Ο Πωλ Ρικέρ (Paul Ricœur) γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1913 στη Βαλάνς (Valence) της Γαλλίας. Σπούδασε φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια της Ρεν (Rennes) και της Σορβόννης. Παρακολούθησε το σεμινάριο του Γκαμπριέλ Μαρσέ (Gabriel Marcel) όπου ανακάλυψε τη φαινομενολογία και τη σκέψη του Χούσερλ. Ως μέλος του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος διακρίθηκε για τις ειρηνιστικές του θέσεις. Στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετέφρασε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης το έργο του Χούσερλ Ideen Ι και διάβασε Γιάσπερς.
Δίδαξε αρχικά στη μέση εκπαίδευση. Εξελέγη καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο στης Σορβόννης. Στη δεκαετία του 1950 το έργο του Ρικέρ επηρεάστηκε από τη φαινομενολογία και την ερμηνευτική ενώ τη δεκαετία του 1960 επικεντρώθηκε στις επιστήμες του ανθρώπου και ιδιαίτερα στην ψυχανάλυση. Στη δεκαετία του 1970 ο Ρικέρ δίδαξε φιλοσοφία σε αμερικανικά Πανεπιστήμια και μελέτησε την αναλυτική φιλοσοφία. Υπήρξε από τους πρώτους που εισήγαγαν στη Γαλλία το φιλοσοφικό αυτό ρεύμα, το οποίο κυριαρχούσε τότε απόλυτα στον αγγλοσαξωνικό κόσμο, χωρίς όμως ποτέ να εγκαταλείψει το στοχασμό του πάνω στην ηθική και την οντολογία. Ο Ρικέρ επιχείρησε μια «τριγωνική συζήτηση» ανάμεσα στη γαλλική φιλοσοφική παράδοση του αναστοχασμού; τη σύγχρονη γερμανική φιλοσοφία (κυρίως την ερμηνευτική του Γκάνταμερ αλλά και την οντολογία του Χάιντεγκερ και την επικοινωνιακή θεωρία του Χάμπερμας) και την αναλυτική φιλοσοφία,
Ο Ρικέρ παρέμεινε σ’ όλη του τη ζωή πιστός στα σοσιαλιστικά ιδανικά αλλά και τον προτεσταντισμό. Τοποθετήθηκε σε όλα τα μείζονα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της εποχής του κυρίως μέσω της αρθρογραφίας του στο περιοδικό Esprit. Το 1966 παραιτήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Σορβόνης και συμμετείχε στην ίδρυση του νέου και πολλά υποσχόμενου Πανεπιστημίου της Ναντέρ. Στην αρχή αντιμετώπισε με ευμένεια τη φοιτητική εξέγερση του 1968 και υποστήριξε τη μεταρρύθμιση του Πανεπιστημιακού συστήματος. Το 1969 ως πρύτανης του Πανεπιστημίου, ξεκίνησε μια σειρά αλλαγών. Γρήγορα όμως συγκρούστηκε με τους αριστεριστές φοιτητές και συναδέλφους του και το 1970 παραιτήθηκε. Στη συνέχεια δίδαξε στα Πανεπιστήμια του Γέιλ. του Σικάγου και της Λουβαίν. Τη δεκαετία του 1980 εκδόθηκαν τα πιο σημαντικά έργα του Ρικέρ: Temps et récit (3 τόμοι), Ο ίδιος ο εαυτός ως άλλος (Soi–même comme un autre) και La Mémoire, l’ Histoire et l’Oubli. Σ’ αυτά τα τρία έργα ξαναβρήκε την αρχική φαινομενολογική ώθηση, συναρθρώνοντας μία ηθική της πράξης με μια οντολογία της παθητικότητας και των παθών.
Πολ Ρικέρ, Κορνήλιος Καστοριάδης
Διάλογος για την ιστορία και το κοινωνικό φαντασιακό
Ο Πολ Ρικέρ και ο Κορνήλιος Καστοριάδης υπήρξαν δύο σημαντικές μορφές της σκέψης και της φιλοσοφίας του προηγούμενου αιώνα. Ο διάλογος που παρουσιάζεται στην παρούσα έκδοση έγινε στο πλαίσιο της ραδιοφωνικής εκπομπής Le bon plaisir στις 9 Μαρτίου 1985, όταν ο Ρικέρ προσκάλεσε τον Καστοριάδη σε μια δημόσια συζήτηση γύρω από θέματα και προβληματικές που απασχολούν από κοινού τους δύο στοχαστές. Το κοινωνικό φαντασιακό, η ανθρώπινη δημιουργία, η φαντασία, η ιστορία, ο μετασχηματισμός της κοινωνίας είναι μερικά από τα θέματα τα οποία θίγονται στον μεταξύ τους διάλογο..."Αξίζει να σημειωθεί ο ιδιαίτερος τόνος της συνομιλίας. Σαν τις μπάλες του μπιλιάρδου, οι απαντήσεις του Ρικέρ και του Καστοριάδη πότε διασταυρώνονται, πότε συγκρούονται, πότε συγκλίνουν, για να αποκλίνουν αμέσως περισσότερο. Ενώ η συζήτηση είναι "ζωντανή", δεν χάνει ποτέ -ακόμα και στις πιο μεγάλες διαφωνίες- τον φιλικό της χαρακτήρα. Αναγνώστες ο ένας του άλλου, ποτέ δεν έκρυψαν την αμοιβαία τους εκτίμηση. Παρά το γεγονός ότι ο κίνδυνος σε κάθε ζωντανή συζήτηση είναι ο κατακερματισμός, αξιοσημείωτο είναι ότι από την αρχή μέχρι το τέλος τονίζεται ένα και μοναδικό θέμα: Μπορούμε να μιλάμε για ιστορική δημιουργία ή μήπως κάθε νέα ανθρώπινη παραγωγή προέρχεται από προϋπάρχουσες ιστορικές μορφές; Αν και η προβληματική είναι αρκετά κλασική για τη θεωρία της ιστορίας, η σημασία αυτής της συνέντευξης έγκειται στο πλήθος επιχειρημάτων και παραδειγμάτων (από την ιστορία της λογοτεχνίας, των τεχνών, των επιστημών, της φιλοσοφίας, αλλά και από την κοινωνική και πολιτική ιστορία) που χρησιμοποιούν συνομιλητές για να στηρίξουν τη θέση τους".
Ο Πωλ Ρικέρ υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να παραχθεί κάτι από το τίποτα, αλλά μόνο κάτι από κάτι άλλο. Είναι και αυτός της άποψης ότι το καινούργιο (οι νέες ιστορικές μορφές, οι νέοι θεσμοί, οι νέες ερμηνείες ενός έργου τέχνης) δεν αποτελεί απλή επανάληψη ή αναδιάρθρωση ήδη υπαρχόντων στοιχείων. Δηλώνει όμως παράλληλα με εμφατικό τρόπο ότι κάθε ασυνέχεια προϋποθέτει τη συνέχεια.
Οπως λέει, «[η] ιδέα του απολύτως νέου είναι αδιανόητη. Δεν μπορεί να υπάρξει νέο παρά μόνο σε ρήξη με το παλαιότερο: Πριν από εμάς υπάρχει κάτι ήδη ρυθμισμένο, το οποίο και απορρυθμίζουμε για να το ρυθμίσουμε διαφορετικά. Αλλά αυτό δεν είναι μια κατάσταση... πρώτης μέρας του κόσμου»
Πωλ Ρικέρ
Αγάπη και Δικαιοσύνη
Στην περίφημη διάλεξη που έδωσε ο Πολ Ρικέρ το 1989 στο Τίμπιγκεν της Γερμανίας, με αφορμή τη βράβευση του με το βραβείο Lucas, επιχείρησε έναν λόγο περί αγάπης. Μ' έναν τρόπο όμως που δεν θα ενέδιδε στους αισθηματισμούς και στις «συγκινησιακές κοινοτοπίες» του θέματος. Ο τρόπος που επέλεξε ήταν να στοχαστεί πάνω στη διαλεκτική της Αγάπης με τη Δικαιοσύνη, να διαγνώσει κατ αρχήν την «ασυμμετρία» των δύο αυτών όρων αλλά και τις συνθήκες μαζί των ανοίκειων διαμεσολαβήσεών τους.
Η αγάπη για τον Ρικέρ μιλάει σε μια γλώσσα άλλη απ' αυτή της δικαιοσύνης. Είναι μια γλώσσα παράδοξη, εγκωμιαστική και προστακτική ταυτόχρονα, σε αντίθεση με τον νηφάλιο και επιχειρηματικό λόγο της δικαιοσύνης. Η αγάπη εκφέρει έναν λόγο πάντα υπό την επήρεια του άλλου αλλά και υπό την επήρεια αυτού του ίδιου του καθεστώτος της αγάπης. Ενας ποιητικός, δεσμευτικός λόγος που εγγράφει το υποκείμενο του στη σκηνή του άλλου, σ' αυτόν τον τόπο της σαγήνης, που γίνεται και ο τόπος εν τέλει της υπαρκτικής του καθήλωσης. Είναι αυτή η εντολή: «Αγάπα με», που ο Ρικέρ την αναγνωρίζει πέραν του νόμου, μια γλωσσική και συναισθηματική εκτροπή που δεν αναγνωρίζεται σε κανένα καθεστώς λόγου παρά μόνο σ' αυτό της σαγήνης του άλλου. Μια τροπικότητα, αυτή η δύναμη του «εκμεταφορισμού», όπως θα πει ο Ρικέρ, που εγείρει την ποιητική γλώσσα, αυτή την «οικονομία του δώρου».
Αντιθέτως, ο λόγος της Δικαιοσύνης είναι αυτός ο σαφής λόγος μιας «κοινωνικής πρακτικής», που αποδίδει μέσα από ένα αντικειμενοποιημένο μηχανιστικό περιβάλλον τη «δίκαιη απόφασή» του. Ενας λόγος που δεν μαγεύεται, αλλά επιχειρηματολογεί, δεν έλκεται, αλλά επικοινωνεί, όπου το τέλος του είναι η λήψη μιας απόφασης και που η στιγμή όμως αυτής της απόφασης δεν θα 'ναι μια «στιγμή τρέλας» [Κίργκεγκαρντ]. Είναι ένας λόγος ισχύος, που «διανέμει» την απόφασή του στο κοινωνικό σώμα και μ' αυτή του ακριβώς την πράξη το καθιερώνει.
Πώς γεφυρώνεται αυτό το εμφανές χάσμα; Πώς μπορεί να συντονιστεί η ποιητική γλώσσα της αγάπης με τον τυπικό κανόνα της δικαιοσύνης; Είναι το «Αγαπάτε τους εχθρούς σας», αυτό το σκανδαλώδες εδάφιο από την «επί του όρους ομιλία» του Ιησού, που θα προκαλέσει τη σκέψη του Ρικέρ. Αυτή η επιτακτική πάλι εντολή της αγάπης, αλλά αυτή τη φορά στραμμένη σε μια ακραία κατηγορία. «Αυτή η αγάπη για τον πλησίον», λέει ο Ρικέρ, «στην πιο ακραία μορφή της, ως αγάπη για τους εχθρούς, πρωτοσυνδέεται με την οικονομία του δώρου ακριβώς στο υπερηθικό αίσθημα της εξάρτησης του ανθρώπου-δημιουργήματος». Το κάθε δημιούργημα του Θεού που ανήκει σ' αυτή την υπερηθική κατηγορία τού «καλός».
Είναι αυτή η σκανδαλώδης εδώ συγκεκριμενοποίηση της εντολής «αγάπα με», που γίνεται ο τόπος, ο αδύνατος τόπος, μιας αδιανόητης συμφιλίωσης, ο τόπος μιας ριζικής ασυμβατότητας. Μια εντολή που όμως δεν καταργεί τον κανόνα της δικαιοσύνης, απλώς τον εκτρέπει στην «κατεύθυνση της γενναιοδωρίας» αλλά και σ' αυτή την ποιητική που τον διασώζει από τις χρησιμοθηρικές και ωφελιμιστικές του εκπτώσεις. Είναι αυτή η συμβαντοποίηση του δικαιικού κανόνα που δεν θυματοποιεί τον άλλον, αλλά τον εγγράφει σ' αυτή την υπέρηθική διάσταση της αγάπης, στην υπερβολή της δωρεάς της.
Είναι αυτή η σκανδαλώδης εδώ συγκεκριμενοποίηση της εντολής «αγάπα με», που γίνεται ο τόπος, ο αδύνατος τόπος, μιας αδιανόητης συμφιλίωσης, ο τόπος μιας ριζικής ασυμβατότητας. Μια εντολή που όμως δεν καταργεί τον κανόνα της δικαιοσύνης, απλώς τον εκτρέπει στην «κατεύθυνση της γενναιοδωρίας» αλλά και σ' αυτή την ποιητική που τον διασώζει από τις χρησιμοθηρικές και ωφελιμιστικές του εκπτώσεις. Είναι αυτή η συμβαντοποίηση του δικαιικού κανόνα που δεν θυματοποιεί τον άλλον, αλλά τον εγγράφει σ' αυτή την υπέρηθική διάσταση της αγάπης, στην υπερβολή της δωρεάς της.
Η μετάφραση είναι η έξοδός μας προς τον κόσμο: το παράθυρο μέσα από το οποίο κοιτάζουμε όσα συμβαίνουν σε άλλες κουλτούρες, η δίοδός μας προς παραδόσεις και εξελίξεις που υπερβαίνουν τον ορίζοντα του τόπου και του καιρού μας, ένα όχημα για να έρθουμε σε επαφή με πολιτισμούς που κινούνται σε μήκος κύματος εντελώς διαφορετικό από το δικό μας.
Ηταν το όραμα των διαφωτιστών, που ονειρεύτηκαν το μεταφραστή ως δημιουργό μιας παγκόσμιας βιβλιοθήκης, με τα αγαθά της απαλλαγμένα από τους περιορισμούς των εθνικών συνόρων, αλλά και των ρομαντικών, που τον φαντάστηκαν ως ιδανικό μεσολαβητή για τη συνάντηση του οικείου και του ξένου, σε μιαν ατέρμονη προσπάθεια για τη μετάδοση της τέχνης, του στοχασμού και της επιστήμης ανά την υφήλιο.
Το όραμα της μετάφρασης υπηρέτησε και ο Κικέρων όταν μετέφερε την αρχαιοελληνική ρητορική στα ρωμαϊκά γράμματα, το όραμά της συνείχε και όλους εκείνους οι οποίοι κατάφεραν να κάνουν κτήμα μιας εντυπωσιακής υπερεθνικής κοινότητας τον Πλάτωνα, τον Σέξπιρ, τον Θερβάντες, τον Δάντη, τον Γκέτε, τον Σίλερ, τον Τολστόι, τον Θουκυδίδη και τον Ευριπίδη ή τον Ντοστογιέφσκι.
Είναι, όμως, η μετάφραση, που τρέφει καθημερινώς δισεκατομμύρια αναγνώστες στη Γη, μια αυτονόητη διαδικασία; Αρκούν ένας πομπός (το πρωτότυπο κείμενο ή η γλώσσα αφετηρίας) κι ένας δέκτης (το μεταφρασμένο κείμενο ή η γλώσσα προορισμού) για να μπει σε λειτουργία το δίκτυο επικοινωνίας ανάμεσα στο οικείο και το ξένο και να αρχίσει να παράγει την ωφέλεια και το διαφωτιστικό της έργο η μεταφραστική πράξη;
Ο 20ός αιώνας έθεσε εν αμφιβόλω τη δυνατότητα της μετάφρασης και κατέστησε προβληματική την έννοιά της. Εκεί όπου στρατιές μεταφραστών πίστευαν επί πολλές εκατοντάδες χρόνια πως προσάρμοζαν χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες το ξένο στο οικείο, βοηθώντας τους ομόγλωσσούς τους να ανακαλύψουν άγνωστες ηπείρους και να γοητευτούν από την πρωτόγνωρη λάμψη τους, ήρθαν οι στοχαστές της ερμηνευτικής (Φρίντριχ Σλαϊερμάχερ, Μάρτιν Χάιντεγκερ, Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ και με τον τρόπο του ο Βάλτερ Μπένιαμιν) για να πουν πως οι τεράστιες διαφορές μεταξύ των γλωσσών, όπως και οι διαφορές στο εσωτερικό τής κάθε γλώσσας ξεχωριστά, ρίχνουν μια βαριά και κάθε άλλο παρά ελπιδοφόρα σκιά στο μεταφραστικό τοπίο.
Η φυλακή της γλώσσας
Σύμφωνα με τα επιχειρήματα αυτής της σχολής, που μαζί με την καθιέρωση του φιλοσοφικού και επιστημονικού κλάδου της ερμηνευτικής έβαλε και τα θεμέλια για τη γέννηση της μεταφρασεολογίας, τα περίπλοκα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και οι βαθύτερες (λιγότερο ή περισσότερο κρυμμένες) σημασίες του πρωτότυπου κειμένου είναι αδύνατον να επιζήσουν στη μετάφρασή του. Κάθε κείμενο είναι στην πραγματικότητα μη μεταδόσιμο, κρατώντας τον πυρήνα του σε ένα μεταφραστικό απαραβίαστο και κλείνοντας το συγγραφέα στη φυλακή της γλώσσας του.
Διαπρεπής κληρονόμος της ερμηνευτικής και στοχαστής ο οποίος επηρέασε πολλούς νεότερους θεωρητικούς, ο Paul Ricoeur (1913-2005) δεν δείχνει την παραμικρή προθυμία να παραδεχτεί το μεταφραστικό αδύνατο, που κατέληξε κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών ένα είδος αυτόματου αντανακλαστικού στα χείλη των περισσοτέρων.
Ο Ρικέρ δεν απορρίπτει τις θέσεις των προκατόχων του, τονίζοντας με τη σειρά του τη μεγάλη απόσταση που παρουσιάζουν οι λέξεις, οι φράσεις και τα κείμενα καθώς μετακινούμαστε από γλώσσα σε γλώσσα. Το ξένο κείμενο προβάλλει όντως ισχυρή αντίσταση στην εκπόρθησή του από τη μετάφραση, αποθαρρύνοντας τον εναγκαλισμό του από τον αναγνώστη της γλώσσας προορισμού ή υποδοχής. Οσο για το μεταφραστή, κανείς δεν μπορεί υπό αυτές τις προϋποθέσεις να τον σκεφτεί στο ρόλο του ιδανικού μεσολαβητή: τα δικαιώματα της αυτονομίας του και η πολυθρύλητη ελευθερία του μοιάζουν να έχουν περιοριστεί στο έπακρο.
Πέρα από το μυστικισμό
Πώς πρέπει να αντιδράσουμε απέναντι σε μια τέτοια κατάσταση; Θα εγκαταλείψουμε τη μετάφραση και το μεταφραστή στα χέρια της εγγενούς αδιαπερατότητας του ξένου κειμένου, μετατρέποντάς τους σε ομήρους μιας μυστικιστικής άρνησης, που προτιμάει το καθόλου από το κάτι και απεμπολεί το μέρος εν ονόματι του όλου; Ο Ρικέρ δεν κάνει λόγο για μυστικισμό, αλλά ζητάει να επιστρατεύσουμε τον πραγματισμό μας: αν βάλουμε στην άκρη το ιδανικό της τέλειας μετάφρασης, παραμερίζοντας τον μαξιμαλισμό που φέρει υπογείως η υπεράσπιση του μεταφραστικού αδύνατου, η μετάφραση θα αποκτήσει ξανά όλη τη μεγαλοπρέπεια και τη μαγεία της και θα μας προσφέρει εκ νέου τα λαμπρά της δώρα.
Δεν θα καταφέρει να ξεφύγει ποτέ από την παγίδευση στο πεδίο της διαφορετικότητας των γλωσσών, αλλά η παραδοχή αυτής της φυσικής αδυναμίας θα μας βοηθήσει, όπως σημειώνει κατ' επανάληψη ο Ρικέρ, να ψάξουμε όχι τι χωρίζει, αλλά τι ενώνει τον πομπό και το δέκτη. Τι σημαίνει αυτό; Μα, το να αναζητήσουμε στη σχέση πρωτότυπου και μεταφράσματος, όχι τις ακριβείς αντιστοιχίες, που έτσι κι αλλιώς θα παραμείνουν ανεύρετες, αλλά τις όποιες (έστω και ασυστηματοποίητες) ισοδυναμίες, που θα μας βγάλουν μια και καλή από το τέλμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου