"Ήθελε απλώς να είναι κανονικός άνθρωπος, να κρύβει ό,τι από τον εαυτό του τού φαινόταν ντροπιαστικό και μπερδεμένο".
Ο Κόννελ και η Μαριάν είναι συμμαθητές και μεγαλώνουν στην ίδια μικρή πόλη στην Ιρλανδία, οι ομοιότητές τους όμως τελειώνουν εδώ. Η Μαριάν μένει με την οικογένειά της σε μια έπαυλη, ενώ η μητέρα του Κόννελ είναι η καθαρίστριά τους. Ο Κόννελ είναι δημοφιλής και τον συμπαθούν όλοι στο σχολείο, η Μαριάν δεν έχει φίλους. Μια μέρα όμως, ξεκινούν οι δυο τους μια αμήχανη κουβέντα και η ζωή τους αλλάζει.
Έναν χρόνο αργότερα είναι φοιτητές στο Δουβλίνο. Η Μαριάν έχει γίνει κοινωνική, σε αντίθεση με τον Κόννελ που, ντροπαλός τώρα και ανασφαλής, μάλλον δεν απολαμβάνει τη φοιτητική ζωή. Δοκιμάζουν κι οι δυο ερωτικές εμπειρίες, αλλά, αδύναμοι να αντισταθούν, επιστρέφουν διαρκώς ο ένας στον άλλο. Ώσπου θα βρεθούν αντιμέτωποι με το μέχρι πού μπορούν να φτάσουν για να σώσουν τον άλλο.
Κανονικοί άνθρωποι. Μια ιστορία για δύο ανθρώπους -σαγηνευτικούς και περίπλοκους- οι οποίοι προσπαθούν να μείνουν χώρια, αλλά δεν τα καταφέρνουν. Μια ιστορία για το πώς μας διαμορφώνουν τα τραύματά μας και πόσο δύσκολο είναι να αλλάξουμε αυτό που είμαστε. Και που αποκαλύπτει, με σπαρακτική τρυφερότητα, πώς μας εξουσιάζει ο έρωτας και πώς, όσο κι αν πληγώνουμε και πληγωνόμαστε, πάντα επιθυμούμε να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Καλύτερο βιβλίο της χρονιάς: The New York Times, The New York Times Book Review, Time, The Washington Post, Vogue, Esquire, Glamour, Elie, Marie Claire, Vox, The Paris Review, 0: The Oprah Magazine, NPR
"Ένα από τα 100 καλύτερα βιβλία του 21ου αιώνα". (Guardian)
"Ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της δεκαετίας". (Entertainment Weekly)
Η Ρούνεϋ είναι η πρώτη σπουδαία μυθιστοριογράφος της γενιάς των Millennials χάρη στις ιστορίες αγάπης της στα χρόνια του ύστερου καπιταλισμού". (The New Yorker)
"Ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα για τη δύναμη που έχουν οι σχέσεις να μας μεταμορφώνουν". (People)
Ο Κόννελ χτυπάει το κουδούνι και η Μαριάν τού ανοίγει. Είναι ακόμα με τη στολή του σχολείου, μόνο που έχει βγάλει το πουλόβερ και έχει μείνει με την μπλούζα και τη φούστα· φοράει καλσόν, χωρίς παπούτσια.
Γεια, της λέει.
Πέρασε.
Εκείνη γυρίζει και διασχίζει το χολ. Την ακολουθεί κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Λίγα σκαλοπάτια πιο κάτω, στην κουζίνα, η μητέρα του Λορρέιν βγάζει από τα χέρια της ένα ζευγάρι λαστιχένια γάντια. Η Μαριάν πηδάει πάνω στον πάγκο και πιάνει ένα ανοιχτό βαζάκι με κρέμα σοκολάτας όπου έχει αφήσει μέσα ένα κουταλάκι.
Η Μαριάν μού έλεγε ότι πήρες σήμερα τα αποτελέσματα από τα διαγωνίσματα, λέει η Λορρέιν.
Των Αγγλικών μόνο, της απαντά. Βγαίνουν ξεχωριστά. Θες να την κάνουμε;
Η Λορρέιν διπλώνει προσεκτικά τα γάντια και τα ξαναβάζει κάτω από τον νεροχύτη. Έπειτα αρχίζει να λύνει τα μαλλιά της. Θα μπορούσε να το κάνει και στο αυτοκίνητο αυτό, σκέφτεται ο Κόννελ.
Μαθαίνω μάλιστα ότι τα πήγες πολύ καλά, του λέει.
Στους καλύτερους της τάξης, λέει η Μαριάν.
Σωστά, λέει ο Κόννελ. Και η Μαριάν καλά τα πήγε. Πάμε να φύγουμε τώρα;
Η Λορρέιν σταματά να λύνει την ποδιά της.
Δεν ήξερα ότι βιαζόμασταν.
Βάζει τα χέρια του στις τσέπες και συγκρατεί την τσαντίλα του με έναν αναστεναγμό αλλά παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, κι έτσι πάλι σαν αναστεναγμός ακούγεται.
Πετάγομαι μια στιγμή πάνω για να βγάλω τα ρούχα από το στεγνωτήριο και φύγαμε, λέει η Λορρέιν. Εντάξει;
Ο Κόννελ δεν απαντάει, μόνο κουνάει το κεφάλι του ενώ εκείνη βγαίνει από την κουζίνα.
Θέλεις λίγο; τον ρωτάει η Μαριάν.
Απλώνει προς το μέρος του το χέρι της που κρατά το βαζάκι με την κρέμα σοκολάτας. Ο Κόννελ χώνει τα δικά του χέρια ακόμη πιο βαθιά στις τσέπες, σαν να προσπαθεί να χωρέσει εκεί μέσα όλο του το σώμα.
Όχι, ευχαριστώ.
Σήμερα πήρες και τα αποτελέσματα των Γαλλικών;
Χτες.
Ακουμπάει την πλάτη του στο ψυγείο και την παρατηρεί να γλείφει το κουταλάκι. Στο σχολείο κάνουν πως δε γνωρίζονται. Όλοι το ξέρουν ότι η Μαριάν μένει στη λευκή έπαυλη με το ιδιωτικό δρομάκι και ότι η μητέρα του Κόννελ είναι καθαρίστρια, αλλά κανείς δεν ξέρει την ειδική σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε αυτά τα στοιχεία.
Πήρα άριστα, της λέει. Εσύ τι πήρες στα Γερμανικά;
Άριστα, απαντάει εκείνη. Κοκορεύεσαι;
Σίγουρα θα πιάσεις τις εξακόσιες μονάδες, καλά δε λέω;
Ανασηκώνει τους ώμους της. Μάλλον κι εσύ.
Εσύ είσαι πιο έξυπνη από μένα.
Μη νιώθεις άσχημα γι’ αυτό. Απ’ όλους είμαι πιο έξυπνη.
Η Μαριάν χαμογελάει πλατιά. Αντιμετωπίζει τους πάντες στο σχολείο με φανερή περιφρόνηση. Δεν έχει φίλους και στα διαλείμματα κάθεται μόνη της και διαβάζει μυθιστορήματα. Δεν είναι και λίγοι αυτοί που τη μισούν. Ο πατέρας της πέθανε όταν εκείνη ήταν δεκατριών και τώρα έχει κάποια ψυχική ασθένεια ή κάτι τέτοιο, έτσι έχει ακούσει ο Κόννελ. Ισχύει πως είναι η Μαριάν ο πιο έξυπνος άνθρωπος στο σχολείο. Τρέμει που έχει μείνει μόνος μαζί της, αλλά ταυτόχρονα διαπιστώνει ότι φαντάζεται διάφορα που θα μπορούσε να της πει για να την εντυπωσιάσει.
Στα Αγγλικά όμως δεν είσαι η πρώτη στην τάξη, σχολιάζει.
Εκείνη γλείφει αδιάφορη τα δόντια της.
Τότε, Κόννελ, πρέπει να μου κάνεις ιδιαίτερα, αποκρίνεται.
Νιώθει τα αυτιά του να γίνονται κατακόκκινα. Μάλλον του το λέει στο χαλαρό, χωρίς να υπονοεί κάτι, αν όμως υπονοεί κάτι, το κάνει μόνο και μόνο για να τον ταπεινώσει που συνδέεται μαζί της, παρότι όλοι την απεχθάνονται. Φοράει κακάσχημες πλατφόρμες και δε βάφεται ποτέ. Λένε ότι δεν ξυρίζει καν τα πόδια της. Μια φορά ο Κόννελ άκουσε ότι έριξε πάνω της παγωτό σοκολάτα στην τραπεζαρία του σχολείου και μετά πήγε στις κοριτσίστικες τουαλέτες, έβγαλε την μπλούζα της και την έπλυνε στον νιπτήρα. Είναι πολύ γνωστή αυτή η ιστορία που κυκλοφορεί για τη Μαριάν, όλοι την έχουν ακουστά. Αν ήθελε, θα μπορούσε να χαιρετάει τον Κόννελ πολύ επιδεικτικά στο σχολείο. Τα λέμε το απόγευμα, θα μπορούσε να του πει μπροστά σε όλους. Θα τον έφερνε αναμφίβολα σε πολύ αμήχανη θέση, κι αυτό είναι κάτι που εκείνη δείχνει πάντα να το απολαμβάνει. Κι όμως, δεν το έχει κάνει ποτέ.
Τι λέγατε με τη δεσποινίδα Νίρυ σήμερα; τον ρωτάει.
Τίποτα. Δεν ξέρω. Για τις εξετάσεις.
Η Μαριάν στριφογυρίζει το κουταλάκι μες στο βαζάκι.
Μήπως σε γουστάρει, ξέρω γω;
Ο Κόννελ την παρακολουθεί να στριφογυρίζει το κουταλάκι. Ακόμα αισθάνεται τα αυτιά του να καίνε.
Γιατί το λες αυτό;
Πες μου, Θεέ μου, ότι δεν τα έχετε.
Εννοείται πως όχι. Το βρίσκεις αστείο αυτό τώρα;
Με συγχωρείς, λέει η Μαριάν.
Τον κοιτάζει προσηλωμένη, με μια έκφραση λες και μέσα από τα μάτια του εκείνη βλέπει στο πίσω μέρος του κεφαλιού του.
Έχεις δίκιο, δεν είναι αστείο. Συγγνώμη.
Ο Κόννελ γνέφει καταφατικά, κοιτάζει για λίγο γύρω του την κουζίνα, μπήγει τη μύτη του παπουτσιού του σε μια αυλακιά ανάμεσα στα πλακάκια.
Καμιά φορά μού φαίνεται πως η δεσποινίς Νίρυ όντως συμπεριφέρεται κάπως παράξενα όταν είναι κοντά μου, της λέει. Αλλά αυτό δε θα έλεγα, ξέρω γω, ότι το κάνει σε άλλους.
Εγώ νομίζω πως ακόμα και μέσα στην τάξη σε φλερτάρει πολύ.
Αλήθεια τώρα;
Η Μαριάν γνέφει καταφατικά. Ο Κόννελ τρίβει τον λαιμό του. Η δεσποινίς Νίρυ διδάσκει Πολιτική Οικονομία. Τα δήθεν συναισθήματα που τρέφει για εκείνη αποτελούν συχνό θέμα συζήτησης στο σχολείο. Κάποιοι λένε μάλιστα ότι προσπάθησε να την κάνει φίλη του στο Facebook, κάτι που δεν ισχύει και που ποτέ δε θα το έκανε. Στην πραγματικότητα, ούτε κάνει ούτε της λέει το παραμικρό, κάθεται απλώς ήσυχος στη θέση του ενόσω εκείνη κάνει και του λέει διάφορα. Κάπου κάπου τον κρατάει μετά το μάθημα για να κουβεντιάσουν για τη ζωή του, και μία φορά μάλιστα άγγιξε τον κόμπο της σχολικής του γραβάτας. Φυσικά, δε γίνεται να μιλήσει σε κανέναν για το πώς του συμπεριφέρεται, επειδή θα νομίσουν ότι προσπαθεί να κοκορευτεί γι’ αυτό. Στην τάξη δεν μπορεί να συγκεντρωθεί καθώς νιώθει μεγάλη αμηχανία και ενόχληση· έτσι, κάθεται απλώς εκεί με το βλέμμα καρφωμένο στο βιβλίο, μέχρι που οι εικόνες αρχίζουν να θολώνουν.
Συνεχώς μου τη λένε ότι τη γουστάρω, λέει ο Κόννελ. Αλλά δεν ισχύει, με την καμία. Θέλω να πω, εσύ δεν πιστεύεις ότι παίζω το παιχνίδι της όταν μου φέρεται έτσι, σωστά;
Όχι, απ’ όσο έχει πάρει το μάτι μου.
Χωρίς να το σκεφτεί, σκουπίζει τις παλάμες του στο σχολικό του πουκάμισο. Όλοι είναι τόσο σίγουροι ότι του αρέσει η δεσποινίς Νίρυ, που καμιά φορά αρχίζει να αμφισβητεί τον εαυτό του. Κι αν, σε κάποιο βαθμό που δεν το αντιλαμβάνεται απολύτως, πράγματι την ποθεί; Αν και δεν έχει ιδέα πώς υποτίθεται ότι τον νιώθεις τον πόθο. Τις φορές που έχει κάνει σεξ, το βρήκε τόσο αγχωτικό, που κατάντησε πολύ δυσάρεστο και του δημιούργησε την υποψία ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι είναι ανίκανος να έχει ερωτικές σχέσεις με τις γυναίκες, ότι είναι με κάποιον τρόπο προβληματικός από πλευράς ανάπτυξης. Και μετά, κάθεται ξαπλωμένος και σκέφτεται: ήταν τόσο άσχημο, που αισθάνομαι αηδία. Μήπως είναι έτσι αυτός απλώς; Μήπως η αναγούλα που αισθάνεται όταν η δεσποινίς Νίρυ σκύβει πάνω από το θρανίο του είναι πράγματι ο τρόπος που βιώνει τη σεξουαλική έξαψη; Πώς να το ξέρει;
Θα μπορούσα να πάω στον κύριο Λιόν, αν θέλεις, λέει η Μαριάν. Δε θα πω ότι μου είπες κάτι εσύ, θα πω μόνο ότι το παρατήρησα εγώ.
Προς Θεού, όχι. Ούτε καν. Μην πεις τίποτα σε κανέναν, εντάξει;
Εντάξει, έγινε.
Την κοιτάζει για να βεβαιωθεί ότι το εννοεί και μετά γνέφει με το κεφάλι.
Δε φταις εσύ που σου συμπεριφέρεται έτσι, λέει η Μαριάν. Δεν κάνεις εσύ κάτι λάθος.
Γιατί τότε όλοι οι άλλοι νομίζουν πως τη γουστάρω; ρωτάει χαμηλόφωνα ο Κόννελ.
Ίσως επειδή γίνεσαι κατακόκκινος όποτε σου μιλάει. Αλλά, ξέρεις, εσύ κοκκινίζεις με το παραμικρό, είναι που έχεις αυτή την επιδερμίδα.
Γελάει κοφτά, θλιμμένα: Ευχαριστώ, της λέει.
Αλήθεια είναι.
Ναι, το ξέρω.
Να, και τώρα έχεις κοκκινίσει, αποκρίνεται η Μαριάν.
Κλείνει τα μάτια του, πιέζει τη γλώσσα του πάνω στον ουρανίσκο του. Την ακούει που γελάει.
Γιατί είσαι τόσο σκληρή με τους ανθρώπους;
Δεν είμαι σκληρή. Δε με νοιάζει αν κοκκινίζεις, δε θα το πω σε κανέναν.
Και που δε θα το πεις δε σημαίνει ότι μπορείς να λες ό,τι σου καπνίσει.
Εντάξει, λέει. Συγγνώμη.
Ο Κόννελ στρέφεται και κοιτάζει τον κήπο από το παράθυρο. Στην πραγματικότητα, ο κήπος μοιάζει περισσότερο με «κτήμα». Περιλαμβάνει ένα γήπεδο τένις και ένα μεγάλο πέτρινο άγαλμα που ’χει σχήμα γυναίκας. Κοιτάζει το «κτήμα» και πλησιάζει το πρόσωπό του στο δροσερό τζάμι. Όποιος αφηγείται την ιστορία όπου η Μαριάν έπλυνε την μπλούζα της στον νιπτήρα φέρεται λες και πρόκειται απλώς για κάτι αστείο, όμως ο Κόννελ πιστεύει ότι αλλού οφείλεται αυτή η ιστορία. Η Μαριάν δεν κάνει παρέα με κανέναν στο σχολείο, κανένας δεν την έχει δει να βγάζει τα ρούχα της, κανείς δεν ξέρει καν αν της αρέσουν τα αγόρια ή τα κορίτσια, δεν το λέει σε κανέναν. Γι’ αυτό την αντιπαθούν, και ο Κόννελ πιστεύει πως γι’ αυτό τον λόγο λένε αυτή την ιστορία, σαν να τη χαζεύουν δηλαδή μέσα από την κλειδαρότρυπα.
Δε θέλω να τσακωθώ μαζί σου, του λέει.
Δεν τσακωνόμαστε.
Το ξέρω ότι μάλλον με μισείς, αλλά στην ουσία είσαι ο μόνος άνθρωπος που μου μιλάει.
Ποτέ δεν είπα ότι σε μισώ.
Αυτό τραβά την προσοχή της, σηκώνει το κεφάλι της και τον κοιτάζει. Μπερδεμένος, ο Κόννελ κοιτάζει από την άλλη, αλλά με την άκρη του ματιού του εξακολουθεί να την παρατηρεί. Όποτε μιλάει με τη Μαριάν, έχει την αίσθηση της απόλυτης ιδιωτικότητας ανάμεσά τους. Θα μπορούσε να της πει τα πάντα για τον εαυτό του, ακόμη και αλλόκοτα πράγματα, και εκείνη ποτέ δε θα τα μετέφερε σε κανέναν, το ξέρει. Κι όταν είναι μόνος του μαζί της, σαν να ανοίγει μία πόρτα που οδηγεί πέρα από τη συνηθισμένη ζωή· μετά όμως την κλείνει πίσω του. Δεν τον τρομάζει η Μαριάν, είναι μάλλον αρκετά χαλαρός άνθρωπος, όμως φοβάται όποτε είναι κοντά της εξαιτίας του ακατανόητου τρόπου με τον οποίο πιάνει τον εαυτό του να συμπεριφέρεται, των πραγμάτων που λέει και που κανονικά ποτέ του δε θα έλεγε.
Πριν από μερικές εβδομάδες, ενώ περίμενε τη Λορρέιν στο χολ, κατέβηκε η Μαριάν φορώντας ένα μπουρνούζι. Ήταν ένα απλό λευκό μπουρνούζι, δεμένο κανονικά. Τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα και η επιδερμίδα της γυάλιζε όπως όταν έχεις μόλις βάλει κρέμα προσώπου. Όταν είδε τον Κόννελ, δίστασε για μια στιγμή στις σκάλες προτού πει: Δεν ήξερα ότι ήσουν εδώ, συγγνώμη. Μπορεί να έδειχνε ταραγμένη, αλλά όχι ιδιαίτερα, ούτε κατά διάνοια. Μετά ανέβηκε πάλι στο δωμάτιό της. Αφού έφυγε η Μαριάν, ο Κόννελ έμεινε στο χολ και περίμενε. Ήξερε ότι εκείνη μάλλον θα ντυνόταν στο δωμάτιό της και πως ό,τι ρούχα κι αν φορούσε όταν θα ξανακατέβαινε θα ήταν τα ρούχα που διάλεξε αφότου τον είχε δει στο χολ. Τέλος πάντων, η Λορρέιν ήταν έτοιμη να φύγουν προτού εμφανιστεί ξανά η Μαριάν, έτσι δεν κατάφερε ποτέ να δει τι ρούχα είχε φορέσει. Δεν καιγόταν κιόλας να μάθει. Σίγουρα δε μίλησε σε κανέναν στο σχολείο γι’ αυτό, ότι την είχε δει με το μπουρνούζι ή ότι έδειχνε ταραγμένη, δεν ήταν δουλειά κανενός να το μάθει.
Λοιπόν, μου αρέσεις, λέει η Μαριάν.
Για λίγα δευτερόλεπτα ο Κόννελ δε μιλάει, και η ένταση ανάμεσά τους είναι τόσο δυνατή, που αισθάνεται πίεση στο πρόσωπο και στο κορμί του· σχεδόν απτή. Τότε ξαναμπαίνει στην κουζίνα η Λορρέιν, δένοντας το μαντίλι της γύρω από τον λαιμό. Χτυπάει απαλά την πόρτα παρόλο που είναι ήδη ανοιχτή.
Φεύγουμε;
Ναι, λέει ο Κόννελ.
Σ’ ευχαριστώ για όλα, Λορρέιν, αποκρίνεται η Μαριάν. Τα λέμε την επόμενη βδομάδα.
Ο Κόννελ έχει ήδη περάσει την πόρτα της κουζίνας όταν η μητέρα του λέει: Θα μπορούσες να πεις ένα γεια. Γυρνάει αυτός και ρίχνει μια ματιά πάνω από τον ώμο του, αλλά καταλαβαίνει ότι του είναι αδύνατον να κοιτάξει στα μάτια τη Μαριάν, κι έτσι απευθύνεται στο πάτωμα: Σωστά, γεια, λέει. Δεν περιμένει την απάντησή της.
Στο αυτοκίνητο η μητέρα του βάζει τη ζώνη της και κουνάει το κεφάλι της. Θα μπορούσες να είσαι λίγο πιο ευγενικός μαζί της. Ζορίζεται κάπως στο σχολείο.
Ο Κόννελ βάζει τα κλειδιά στη μηχανή, κοιτάζει στον καθρέφτη. Είμαι ευγενικός μαζί της, λέει.
Είναι πάντως πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, λέει η Λορρέιν.
Δε μιλάμε για τίποτ’ άλλο;
Η Λορρέιν κάνει μια γκριμάτσα. Ο Κόννελ έχει κολλήσει το βλέμμα του στο παρμπρίζ και παριστάνει πως δεν τη βλέπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου