Ουράνιο τόξο
Τα όνειρά μας, λήστεψαν, τελείωσαν,
αβέβαιες γραμμές. Κόκκινες, μαύρες,
σφιχτοκρατώντας τα πιστεύω σου
ενδίδεις ωστόσο στου σκότους τη σαγήνη,
στη δίνη των καιρών.
Αθόρυβα σε ουράνιο τόξο μεταμορφώνεσαι
το πορτοκαλί κουβαλά τις πληγές σου
το κόκκινο το αίμα που’χασες στο δρόμο,
το πάθος για ζωή, που ξέχασες,
το κίτρινο, την ελπίδα που δεν εφθασε ποτέ.
Το θαλασσί την Ελευθερία της καρδιάς
το μαύρο, το θάνατο της θέλησης για ζωή
το άσπρο τη Λύτρωση.
Στις περίδοξες άλπεις τον ουρανό αγγίζεις,
τα φιλόστοργα σύννεφα πλάθεις
μεσ’ από σκισμένες χαραμάδες
θλίψη, πόνο, αδικία οσφραίνεσαι
που άχρωμα είναι.
Μετάλλαξις
Οι ξενιστές διαπέρασαν το φως,
σαν αντίσωμα εμφυτεύθηκαν
βούλιαξαν τις αμφίρροπες διαστάσεις
των εξελιγμένων όντων που
καθρεφτίζουν πια, μοιραία,
αλλότριες θελήσεις κι ιδεολογήματα.
Κι εγώ επιμένω ακόμη να εξωραϊζω
την εικόνα σου, Άνθρωπε,
μέσ’ απ’ τις δαιδαλώδεις έλικες του εγκεφάλου,
όπου δρόμο ανοίγω στα βαθύσκιωτα δάση σου.
Κατάθεση
Δεν πιστεύω σε ουράνια τόξα
σε εκκολαπτόμενους μετεωρίτες που
ουριοδρομούν
στο λυκαυγές του σύμπαντος
σε ροδόχροα ηλιοβασιλέματα
που παιχνιδίζουν με τις σκέψεις.
Σε δάκρυα χωρισμού, πόνους βραχνούς,
σε κεντημένες από μεταξένιο πόθο λέξεις
σε κονσερβοποιημένα αισθήματα
νότες βροχής που ηχούν
σ΄ ανεμοδαρμένες θάλασσες.
Σ’ αποκοιμισμένες νύμφες που ριγούν
στα λαγαρά νερά, σαν σε ελεγεία,
σ’ ορθόκορμες Νηρηίδες, σαγηνεύτρες,
σα βγουν απ’ τα κατάβαθα των Ωκεανών.
Δεν πιστεύω, σ΄ απατηλές ελευθερίες,
πολιτικές, κοινωνικές, ανθρώπινες
πάντοτε αξεδιάλυτες, πάντα ανέλπιστες
συχνά εξαγνισμένες,
σ’ απατηλές υποσχέσεις
σε θυσίες ανούσιες, θρυμματισμένες.
Σε αδέκαστες Δημοκρατίες
σε σωτήρες δανειστές κι ανεύθυνους οφειλέτες,
σε καλοκουρδισμένες μαριονέτες
στο κουκλοθέατρο της Πολιτικής.
Δεν πιστεύω,
σε γυάλινους παραδείσους,
πλαστικά πολύχρωμα, άλαλα πουλιά,
σε ξέγνοιαστα πρωινά,
φρυγανισμένες ρουτίνες,
μεθυσμένα φεγγάρια.
Στη θλίψη που μετουσιώνεται σε πόθο
σε μάτια υγρά π’ αντάμωσαν τον ήλιο
προσπαθώντας να εκστασιάσουν την ψυχή.
Στη ζωή που’ναι χαραγμένη σε μονοπάτια από λάσπη
κι όποιο κι αν διαλέξεις θα λερωθείς.
Δεν πιστεύω στο άσπρο – μαύρο,
μόνο στην απόχρωση του γκρίζου.
Ούτε στα σύνορα τ’ ουρανού και της ψυχής
σε τίποτ’ ανθρωποκεντρικό
δεν πιστεύω στο τέλος,
στο θάνατο της Ψυχής.
Δαφνοστεφανωμένη Αθήνα
Αφιερωμένο στον Stephen J. Fry
Πανέμορφη όσο καμιά, δίχως λουλούδι στα μαλλιά,
με ήρωες και ρωμιοσύνη τα παιδιά σου γαλούχησες,
τη Δημοκρατία απ’ άκρου εις άκρον διέδωσες,
με τους ασύγκριτους μύθους και τη σοφία σου
λαούς καθήλωσες
και με τα κάλλη σου, τους αιχμάλωτισες.
Λίκνο πολιτισμού! Υμνήθηκες, δοξάστηκες,
μεγαλούργησες, πέθανες κι αναστήθηκες!
Αιχμάλωτη σε ηύραν, σ’ αρπάξαν τα παιδιά
απ’ τη ζεστή σου αγκάλη
κι εσύ αγέρωχη, καρτερικά, με Πίστη στέκεις
καρδιοχτυπώντας τη στερνή στιγμή
να ξανασφίξεις τα παιδιά σου πάλι.
Κι εκείνοι, που διθυράμβους εκφώνησαν στ΄όνομά σου,
ΑΘΗΝΑ, φευ, στην τύχη σου σ’ αφήσαν.
Έπεσες, χείρα βοηθείας έτεινες,
μα ουδείς, δίπλα σου έμεινε, να στολίσει
τα μεταξένια σου μαλλιά
που ηρωικά κυμματίζουν αέναες θάλασσες
στους κατατρεγμένους ώμους σου.
Π’ αστράφτουν κάτω απ’ το εκτυφλωτικό φως
των καθάριων ουρανών σου
που μήτε μαβιά, μαύρα σύννεφα,
μήτε ατσαλένια αστραποβρόντια σκιάζουν.
Την όμορφη καρφίτσα της μητέρας σου
να σου στεριώσει στο γιακά,
ουδείς βόηθησε να’ βρεις τα παιδιά σου
που σ’ άρπαξαν βίαια ενώ βύζαιναν
ακούοντας τους χτύπους της καρδιάς σου.
Κι όταν τα ξέφτια κρέμονταν απ’ το χρυσοποίκιλτο
φόρεμά σου κι άσμα λυπηρό μουρμούριζες
σέρνοντας τα σπασμένα τα φτερά,
για τα χαμένα, τις Καρυάτιδες παιδιά σου,
ουδείς νοιάστηκε.
Ουδείς μαντήλι άπλωσε τα μαύρα δάκρυα να σπογγίσει
κι όμως, τόσοι σε τίμησαν και σε τιμούν ακόμη
πλήθη θυσιάστηκαν για Σε,
γράψαν για τα μοναδικά χαρίσματά σου,
τα μυστικά π’ ουδέποτε απέκρυψες
αλλ’ απλόχερα διέδωσες στα πέρατα της οικουμένης
γιατί Μητέρα όλων Είσαι Εσύ, ΑΘΗΝΑ!
Τώρα, Κραυγή εφορμάται απ’ τα έγκατα της γης,
απ’ τα κύματα της θάλασσας.
Ζητά ΔΙΚΑΙΩΣΗ, όχι εκδίκηση
ό,τι και να σου στέρησαν, την Ψυχή
δε θα μπορέσουν ποτέ να την αγγίξουν,
να κηλιδώσουν τη λάμψη, την αλήθεια σου.
Η καρδιά σου, στους ύμνους του Παλαμά
και του Σικελιανού αντηχεί,
πάντα ΕΛΛΗΝΙΚΑ, για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
Φωτός ενατένισις
Στον Αλέξη Σολομό
Η νύχτα έλουσε τα μαλλιά της μ’άρωμα λεμονιού,
θάνατο έντυσε τα ολόλευκά της κάλλη,
άγρυπνες γλαύκες σήμαναν
τη σκοτεινή βαθιά ειμαρμένη φώτισε
η επιλύχνια καλοσύνη σου.
Σφήνωσαν διαδοχικά τα αρχέγονα βιώματά σου,
στους γκριζοπράσινους βάλτους περπατάς
-βυθίζεσαι-αδιάλειπτα
αποσταμένη ψάχνεις Το ΦΩΣ
έμπλεως θάρρους και
προσμονής για ένα ξάστερο αύριο.
Πυξίδα σου οι προαιώνιοι Ήρωες,
κι εκείνοι της Πίστης σου κι ας ένοιωσες
πρόσκαιρα πως σ’ εγκατέλειψαν κι αυτοί.
Και να, που τώρα εύρυθμα έσχισες το βαθύ σκοτάδι
κι αποθεώθηκες απ’ τη σοφή κουκουβάγια
και των προάγγελων το φεγγοβόλημα.
Αγόγγυστα διάβηκες τις ανατολόβαφτες
στοιχειωμένες πόλεις
κέρδισες τη γαλήνη του ματιού της ψυχής
και του αετού, στον αστερισμό του μέλλοντος,
πέτρες βαριές στο βάθος της καρδιάς
σιγοχτυπούν στο άπειρο.
Σήκωσες ελαφρά το κεφάλι, λυτρωμένη,
ψέλλισες στα λαστιχένια αγάλματα
Τετέλεσται!
Fragmenta
Τώρα ξέρω γιατί σ’ Αγάπησα!
Φορούσαμε την ίδια Θλίψη στο βλέμμα.
Όνειρα κεντημένα στις Πένθιμες
Κόρες των ματιών
Που ιστορίες σκαρφίζονταν
Ποίηση και Μελαγχολία.
*
Δε θυμάμαι, σου’χω πει;
Ανέκαθεν ένιωθα παιδί μεσα μου
κι όταν γεράσω -αν γεράσω ποτέ –
ένα γερασμένο παιδί θα είμαι.
*
Το αόρατο πανί της ύπαρξής μου
βρίθει Ονείρων
Στη μνήμη ζητά να καταγραφεί.
*
Το θηρίο μέσα του ήθελε
ν’ απελευθερωθεί.
Πολεμούσε με νύχια και με δόντια
έπρεπε να νικήσει
τον μεγαλύτερό του εχθρό,
τον εαυτό του.
*
Ήλιοι φύτρωσαν στο ταριχευμένο κεφάλι
μ’ ανείπωτο θράσος, δάδες ελπίδας άναψαν
φώτισαν το κουρασμένο μαύρο, το αφάνισαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου