Θεωρείται από τους επιφανέστερους συγγραφείς, με κορυφαία έργα του να είναι ο «Ρινόκερος», «Η φαλακρή τραγουδίστρια», ο «Δολοφόνος χωρίς αμοιβή» κ.ά. Αντλεί τις επιρροές του από τον βωβό κινηματογράφο, το βωντβίλ, τον ντανταϊσμό, τον σουρεαλισμό και την φιγούρα του κλόουν. Γεννημένος στις 26 Νοεμβρίου 1909 στη Σλατίνα της Ρουμανίας, ο Ιονέσκο (Eugène Ionesco) έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Γαλλία μέχρι να επιστρέψει το 1925 στη Ρουμανία με τον πατέρα του μετά το διαζύγιο των γονιών του.
Αφού εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι με τον πατέρα του και την ετεροθαλή αδελφή του μαθαίνει Ρουμάνικα και ξεκινά τις σπουδές του στο κολλέγιο. Οι σχέσεις του με την οικογένεια του ήταν τεταμένες, καθώς ο πατέρας του τον προόριζε να σπουδάσει μηχανικός, ενώ εκείνος στρέφεται στη λογοτεχνία και την ποίηση. Σπούδασε γαλλική λογοτεχνία στο Κολλέγιο του Αγίου Σάββα και μετά στο Κολλέγιο της Κραϊόβα από το 1928 εώς το 1933 και γίνεται έτσι καθηγητής της γαλλικής γλώσσας.
Το 1930 δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Bilete de Papagal το πρώτο του ποίημα, ενώ το 1930 η επιθεώρηση Zodiac δημοσιεύει το πρώτο του κριτικό κείμενο για τον αυτόχειρα ποιητή Ιλάριε Βόρονκα. Αυτή ήταν και η αρχή για εκείνον ως κριτικός. Το 1934 δημοσιεύει τη συλλογή του με τίτλο Nu (Όχι), που περιλάμβανε κριτικά δοκίμια. Tα κείμενα αυτά σε συνδυασμό με το σαρκαστικό ύφος του Ιονέσκο προκαλούν σκάνδαλο στους λογοτεχνικούς κύκλους της Ρουμανίας, καθώς κατηγορούν την ελίτ των Ρουμάνων λογοτεχνών της εποχής για συντηρητισμό.
Μετά το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ιονέσκο μετακομίζει ξανά στη Γαλλία και συγκεκριμένα στο Παρίσι, αυτή τη φορά με τη σύζυγο του, Ροντίκα Μπουριλεάνου, με την οποία παντρεύτηκαν το 1936 και απέκτησαν μία κόρη το 1944. Αφού ασχολείται λίγα χρόνια με τη μετάφραση ποιητικών έργων, το 1948, όταν και έχασε τον πατέρα του, επιχειρεί τη συγγραφή του πρώτου του θεατρικού έργου, ενός μονόπρακτου με τίτλο «Η φαλακρή τραγουδίστρια». Η παράσταση ανέβηκε πρώτη φορά στο Παρίσι τον Μάιο του 1950, όμως δε γνωρίζει ιδιαίτερη επιτυχία. Παρ' όλα αυτά, εκτιμάται από ένα πλήθος διανοούμενων, όπως ο Αρτίτ Αντάμοφ, ο Λουίς Μπουνιουέλ κ.α.
Στο διάστημα από το 1950 εώς και το 1966 γράφει το μεγαλύτερο μέρος των θεατρικών του έργων και συμμετέχει σε θεατρικές παραστάσεις. Το 1969 έρχονται για τον Ιονέσκο οι πρώτες βραβεύσεις. Του απονέμεται το μετάλλιο του Μονακό, ενώ το Δεκέμβριο του 1969 βραβεύεται με το Μεγάλο Εθνικό Βραβείο Θεάτρου της Γαλλίας. Τον Ιανουάριο του 1970 διορίζεται ως μέλος της Γαλλικής Ακδημίας, καθώς και επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Γουόργουικ και του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ.
Η γενιά του '50, στην οποία άνηκε ο Ιονέσκο, μαζί με τον Μπέκετ, τον Άλμπι κ.α. ανανέωσε το σύγχρονο θέατρο και έφερε ένα νέο ρεύμα «Το θέατρο του παραλόγου». Πρόκειται για μία γενιά τραυματισμένη από την τραγωδία του Β' Παγκόσμιου, που έψαχνε να βρει τα αίτια πίσω από κάθετι. Αυτό τους έδινε τη δυνατότητα να δουν πίσω από το επιφανειακό, να εμβαθύνουν στην ανθρώπινη συνθήκη και να καταγράψουν το αδιέξοδο της επικοινωνίας και το παράλογο της ίδια της ζωής. Ο Ιονέσκο δεν ξεκίνησε να γράφει θέατρο από την αγάπη του για αυτό, αλλά γιατί είχε κουραστεί από τις ακαδημαϊκές και ρεαλιστικές προσεγγίσεις, που έβλεπε να του αποδίδουν. Τα τραύματα αυτής της γενιάς και η ικανότητα τους να δουν πίσω από την ανθρώπινη ψυχή, την καθιστά διαχρονική.
Το 1984 ο Ευγένιος Ιονέσκο αντιμετωπίζει προβλήματα με την υγεία του και πέφτει για δύο μέρες σε διαβητικό κώμα. Η νοσηλεία του κρατάει για μεγάλο διάστημα, όμως δεν τον σταματά από τις ασχολίες του, αφού ο ίδιος παρευρίσκεται σε διαλέξεις και βραβεύσεις. Το 1989 η κατάσταση του επιβαρύνεται και νοσηλεύεται εκ νέου. Τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου μαζί με άλλους 711 συγγραφείς, ένας εκ των οποίων ήταν ο Σάμουελ Μπέκετ, υπογράφει την παγκόσμια διακήρυξη του δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση.
Στις 28 Μαρτίου του 1994, ο μεγάλος θεατρικός συγγραφέας χάνει τη μάχη με την υγεία του και πεθαίνει στο σπίτι του στο Παρίσι. Η ταφή του γίνεται στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς.
Το Θέατρο του Παραλόγου (γαλλικά: Le Théâtre de l'Absurde) είναι φράση που χρησιμοποιείται σε αναφορά σε συγκεκριμένα έργα γραμμένα από έναν αριθμό βασικά Ευρωπαίων θεατρικών συγγραφέων στις δεκαετίες του 1940, 1950 και 1960, καθώς και στο στυλ θεάτρου που εξελίχθηκε από το έργο τους. Ο όρος επινοήθηκε από τον κριτικό Μάρτιν Έσλιν, ο οποίος χρησιμοποίησε τη φράση ως τίτλο σε ένα βιβλίο του του 1962 πάνω στο θέμα αυτό. Ο Έσλιν θεώρησε πως το έργο των συγγραφέων αυτών δίνει καλλιτεχνική άρθρωση στην φιλοσοφία του Αλμπέρ Καμύ πως η ζωή είναι έμφυτα χωρίς νόημα, όπως επεξηγείται στο έργο του Ο Μύθος του Σισύφου. Το Θέατρο του Παραλόγου θεωρείται πως κατάγεται από τον Ντανταϊσμό, α-νόητη ποίηση και αβάν-γκαρντ τέχνη των δεκαετιών του 1920 και 1930. Ωστόσο, το είδος αυτό του θεάτρου κατάφερε να γίνει δημοφιλές αφού ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος τόνισε την αβεβαιότητα και επισφαλή θέση της ανθρώπινης ζωής. Η έκφραση Θέατρο του Παραλόγου έχει γίνει στόχος κριτικής από μερικούς συγγραφείς, και έτσι συναντάμε και τους όρους «Αντι-Θέατρο» και «Νέο Θέατρο».
Σύμφωνα με τον Μάρτιν Έσλιν, οι τέσσερις καθοριστικοί θεατρικοί συγγραφείς του κινήματος είναι οι Ευγένιος Ιονέσκο, Σάμιουελ Μπέκετ, Ζαν Ζενέ και Άρθουρ Αντάμοβ, αν και καθένας από αυτούς τους συγγραφείς έχει εξ ολοκλήρου μοναδικά θέματα και τεχνικές που πηγαίνουν πέρα από τον όρο "παράλογο". Άλλοι συγγραφείς που συχνά σχετίζονται με την ομάδα αυτή είναι μεταξύ άλλων οι Τομ Στόπαρντ, Φρίντριχ Ντύρενματ, Φερνάντο Αραμπάλ, Χάρολντ Πίντερ, Έντουαρντ Άλμπι και Ζαν Ταρντιέ. Στους θεατρικούς συγγραφείς που λειτούργησαν ως έμπνευση στο κίνημα περιλαμβάνονται οι Αλφρέντ Τζαρύ, Λουίτζι Πιραντέλο, Στανισλάβ Βιτκίεβιτς, Γκιγιώμ Απολλιναίρ, οι σουρεαλιστές και πολλοί άλλοι. Το κίνημα του «Παράλογου» ή «Νέου Θεάτρου» ήταν στις αρχές του ένα διακριτό με βάση το Παρίσι (τη rive gauche, αριστερή όχθη του Σηκουάνα) αβαν-γκαρντ φαινόμενο συνδεδεμένο με εξαιρετικά μικρά θέατρα στο Καρτιέ Λατέν, και κέρδισε με τον καιρό την διεθνή εξέχουσα θέση του.
Στην πράξη, το Θέατρο του Παραλόγου ξεφεύγει από τους ρεαλιστικούς χαρακτήρες, καταστάσεις και ό,τι είναι συνδεδεμένο με θεατρικές συμβάσεις. Ο χρόνος, ο τόπος και η ταυτότητα είναι ασαφή και ρευστά, και ακόμη και η βασική αιτιότητα συχνά καταρρέει. Ασήμαντες πλοκές, επαναληπτικός ή χωρίς νόημα διάλογος και δραματικές ασυνέπειες χρησιμοποιούνται συχνά για να δημιουργήσουν ονειρικές, ή ακόμη και εφιαλτικές διαθέσεις.
➤ Αλμπέρ Καμύ - Ο Μύθος του Σισύφου
➤ Samuel Barclay Beckett, 1906 – 1989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου