Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Nathaniel Hawthorne - Το άλικο γράμμα

Τοποθετημένη στην τραχιά κοινωνία των Πουριτανών της ΝέαςΑγγλίας του 17ου αιώνα, αυτή είναι η τραγική ιστορία της Έστερ Πριν, μιας παντρεμένης γυναίκας που θα υποπέσει στο αμάρτημα της μοιχείας και θα μείνει έγκυος από τον εραστή της.

Θα γνωρίσει τη δημόσια διαπόμπευση και τον χλευασμό, ενώ θα υποχρεωθεί να φέρει για όλη την υπόλοιπη ζωή της ένα κεντημένο άλικο γράμμα στο στήθος για να δηλώνεται το παράπτωμά της.

Παρά τις πιέσεις που δέχεται και παρά το γεγονός ότι έτσι θα ελάφραινε τη θέση της,η Έστερ αρνείται να κατονομάσει τον εραστή της και χάρη στην ηθική της δύναμη αναδεικνύεται στην πρώτη ολοκληρωμένη ηρωίδα του αμερικανικού μυθιστορήματος.

Η υποκρισία, η αδιαλλαξία, η καταδίωξη και η εμμονή φωτίζονται σε μια συγκλονιστική μελέτη της ανθρώπινης φύσης.

Διαβαστε εδω τις πρωτες σελιδες του βιβλιου

Το τελωνείο

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΤΟ ΑΛΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ

Eίναι λίγο αξιοπερίεργο που –αν και δεν συνηθίζω να µιλάω πολύ για τον εαυτό µου και για τα ζητήµατά µου δίπλα στο τζάκι, ή µε τους στενούς µου φίλους– δυο φορές στη ζωή µουµε έχει κυριεύσει µια αυτοβιογραφική παρόρµηση όταναπευθύνοµαι στο κοινό. Η πρώτη ήταν εδώ και τρία ή τέσσερα χρόνια, όταν τίµησα τους αναγνώστες –ασυγχώρητα και για κανέναν απολύτως λόγο που θα µπορούσε να φανταστεί είτε ο επιεικής αναγνώστης είτε ο ενοχλητικός συγγραφέας– µε µια περιγραφή του τρόπου ζωής µου στη βαθιά γαλήνη ενός παλιού πρεσβυτερίου. Και τώρα –αφού, παραπάνω απ’ ό,τι µου άξιζε, είχα την ευτυχία να βρω ένα δυο ακροατές στην προηγούµενη περίπτωση– αρπάζω και πάλι τον αναγνώστη απ’το γιακά και του µιλάω για την τριετή εµπειρία µου σε ένα τελωνείο. Κανείς δεν ακολούθησε πιο πιστά το παράδειγµατου περίφηµου «Π.Π. Γραµµατέα της Παρούσης Ενορίας»

Παρ’όλα αυτά, η αλήθεια είναι πως ο συγγραφέας, όταν σκορπίζει τις σελίδες του στους πέντε ανέµους, δεν απευθύνεται στους πολλούς που θα παραπετάξουν το βιβλίο του, ή που δεν θα το πιάσουν ποτέ στα χέρια τους, αλλά στους λίγους που θα τον καταλάβουν καλύτερα κι απ’τους περισσότερουςσυντρόφους του στο σχολείο ή στη ζωή. Μερικοί συγγραφείς,µάλιστα, το πάνε πολύ µακρύτερα και παραδίνονται σε εµπιστευτικές αποκαλύψεις τέτοιου βάθους, που θα άρµοζε αν απευθύνονταν, αποκλειστικά και µόνο, στη µία καρδιά και στον ένα νου της απόλυτης κατανόησης · λες και το τυπωµένο βιβλίο που ρίχνεται γενικά στον απέραντο κόσµο θ’ ανακαλύψει οπωσδήποτε εκεί το έτερον ήµισυ του ίδιου του συγγραφέα και θα ολοκληρώσει τον κύκλο της ύπαρξής του,φέρνοντάς τον σε κοινωνία µαζί του. Δεν είναι διόλου κόσµιο όµως να λέει κανείς τα πάντα, ακόµα κι όταν µιλάει απρόσωπα. Ωστόσο, καθώς οι σκέψεις παγώνουν και ο λόγος µουδιάζει, όταν ο οµιλητής δεν έχει µια ειλικρινή σχέση µε το ακροατήριό του, ίσως να µας συγχωρεθεί που φανταζόµαστε πως ένας φίλος, καλός και δεκτικός, και ας µην είναι ο πιο στενός µας φίλος, ακούει τα λόγια µας · και τότε, όταν αυτή η αίσθησηεγκαρδιότητας λιώσει την έµφυτη επιφυλακτικότητα, µπορεί να φλυαρήσουµε λιγάκι για τα όσα συµβαίνουν γύρω µας κι ίσως και για τον εαυτό µας, αλλά και πάλι κρατώντας το εσώτερο εγώ πίσωαπό το πέπλο του. Ως το σηµείο αυτό και µέσα σ’ αυτά τα όρια µπορεί, νοµίζω, ένας συγγραφέας να γίνει αυτοβιογραφικός, χωρίς να παραβιάζει είτε τα δικαιώµατα του αναγνώστη είτε τα δικά του.

Παροµοίως, θα διαπιστωθεί ότι αυτό το σκίτσο του τελωνείου έχει όσον αφορά τους τύπους ένα είδος εντιµότητας που πάντα εκτιµάται στη λογοτεχνία, καθώς εξηγεί το πώς περιήλθε στην κατοχή µου ένα µεγάλο µέρος από τις σελίδες που ακολουθούν και προσφέρει αποδείξεις για την αυθεντικότητα µιας διήγησης που εµπεριέχεται σ’ αυτές. Ειλικρινά,αυτός είναι κι ο λόγος – η επιθυµία µου να διευκρινίσω τη θέση µου ως ο εκδότης, ή κάτι ελάχιστα παραπάνω από εκδότης,της µεγαλύτερης σε έκταση από τις ιστορίες που συνθέτουν αυτό το έργο µου –, αυτός και µόνον αυτός είναι ο πραγµατικός λόγος που συνάπτω µια προσωπική σχέση µε το κοινό.

Στα πλαίσια της εκπλήρωσης, λοιπόν, του βασικού µου στόχου, µου φάνηκε επιτρεπτό να δώσω, µε µερικές παραπανίσιες πινελιές, µια αµυδρή αναπαράσταση ενός τρόπου ζωής που µέχρι τώρα δεν έχει περιγραφεί ποτέ, καθώς και κάποιων από τους χαρακτήρες που κινούνται εντός του, ένας από τους οποίους τυχαίνει να είναι και ο συγγραφέας. Στη γενέτειρά µου, το Σάλεµ, στην κορυφή µιας αποβάθρας που πριν από µισόν αιώνα, στις µέρες του γερο-βασιλιά Ντέρµπι, έσφυζε από κίνηση και ζωή –αλλά που τώρα τη βαραίνουν µόνο σαπισµένες ξύλινες αποθήκες κι έχει να επιδείξει ελάχιστα ή και καθόλου δείγµατα εµπορικής κίνησης ·εκτός ίσως από καµιά µπρατσέρα ή κάνα µπρίκι δεµένο στα µισά του θλιβερού της µήκους να ξεφορτώνει δέρµατα · ή, πιο κοντά, καµιά γολέτα από τη Νέα Σκοτία να ξερνάει το φορτίο της από καυσόξυλα–, στην κορυφή, λοιπόν, αυτής της ρηµαγµένης αποβάθρας, που τη σκεπάζει κάθε τόσο η φουσκονεριά και κατά µήκος της, στη βάση και στο πίσω µέρος των κτιρίων που στέκουν στη σειρά, βλέπει κανείς το πέρασµα πλήθους νωθρών χρόνων πάνω σ’ένα φαρδύ σιρίτι απόαγριόχορτα, εδώ, µε θέα από τα µπροστινά παράθυρά του αυτή την κάθε άλλο παρά εµψυχωτική προοπτική και παραπέρα όλο το λιµάνι, στέκεται ένα απλόχωρο οικοδόµηµα από τούβλο.

Απ’το ψηλότερο σηµείο της στέγης του και για τρεισήµισι ώρες ακριβώς πριν απ’ το µεσηµέρι κυµατίζει ή κρέµεται άψυχη, µε το αεράκι ή µε την άπνοια, η σηµαία της δηµοκρατίας, έχοντας όµως κάθετες αντί οριζόντιες τις δεκατρείς λωρίδες της, για να δηλώνει µ’ αυτό τον τρόπο ότι εδώ εδρεύει µια πολιτική και όχι στρατιωτική υπηρεσία της κυβέρνησης του Θείου Σαµ. Την πρόσοψή του διακοσµεί ένα προστέγασµα µε έξι ξύλινες κολόνες που στηρίζουν ένα µπαλκόνι, κάτω από το οποίο έξι φαρδιά γρανιτένια σκαλοπάτια κατεβαίνουν προς το δρόµο. Πάνω απ’ την είσοδο αιω­ρείται ένα πελώριο δείγµα του αµερικάνικου αετού, µε τα φτερά απλωµένα, µε µια ασπίδα στο στήθος του και, αν θυµάµαι σωστά, από ένα µάτσο αγκιστρωτά βέλη και µπλεγµένα αστροπελέκιαστα γαµψά του νύχια.

Με τη συνηθισµένη αστάθεια διαθέ­σεων που το χαρακτηρίζει, αυτό το κακορίζικο αρπακτικό δείχνει, από την αγριάδα του µατιού και του ράµφους του και γενικά απ’ την επιθετικότητα της στάσης του, να απειλεί µε συµφορές τον άκακο κοσµάκη · αλλά κυρίως να προειδο­ποιεί όλους τους πολίτες που νοιάζονται για την ασφάλειά τους να µην εισέρχονται χωρίς λόγο στο οίκηµα που σκιάζει µε τις φτερούγες του. Παρ’όλα αυτά, όσο κακός και ασχηµοµούρης κι αν δείχνει, πολλοί είναι εκείνοι που, ακόµα και στις µέρες µας, αναζητάνε καταφύγιο κάτω από τη φτερούγα του οµοσπονδιακού αετού, µε την ψευδαίσθηση, υποθέτω, ότι ο κόρφος του είναι ζεστός και µαλακός σαν πουπουλένιο µαξιλάρι. Μόνο που αυτός, ακόµα και στις καλύτερές του, δεν διαθέτει ίχνος τρυφερότητας και αργά ή γρήγορα –συνήθως γρήγορα παρά αργά– θ’αποτινάξει τα ξεπεταρούδια του µε µια κοψιά από τα γαµψά του νύχια, ένα σηµάδι από το δυνατό του ράµφισµα, ή µια ανοιχτή πληγή από τα αγκιστρωτά του βέλη.

Το πλακόστρωτο γύρω από το οίκηµα που περιγράψαµε παραπάνω –και που µπορούµε στο εξής να αποκαλούµε Τελωνείο του Λιµανιού– έχει αρκετό χορτάρι φυτρωµένο στις ραγισµατιές του, ώστε να δείχνει καθαρά ότι τον τελευταίο καιρό δεν έχει υπάρξει κάποια πολυπληθής εµπορική δραστηριότητα που να το φθείρει. Ωστόσο, κάποιους µήνες του χρόνου, τυχαίνει κάποια πρωινά οι δουλειές να κινούνται µε βήµα λίγο πιο ζωηρό. Αυτές οι φορές ίσως να θυµίζουν στους γεροντότερους εκείνα τα χρόνια πριν απ’ τον τελευταίο πόλεµο µε την Αγγλία, όταν το Σάλεµ ήταν λιµάνι αυτοδύναµο ·όχι έτσι περιφρονηµένο όπως είναι τώρα από τους ίδιους τους εµπόρους του και τους πλοιοκτήτες, που αφήνουν να ρηµάζουν οι αποβάθρες του πηγαίνοντας να ενισχύσουν µε τις επιχειρήσεις τους, χωρίς κανένα λόγο και χωρίς καµιά ουσιαστική διαφορά, τη µεγάλη πληµµύρα του εµπορίου της Νέας Υόρκης ή της Βοστόνης.

Ένα τέτοιο πρωινό, όταν τρία ή τέσσερα σκάφη τύχει να καταφθάσουν ταυτόχρονα –συνήθωςαπό την Αφρική ή τη Νότιο Αµερική– ή να είναι έτοιµα να σαλπάρουν κατά εκεί, ακούγεται αδιάκοπα ήχος βηµάτων που ανεβοκατεβαίνουν βιαστικά τα γρανιτένια σκαλοπάτια. Εδώ, πριν τον καλωσορίσει ακόµη η ίδια του η γυναίκα, µπορείτε να υποδεχτείτε τον αναψοκοκκινισµένο από τη θάλασσα καπετάνιο που µόλις έχει ξεµπαρκάρει, µε τα χαρτιά του καραβιού του παραµάσχαλα µέσα σε ένα µαυρισµένο τσίγκινο κουτί. Να και ο πλοιοκτήτης του, πρόσχαρος ή κατηφής, ευγενικός ή µουτρωµένος, ανάλογα µε το αν τα σχέδιά του για το ταξίδι που έχει πια ολοκληρωθεί έχουν γίνει εµπόρευµα που εύκολα θα µετατραπεί σε χρυσάφι, ή τον έχουν θάψει κάτω από ένα βουνό σαβούρα, από την οποία κανένας δεν θα νοιαστεί να τον απαλλάξει. Εδώ θα δούµε και –το σπέρµα του ρυτιδιασµένου, γκριζογένη και τσακισµένου από τις σκοτούρες εµπόρου– τον ξύπνιο νεαρό υπάλληλο που παίρνει γεύση απ’ τις συναλλαγές, όπως το νεαρό λυκόπουλο απ’ το αίµα, και ήδη στέλνει σε ριψοκίνδυνες περιπέτειες τα πλοία του αφεντικού του, όταν το καλύτερο που θα είχε να κάνει θα ήταν να ρίχνει χάρτινα καραβάκια σε καµιά στέρνα. Μια άλλη φιγούρα του σκηνικού είναι ο ναυτικός που θέλει να µπαρκάρει και είναι σε αναζήτηση προστασίας, ή ο άλλος που έχει µόλις φτάσει, χλωµός και ασθενικός, και ψάχνει εισιτήριο για το νοσοκοµείο. Να µην ξεχνάµε και τους καπετάνιους που µεταφέρουν µε τις µικρές σκουριασµένες σκούνες τους καυσόξυλα από τις βρετανικές επαρχίες · µια φάρα ναυτικών µε φάτσες τραχιές, χωρίς όµως εκείνη τη σπιρτάδα των Γιάνκηδων στην όψη, που ωστόσο συνεισφέρουν ένα διόλου ευκαταφρόνητο κονδύλι στο παρακµάζον εµπόριό µας.

Βάλτε τους όλους αυτούς µαζί, όπως συνέβαινε πράγµατι κάποιες φορές, προσθέστε και διάφορους άλλους για να υπάρχει ποικιλία στο µπουκέτο, και τότε το τελωνείο γινόταν προσωρινά ένα σκηνικό που έσφυζε από ζωντάνια. Όµως τις πιο πολλές φορές, µε το που ανέβαινες τα σκαλιά, θα έπαιρνε το µάτι σου –στην είσοδο αν ήταν καλοκαίρι ή στους κατάλληλους χώρους τους µε χειµωνιά ή κακοκαιρία– µια σειρά από σεβάσµιες µορφές να κάθονται σε παλιοµοδίτικες καρέκλες, γερµένες στα πίσω πόδια τους ώστε να τους στηρίζουν ακουµπώντας στον τοίχο. Συχνά κοιµούνταν, αλλά αραιά και πού ίσως τους άκουγες να κουβεντιάζουν µεταξύ τους –κάτι ανάµεσα σε οµιλία και ροχαλητό– µ’εκείνη την έλλειψη ενεργητικότητας που διακρίνει τους τροφίµους των πτωχοκοµείων και όλα τα ανθρώπινα όντα που η επιβίωσή τους εξαρτάται από τη φιλανθρωπία, την εξαρτηµένη εργασία και οτιδήποτε άλλο εκτός από τους δικούς τους ανεξάρτητους µόχθους.

Αυτοί οι γηραιοί κύριοι –διορισµένοι για την είσπραξη των φόρων, τελώνες σαν τον Ματθαίο, αλλά χωρίς να είναι πιθανό να κληθούν να επιτελέσουν αποστολικά καθήκοντα όπως εκείνος– ήταν οι υπάλληλοι του τελωνείου. Λίγο πιο µέσα, στο αριστερό σας χέρι όπως θα µπείτε από την µπροστινή είσοδο, υπάρχει ένα δωµάτιο ή γραφείο γύρω στα πέντε τετραγωνικά, ψηλοτάβανο, µε δύο από τα αψιδωτά παράθυρά του να επιβάλλουν αφ’υψηλού µια θέα στην ξεχαρβαλωµένη αποβάθρα που προαναφέραµε, και ένα τρίτο να βλέπει σ’ ένα στενό δροµάκι και σ’ ένα τµήµα της οδού Ντέρµπι. Και από τα τρία φαίνονται τα µπακάλικα, τα εργαστήρια που φτιάχνουν τροχαλίες, τα µαγαζιά µε ρούχα για ναυτικούς και τα εµπορικά µε τις προµήθειες καραβιών · και γύρω από τις πόρτες τους συνήθως βλέπεις µαζεµένες, να γελάνε και να κουτσοµπολεύουν, παρέες από παλιούς ναυτικούς και άλλους τέτοιους αρουραίους της αποβάθρας, που στοιχειώνουν το κάθε λιµάνι. Το ίδιο το δωµάτιο είναι αραχνιασµένο και µουντό και δείχνει βρόµικο από την πολυκαιρισµένη µπογιά του. Το πάτωµα είναι στρωµένο µε γκρίζα άµµο, συνήθεια παλιά, που αλλού έχει ξεχαστεί από καιρό.

Εύκολα συµπεραίνει κανείς, από τη γενική αθλιότητα του χώρου, πως πρόκειται για ένα άδυτο όπου το γυναικείο φύλο µε τα µαγικά του σύνεργα, τη σκούπα και τη σφουγγαρίστρα, πολύ σπάνια έχει πρόσβαση. Όσο για την επίπλωση, υπάρχει µια σόµπα µε ένα ογκωδέστατο µπουρί, ένα παλιό γραφείο από ξύλο πεύκου και δίπλα του ένα τρίποδο σκαµνί · δυο τρεις καρέκλες µε ξύλινο κάθισµα,σχεδόν σαραβαλιασµένες κι εντελώς ασταθείς · και –ας µην ξεχνάµε και τη βιβλιοθήκη– πάνω σε κάτι ράφια µια δυο ντουζίνες τόµοι µε τους Νόµους του Κογκρέσου και µια ογκώδης Σύνοψη των Νόµων περί Εσόδων. Ένας τενεκεδένιος σωλήνας που ανεβαίνει και περνάει απ’ το ταβάνι αποτελεί ένα είδος µέσου φωνητικής επικοινωνίας µε άλλα τµήµατα του κτιρίου.

Κι εδώ, πριν από έξι µήνες περίπου, θα µπορούσες ακόµη, αξιότιµε αναγνώστη, να δεις –να βαδίζει πέρα δώθε, από τη µια γωνιά στην άλλη, ή να τεµπελιάζει πάνω στο ψηλό σκαµνί του, µε τον αγκώνα του πάνω στο γραφείο και τα µάτια του να τρέχουν πάνω κάτω στις στήλες της πρωινής εφηµερίδας– το ίδιο άτοµο που σε είχε καλωσορίσει µέσα στο πρόσχαρο µικρό γραφείο του, όπου τρεµόπαιζε τόσο απαλά και ευχάριστα το φως του ήλιου ανάµεσα απ’ τα κλαδιά της ιτιάς, στη δυτική πλευρά του παλιού πρεσβυτερίου. Αν όµως πήγαινες να τον αναζητήσεις τώρα εκεί, µάταια θα ρωτούσες να µάθεις για τον επιθεωρητή Λοκοφόκο.  Η σκούπα της µεταρρύθµισης τον σάρωσε από το αξίωµά του κι ένας αξιότερος διάδοχος φέρει τώρα τον τίτλο του και τσεπώνει τις απολαβές του.

Αυτή η παλιά πόλη του Σάλεµ, η γενέτειρά µου –αν κι έχω ζήσει καιρό µακριά της, τόσο στα παιδικά µου χρόνια όσο και σε πιο ώριµη ηλικία– ασκεί, ή ασκούσε ανέκαθεν, µια επιρροή στα συναισθήµατά µου, που την έντασή της δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ κατά τη διάρκεια της αποσπασµατικής διαµονής µου εκεί. Εδώ που τα λέµε, όσον αφορά τη φυσική όψη της, δηλαδή µε την επίπεδη, µονότονη επιφάνειά της καλυµµένη κυρίως από ξύλινα σπίτια, από τα οποία ελάχιστα ή και κανένα δεν εγείρει αξιώσεις αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, µε την άτακτη δοµή της, που δεν είναι ούτε γραφική ούτε εκκεντρική, αλλά απλώς αδιάφορη, µε τον µακρύ κεντρικό της δρόµο ν’ αργοσέρνεται βαριεστηµένα διασχίζοντας τη χερσόνησο σε όλο το µήκος της, µε το Λόφο της Αγχόνης και τη Νέα Γουινέα από τη µια άκρη του και µε θέα στο πτωχοκοµείο από την άλλη, µε τέτοια χαρακτηριστικά που διαθέτει η γενέτειρά µου, λοιπόν, θα ήταν εξίσου λογικό να αποκτήσω συναισθηµατικό δεσµό και µε µια ανακατωµένη σκακιέρα.

Κι όµως, ενώ οπουδήποτε αλλού έχω υπάρξει ευτυχέστατος, τρέφω ένα αίσθηµα µέσα µου για το παλιό Σάλεµ,το οποίο, ελλείψει καλύτερης λέξης, θα αρκεστώ να αποκαλέσω στοργή. Το αίσθηµα αυτό πιθανόν να συνδέεται µε τις βαθιές και µακραίωνες ρίζες που η οικογένειά µου έχει απλώσει σ’ ετούτα τα χώµατα. Πάνε τώρα δύο αιώνες και ένα τέταρτο του αιώνα που ο αρχικός Βρετανός, ο πρώτος µετανάστης µε το όνοµά µου, εµφανίστηκε στον περιτριγυρισµένο από αγριότοπους και πυκνά δάση οικισµό, ο οποίος στη συνέχεια εξελίχθηκε σε µεγάλη πόλη. Εδώ γεννήθηκαν και πέθαναν οι απόγονοί του, εδώ αναµείχθηκε η επίγεια ύπαρξή τους µε το χώµα · σε σηµείο που µια διόλου αµελητέα µερίδα της πρέπει αναγκαστικά να συγγενεύει µε το θνητό σαρκίο µε το οποίο θα πορεύοµαι, για λίγο διάστηµα ακόµα, στους δρόµους.

Συνεπώς, ο συναισθηµατικός δεσµός για τον οποίο µιλάω εν µέρει είναι απλώς η αισθησιακή έλξη της σκόνης προς τη σκόνη. Λίγοι από τους συµπατριώτες µου είναι σε θέση να γνωρίζουν τι σηµαίνει αυτό · κι ούτε χρειάζεται να θελήσουν να το µάθουν, µιας και η συχνή µεταφύτευση ίσως είναι ωφελιµότερη για το είδος.

➤  Nathaniel Hawthorne

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου