Νέα Υόρκη, (25 Σεπτεμβρίου 2020) - Γιορτάζοντας τα 88α γενέθλια του Glenn Gould, το Primary Wave και το Division 88 συνεργάστηκαν για να δημιουργησουν το, Unnvited Guest. Διαθέσιμο παντού μέσω της Sony Masterworks, το άλμπουμ 9 κομματιών δημιουργήθηκε από τον Billy Wild του Τορόντο, με την συμμετοχή ανερχόμενων καλλιτεχνών του Division 88. Από το χιπ-χοπ έως την ηλεκτρονική μουσική, το Uninvited Guests προσφέρει μια ματιά στο πώς οι καλλιτέχνες του σήμερα ερμηνεύουν τις κλασικές και πιο διάσημες εκτελέσεις του Gould.
O Γκλεν Χέρμπερτ Γκουλντ (Glenn Herbert Gould, 1932 – 1982) ήταν Καναδός πιανίστας, από τους πιο διάσημους κλασικούς ερμηνευτές του 20ού αιώνα. Θεωρείται από τους σημαντικότερους σολίστ του πιάνου, που έγινε γνωστός κυρίως μέσα από τις ηχογραφήσεις του στο στούντιο.
Είναι, πέρα από τους πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες κάθε μουσικού είδους στον κόσμο, ο σολίστας κλασικής μουσικής με τις περισσότερες πωλήσεις όλων των εποχών. Το 1964, όμως, εγκατέλειψε πρόωρα τις δημόσιες εμφανίσεις και συναυλίες, εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στις ηχογραφήσεις καθώς και στην παραγωγή ραδιοφωνικών, τηλεοπτικών μουσικών κ.άλ. προγραμμάτων.
Σημαντικότερες θεωρούνται οι ερμηνείες του σε έργα του Μπαχ, όπως Το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο και οι Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ.
Το 1955 υπέγραψε αποκλειστικό συμβόλαιο με τη δισκογραφική εταιρεία Columbia Masterworks, με την οποία ηχογράφησε αρχικά τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ του Μπαχ, έργο το οποίο έτυχε θερμής υποδοχής, γνωρίζοντας τόσο καλλιτεχνική όσο και εμπορική επιτυχία. Ο διευθυντής της εταιρίας, Ντέιβιντ Οπενχάιμ, είχε παρακολουθήσει την πρώτη εμφάνιση του Γκουλντ στη Νέα Υόρκη. Ενθουσιάστηκε τόσο, που την επόμενη κιόλας μέρα του πρότεινε συμβόλαιο. Ήταν η πρώτη φορά που η Columbia υπέγραφε με έναν ουσιαστικά άγνωστο καλλιτέχνη, στη βάση των εντυπώσεων από ένα και μόνο κοντσέρτο.
Στις 10 Απριλίου 1964, ο Γκουλντ αποφάσισε να τερματίσει στις δημόσιες εμφανίσεις του. Τα επόμενα χρόνια, μέχρι το τέλος της ζωής του, τα αφιέρωσε στις ηχογραφήσεις, τη σύνθεση, καθώς και στην παραγωγή εκπομπών για το ραδιόφωνο, πραγματοποιώντας επίσης μία σειρά τηλεοπτικών προγραμμάτων για την βρετανική, γαλλική, γερμανική και καναδική τηλεόραση. Δημοσίευσε παράλληλα, πληθώρα από άρθρα και κριτικές, αναλύοντας τις ερμηνείες του.
Ο Γκουλντ διακρίθηκε ως μουσικός για τις ευφάνταστες και εκφραστικές ερμηνείες του. Το ιδιαίτερο ύφος που είχε υιοθετήσει στο παίξιμο, σε συνδυασμό με τις πρωτότυπες και ελεύθερες αποδόσεις των έργων, ή ακόμα και το ασυνήθιστο ρεπερτόριο που επέλεγε, τον κατέστησαν έναν μη συμβατικό και εκκεντρικό μουσικό, ο οποίος όμως αναγνωρίστηκε ευρέως για τη δεξιοτεχνία, την τεχνική και την καθαρότητα στον ήχο του. Σχετικά με τις επικρίσεις που δεχόταν για αυθαιρεσίες και παρεκκλίσεις από την παρτιτούρα, ο ίδιος είχε δηλώσει πως η μόνη απάντηση είναι ότι ακολουθεί το "ένστικτό" του. Ο Γκουλντ ερμήνευε στο πιάνο ιδιότροπα, διατηρώντας, ανάμεσα στ' άλλα, χαμηλή στάση στο όργανο και σχεδόν παράλληλη τοποθέτηση των χεριών στα πλήκτρα και πειραματιζόταν με μεταβολές στο κέντρο βάρους του σώματός του.Χαρακτηριστικές, επίσης, της πιανιστικής ερμηνείας του Γκούλντ ήταν η σχεδόν μηδενική χρήση του πεντάλ και η "τάση να κρίνει τα πάντα βάσει της γραμμής του μπάσου", πράγματα που, μαζί με ορισμένες άλλες ερμηνευτικές ιδιομορφίες του, ο ίδιος τα απέδιδε στη σπουδή του εκκλησιαστικού οργάνου σε πολύ μικρή ηλικία. Για τις επιδράσεις, τέλος, που είχε δεχτεί, ιδίως στην προσέγγιση της μουσικής του Μπαχ για πληκτροφόρα όργανα, ο Γκουλντ μνημόνευε τη διάσημη Πολωνέζα τσεμπαλίστρια Βάντα Λαντόφσκα (Wanda Landowska), αλλά εντέλει, όπως είχε εξομοληγηθεί, ήταν το παίξιμο της ρωσικής καταγωγής Αμερικανίδας Ρόζαλυν Τάρεκ (Rosalyn Tureck) που του "άρεσε τρομερά" και τον επηρέασε "πραγματικά", παρά τη γενικότερη διαφορετική μουσική τους αντίληψη. Η έμφαση που απέδιδε η Τάρεκ στη σημασία της δομής έναντι του ηχοχρώματος, επέδρασε βαθειά στη διαμόρφωση του πιανιστικού ύφους του Γκουλντ.
Σε ό,τι αφορά στο ρεπερτόριό του, υπήρξε εξαιρετικά εκλεκτικός, ερμηνεύοντας και ηχογραφώντας έργα συνθετών κυρίως της μπαρόκ, κλασικής και ύστερης ρομαντικής εποχής. Στη μουσική τον ενδιέφερε πρώτιστα η πολυφωνία και η αντιστικτικότητα, η ανάπτυξη του αρχικού μουσικού υλικού, γι' αυτό θαύμαζε τον Μπαχ και την αρχιτεκτονική των συνθέσεών του, ενώ ενδιαφερόταν και για σειραϊστές συνθέτες όπως ο Σένμπεργκ και οι μαθητές του. Αυτοί ήταν και οι λόγοι που είχε "ενστάσεις" για τη μουσική των μεγάλων ρομαντικών μουσουργών του 19ου αιώνα, όχι όμως γι' αυτήν του ύστερου ρομαντισμού, όπως η μουσική του Ρίχαρντ Στράους και του Βάγκνερ. Ο ίδιος θεωρούσε πως ο ρόλος του πιανίστα είναι κατεξοχήν δημιουργικός και πρόσφερε πρωτότυπες και καινοτόμες ερμηνείες, ορισμένες εκ των οποίων θεωρούνται αμφιλεγόμενες, όπως για παράδειγμα σε δημοφιλείς συνθέσεις του Μότσαρτ, του Μπετόβεν ή του Μπραμς.
Στο άρθρο του, Glenn Gould interviews himself, αποκάλυψε ότι ο Orlando Gibbons, (1583 - 1625) ήταν ο αγαπημένος του συνθέτης.
Ο Ορλάντο Γκίμπονς ήταν σημαντικός Άγγλος συνθέτης της Αναγέννησης, ειδικότερα δε της ύστερης περιόδου των Τυδώρ και της πρώιμης Ιακωβιανής εποχής. Στις μέρες του υπήρξε κορυφαίος συνθέτης της Αγγλίας καθώς και σπουδαίος οργανίστας και εκτελεστής στο βιργινάλι.
Ο Γκίμπονς έγραψε περίπου 45 συνθέσεις (ύμνους) εκκλησιαστικής χορωδιακής μουσικής, αρκετές συνθέσεις κοσμικής χορωδιακής μουσικής, μεταξύ των οποίων η αξιοσημείωτη σύνθεση The Cryes of London για πέντε φωνές και πέντε βιόλες, στην οποία χρησιμοποιούνται φωνές πλανόδιων πραματευτών και πωλητών όπως ακούγονταν στο Λονδίνο της εποχής. Συνέθεσε, επίσης, οργανική μουσική, για βιόλα και κλειδοκύμβαλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου