Ο Άντονι Μπέρτζες Ουίλσον γεννήθηκε στο Μάντσεστερ το 1917. Αφού σπούδασε αγγλική λογοτεχνία και φωνητική, εργάστηκε κατά καιρούς ως υπάλληλος του Υπουργείου Παιδείας, ως καθηγητής σε διάφορες σχολές, ως εκπαιδευτικός υπάλληλος στη Μαλάγια και στο Βόρνεο, και τέλος ως επαγγελματίας συγγραφέας είτε με το όνομα Άντονι Μπέρτζες είτε με το ψευδώνυμο Τζόζεφ Κελ. Το 1971 έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο με το μυθιστόρημά του Tο κουρδιστό πορτοκάλι το οποίο έγινε ταινία από τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Έγραψε πολλά άλλα μυθιστορήματα, από τα οποία το τελευταίο Το τέλος των παγκόσμιων ειδήσεων κυκλοφορεί και στα ελληνικά. Έγραψε τη βιογραφία του Χέμινγουεϊ το 1978. Πέθανε το 1993 στο Λονδίνο.Tο κουρδιστό πορτοκάλι
Η διάσημη νουβέλα εκδόθηκε για πρωτη φορά το 1962 και 40 χρόνια αργότερα περιλήφθηκε στη λίστα του περιοδικού «Time» με τα 100 κορυφαία μυθιστορήματα του 20ου αιώνα.
Στο μεταξύ, είχε αποκλειστεί από πολλές δημόσιες και σχολικές βιβλιοθήκες «λόγω θέματος» και «λόγω λεξιλογίου», ενώ το 1971 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ αλλά η προβολή του απαγορεύτηκε σχεδόν αμέσως σε πολλές χώρες.
“Δεν ξέρω κανέναν άλλο συγγραφέα που να έχει καταφέρει τόσα με τη γλώσσα… το γεγονός ότι είναι επίσης ένα πολύ αστείο βιβλίο μπορεί να περάσει απαρατήρητο.”
(William S. Burroughs)
“Ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα… μια άγρια σάτιρα της διαστρέβλωσης του ατομικού και συλλογικού νου.”
(New York Times)
“Το βιβλίο του Anthony Burgess φαίνεται σαν ένα άγριο, σοκαριστικό χτύπημα, αλλά στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ σπάνιο στη λογοτεχνία: ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα.”
(Time)
Όταν ρώτησαν κάποτε τον Αντονι Μπέρτζες γιατί έδωσε τον τίτλο Κουρδιστό πορτοκάλι στο διασημότερο μυθιστόρημά του, απάντησε ότι ήθελε να προκαλέσει ένα μικρό γλωσσικό σοκ συνδυάζοντας το ζωντανό και το οργανικό στοιχείο με το ψυχρό και το μηχανικό. Το γλωσσικό σοκ όμως που εντέλει κατάφερε επεκτείνεται πέραν του τίτλου και στο αφηγηματικό αντίστοιχο που κυριαρχεί σε όλο το βιβλίο, τόσο από το είδος της γραφής όσο και από το θέμα του.Κάπου στο μέλλον, μια παρέα εφήβων γυρίζει τις νύχτες προβαίνοντας σε πράξεις ακραίας βίας. Την αποτελούν ο Αλεξ, ο αρχηγός της, ο οποίος εκστασιάζεται με τη μουσική τού Μπετόβεν και ιδίως με την 9η Συμφωνία, ο Πιτ, ο Τζόρτζι και ο Ντιμ. Τα μέλη της παρέας για να περάσει η ώρα, βασανίζουν και ληστεύουν αδύναμους ανθρώπους, τσακώνονται μεταξύ τους, κλέβουν αυτοκίνητα – μέχρι τη στιγμή που κατά την διάρκεια μιας ληστείας διαπράττουν και έναν φόνο. Τότε η αστυνομία συλλαμβάνει τον αρχηγό.
Το σύστημα τον φυλακίζει και αποφασίζει να τον υποβάλλει σε μια θεραπεία, όπου αυτά που τον εξάπτουν (το σεξ, η βία και η μουσική του Μπετόβεν) θα χρησιμοποιηθούν ως μέσα απόλυτης καταστολής. Όταν αποθεραπευθεί θα είναι ένα άκακο πλάσμα...όσο άκακο όμως που θα καταντήσει ανίκανο να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Έτσι όταν ο Αλεξ αποφυλακίζεται, κακοποιείται από τα πρώην θύματά του – μαζί με τα οποία βρίσκονται και οι παλιοί του φίλοι, οι οποίοι έχουν μετατραπεί σε αστυνομικούς. Στο νοσοκομείο όπου καταλήγει επιχειρεί να αυτοκτονήσει βουτώντας στο κενό από το παράθυρο. Όμως δεν πεθαίνει, απλά απαλλάσσεται από τις συνέπειες της θεραπείας και μέσα του επιστρέφει ο παλιός Αλεξ.
Στο σημείο αυτό τελειώνει η αφήγηση στην αμερικανική έκδοση του βιβλίου, όπως και στην κινηματογραφική μεταφορά του, το 1971, από τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Ο αμερικανός εκδότης έχει παραλείψει το τελευταίο (21ο) κεφάλαιο, στο οποίο ο Αλεξ αποφασίζει να τα αφήσει όλα αυτά πίσω του, να παντρευτεί και να περάσει από εδώ και πέρα μια ήσυχη ζωή.
Κι η αλήθεια είναι πως επιλογή του αριθμού 21 στο βιβλίο, δεν είναι διόλου τυχαία, ιδίως μάλιστα για έναν συγγραφέα όπως ο Μπέρτζες, ο οποίος δίνει σημαίνοντα ρόλο στην αριθμολογία, όπως άλλωστε και στη μουσική και στη γλώσσα. Τα 21 κεφάλαια σηματοδοτούν το 21ο έτος της ηλικίας του ανθρώπου κατά το οποίο ωριμάζει...
Μια σπάνια ποιητική, διόλου τυχαία, αποτελεί και το γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο με αφηγητή τον ίδιο τον Αλεξ που χρησιμοποιεί, όπως και η παρέα του, μια ιδιότυπη γλώσσα, αποκαλούμενη νάντσαντ, η οποία περιέχει ένα πλήθος λέξεων δημιουργημένων από τον συγγραφέα, που αποτελούν συνδυασμό βρετανικών κόκνεϊ και ρωσικών. Ο γλωσσικός όμως πειραματισμός κυριαρχεί στο σύνολο του πεζογραφικού έργου του Μπέρτζες, ο οποίος θαύμαζε τον Τζόις.
Ο Μπέρτζες μάλιστα ήταν εντελώς αντίθετος με την προσθήκη γλωσσαρίου στο τέλος του βιβλίου, θεωρώντας πως ο αναγνώστης έπρεπε να παιδευτεί με αυτήν, ακόμα κι αν αναγκαστεί να εικάσει το νόημα από τα συμφραζόμενα (παρόλα αυτά στην ελληνική έκδοση συμπεριλαμβάνεται και γλωσσάρι της Νάντσατ στο τέλος).
Το μυθιστόρημα όμως δεν κατατάσσεται στα αριστουργήματα για τους παραπάνω λόγους ή τουλάχιστον μόνο για τους παραπάνω λόγους. Το Κουρδιστό πορτοκάλι, όπως όλα τα έργα που θέτουν ηθικά διλήμματα, χαρακτηρίζεται ένα μανιχαϊκό βιβλίο. Στην ουσία προβληματίζει ως προς το ποια είναι τα αρχέτυπα της βίας και της μη βίας και στο πώς αυτά μεταφράζονται σε πράξη; Σίγουρα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η εποχή που γράφτηκε το μυθιστόρημα. Η δεκαετία του 1960 ήταν δεκαετία των νέων και της εξέγερσης. Το δίπολο του καλού και του κακού αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό, η άγνοια δεν συνιστά αρετή, η βία δεν μπορεί να θεωρηθεί εξέγερση και η θεραπεία της δεν είναι το αντίδοτο - αντίθετα, συχνότερα καταλήγει σε έκφραση της καθεστωτικής βίας. Έτσι ο συγγραφέας θέτει όλα τα παραπάνω ερωτήματα ηχηρά παρουσιάζοντας ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, στο οποίο η πρόληψη της βίας επιτυχγάνεται με ψυχοχημικές μεθόδους.
Η αλήθεια είναι βέβαια, πως αν το Κουρδιστό Πορτοκάλι δεν είχε μεταφερθεί στον κινηματογράφο με τόση μαεστρία, ενδέχεται να μην είχε γίνει διάσημο. Οι σκηνές βίας και σεξ σε συνδυασμό με τη φουτουριστική ατμόσφαιρα παρουσιάστηκαν στον κινηματογράφο με τέτοια δύναμη όπως ποτέ άλλοτε, ώστε έγιναν ανεξίτηλες. Ίσως είναι άλλωστε από τις λίγες φορές που η τυπωμένη γλώσσα συνδυάστηκε τόσο αρμονικά με τη γλώσσα του φακού και του σελιλόιντ.
Το βιβλίο είχε εκδοθεί το 1962 και ως τότε οι πωλήσεις του ήταν πολύ μέτριες. Εκτινάχθηκαν στα ύψη μετά την παγκόσμια επιτυχία της ταινίας: το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό ανακάλυπτε ένα έργο που έμελλε να συμπεριληφθεί στα εμβληματικότερα του 20ού αιώνα. Ο ίδιος ο Μπέρτζες είχε δηλώσει πως έγραψε το μυθιστόρημα μέσα σε τρεις εβδομάδες, και δεν το συμπεριλάμβανε στα καλά βιβλία του γιατί όπως διευκρίνιζε η ηθικολογία περίσσευε εις βάρος της λογοτεχνικής ποιότητας.
Το γεγονός βέβαια πως τόσα χρόνια μετά την έκδοσή του προκαλεί ακόμα συγκινήσεις οφείλεται και σε ένα ακόμα γεγονός, και έχει και μια απλούστερη εξήγηση: πρόκειται για το τέταρτο σημαντικό δυστοπικό μυθιστόρημα του 20ού αιώνα μετά το Εμείς του Ζαμιάτιν, τον Υπέροχο Καινούργιο Κόσμο του Χάξλεϊ και το 1984 του Οργουελ. Με τον τελευταίο μάλιστα ο Μπέρτζες έχει βαθύτερη σχέση, όπως μαρτυρά κι ένα εξαίρετο δοκίμιό του που δημοσιεύθηκe το 1984 στο περιοδικό «Atlantic Monthly».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου