστικά τους. Έχω πάει και στον πόλεμο. Έχω κι εγώ μπήξει το σπαθί μου στη σάρκα του εχθρού. Αλλά ο πόλεμος δε μ’ εντυπωσιάζει. Προτιμώ τη ζωή εδώ στην Αυλή: περισσότερες δολοφονίες, περισσότερες δολοπλοκίες, πιο έξυπνοι άνθρωποι[...]».
Με αυτόν τον τρόπο συστήνεται στους αναγνώστες ο αφηγητής και πρωταγωνιστής της αριστουργηματικής νουβέλας του Περ Λάγκερβιστ «Ο νάνος». Από τις πρώτες γραμμές κατανοεί κανείς πως εκτός από νάνος είναι κι ένας σιωπηρός μάρτυρας ενός μεσαιωνικού κόσμου. Κι αυτόν ακριβώς τον κόσμο βλέπει και σχολιάζει σαν αυστηρός κριτής των πάντων.
Ο νάνος είναι ένα πλάσμα γεμάτο μίσος, αιμοδιψής και σαδιστής, χωρίς ίχνος θετικών συναισθημάτων. Γι αυτό και κανένας από τους συμπρωταγωνιστές της Αυλής δεν αξιολογείται θετικά παρά κατασκοπεύεται μεθοδικά και προσεκτικά μέχρι να αποκαλύψει το χαρακτηριστικό εκείνο που θα δικαιολογήσει την ήδη διαμορφωμένη απέχθειά του νάνου γι’ αυτόν.
«Εγώ όμως τους παρατηρούσα. Τους παρατηρούσα αδιάκοπα χωρίς να με παίρνουν είδηση. Δεν υποψιάζονταν τι έκρυβα στην ψυχή μου. Κανείς δεν το ξέρει. Κανείς δεν ξέρει ότι εγώ, ο νάνος, κρύβω μυστικά στο βάθος του είναι μου όπου κανένας δεν έχει εισχωρήσει ποτέ! Ποιός ξέρει τι κρύβει η πιο κρυφή από όλες, η ψυχή του νάνου, από τον οποίο κρέμεται η μοίρα τους; Ποιός μπορεί να μαντέψει ποιός είμαι στην πραγματικότητα; Καλύτερα που δεν το ξέρουν, γιατί θα τους έπιανε τρόμος. Το χαμόγελο θα έσβηνε στο πρόσωπό τους, τα χείλη τους θα μαραίνονταν για πάντα. Όλο το κρασί του κόσμου δεν θα μπορούσε να τα ξανακάνει υγρά και κόκκινα».
Με μια αφήγηση κοφτή, αυστηρή, χωρίς σχήματα λόγου, η οποία ξεχειλίζει από οργή και μοιάζει με ένα διαρκές μνησίκακο «κατηγορώ» απέναντι στους πάντες, ο νάνος καταγραφεί στο προσωπικό του ημερολόγιο όλα όσα παρακολουθεί στην Αυλή του Πρίγκιπα της Αναγέννησης, κάπου στην Ιταλία.Πόλεμοι, πολιορκίες, δολοφονίες, εξαθλίωση, πανούκλα, έρωτες, θάνατοι, εξιστορούνται και μαζί τους σκιαγραφούνται και όλα τα πάθη του ανθρώπινου είδους: λαγνεία, ματαιοδοξία, τύψεις, ξεδιαντροπιά, πίστη, ιδωμένα όμως μέσα από το θολό γυαλί της κακίας.
«Δεν έχω εμπειρία αυτού που αποκαλούν έρωτα ούτε και θέλω να δοκιμάσω. Κάποτε μου προσφέρανε μια νάνα, μια ωραιότατη γυναίκα με μικρά διαπεραστικά μάτια σαν τα δικά μου… αλλά εμένα δεν μου ξύπνησε μέσα μου κανένα πάθος, αν και η εμφάνισή της δεν είχε τίποτα απωθητικό, δεν ήταν δηλαδή σαν την ανθρώπινη. Ίσως είχα αναστολές, γιατί την πρόσφερε η Πριγκίπισσα η οποία ήθελε, σαν μαστροπός, να μας φέρει σ’ επαφή για να της χαρίσουμε ένα νανάκι».
Η εξωτερική δυσμορφία του αντανακλά την ψυχή του τόσο που από την πρώτη παράγραφο μας γνωστοποιεί ότι μέσα σε είκοσι λεπτά στραγγάλισε το νάνο Ιωσάβατ και έμεινε ο μόνος νάνος της αυλής. Ο λόγος του είναι κυνικός, απροκάλυπτος, με σαδιστικό ρεαλισμό και γεμάτος μίσος. Γιατί μόνο μέσα από το μίσος μπορεί να καταλάβει τον κόσμο γύρω του.
«Είναι δύσκολο να καταλάβεις αυτούς που δεν μισείς γιατί είσαι άοπλος μαζί τους, δεν έχεις τίποτα να διατρήσεις την ύπαρξή τους».
Ξεκινά την αφήγησή του παρουσιάζοντας τον εαυτό του και δεν υποκρίνεται, έτσι είναι φτιαγμένος και έτσι θέλει να φαίνεται. Προέρχεται από μια αρχαία και μόνη αυθεντική ράτσα, η οποία είναι ανώτερη από την ανθρώπινη και ο ίδιος ανώτερος από όλους. Ακολουθεί τον πρίγκιπα παντού, σαν σκιά, και ταυτόχρονα παρακολουθεί και την αυλή η οποία είναι γεμάτη παράξενους ανθρώπους, σοφούς, επιστήμονες, τυχοδιώκτες ποιητές, καλλιτέχνες, αστρολόγους, τσαρλατάνους, κόλακες. Το μίσος του είναι τέτοιο που δεν ξεφεύγουν από αυτό ούτε τα παιδιά, ούτε ο έρωτας, ούτε η αγάπη…
«Ο έρωτας είναι πάντοτε αηδιαστικός, αλλά ο έρωτας μεταξύ αυτών των δύο, που είναι ακόμη αθώα παιδάρια, μου φάνηκε το πιο αντιπαθητικό θέαμα που έχω αντικρίσει στη ζωή μου. Μόνο που τους έβλεπα, φλεγόμουν από οργή και αγανάκτηση»
Εκτός από τις ανομολόγητες και συνάμα τρομακτικές του σκέψεις όμως ο νάνος προχωράει και σε πράξεις και γίνεται ο ίδιος δικαστής, αποδίδοντας με τρόπο πρωτόγονο και βάρβαρο την δική του ιδέα της δικαιοσύνης, στο μέτρο πάντα που μπορεί.
«Εμείς οι νάνοι δεν έχουμε ούτε πατρίδα, ούτε γονείς. Επιτρέπουμε στον εαυτό μας να γεννηθούμε από ξένους, οπουδήποτε, στα κρυφά, για να μην εξαφανιστεί η ράτσα μας. Και όταν αυτοί οι ξένοι γονείς ανακαλύπτουν ότι αποκτήσαν ένα ον της δικής μας φυλής, μας πουλάνε σε ισχυρούς πρίγκιπες, για να τους διασκεδάζουμε με τα κακοφτιαγμένα σώματά μας και να τους κάνουμε το γελωτοποιό. Έτσι με πούλησε και εμένα η μάννα μου, που απέστρεψε το πρόσωπό της, όταν είδε αηδιασμένη τι είχε γεννήσει, γιατί δεν κατάλαβε σε ποια αρχαία ράτσα ανήκα. Πληρώθηκε είκοσι σκούδα και με αυτά αγόρασε λίγο ύφασμα κι ένα μαντρόσκυλο να της φυλάει το κοπάδι»
Ο νάνος του Περ Λάγκερβιστ δεν είναι απλώς ένα κορυφαίο, αξεπέραστο μυθιστόρημα, αλλά μια από τις εξοχότερες και εύστοχες απεικονίσεις που έχει επιτύχει το ανθρώπινο πνεύμα πάνω στο θέμα της εγκληματικής φύσης και του ενστίκτου της βίας και της επιθετικότητας. Παρόλο που ο βασικός άξονας του βιβλίου θυμίζει ιστορικό μυθιστόρημα - οι διασκεδάσεις στο κάστρο, οι συναντήσεις του ηγεμόνα, οι συνομιλίες του με τον σοφό και πολυμήχανο Μπερνάρντο, (που παραπέμπει ευθέως στον Ντα Βίντσι) τα κρυφά ειδύλλια που δημιουργούνται ανάμεσα στους ευγενείς, οι ένδοξες εκστρατείες και οι καλοσχεδιασμένες ραδιουργίες, η αφήγηση των γεγονότων αυτών μέσα από τα μάτια του νάνου δεν είναι παρά μια γλαφυρή απεικόνιση της αβύσσου της ψυχής.
Ο συγγραφέας καταφέρνει να αποδώσει με μοναδική γλαφυρότητα την αίσθηση της μοναξιάς, της σκληρότητας, της αμείλικτης αγριότητας. Ο πρωταγωνιστής του κατασκοπεύει, ταπεινώνει, καταγγέλλει, βασανίζει, σκοτώνει και παραμένει ανίκανος να νιώσει οίκτο, σεβασμό, αγάπη ή και μια απλή στοργή.
Ο Λάγκερκβιστ άλλωστε έγραψε το βιβλίο το 1944, με νωπές μνήμες της αγριότητας και των ολέθριων για την ανθρωπότητα συνεπειών του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Το σίγουρο όμως είναι πως ο «ανώνυμος νάνος» δεν είναι παρά ο καθρέπτης της σκοτεινής πλευράς της ανθρωπότητας γι αυτό και κάποια στιγμή αναφωνεί «Τί θα ήταν η ζωή αν το καθετί δεν ήταν μάταιο; Η ματαιότητα είναι το θεμέλιο της ζωής.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου